Τα επίπεδα ανασυγκρότησης της τουρκικής πολιτικής στην Κύπρο



Μετά τα δημοψηφίσματα του 2004 και το πολιτικό προβάδισμα που ομολογουμένως απέκτησε η Τουρκία διεθνώς, η πολιτική της Άγκυρας στο Κυπριακό άρχισε να παρουσιάζει στοιχεία «ανασυγκρότησης». Η διαφοροποίηση καταγράφηκε και σε προγραμματικό επίπεδο. Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι το προεκλογικό πρόγραμμα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στις εκλογές του 2002 αναφερόταν σε λύση «βελγικού μοντέλου των δύο κυρίαρχων κοινοτήτων». Στις εκλογές του 2007 και 2011, η λύση του Κυπριακού περνούσε μέσα από την «διατήρηση των ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο και την αναβάθμιση της ΤΔΒΚ».
Αυτή η στροφή της τουρκικής κυβέρνησης προωθούσε μια εντελώς νέα φιλοσοφία για την Κύπρο, η οποία απομακρυνόταν από την παραδοσιακή κεμαλική αντίληψη περί στρατιωτικής ασφάλειας. Από το 2007 και σε συνδυασμό με την αλλαγή των διεθνών και περιφερειακών συγκυριών, η κυβέρνηση Έρντογαν έθεσε σε προτεραιότητα μια έννοια «οικονομικής ασφάλειας» στην Ανατολική Μεσόγειο, μέρος της οποίας ήταν η δημιουργία ενός άλλου πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος στα κατεχόμενα. Την ίδια στιγμή, το νέο πλαίσιο σχέσεων της Τουρκίας με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα διαφοροποιούσε σε μεγάλο βαθμό και την έννοια της «σταθερότητας» μεταξύ των δύο μερών. Από την «σταθερότητα» στην ολοκληρωτική εξάρτηση της κοινότητας από την αναπαραγωγή των χωριστών δομών, η σχέση μεταφέρθηκε στην «σταθερότητα» του μετασχηματισμού που οδηγούσε πλέον την κοινότητα στην ολοκληρωτική της περιθωριοποίηση από τις τουρκικές επιχειρηματικές ελίτ και τους φορείς τους.

Με λίγα λόγια, η προαναφερθείσα περίοδος χαρακτηρίστηκε έντονα από την εισαγωγή μιας νέας διαδικασίας «κοινωνικής μηχανικής» που στόχευε στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη αλλαγή της λειτουργίας των δομών έτσι όπως αυτές οικοδομήθηκαν με την εισβολή του 1974. Αυτή η προσπάθεια μοιραία επηρέασε όλες ανεξαιρέτως τις εκφάνσεις τις καθημερινότητας των Τουρκοκυπρίων. Τα τρίχρονα οικονομικά πρωτόκολλα, αναδείχθηκαν σε περιεκτικούς μηχανισμούς μετασχηματισμού ακόμα και της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων, στα μέτρα και στους ιδεολογικούς άξονες που επιθυμούσε η τουρκική κυβέρνηση. Οι μαζικές κινητοποιήσεις του 2011, αλλά και οι νέες διεκδικήσεις της κοινότητας έναντι της Τουρκίας, αντικατοπτρίζουν ακριβώς την κορύφωση των αντιδράσεων ενάντια στην περιθωριοποίηση της.   
Η «ανασυγκρότηση» της πολιτικής της Άγκυρας, όπως θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενο, επηρεάζει τώρα με συγκεκριμένο τρόπο και το τραπέζι των συνομιλιών. Φαίνεται μάλιστα να υιοθετεί μονόπλευρα και να ερμηνεύει κάπως αυθαίρετα πτυχές των εξελίξεων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα με κορυφαία την οικονομική κρίση και τις εξελίξεις στα ζητήματα ενέργειας. Συνεπώς στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο να κατατεθούν κάποιες βασικές κατευθυντήριες γραμμές που αναμένεται να ακολουθήσει η Άγκυρα και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Σε ένα πρώτο επίπεδο διαφαίνεται μια νέα εξέλιξη στο περιεχόμενο λύσης-διευθέτησης του Κυπριακού. Χαρακτηριστικά το ντοκουμέντο που κατέθεσε ο Αχμέτ Νταβούτογλου στην Εθνοσυνέλευση για τον προϋπολογισμό του 2013, υπογραμμίζει ότι «εάν η λύση που επιθυμεί η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν είναι συνεταιρισμός, τότε θα πρέπει να γίνουν σκέψεις και για λύση που δε θα τον περιλαμβάνει». Σε συνέχεια αυτού, ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας ανέφερε πρόσφατα σε συνέντευξη του ότι η λύση μπορεί να αναζητηθεί και «σε μια βάση εκτός του Σχεδίου Ανάν». Οι παραπομπές στα σημεία αυτά είναι ξεκάθαρες: Η τουρκική πλευρά παρουσιάζεται πρόθυμη να συζητήσει άλλες μορφές λύσης του προβλήματος στην Κύπρο που να μην συμπεριλαμβάνουν το διαμοιρασμό εξουσίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων σε ένα κοινό κράτος. Αφήνεται μάλιστα να νοηθεί ότι η κατάσταση στην Ελληνοκυπριακή πλευρά ευνοεί έναν τέτοιο διάλογο. Εδώ έγκειται και η μερική «αυθαιρεσία» στην ερμηνεία των εξελίξεων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, μπαίνει το ζήτημα των χρονοδιαγραμμάτων λήξης των συνομιλιών. Η θέση αυτή δεν είναι νέα, όμως υπάρχει η πιθανότητα αυτή τη φορά τα χρονοδιαγράμματα να τεθούν ως μια μορφή προϋπόθεσης για την έναρξη απευθείας συνομιλιών στο Κυπριακό. Η βάση νομιμοποίησης αυτής της θέσης θα είναι φυσικά η μακρά περίοδος μη επίλυσης του προβλήματος, αλλά και η διεκδίκηση της Τουρκίας για αλλαγή της «τάξης πραγμάτων» στην Ανατολική Μεσόγειο με τρόπο που να προσαρμόζεται στην ευρύτερη πολιτική οικονομικής και εμπορικής ενσωμάτωσης που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια. Στο σημείο αυτό, τα ζητήματα ενέργειας αποκτούν σταδιακά στρατηγικό περιεχόμενο για τις κινήσεις της Άγκυρας στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Στο τρίτο επίπεδο εισέρχονται τα σενάρια για μια γενικότερη «αλλαγή στρατηγικής» και «δομής του διαλόγου», τα οποία επεξεργάζεται η Τουρκία. Μια από τις σκέψεις είναι η δημιουργία μιας παράλληλης διαδικασίας, η οποία θα επικεντρώνεται σε ζητήματα συνεργασίας των δύο κυπριακών πλευρών. Συγκεκριμένα αυτή η συνεργασία μπορεί να περιλαμβάνει ζητήματα εμπορίου, ενέργειας, τουρισμού, συγκοινωνιών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Πιθανότατα θα παίρνει σταδιακά τη μορφή μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και θα λειτουργεί ως μια μορφή «σχεδίου Β» στην περίπτωση μη λύσης-διευθέτησης. Μάλιστα η δημόσια προεκλογική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου περί περάσματος του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από την Τουρκία «εφόσον εξυπηρετεί τα συμφέροντα μας», έτυχε αξιολόγησης από την Τουρκία ακριβώς στο εξής σημείο: εφόσον η περιεκτική λύση στο Κυπριακό είναι απομακρυσμένη περίπτωση, τότε άλλες μορφές συνεργασίας πέραν του κοινού κράτους μπορούν να συζητηθούν.
Επομένως, απέναντι στο προαναφερθέν ολοκληρωμένο σκεπτικό – έστω και ανεπίσημο – της Άγκυρας, η Λευκωσία οφείλει να προχωρήσει στους δικούς της σχεδιασμούς. Έστω και αν στο παρόν στάδιο λόγω αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, δεν αναμένεται μια δυναμική έναρξη ουσιαστικού διαλόγου στο Κυπριακό, εντούτοις το πολιτικό μας πρόβλημα δε θα πάψει να επηρεάζεται καθοριστικά από τις διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις. Η μη ύπαρξη διαλόγου, καθόλου δεν εμποδίζει τις πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές στην Κύπρο και την γειτονιά της από του να λειτουργούν και μάλιστα υπό τη μορφή «τετελεσμένων». Άρα μια πρώτη ωφέλιμη «άσκηση» της ελληνοκυπριακής πλευράς θα πρέπει να συμπεριλάβει την χαρτογράφηση των ισορροπιών έτσι όπως αναπτύσσονται ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, καθώς και τη σύναψη συμμαχιών με τις εκείνες τις τουρκοκυπριακές δυνάμεις που ακόμα πιστεύουν στο κοινό κυπριακό κράτος. 
Νίκος Μούδουρος
Μέλος Ε.Σ Ινστιτούτου Ερευνών Προμηθέας
  

Rise or Fall of Islamism in Turkey

Rise or Fall of Islamism in Turkey

Insight Turkey Volume 14 No 4

What happens when an ideological movement whose raison d’être is to challenge the existing political system and government structure, and one that gains its identity and character from criticizing power, takes control of the government? Turkey no longer has a noteworthy Islamist project. We must place this vanishing, or death, at the end of the story, a story that begins with its birth. When Muslims are able to express themselves through democratic means, they move away not only from violence, but also from an ideological Islamic interpretation. The death of Islamism in Turkey can therefore be explained by the wide-open channels of democracy. In such a free and democratic setting, there is no environment for Islamism to survive, especially when it is fit into a different mold through the support of the government.
The expression “the death of Is- lamism” is a metaphor. It de- scribes the disappearance of a main political movement, more pre- cisely; the loss of the oppositional char- acter of an ideology, giving life to the AK Party government. What happens when an ideological movement whose raison d’être is to challenge the exist- ing political system  and government structure, and one that gains its identity and character from criticizing power, takes control of the government? In this case, a political movement based on an Islamist ideology was transformed into a political party in order to come to power democratically. What was once a political movement based on the faith of Islam has been softened and modified in order to be compatible with democra- cy’s rules, and once it carried this idea into government, the Islamic ideology vanished, just like the caterpillar who makes its cocoon and then breaks out of this cocoon as a butterfly. This metaphor argues that the AK Party government transformed Islamism, by injecting it into the democratic system, from a totali- tarian ideology into a moderate democratic one.
In July 2012, a debate over this metaphor began between Ali Bulaç and my- self. Ali Bulaç is to this day one of the most reputable and important names in Islamist thought . He is a highly talented intellectual and has significant influence on the latest generation of Islamists. It is very difficult to imag- ine an Islamist who has not read his books, which have been deemed in- dispensable for those interested in the Islamist ideology When we worked as columnists at the same newspaper, I put forward a claim that Islamism disappeared with the AK Party government in opposition to him. The debate continued in a levelheaded manner and, expectedly, others joined in. Pandora’s box had been opened. The issue grew with the input of Etyen Mahçupyan,Şükrü Hanioğlu, and other writers who still hold on to their Islamist identities. Thus, the freshest views available to judge the state of Islamism in the Turkey of 2012 have emerged.  I believe that the course of this debate and the arguments as well as objections put forth support my claim. Islamism does not really exist in Turkey as a live and vigorous organism. The fact that the debate over whether Islamism is dead or alive is being carried out in the manner of an autopsy alone proves this point.
If we consider Karl Manheim’s “ideology-utopia” distinction, we would have to label Islamism as utopia. And what happens to all utopias happened to Islamism as well: it vanished when it took power. Turkey no longer has a note- worthy Islamist project. We must place this vanishing, or death, at the end of the story, a story that begins with its birth.

[ Read full text in .pdf format ]

http://file.insightturkey.com/Files/Pdf/20121030112907_insight_turkey_vol_14_no_4_2012_turkone.pdf

The Truth About the Economy

Presentation by
ROBERT B. REICH, Chancellor’s Professor of Public Policy at the University of California at Berkeley; he was Secretary of Labor in the Clinton administration.
 
 

Οι ιδεολογικές καταβολές του Νόμπελ στα Οικονομικά


Άντης Ζήσιμος
Με την απονομή του Νόμπελ Οικονομικών στον συμπατριώτη μας έγινε πολλής λόγος για τη μεγάλη διάκριση της Κύπρου ανά το παγκόσμιο. Στη συνέχεια ο Κύπριος Νομπελίστας κατέθεσε τις απόψεις του στην κρίση της Κυπριακής κοινωνίας. Το όνομα του κ. Πισσαρίδη έχει επίσης χρησιμοποιηθεί εκτενώς από τον υποψήφιο των συντηρητικών κατά την προεκλογική εκστρατεία στην επικείμενη εκλογή του επόμενου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εντός ή εκτός του εκλογικού επιτελείου του οι απόψεις του Κύπριου Νομπελίστα φαίνεται να βρίσκουν έδαφος με πολιτικούς της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικοπολιτικής προσέγγισης. Όλα αυτά με παρακίνησαν να ψάξω λίγο το θέμα του Νόμπελ στα οικονομικά για να μπορέσω να κατανοήσω τι είναι ακριβώς αυτή η διάκριση που του έχει απονεμηθεί. Και κατ´επέκταση εάν αυτή η διάκριση από μόνη της δίνει επιπλέον κύρος στον πολιτικό λόγο που εκφράζει. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Τα περί τεχνοκρατών και των «ανεξάρτητων» απόψεων τους όποτε τα ακούω νιώθω να μου υποτιμάται η νοημοσύνη.

Το Νόμπελ στα οικονομικά είναι συνήθως το τελευταίο βραβείο που ανακοινώνεται. Και δικαιολογημένα γιατί ήταν το τελευταίο βραβείο Νόμπελ που καθιερώθηκε ως θεσμός. Αυστηρά μιλώντας δεν αποτελεί βραβείο Νόμπελ. Τα πέντε πρώτα βραβεία καθιερώθηκαν το 1901 για την λογοτεχνία, την ειρήνη, την ιατρική, τη φυσική και τη χημεία από τον Άλφρετ Νόμπελ ως αναγνώριση της προσφοράς για την καλυτέρευση της ποιότητας της ζωής των ανθρώπων μέσω επιστημονικών επιτευγμάτων, καινοτομίας ή της προσφοράς για την επικράτηση της ειρήνης.
Το Νόμπελ στα οικονομικά δεν αποτελεί βραβείο του Ινστιτούτου Νόμπελ. Ήταν κάτι το οποίο δημιουργήθηκε το 1968 από την Κεντρική Τράπεζα της Σουηδίας ως ένα «βραβείο των οικονομικών επιστημών στη μνήμη του Άλφρετ Νόμπελ». Παρόλα αυτά σήμερα πρέπει να πούμε ότι ακολουθείται η ίδια διαδικασία απονομής του βραβείου με αυτή που ακολουθεί η Σουηδική ακαδημία για τα υπόλοιπα βραβεία Νόμπελ. Δίδεται επίσης η ίδια χρηματική αμοιβή που δίνεται στην περίπτωση των πραγματικών βραβείων.
Στη δημόσια σφαίρα υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα πολλές αμφιβολίες για το κατά πόσο το βραβείο στα οικονομικά πληροί τις βασικές αρχές και σκοπούς που οραματίστηκε ο ιδρυτής των Νόμπελ. Αποτελούν όντως τα οικονομικά επιστήμη με τον ίδιο τρόπο που ορίζονται ως επιστήμη η φυσική και η χημεία; Συνεισφέρουν στην καλυτέρευση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων όπως η ειρήνη και η λογοτεχνία; Το ερώτημα παραμένει για το κατά πόσο τα οικονομικά πρέπει να έχουν εξέχουσα θέση σε σχέση με άλλα επιστημονικά πεδία.
Σε κάθε περίπτωση ο PeterNobel απόγονος του ιδρυτή των βραβείων και γνωστός ακτιβιστής υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει στο παρελθόν αναλύσει γιατί ο πρόγονος του δεν θα αποδεχόταν ποτέ την καθιέρωση ενός βραβείου το οποίο ο ίδιος αποκαλεί «μια απόπειρα δημοσίων σχέσεων των οικονομολόγων για να αναβαθμίσουν τη κοινωνική τους θέση… το οποίο πολύ συχνά απονέμεται σε σπεκουλαδόρους των αγορών».
Στο παρελθόν ακόμα και πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση την οποία διάγουμε σήμερα, η φήμη των οικονομολόγων δεν ήταν η καλύτερη. Ειδικότερα όσο το επικρατέστερο ρεύμα στα οικονομικά γινόταν το άλλοθι και ο φορέας των θεωριών για στήριξη της ασυδοσίας των «αγορών». Το ευρύ κοινό αποξενωνόταν ολοένα και περισσότερο από τις δραστηριότητες των οικονομολόγων. Σε αυτό συνέτειναν επίσης το δημοκρατικό έλλειμμα που σταδιακά δημιουργήθηκε σε πολλές χώρες με την ίδρυση «ανεξάρτητων θεσμών» οι οποίοι επιφορτίστηκαν με την αρμοδιότητα της εποπτείας των «αγορών». Κάτι παρόμοιο βλέπουμε σήμερα στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπου θεσμοί όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για παράδειγμα δεν στηρίζεται σε καμιά δημοκρατική διαδικασία. Σε αυτή τη γενικότερη αποξένωση η απονομή των βραβείων αποτέλεσε ένα σημαντικό εργαλείο όχι μόνο για να προωθήσει τα επιτεύγματα της επιστήμης των οικονομικών αλλά και για να προάξει συγκεκριμένες λογικές ανάλυσης, ιδεολογήματα και συγκεκριμένες έρευνες. Έτσι το εργαλείο αυτό αποτέλεσε κάτι περισσότερο από ένα εργαλείο προώθησης. Άλλαξε ακόμη και αυτή την ίδια την παραγωγή της γνώσης στο πεδίο των οικονομικών.
Τα πρώτα βραβεία δόθηκαν για να τιμηθούν οικονομολόγοι των οποίων η εργασία ήταν ήδη αρκετά αναγνωρισμένη.  Ακόμα όμως και κατά την πρώτη δεκαετία απονομών ο κατάλογος των ονομάτων που παραγνωρίστηκαν από την Επιτροπή Απονομής ήταν πιο εντυπωσιακός από τον κατάλογο αυτών που βραβεύτηκαν. Μεγάλα ονόματα όπως οι Michal Kalecki, Joan Robinson, Nicholas Kaldorκαι PieroSraffa παραγνωρίστηκαν προς όφελος λιγότερο επιφανών ερευνητών. Στην περίοδο που ακολούθησε της πρώτης δεκαετίας το βραβείο στα οικονομικά δόθηκε σε αρκετές περιπτώσεις σε ανθρώπους με σχετικά μικρή και σε κάποιες περιπτώσεις με αμφίβολη προσφορά.
Το πολιτικό όμως αποτέλεσμα της απονομής του βραβείου αυτού υπήρξε χωρίς αμφιβολία σημαντικό. Η κύρια σχολή σκέψης που εκφράζει τους πλείστους βραβευθέντες είναι η σχολή των νεοκλασικών οικονομικών γεγονός το οποίο έχει αποκλείσει όλες τις άλλες σχολές. Οι περιπτώσεις απονομής σε σχολές μεγαλύτερης κοινωνικής ευαισθησίας είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν η ενθάρρυνση συντηρητικών προσεγγίσεων στην έρευνα αλλά και τη διδασκαλία.
Οι νομισματικές προσεγγίσεις καθώς και οι προσεγγίσεις της ελεύθερης αγοράς έχουν βραβευτεί δυσανάλογα συχνά και σε πολύ κρίσιμες μάλιστα στιγμές. Για παράδειγμα η απονομή του βραβείου το 1974 στον Friedrich vonHayek οδήγησε σε αναπτέρωση του ενδιαφέροντος της Αυστριακής Σχολής και έκαμε το βιβλίο του ανάρπαστο. Δυο χρόνια αργότερα το βραβείο απονεμήθηκε στον Milton Friedmanκάνοντας την ακραία νεοφιλελεύθερη προσέγγιση του ακαδημαϊκά αποδεκτή ντύνοντας την με το πέπλο εντιμότητας που χρειαζόταν. Αργότερα η προσέγγιση του οδήγησε σε μια πρωτοφανή ιδεολογική επανάσταση στην νεοφιλελεύθερη συντηρητική πολιτική. Σήμερα ακούμε την ήχο των μηνυμάτων του Friedman στους «δικούς μας» πολιτικούς και ακαδημαϊκούς υπό την μορφή μηνυμάτων όπως «δεν θέλουμε κράτος επιχειρηματία», «αύξηση της φορολογικής βάσης», «μετοχοποίηση των ημικρατικών οργανισμών», «ευέλικτοι όροι εργασίας», «ανάγκη συρρίκνωσης του σπάταλου κράτους».
Η γεωγραφική κατανομή των απονομών του βραβείου Νόμπελ στα οικονομικά αντικατοπτρίζει ακριβώς τις ιεραρχικές δομές εξουσίας στο πεδίο των οικονομικών. Το βραβείο απονεμήθηκε 40 φορές σε 62 αποδέκτες, 42 εκ των οποίων προέρχονται από τις Ηνωμένες πολιτείες της Αμερικής και περισσότεροι από 50 εργάζονταν στην χώρα κατά το χρόνο της απονομής. Μόνο το πανεπιστήμιο του Σικάγο μετρά 11 απονομές! Αυτό κατά την άποψη μου δεν αντικατοπτρίζει την παραγόμενη γνώση στα οικονομικά αλλά περισσότερο την ιδεοληψία από την οποία διακατέχεται η Επιτροπή Απονομής του βραβείου. Μόνο δυο άνθρωποι από αναπτυσσόμενες χώρες (Arthur Lewisκαι AmartyaSen) απονεμήθηκαν το βραβείο και οι δυο καθόλου συμπωματικά εργάζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Μεγάλη Βρετανία κατά τον χρόνο απονομής. Εντύπωση δημιουργεί το γεγονός ότι μόνο τρεις ερευνητές που δούλευαν σε πεδία των οικονομικών και αφορούσαν τις αναπτυσσόμενες οικονομίες απονεμήθηκαν το βραβείο. Και αυτό παρά το γεγονός ότι τα θέματα των αναπτυσσομένων χωρών αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι της σημερινής τραγικής πραγματικότητας στα θέματα των οικονομικών.
Στα πιο πρόσφατα χρόνια το βραβείο απονεμήθηκε κυρίως για προσφορά στο πεδίο που αφορά τις συμπεριφορές των «αγορών». Το 1997 το βραβείο δόθηκε σε δυο οικονομολόγους τους RobertMerton και Myron Scholes. Οι κύριοι αυτοί είχαν ανακαλύψει μια μέθοδο αξιολόγησης συμβολαίων η οποία δυνητικά αποσοβούσε τον ρίσκο μεγάλων οικονομικών επενδύσεων. Όταν η εταιρεία αμοιβαίων κεφαλαίων (Long TermCapital Management) που διεύθυναν κατέρρευσε οικονομικά και χρειάστηκε η στήριξη του αμερικανικού κράτους για να τη ξελασπώσει υπήρξε φανερή αμηχανία στους κύκλους της Επιτροπής. Σε μια μετέπειτα εξέλιξη και πιθανή διορθωτική κίνηση το βραβείο απονεμήθηκε στους GeorgeAkerlof και Joseph Stiglitzοι οποίοι κατέδειξαν τα ζητήματα της ατελούς λειτουργίας των «αγορών». Άλλος επιφανής οικονομολόγος που απονεμήθηκε το βραβείο ήταν ο Paul Krugmanκαι μετέπειτα ο συμπατριώτης μας κ. Πισσαρίδης ο οποίος ασχολήθηκε με τα ζητήματα ανεργίας. Θα ήταν όμως παράληψη εκ μέρους μου εάν δεν ανέφερα ότι το βραβείο δεν έχει ποτέ απονεμηθεί σε γυναίκα.
Ενισχύονται λοιπόν τα ερωτηματικά για το πολύκροτο γεγονός της απονομής του βραβείου αυτού. Όταν ειδικότερα ακούω τις απόψεις του κ. Πισσαρίδη να προσομοιάζουν με αυτές επιφανών νεοφιλελεύθερων πολιτικών της κυπριακής κοινωνίας δεν μπορώ παρά να είμαι πολύ πολύ επιφυλακτικός. Περισσότερο μετρούν οι απόψεις και οι πολιτικές προεκτάσεις τον όσων λέγονται στη δημόσια σφαίρα. Κανένας τεχνοκράτης δεν είναι μόνο τεχνοκράτης και ο μύθος ως τέτοιος έχει καταρρεύσει προ πολλού στη συνείδηση του καθημερινού ανθρώπου.

Sketches on the Condition of the Working Class in Turkey



Zehra Güner (1)
In March 1885, Friedrich Engels wrote an article for the London Commonweal under the heading “England in 1845 and in 1885” as a sequel to his seminal work The Condition of the Working Class in England. In this article, Engels pictured the condition of the class movement in 40 years after writing The Condition of the Working Class in England very vividly as follows:
“Chartism was dying out. The revival of commercial prosperity, natural after the revulsion of 1847 had spent itself, was put down altogether to the credit of Free Trade. Both these circumstances had turned the English working-class, politically, into the tail of the ‘great Liberal Party,’ the party led by the manufacturers. This advantage, once gained, had to be perpetuated. And the manufacturing capitalists, from the Chartist opposition, not to Free Trade, but to the transformation of Free Trade into the one vital national question, had learnt, and were learning more and more, that the middle-class can never obtain full social and political power over the nation except by the help of the working-class. Thus a gradual change came over the relations between both classes. The Factory Acts, once the bugbear of all manufacturers, were not only willingly submitted to, but their expansion into acts regulating almost all trades was tolerated. Trades’ Unions, hitherto considered inventions of the devil himself, were now petted and patronised as perfectly legitimate institutions, and as useful means of spreading sound economical doctrines amongst the workers. Even strikes, than which nothing had been more nefarious up to 1848, were now gradually found out to be occasionally very useful, especially when provoked by the masters themselves, at their own time. Of the legal enactments, placing the workman at a lower level or at a disadvantage with regard to the master, at least the most revolting were repealed.”2


Interestingly enough, the essence of this vivid statement on the working class movement 40 years after Engels’ seminal work, describes the condition of the working class in Turkey well enough. I mean, in essence but not in form, which I shall elaborate in a few sentences.
As the working class failed to advance the movement towards taking the political power in 1847 -it is a different matter whether or not it was historically possible for the working class to seize the political power- it was broadly enslaved by the bourgeois political system and the dominant ideology of “Free Trade”. Engels was, then, talking about the dying out of Chartism and the working class movement turning into the tail of the Liberal Party. In his description of the situation in 1885, Engels refers to the assimilation of the trade union movement within the bourgeois ideology and the formation of a labor aristocracy. In his preface to the English edition of his book, he elaborates on how the capitalists resort to trade unions on different occasions as just another tool to postpone the impacts of the capitalist crises of overproduction. These are, of course, facts we know well enough from the experiences of more than a century now. Yet, Engels’ brief description of the condition of working class in England in 1885 draws a picture of the dynamics of class struggle in a nutshell.
In essence, as the working class fails to march towards greater unity and militancy in class-oriented direction, it is assimilated and defeated by the opposing class, and thereby, broad sections of the working class become appendages of the bourgeois political system and ideology. The opposite of unification and greater militancy becomes the motto of the day, that is fragmentation, disorganization, assimilation and subjugation.
These are the essential points of reference which we may draw parallels with Engels’ description and the condition of the working class in Turkey for the last three decades. Of course, Engels’ vivid picture may as well be applied to the working classes of other countries in these general lines. Therefore, we need to discuss the peculiarities of the condition of the working class in Turkey in order to make our argument more comprehensive and plausible.
Engels wrote a book of almost 250 pages, covering different sections of the working class in England in order to describe their condition. Of course, in such a brief article, we do not have enough space neither to discuss the condition of each section of the working class in Turkey, nor to indicate each and every factor that have an explanatory power in describing this condition. Furthermore, I do not have the brilliance of Engels, but I merely resort to the theoretical heritage of the great masters. Yet, I believe, we can point to several important, maybe the most important as we see it, factors that have a broad influence over the working class in Turkey. In general, I simply try to give a sketch of the factors that lead to the fragmentation, disorganization, assimilation and subjugation of the working class in Turkey. However, the most important question, i.e. the strategy and the tactics of the communists to tackle these forces is left unanswered in this article, for it can only be the topic of another one.
Unemployment as a dehumanizing factor
Before drawing conclusions on the effects of high and persistent levels of unemployment on the working class in Turkey, allow me to address several data on the issue. But, first of all, I should explain briefly why I start an article on the condition of the working class in Turkey with “unemployment”. The reason is simple and clear: it is not only that the threat of unemployment affects very large segments of the working class, but the unemployed constitutes one of the largest sections of the working class in Turkey.
According to the labor statistics presented by Turkish Statistical Institute (TSI), the unemployment rate in Turkey as of November 2011 is 9.1 per cent and the number of the unemployed is 2.5 million persons. However, in terms of the broader and truer definition of unemployment,3 the number of unemployed reaches to 4.5 million and the unemployment rate to 16.2 per cent approximately. The official unemployment rate among the youth (those who are between 15 and 24 years of age) is around 17 per cent, whereas the real rate of unemployment among the youth is approximately 30 per cent and the number of unemployed young people is 1.438 million. In urban areas and among the youth with higher education levels these rates are even higher.
The number of those who are not actively seeking a job but available to start a job has been gradually increasing, reaching to 1.2 million. Approximately 700 thousand of those are discouraged workers, i.e. workers who gave up hope of finding work. It is perfectly plausible to assume that the subsistence of these people depends on social welfare benefits and other resources such as rural ties and solidarity funds etc.
Table 1 below summarizes the unemployment statistics we have noted so far.
Table 1. Unemployment and labor force statistics
(thousand persons)
November 2010
November 2011
Labor force
25,665
26,696
Employed
22,854
24,267
Unemployed
2,811
2,429
Labor force participation rate (%)
48.6
49.4
Employment rate (%)
43.2
44.9
Unemployment rate (%)
11.0
9.1
Non-agricultural unemployment rate (%)
13.7
11.4
Unemployment rate among the youth (%)
20.8
17.0
Persons not in labor force
27,195
27,331
Unemployed according to broad definition
5,126
4,508
Broader (real) unemployment rate (%)
19,0
16.2
Source: TSI labor statistics
Another important matter that we shall underline is the large magnitude of persons not classified in the labor force4 in Turkey. The persons who are not seeking a job but available to start a job are also a part of this category. 12.2 million of this population, which exceeds 27 million persons in total, are housewives, 4.4 million are persons in education or training, and the rest are the retired, disabled, ill or the elderly. These sections of the working class, which may be considered as inactive population, provide yet another potential labor force reserve to the capitalists apart from the unemployed. The ambition of the latest steps to be taken in the direction of imposing greater flexibility in the work regime in Turkey is to create a large labor force pool in which these sections of the working class could be mobilized when required. Of course, with the policies aiming to affiliate this population to the labor markets through atypical work, the government seeks both to increase labor force circulation and to exert downward pressure on the average wage, rights and working conditions of the laborers.
The so-called inactive population, which includes the underemployed5, seasonal workers and persons not seeking a job but available to start a job as well, is an important leverage for the capitalist class. Similarly, those who participate in the work life after being a part of the large pool of inactive population will be proletarianized under the ideological influence of the same section of the population. Therefore, we may say that after the assault of imposing flexibility is completed, the new working class will be even more alien to ideas of organization and struggle due to both objective and subjective factors.
A crucial issue worth to mention is that the inactive population waiting to be included in the labor force, the unemployed and the workers with below-subsistence wage levels have gradually become more dependent on social welfare benefits and informal solidarity networks such as religious communities and sects during the terms of Justice and Development Party (AKP) governments. In this respect, we may claim that the ideological deformation caused by lasting ties of the urbanizing working class in Turkey with the countryside has eventually been replaced by the deformation caused by social welfare benefits and communal solidarity and charity networks as the former had been eliminated with the so-called “reforms” made after 2001 crisis in Turkey.
The most up-to-date data on the social welfare benefits provided by the government belong to late 2009. Yet, the time trend of the data provides sufficient information to summarize the situation. According to official statistics, the amount of food aids granted by the government to local administrations in order to be distributed through Social Assistance and Solidarity Foundations was 35 million TL (approximately 23 million USD) in 2003, 55 million TL (approximately 34 million USD) in 2004, 90 million TL (approximately in 60 million USD) in 2005, 150 million (approximately 100 million USD) in 2006, 140 million TL (approximately 93 million USD) in 2007, 213.7 million TL (approximately 142 million USD) in 2008 and 382.4 million TL (approximately 255 million USD) in 2009. We observe a similar, rapidly increasing trend in the provision of coal aid as in the provision of food aid during the terms of the AKP government. The number of households benefiting from the coal aid exceeded 2.2 million in 2009. Since this figure has increased even more in 2010, we can say that we are talking about a welfare item regarding approximately 12 million persons or around 7 million electors. Table 2 shows the trend of coal aid provision from 2003 to 2009.
Table 2. Number of families benefitting from coal aid, 2003-2009
Year
Amount of coal distributed (in tons)
Number of beneficiaries (household)
2003
649,82
1,096,488
2004
1,052,379
1,610,170
2005
1,329,676
1,831,234
2006
1,363,288
1,797,083
2007
1,494,163
1,894,555
2008
1,827,131
2,246,280
In terms of housing benefits, the government provided 919,900 TL (approximately 612,000 USD) to 415 persons in 2006, 2,503,950 TL (approximately 1,669,300 USD) to 642 persons in 2007, 40,461,955 TL (approximately 26,974,637 USD) to 27,906 persons in 2008 and 74,430,494 TL (approximately 49,620,329 USD) to 72,304 persons as of December 2009.
As these data suggest, the AKP government organized a broad social welfare network in which a large section of the population is included. Apparently, in the perception of these broad sections of the population, which as well include the working poor, the unemployed and the inactive population, the character of the government as a “service provider” has been replaced with the government as an “aid provider”. This is an important factor as it fits into the larger picture of changing perceptions on exploitation and inequalities. In this framework, the rights of the working class is not perceived as something achieved through struggle, but as something granted by the powerful. Hence, the public sphere gets wide-open for religious and reactionary organizations as the culture of “charity” is closely linked with religious ideology.
Besides social welfare benefits and charity networks, borrowing has become an important mean of subsistence for a large part of the working class and the mentioned population surrounding it. The banking reforms and economic conjuncture after 2001 crisis facilitated the access to personal consumer credits and credit cards have become one of the leading means of payment. Especially for the workers who do not receive their wages and salaries regularly, credit cards are essential. The highly indebted working class can be subjugated to the bourgeois ideology way more easily and strongly, and its interest shifts to sustaining the “economic stability” and the demands of the capitalist class so as to be able to roll-over its debts. In other words, to the highly indebted workers, the demands of their class enemies rather than their own seem much more relevant.
In order to give a rough idea about the level of indebtedness, allow me to refer to several statistics. In 2002, total amount of consumer credits were about 2 billion dollars, whereas it was over 80 billion dollars in 2010, and more than 90 billion dollars as of June 2011. The total liabilities of households were 129 billion TL in 2008, 147 billion TL in 2009 and 191 billion TL in 2010. During the same period, the ratio of households’ total liabilities to their disposable income has increased from 36 to 41 per cent. However, the ratio of interest payments to the disposable income declined from 5.2 per cent to 4.4 per cent due to falling interest rates. In other words, consumers are way more indebted, but they allocate a lesser part of their income to interest payments. Thus, it is plausible to claim that their sensitivity to the changes in interest rates has increased. Almost half of the consumer credits are housing loans, whereas 45 per cent consists of personal finance credits and 5 per cent consists of vehicle credits. The number of persons with non-performing credit card loans has increased from around 1.1 million in 2008 to 1.6 million in March 2011.
Any development that would disrupt the flow of social welfare benefits, charity and loans would mean a disaster for the workers who gradually become more and more dependent on these factors. Therefore, the stability of the bourgeois politics and abstinent life has become their sole expectation for future. These circumstances are further entrenched by the relative distance of young generations of workers to the idea of organization and struggle.
The despair of unemployed masses and the quest for a safe haven led by it have played a significant role for the prevailing system to build the mass bases of reactionism.
A third factor which plays an important part in the fragmentation, disorganization, assimilation and subjugation of the working class in Turkey is the expansion of informal work in all sectors. It is impossible to talk about any kind of freedom for informal workers, let alone the freedom to organize. Apart from unemployment, an important reason for the toiling masses in Turkey to be engaged in informal work is the high level of indebtedness. In Turkey, the government plays a decisive role in collecting the loans, as non-performing loans are cashed out through confiscation. The government regulates the regime of loan payments; hence workers who either try to escape from the probability that their wages are seized or make ends meet give consent to informal work with no rights at all.
Origins of the fragmentation of the working class in recent history
The fascist regime established after the coup d’état on 12 September 1980 paved the way for the Turkish bourgeoisie to raise its systematic attacks on the working class at a massive scale, and the advantage achieved by the capitalist class has been strongly reproduced in every sphere of life against the working class. The fascist regime did not only consist of legal arrangements or the fascistic practices carried out against working class organizations. More than that, it was an all-out ideological assault on the working class
If one of the fundamental pillars empowering bourgeoisie’s ideological assault was the policies that strengthen imperialism at large in our country and the region, the other was the increasing distance between the communist movement and the working class. This distance eventually resulted in the isolation of the working class.
After 12 September coup, the political parties, which should represent the working class and the economic organizations of the working class, trade unions, have been weakened. While the number of workers organized in trade unions was diminishing rapidly, the trade unions assisted the endeavors to isolate the working class from socialist politics. One shall remember that within the Turkish trade union movement today, there are only a few class-oriented cadres, who mostly became affiliated with the movement before 1980 when trade unions were not described as “supra-political” organizations. Furthermore, even those cadres are forced to a position at which they cannot take any initiative in order to protect themselves in the trade unions, which are pushed to a compromising line after the coup d’état.
It is worth to note that the workers’ resistances and actions, which occasionally set the agenda of the country after 1980, were carried through by the unions. The proletarianization of the country’s agenda by these actions had lasted for limited days. Although the achievements of the working class after these rallies had been limited, they should be deemed as important experiences. However, all of these experiences were doomed to the lack of persistence; neither Turkish left nor trade unions could manage to raise this siege. Furthermore, struggling workers could not prevent submissive trade unions to leave them in the lurch. In the final analysis, as the trade unions did not allow the workers’ uprisings to be politicized, hence could not carry them through, these actions did not leave deep marks in the collective memory of the proletariat as moments of transcending fragmentation and solidarity.
For instance, the recent uprising of tobacco workers at TEKEL started with the trade union’s (Tek Gıda-İş) decision to take action. As the workers pursued the decision even beyond the trade union itself and as their rally got affiliated with the communist movement, it was politicized, gained approval of the broader public and achieved the ability to organize the society. However, we should mention that, when considered in all respects, the intervention of the Communist Party of Turkey to establish the ties between the communist movement and TEKEL workers’ resistance had been insufficient, and the representation of the resistance did not materialize in the person of the TKP despite the strong intervention.
The disconnectedness between the working class and the communist movement is the main hindrance before the act of leaving deep marks in the collective memory of the working class. There is a clear connection between the trade union’s ambition to isolate the workers from communist politics and the fact that all significant workers’ resistances and actions carried out spontaneously and with the effort of trade unions were not conducted to win new fronts in the class struggle, but to maintain existing achievements. Such actions could not organize the society at large. A class-oriented line of struggle with broader claims, which will serve the working class to achieve new rights, could only be organized by the communist movement that represent political assertions on the future of the country.
Before going on with other aspects of the condition of the working class in Turkey, let me say a few more words on the situation of the so-called “progressive” trade union movement and the gradual liquidation of the class-oriented line in this section.
When the Confederation of Revolutionary Trade Unions6 (DİSK) was acquitted from all charges pressed on it in 1991, the new leadership of DİSK adopted the dominant political line of legitimizing the defeat of socialism prevailing in trade unions. This attitude has certainly played an important role in alienating the working class to economic and political struggle. As soon as the confederation was re-established, the new, social democratic leadership of DİSK condemned class-oriented trade unionism and adopted the ideology of so-called “contemporary” trade unionism. As they interpreted the demise of socialism in the Soviet Union and Eastern Europe as the end of class struggle, they expressed their willingness to come to terms with the capitalist class on every platform; hence lost a great deal of its members. As DİSK denied the fact that it is an organization of class struggle, it started to identify itself as a non-governmental organization necessary for establishing compromise and social dialogue. On this premise, the new DİSK could sidle with the organizations of the capitalist class more easily.
After 1980, the distance between the socialist left and the working class has increased even more when a large part of the left got liberalized and gave up pursuing revolutionary objectives. The liberalization of the Turkish left and the transformation of DİSK into a “non-governmental organization” had gone hand-in-hand.
In line with the so-called conception of contemporary trade unionism, which denies the fact that unions are class organizations, DİSK preferred “identity politics” instead of class politics. Thus, it did not steadfastly challenged privatization policies, and attributed positive characteristics to the so-called “new world order”. As it became more and more alienated from the class struggle, it started to appeal more and more to imperialist organizations such as the European Union and its branches in the trade union movement.
Alienation from revolutionary objectives and liberalization caused DİSK to lose a great deal of its members. DİSK is losing members even today, and the number of trade unions affiliated with DİSK, which organize genuine struggles is unfortunately very low. Today, DİSK and the left-wing trade union confederation among the public employees, KESK, do not fill a left-wing space in the trade union movement. The libertarian voices of the liberal-reactionary coalition in our country are quite far away from giving hope to the working class. These confederations are forced to retreat at a level such that they promise not to do anything other than demanding a new, democratic constitution despite grandiose attacks on the working class.
The sectoral segregation of the working class
Now, we may continue with the changes in the composition of the working class in Turkey in terms of economic sectors. This is not only important as regards the sectoral shifts in workers’ employment, but also in terms of the changes in the forms of employment.
According to the TSI data, in 2010, 25 per cent of the employment was in agriculture, 20 per cent in industry, 6 per cent in construction and 49 per cent in services. Most of the workers employed in industry work in the manufacturing industries, while 15 per cent are employed in the trade sector and 5 per cent in restaurants and entertainment.
The trends of the sectoral change in employment in our country point to the dramatic change in the Turkish economy and society. Two decades ago, i.e. in 1990, 46.5 per cent of workers were employed in agriculture, 15.8 per cent in industry, 5.7 per cent in construction and 32 per cent in services. In other words, in a relatively short period of time, the percentage of those employed in agriculture diminished about a half, while the number of those who are working in services increased drastically. Although the construction sector grew a great deal in years, its share in employment almost has not changed in the last twenty years.
Informal work has become a cost-reduction strategy for the Turkish capitalists. According to official data, there are 3 million 535 thousand wage earners under informal employment as of 2010, whereas the total amount of wage earners is 13 million 762. In other words, one out of four wage earners works under informal contracts, with no job security at all.
Once again, according to the official statistics, there are 3 million 37 thousand 447 workers employed in the public sector as of March 2011. This figure amounts to 13.31 per cent of total employment and 4.1 per cent of the total population. In historical terms, during the AKP’s terms of government, the share of the public sector in employment has declined from 15.2 per cent in 2002 to 13.31 per cent in 2011.
Figure 1: The Share of Workers Employed in the Public Sector in Total Employment (%)
Source: Turkish Statistical Institute
In general, public sector employees are employed under five different statuses: tenured personnel, personnel on contract, temporary personnel, permanent worker and temporary worker. About 70 per cent of the public employees (approximately 2 million) are employed under tenured status. However, with the so-called “Public Employees Reform” that has been on the agenda for quite a long time now, the government aims to shift most of these tenured personnel to the personnel on contract status. As a matter of fact, the number of employees working on contract has increased almost 100 per cent since March 2007, despite the fact that its share in total public sector employment is still low (10.93 per cent).
The condition of the Kurdish workers
Since 1960s, migration from Kurdish towns to especially large cities in the Aegean, Marmara and Mediterranean regions has been continuing. Before 1985 the major reason of migration was economic, but since then political reasons such as “forced migration” due to war have been added on this. Therefore, although migration from the Kurdish towns to the west is a phenomenon that has been going on for the last five decades, it has accelerated considerably since early 1990s. The change in the factors causing migration has not affected the outcomes significantly. The main difference for the Kurdish population is much more related with the rapid changes in the conditions of life and work in the towns where they migrate.
One shall underline that the character of the jobs the emigrant Kurdish people can find as well as the working conditions in the western towns has been changing in years. During the previous years of the migration movement, when the results of neoliberal policies and practices had not emerge in full scope yet, the emigrant Kurdish worker could usually find the opportunity to start a self-employed, though informal, job such as peddling or petite commodity production. This opportunity has either been eliminated almost totally or has become quite marginal starting from late 1980s to the period of the AKP. As informal, insecure, subcontracting and temporary, in other words atypical, work has become the rule of the day, and as such forms of employment has become the dominant type since early 1990s, the types of work Kurdish emigrants could find in the west have also changed. In other words, instead of being located in marginal urban employments, the Kurdish workers have become an inseparable part of the working class in Turkey. For the same reason, emigrant Kurds are getting proletarianized much more rapidly compared to the pace of proletarianization in the former years of migration. However, this is not an entirely new and peculiar phenomenon, but it is a part of the overall change of the working class in Turkey. However, the qualitative difference of the new forms of proletarianization from the classic processes is another topic of discussion.
The expansion of atypical forms of employment, the gradual increase in the quantity of workers in informal, insecure, subcontracting and temporary employment, is a general phenomenon. As the more dynamic sections of the working class, which try different ways of struggle, are those who work under such employment conditions as well as those who are under the threat of insecurity, the Kurdish workers have also become more visible in various experiences of organization and struggle.
The increasing number of Kurdish workers through migration to the metropolitan cities in the west or in large Kurdish towns such as Diyarbakır does not weaken, but quite the contrary; strengthen the class roots of the Kurdish problem. Compared to the previous period, proletarianized Kurds have become more open to class politics apart from identity politics.
An important specification that should be noted in relation to Kurdish workers is that, the processes of proletarianization among the Kurdish poor has been accelerating –this is in contradistinction with the thesis that claims the working class in Turkey has become “Kurdified”. Likewise, a new and common ground of struggle of Turkish and Kurdish workers, who are increasingly being subject to informal, insecure, subcontracting and temporary forms of employment, has been maturing despite the relative weakness of the opportunities of organization.
1.    Member of the Central Committee of Communist Party of Turkey
2.    Engels, F., “The Condition of the Working Class in England”, in Collected Works, vol.4, Progress Publishers, Moscow, 1975, p.297.
3.    The broad definition of unemployment takes the following into account as well: the underemployed, those who are not actively seeking a job but available to start a job and seasonal workers. The real rate of unemployment is calculated according to the following formula: (the unemployed + the underemployed + those who are not actively seeking a job but available to start a job + seasonal workers) / (the labor force + those who are not actively seeking a job but available to start a job+ seasonal workers).
4.    This category includes people at working age, i.e. 15 years of age or over.
5.    The category of underemployment includes “time-related underemployment” and “inadequate employment”. The former is described as persons employed in the reference week who worked less than 40 hours as total, despite their willingness to work additional hours. The latter is described as persons employed in the reference week but were also looking for a job to replace present job or as an additional job within last 4 weeks and were available to start if could find.
6.    Interestingly enough, the official documents of DİSK in English refers to the organization as the Confederation of “Progressive” Trade Unions, despite the fact that its name is “Devrimci İşçi Sendikaları Konfedarasyonu” in Turkish, which can literally be translated into English as the Confederation of “Revolutionary” Trade Unions.

Εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα (13.2.2013-20.2.2013)



Μια η επίσκεψη, πολλά τα μηνύματα: Η προγραμματική συνεργασία της τουρκικής και τουρκοκυπριακής Δεξιάς
Ακόμα μια επίσκεψη του Αντιπροέδρου της τουρκικής κυβέρνησης Μπεσίρ Αταλάϊ στα κατεχόμενα έγινε η αφορμή για πολιτικές αντιπαραθέσεις, αλλά και σοβαρά πολιτικά μηνύματα. Ο Αταλάϊ βρέθηκε στην Κύπρο στις 18 και 19 Φεβρουαρίου μαζί με τον Υπουργό Συγκοινωνιών της Τουρκίας, Μπίναλι Γιλντιρίμ. Μεταξύ των στόχων της καθόδου τους ήταν η αξιολόγηση της εφαρμογής του οικονομικού προγράμματος και η συμμετοχή σε εγκαίνια τεσσάρων νέων οδικών αρτηριών. Του περιφερειακού δρόμου Λευκωσίας, του δρόμου Μόρφου-Λεύκας, του δρόμου Αγίου Γεωργίου Κερύνειας-Καραβά και του δρόμου Τρικώμου-Βοκολίδας[1]. Φυσικά πέραν της τυπικής επισημότητας, το περιεχόμενο της συγκεκριμένης επίσκεψης ήταν προσανατολισμένο και στην στήριξη προς τον Κιουτσιούκ ενόψει της εκλογικής αναμέτρησης για την ηγεσία του Κόμματος Εθνικής Ενότητας στις 24 Φεβρουαρίου 2013. Μάλιστα στο πρόγραμμα της επίσκεψης των αξιωματούχων της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης δεν περιλήφθηκε για πρώτη φορά, συνάντηση με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη.

Καθόλου τυχαία ο Τούρκος Αντιπρόεδρος σημείωσε με έμφαση ότι εάν δοκιμάσει κάποιος να αλλάξει τον Πρωθυπουργό, τότε η οικονομική σταθερότητα θα επηρεαστεί αρνητικά και υπογράμμισε ότι «ούτε η Τουρκία δε θα άντεχε κάτι τέτοιο». Γενικά το μήνυμα της ανάγκης για «σταθερότητα» ήταν το κυρίαρχο στην επίσκεψη Αταλάϊ. Σταθερότητα στην εφαρμογή του προγράμματος μετασχηματισμού, η οποία προϋποθέτει σταθερότητα στην πολιτική ηγεσία που θα αναλάβει την υλοποίηση του και που αυτή τη στιγμή είναι το Κόμμα Εθνικής Ενότητας υπό την προεδρία του Κιουτσιούκ. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν ευρύτερα και οι εκτιμήσεις του εκπροσώπου της τουρκικής κυβέρνησης για την πορεία του πρωτοκόλλου. Υπογραμμίστηκε ότι η οικονομική παρουσία της Τουρκίας στην Κύπρο και οι προοπτικές της, αποτελούν την εγγύηση για ένα καλύτερο μέλλον των Τουρκοκυπρίων[2]. Σημειώθηκε ότι η απόδοση της «κυβέρνησης» στην υλοποίηση είναι ικανοποιητική και συνεπώς η εκκρεμότητα του συνεδρίου του Κόμματος Εθνικής Ενότητας πρέπει να λήξει σύντομα και με «τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
Σημαντικές όμως ήταν και οι λεπτομέρειες που προκύπτουν από την μέχρι σήμερα εφαρμογή του προγράμματος και που είναι ενδεικτικές της δομής που σταδιακά οικοδομείται στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η χρηματοδότηση της Τουρκίας μέσω του προηγούμενου πρωτοκόλλου (2010-2012) ήταν 2.584 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες, ενώ με βάση το νέο πρωτόκολλο (2013-2015) η χρηματοδότηση θα αυξηθεί στα 3.300 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες. Η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό των κατεχομένων την προηγούμενη περίοδο ήταν περίπου 450 εκατομμύρια τουρκικές λίρες, ενώ με την εφαρμογή του νέου προγράμματος θα μειωθεί δραστικά στα 215 εκατομμύρια. Στόχος για το κατά κεφαλήν εισόδημα με την εφαρμογή του προγράμματος είναι η αύξηση του στα 17 χιλιάδες δολάρια. Σημαντική παράμετρος θεωρείται και η επισημοποίηση της ενοποίησης του δικτύου ηλεκτρισμού των Τουρκοκυπρίων με αυτό της Τουρκίας, ένα έργο που θα δημιουργηθεί παράλληλα με την υποθαλάσσια μεταφορά νερού[3]. Ανάμεσα στις επιτυχίες που καταμετρά η τουρκική κυβέρνηση, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Αντιπροέδρου της, είναι οι ιδιωτικοποιήσεις με κορυφαίο παράδειγμα το αεροδρόμιο Τύμπου, η σταθερή άνοδος του ρυθμού ανάπτυξης στον τουριστικό τομέα με 7% ετησίως, καθώς και η αύξηση των φοιτητών στην ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση από 43 χιλιάδες που ήταν την περίοδο 2009-2010 , σε 55.494 την περίοδο 2012-2013[4].
Βεβαίως πέραν των πιο πάνω, η επίσκεψη των αξιωματούχων της τουρκικής κυβέρνησης επιβεβαίωσε και την αντίληψή τους για τους «εσωτερικούς φορείς» υλοποίησης του μετασχηματισμού που δρομολογείται, πέραν από το πολιτικό σύστημα. Οι αποστολές του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στην Κύπρο συμπεριλαμβάνουν με σταθερό πλέον τρόπο τις ανοιχτές επαφές στην ευρύτερη περιοχή της Αμμοχώστου, μια περιοχή συντριπτικής παρουσίας τουρκικού πληθυσμού. Αυτή η τάση επαναλήφθηκε και με την τελευταία επίσκεψη των Αταλάϊ και Γιλντιρίμ. Η σημαντικότητα αυτών των δραστηριοτήτων δεν περιορίζεται μόνο στη στήριξη που επιδίωξαν να πάρουν από τους Τούρκους κάτοικους της περιοχής προς τον Κιουτσιούκ. Η καθοριστική διάσταση αναδεικνύει ότι αυτός ο πληθυσμός αποτελεί μέρος, πρωταγωνιστικό μάλιστα, του μετασχηματισμού και υπενθυμίζει την στρατηγική διάσταση που έθεσε ο Πρωθυπουργός Έρντογαν κατά την επίσκεψη του το καλοκαίρι του 2011 σε συλλαλητήριο στην Αμμόχωστο όταν απευθυνόμενος στο πλήθος σημείωσε: «Εσείς είσαστε οι συνομιλητές μας στην βόρεια Κύπρο». Ο Αταλάϊ λοιπόν, πραγματοποίησε ανοιχτές συγκεντρώσεις σε καφενέδες της περιοχής, άκουσε τα προβλήματα των κατοίκων και δημοσιοποίησε τα πολιτικά μέτρα που θα ληφθούν, μαζί με τον πρέσβη της Τουρκίας[5]. Ένα σκηνικό συμβολικό και ουσιαστικό, όπου η τουρκοκυπριακή διάσταση είχε περιθωριοποιηθεί σχεδόν ολοκληρωτικά.
Τα κόμματα καθορίζουν υποψήφιους για τις δημοτικές στη Λευκωσία
Κατά την προηγούμενη εβδομάδα φάνηκαν κάποιες τάσεις συνεργασίας στην ευρύτερη Αριστερά για το δήμο Λευκωσίας. Το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα είχε διαβουλεύσεις με το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας του Μεχμέτ Τσιακιτζί, έχοντας όμως προηγουμένως λάβει απόφαση στο επίπεδο της Κεντρικής Επιτροπής ότι η πιο πιθανή υποψηφιότητα θα ήταν η κομματική με τον Καντρί Φελλάχογλου[6]. Η πιο ολοκληρωμένη πρόταση που συζητήθηκε από τις αντιπροσωπείες των δύο κομμάτων προνοούσε για υποψήφιο δήμαρχο από τις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού και ψηφοδέλτιο δημοτικών συμβούλων με βαρύτητα σε στελέχη του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα η πρόταση αυτή αφορούσε για 9 υποψηφίους από τις τάξεις του κόμματος του Τσιακιτζί και 5 από τις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού. Η πρόταση έκανε λόγο και για συγκεκριμένη δέσμευση με στόχο τη συνέχιση μιας κοινής πορείας στην τοπική αυτοδιοίκηση με φόντο τις εκλογές του επόμενου χρόνου[7]. 
Οι διαπραγματεύσεις των δύο κομμάτων κορυφώθηκαν καθ’ όλη την ημέρα τις 14ηςΦεβρουαρίου, όμως το βράδυ πληροφορίες στις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες ανακήρυσσαν την αποτυχία της προσπάθειας. Από πληροφορίες φαίνεται ότι και τα δύο κόμματα διέθεταν έρευνες γνώμης οι οποίες έδειχναν υψηλά ποσοστά προτίμησης προς πιθανή υποψηφιότητα Καντρί Φελλάχογλου από το Ρεπουμπλικανικό[8]. Με βάση αυτό το δεδομένο, φαίνεται ότι το Ρεπουμπλικανικό διεκδίκησε περισσότερα σε σχέση με τους δημοτικούς συμβούλους, κάτι που οδήγησε το κόμμα του Τσιακιτζί να μιλήσει για «επιβολή»[9]. Βεβαίως στη συνέχεια υπήρχαν και άλλες αποκαλύψεις, όπως το ότι το Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης είχε αρχικά προτείνει τριμερή συνεργασία με το Ρεπουμπλικανικό και το Δημοκρατικό Κόμμα του Ντενκτάς, κάτι που απορρίφθηκε[10].
Οι εξελίξεις αυτές τελικά οδηγούν τα δύο κόμματα σε χωριστές υποψηφιότητες και με τη μεγαλύτερη πιθανότητα τελικά να επαναλαμβάνεται η αποτυχία της ευρύτερης Αριστεράς στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα να συνεννοηθεί σε κάποια βασικά θέματα στη συγκεκριμένη συγκυρία. Παράλληλα φαίνεται ότι η θητεία του Ρεπουμπλικανικού στην εξουσία της κοινότητας από το 2003 μέχρι και το 2010, στο πλαίσιο των εξελίξεων στο Κυπριακό, αλλά και στην οικονομική διαχείριση των δομών, άφησε πίσω της εμπειρίες που δυσκολεύουν μέχρι και σήμερα την προοπτική συναντίληψης με συντεχνίες και άλλες πολιτικές οργανώσεις.
Υπό αυτά τα δεδομένα, το Ρεπουμπλικανικό, ενισχυμένο τοπικά στη Λευκωσία, κατέρχεται με τον Καντρί Φελλάχογλου και πλήρες κομματικό ψηφοδέλτιο, ενώ το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας επιλέγει τον Σουπχί Χιουντάογλου, γιατρό στο επάγγελμα και πρώην πρόεδρο της Ένωσης Τουρκοκύπριων Γιατρών[11].
Στο μεταξύ, ο Μουσταφά Αραμπατζίογλου, υποψήφιος Δήμαρχος από τις τάξεις του Δημοκρατικού Κόμματος του Σερντάρ Ντενκτάς, ξεκίνησε αρκετά δυναμικά τη δική του προεκλογική προσπάθεια μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού. Στο παρόν στάδιο ακολούθησε μια συγκεκριμένη τακτική συσπείρωσης δυνάμεων από τη δεξιά και την ακροδεξιά, με στόχο να διασφαλίσει μια γερή εκλογική βάση και μετά να διευρυνθεί. Χαρακτηριστικά, ξεκίνησε τις επαφές του με τους συνδέσμους ΤΜΤ και με διάφορους συνδέσμους αγωνιστών[12], δηλαδή εκείνους τους οργανωμένους κύκλους στους οποίους το Δημοκρατικό Κόμμα μπορεί να έχει στήριξη κυρίως λόγω Ραούφ Ντενκτάς. Είναι όμως γεγονός ότι η συσπείρωση της δεξιάς εκλογικής βάσης γύρω από την υποψηφιότητα Αραμπατζίογλου, θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις κινήσεις του Κόμματος Εθνικής Ενότητας.
Η προεκλογική κίνηση στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας αυτή την περίοδο δεν αφορά στις δημοτικές αλλά στο δεύτερο γύρο εκλογών για ανάδειξη του προέδρου του κόμματος. Μάλιστα η εσωτερική αντιπαράθεση έφτασε σε τέτοια επίπεδα που οι διαδικασίες για καθορισμό του υποψηφίου του κόμματος για το δήμο Λευκωσίας θα γίνουν μετά την εκλογή του προέδρου στις 24 Φεβρουαρίου. Στο μεταξύ ο Χασάν Σέρτογλου, πρόεδρος της τουρκοκυπριακής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου, ο οποίος προσεγγίστηκε από την ηγεσία του Κόμματος Εθνικής Ενότητας για να είναι υποψήφιος δήμαρχος στη Λευκωσία, απέρριψε την πρόταση[13]. Φαίνεται λοιπόν ότι τα αδιέξοδα που στο παρόν στάδιο αντιμετωπίζει το μεγάλο κόμμα της τουρκοκυπριακής δεξιάς, είναι μεγαλύτερα από αυτά που αντιμετωπίζει η αντιπολίτευση.
Το «παλιό», το «νέο» και οι συνέπειες από μια ιδιωτικοποίηση
Η ιδιωτικοποίηση του αεροδρομίου της Τύμπου είναι ίσως ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της διαδικασίας αντικατάστασης του παλαιού καθεστώτος πραγμάτων που επικράτησε στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα μετά την εισβολή του 1974, με ένα νέο καθεστώς αυτή τη φορά υπό την κυριαρχία του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ. Αυτή η συγκεκριμένη ιδιωτικοποίηση από νωρίς απελευθέρωσε πολύ ενδεικτικές δυναμικές. Σταδιακά φαίνεται να βοηθά στην αποσάθρωση μιας πολιτικής οικονομίας και συμφερόντων που επικράτησαν και που είχαν στο επίκεντρό τους τις κρατικές δομές ως τις μοναδικές που μπορούσαν να διαμοιράσουν πηγές κερδοφορίας και προνόμια σε συγκεκριμένους κύκλους. Την ίδια στιγμή μέσα από τέτοιους μηχανισμούς, το «κράτος» μπορούσε να αναπαράγει την εξουσία του και την ηγεμονία του ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους.
Τώρα φαίνεται ότι υπάρχει μετάβαση σε ένα νέο στάδιο. Τα δομημένα επί τόσα χρόνια συμφέροντα αλλάζουν. Για παράδειγμα, όλοι οι ιδιοκτήτες καταστημάτων στο αεροδρόμιο βρέθηκαν ξαφνικά ενώπιον της αύξησης των ενοικίων τους περίπου 10 φορές περισσότερα. Την ίδια στιγμή ο νέος ιδιοκτήτης του αεροδρομίου, η τουρκική εταιρεία Taş Yapı, ζητά με αυστηρό τρόπο την καταβολή όλων των ποσών για την παροχή νερού και ηλεκτρισμού, κάτι που το «κράτος» δεν έπραττε πάντα αναλόγως των πολιτικών εξυπηρετήσεων. Σημαντικό στοιχείο είναι και το γεγονός ότι το 70% των καταστηματαρχών ανανέωσαν τα συμβόλαιά του στο αεροδρόμιο[14]και συνεπώς υπάρχει μια σταδιακή αλλαγή της οικονομίας και των σχέσεων που παράγει γύρω από ένα στρατηγικό τομέα, όπως είναι οι αερομεταφορές.
Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και σε άλλες υπηρεσίες στο αεροδρόμιο. Σύμφωνα με απόφαση του «υπουργικού συμβουλίου» και μετά από πιέσεις της εταιρείας-ιδιοκτήτη, ο φόρος εξόδου από την Τύμπου έχει αυξηθεί περίπου κατά 125%. Με πολύ καθοριστικό τρόπο επηρεάζονται οι φοιτητές, οι οποίοι πλήρωναν 14 τουρκικές λίρες και με τη νέα απόφαση θα επωμίζονται το ποσό των 42 τουρκικών λιρών[15]. Αυξήσεις αναμένονται και στα αεροπορικά εισιτήρια με τους αρμοδίους των αεροπορικών εταιρειών να δηλώνουν ότι σε περίπτωση μείωσης των πελατών τους θα υπάρξει μείωση στους προορισμούς και τη συχνότητα των πτήσεων, παρά οποιαδήποτε μείωση στα αεροπορικά ναύλα. Επίσης τα ταξί είναι μια άλλη σημαντική υπηρεσία που έχει επηρεαστεί αρνητικά. Μέχρι στιγμής υπήρχε ένας συγκεκριμένος αριθμός οδηγών ταξί που εργάζονταν στη μεταφορά από και προς το αεροδρόμιο, των οποίων τώρα τα τέλη έχουν αυξηθεί στις 3 χιλιάδες τουρκικές λίρες ετησίως[16]. Συνεπώς οι μικρομεσαίου μεγέθους εταιρείες ή οι αυτοεργοδοτούμενοι οδηγοί των ταξί, βρίσκονται πλέον ενώπιον νέων δεδομένων, τα οποία αναλόγως και της πορείας της οικονομίας, θα δημιουργήσουν ενώπιον τους νέα εμπόδια.
Φαινομενικά, η νέα περίοδος που έχει αρχίσει με το ιδιωτικό αεροδρόμιο της Τύμπου έχει περιθωριοποιήσει τις «παλιές πελατειακές» σχέσεις, οι οποίες αναπαρήγαγαν μια συγκεκριμένη οικονομική και πολική εξουσία. Στη θέση αυτών των σχέσεων τώρα εισέρχονται νέες, οι οποίες στο παρόν στάδιο δεν καθορίζονται από τουρκοκυπριακές δυνάμεις, αλλά από τους ισχυρότερους τουρκικούς επιχειρηματικούς κύκλους.
Δημοσίευση: Δεύτερη Ανάγνωση, 20.2.2013


[1] Kıbrıs Postası, “Bakanlar Kurulu toplantısı tamamlandı. Yıldırım ve Atalay KKTC’ye geliyor”, 15.2.2013.
[2] Kıbrıs Postası, “Atalay: Ekonomideki gelişmeler daha çok hissedilecek”, 18.2.2013.
[3] Haberdar, “Müdahale değil müjde”, 19.2.1013.
[4] Kıbrıs Postası, “Atalay: Ekonomideki gelişmeler daha çok hissedilecek”, 18.2.2013.
[5] Haberdar, “Maraş’ta vatandaşla buluştular”, 19.2.2013.
[6] Havadis, “CTP ‘Fellahoğlu’ dedi”, 14.2.2013.
[7] Yeni Düzen, “Lefkoşa’da CTP-TDP işbirliğine doğru”, 14.2.2013.
[8]Hüseyin Ekmekçi, “Darmadağın oldu…”, Havadis, 15.2.2013.
[9]Yeni Düzen, “Çakıcı: CTP’nin önerisini kabul edemeyiz bağımsız aday olmazsa kendi adayımız”, 15.2.2013.
[10] Kıbrıs Postası, “CTP-BG: TDP ile yürütülen ittifak arayışı son buldu”, 15.2.2013.
[11] Hüseyin Ekmekçi, “Darmadağın oldu…”, Havadis, 15.2.2013.
[12] Havadis, “Sorunları çözmek için adayım”, 16.2.2013.
[13] Yeni Düzen, “Aday kurultay sonrasına kaldı”, 16.2.2013.
[14]Aysu Basri Akter, “Ercan’da yeni dönem”, Yeni Düzen, 12.2.2013.
[15]Aysu Basri Akter, “Ercan’dan çıkışa %125 zam!”, Yeni Düzen, 15.2.2013.
[16] Kıbrıs, “3 bin TL daha”, 14.2.2013.

Rapprochement in Russia-Turkey Relations and its impact on the Cyprus Question

The Turkish and Middle Eastern Studies Department

invites you to the Postgraduate Seminar:
Rapprochement in Russia-Turkey Relations and its impact on

the Cyprus Question

Speaker:

Muhittin Tolga ÖzsaĞlam

Political Science
 

Thursday, 28 February 2013

7:00 p.m.

Room A008, Old Campus

University of Cyprus


Abstract:

After the collapse of the Soviet Union, Turkish foreign policy makers saw the post-Soviet sphere as an opportunity to increase the influence of Turkey in the framework of the cultural ties with the new post-Soviet states. Therefore, the competition between Russia and Turkey in the post-Soviet sphere (Caucasus and Central Asia) was inevitable. The discourse and practices of Turkish politicians, like Turgut Özal, Süleyman Demirel or Tansu Çiller, were expansionist and created problems in Russian-Turkish relations until the mid-1990s. Later on, Russian foreign policy-makers started to consider the importance of the benefits of a rapprochement in Russian-Turkish relations. The two countries noticed the importance of economic co-operation between them. Eventually, Russia and Turkey developed a complex interdependence on the economic sphere, in various sectors, like those of energy, tourism, trade and agriculture. Therefore, both countries came to treat each other’s vulnerabilities carefully. Although they have different attitudes on issues like Syria, Abkhazia, S. Osetia and Cyprus (their positions on the Cyprus Question are contradictory), they pursue a policy of co-operation, especially in the energy sector, and such differences do not affect negatively their bilateral relations, which follow a path towards a multi-dimensional partnership.

Short CV:

Muhittin Tolga Özsağlam was born in Nicosia in 1974 and after his undergraduate studies (Ba 1997) continued his studies at the Department of International Relations, Hacettepe University-Ankara (Ma 2000). He received his PhD on Russia and Central Asia affairs from the Marmara University-İstanbul in 2006. During his Phd research period, Özsağlam learned the Russian language and made his research at the St.Petersburg State University in St.Petersburg-Russia. He research interests focus on Russia, Caucasus and Central Asia issues. Özsağlam also involves on the activities of the civil society organizations and writing as a columnist about foreign affairs on a daily newspaper. He knows Turkish, English and Russian languages. He also speaks Greek.

 

Thursday, 28 February 2013

7:00 p.m.

Room A008, Old Campus

University of Cyprus

Ε.Ε-Τουρκία-Κύπρος σε μια «νέα» σχέση

 
 
Στις 25 Ιανουαρίου 2013 σε τηλεοπτική του συνέντευξη, ο Έρντογαν αφού σημείωσε ότι η Ε.Ε είναι αρνητική στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας, υπογράμμισε τα εξής: «Όταν αυτή η υπόθεση πάει τόσο αρνητικά, τότε ως Πρωθυπουργός 75 εκατομμυρίων ανθρώπων, θέλεις δε θέλεις, αρχίζεις άλλες αναζητήσεις. Για αυτό και τις προάλλες είπα στον Πούτιν βάλτε μας στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης και εμείς αποχαιρετούμε την Ε.Ε, χωρίζουμε τους δρόμους μας». Η συγκεκριμένη γεωστρατηγική «βόμβα» του Τούρκου Πρωθυπουργού προκάλεσε αντιδράσεις, ιδιαίτερα από τις τάξεις της δεξιάς φιλελεύθερης διανόησης της Τουρκίας. Κάποιοι ερμήνευσαν αυτές τις δηλώσεις ως μπλόφα έναντι της Ε.Ε, άλλοι ως μια πραγματική πολιτική στροφή του κυβερνώντος ΑΚΡ.

Όμως εκείνο που θα πρέπει να προβληματίσει τη δική μας περίπτωση, ιδιαίτερα όσους ακόμα οραματίζονται ότι η Ε.Ε από μόνη της μπορεί να «γονατίσει» την Τουρκία ενώπιον των όποιων ελληνοκυπριακών διεκδικήσεων, δεν είναι μόνο το κατά πόσο εννοεί αυτά που λέει ο Έρντογαν ή εάν πρόκειται για «επικοινωνιακά τεχνάσματα». Περισσότερο θα πρέπει να προβληματίσει το ότι η λεκτική «αναταραχή» που προκάλεσε ο επικεφαλής της τουρκικής κυβέρνησης, αντικατοπτρίζει ένα τουλάχιστον μέρος της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας που βιώνει σήμερα η Τουρκία σε σχέση με την ευρωπαϊκή της προοπτική. Οι κριτικές για τις δηλώσεις Έρντογαν, σε καμιά περίπτωση δεν έμοιαζαν σε ένταση με παρόμοια περιστατικά που συνέβαιναν πριν μια δεκαετία.

Τα τελευταία χρόνια και περισσότερο μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2011, είναι γεγονός ότι οι επικριτικές δηλώσεις του Έρντογαν για την Ε.Ε και άλλους δυτικούς θεσμούς αυξάνονται. Οι κριτικές αυτές απέχουν πολύ από μια προοδευτική κατεύθυνση. Περιορίζονται συνήθως στην ανάδειξη ενός νέου τύπου ανταγωνισμού σε μια διεθνή τάξη πραγμάτων με πολλά κέντρα εξουσίας. Σηματοδοτούν μια αντιπαράθεση συνδεδεμένη κυρίως με τη σχετική αύξηση του μερίσματος που οικειοποιείται ο κόσμος πέραν της Δύσης στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Σε αυτό το σημείο, η Τουρκία του ΑΚΡ επιδιώκει να καθιερωθεί ως μια δύναμη εκπροσώπησης μέρους του ισλαμικού κόσμου όχι σε σύγκρουση με το δυτικό κόσμο, αλλά σε πορεία πλήρους ενσωμάτωσης στις κεντρικές δομές.

Επομένως η ένταση στην υπογράμμιση των παραδοσιακών αξιών της Τουρκίας, η μετατροπή της ισλαμικής θρησκείας σε εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, αποτελούν τα «αναμενόμενα» αποτελέσματα σε μια προσπάθεια όπως την προαναφερόμενη. Όμως η ισχυρή παρουσία της πολιτισμικής ταυτότητας της Τουρκίας στην εξωτερική πολιτική και μάλιστα σε σημείο που η Ε.Ε να παρουσιάζεται ως «κίνδυνος» αμφισβήτησής της, δημιουργεί επιπλέον αρνητικές δυναμικές αναφορικά με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Προκαλεί σκλήρυνση στην πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης σε σημείο αντικατάστασης «των κριτηρίων της Κοπεγχάγης με τα κριτήρια της Άγκυρας». Μια φράση που σαφώς παραπέμπει σε μια επιθυμία νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού χωρίς τον άξονα της Ε.Ε.

Οι πιο πάνω εξελίξεις δεν υπάρχουν στο κενό. Η μετατόπιση ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή, δημιουργεί ούτως ή άλλως νέους συνειρμούς και αναζητήσεις. Η Κίνα και η Ρωσία δεν αποδέχονται την ύπαρξη ενός μονοπολικού κόσμου και επιδιώκουν να διευρύνουν την επιρροή τους από την Κεντρική Ασία μέχρι και την Αφρική. Η εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα στα ανατολικά του κόσμου ενισχύεται, προκαλώντας το ενδιαφέρον της Άγκυρας και όχι μόνο. Οι στόχοι για ενίσχυση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα του πιο πάνω σκηνικού. Την ίδια στιγμή η Ε.Ε βουλιάζει καθημερινά υπό το βάρος της πολύπλευρης κρίσης. Η κατάσταση αυτή φέρνει στο προσκήνιο φυγόκεντρες δυναμικές, άλλες σε προοδευτική και άλλες σε συντηρητική κατεύθυνση.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ούτως ή άλλως «παγωμένη» ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας δεν κερδίζει την προσοχή των προηγούμενων χρόνων. Αντίθετα, η «μόδα» των ημερών στα τουρκικά πολιτικά στέκια δεν είναι η υπεράσπιση της ενταξιακής διαδικασίας στην Ε.Ε, αλλά η κριτική της. Στο επίκεντρο αυτής της νέας πραγματικότητας στην Άγκυρα βρίσκεται η πεποίθηση ότι μέρος του όποιου εκδημοκρατισμού (π.χ η επιστροφή του στρατού στα στρατόπεδα) μπορεί να είναι υλοποιήσιμος στόχος πέραν και έξω από τις βοήθειες που είχε προσφέρει στο παρελθόν η επίκληση της ενταξιακής διαδικασίας.

Επομένως τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι σκληρά και αξίζουν απάντησης. Σε πιο βαθμό υπάρχει σήμερα η συγκυρία της περιόδου 1999-2003, η οποία χαρακτηρίστηκε από την πρωταγωνιστική θέση της Ε.Ε στον καθορισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής; Σε πιο βαθμό η ελληνοκυπριακή κοινότητα μπορεί να στηρίζει ολοκληρωτικά την τύχη της, αλλά και της Κύπρου, σε μια «ακαθόριστη» ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας με σκαμπανεβάσματα και πισωγυρίσματα; Η πολιτική πραγματικότητα που βρίσκεται τώρα στο προσκήνιο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ομοσπονδιακή επίλυση του Κυπριακού, πρέπει πρωτίστως να είναι καθημερινή διεκδίκηση τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Έστω και αν υπάρχουν «εξωτερικοί άξονες» και συγκυρίες στις διεθνείς σχέσεις που μπορούν και πρέπει να τυγχάνουν αξιοποίησης, εντούτοις ο εγκλωβισμός του Κυπριακού σε μία και μόνη υπόθεση και μάλιστα «ανοιχτού τέλους» όπως η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε, έχει καταστροφικά αποτελέσματα.

 

Νίκος Μούδουρος

7.2.2013

 

Δημοσίευση: CYPRUSNEWS.EU
http://cyprusnews.eu/nikos-moudouros/929136——lr—-.html

Εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα (28.1.2013-6.2.2013)

 

Το Κυπριακό δειλά-δειλά στο προσκήνιο

Η συνάντηση Έρντογαν-Σαμαρά στο Κατάρ και ο τρόπος που μεταδόθηκε από τον τουρκοκυπριακό Τύπο, καθώς και η συνάντηση του Έρογλου με τα μεγαλύτερα τουρκοκυπριακά πολιτικά κόμματα, έβαλαν ξανά στο θολό τοπίο το Κυπριακό πρόβλημα. Δύο είναι οι γενικότεροι άξονες που φαίνεται να απασχολούν τους Τουρκοκύπριους και να τους οδηγούν στις ερμηνείες τους περί νέας κινητικότητας στο Κυπριακό.

Ο πρώτος άξονας είναι η κινητικότητα της τουρκικής κυβέρνησης στο Κουρδικό, ζήτημα που αναμένεται να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη την Τουρκία και τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί και άλλα προβλήματα, όπως το Κυπριακό. Ο δεύτερος άξονας, πιο συγκεκριμένος, είναι οι προεδρικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία. Παρόλο που δεν σημειώνεται το ενδιαφέρον των Τουρκοκυπρίων όπως σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, εντούτοις η φιλολογία για μια νέα διαδικασία στο Κυπριακό μετά τον Φεβρουάριο του 2013, ήταν ικανή από μόνη της να φέρει στο προσκήνιο κάποιες τάσεις για την επόμενη μέρα στο Κυπριακό.

Μετά τη συνάντηση των κομμάτων με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη στις 31 Ιανουαρίου 2013, η τουρκοκυπριακή Δεξιά, το Εθνικής Ενότητας και το Δημοκρατικό, αρκέστηκε να δηλώσει την αισιοδοξία της για την έναρξη μιας νέας διαδικασίας και την αναγκαιότητα για μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του νέου Ελληνοκύπριου συνομιλητή. Ο Ιρσέν Κιουτσιούκ μάλιστα δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι τόσο το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, όσο και ο Έρογλου, μελετούν και αξιολογούν επισταμένα όλες τις δηλώσεις και τοποθετήσεις του Αναστασιάδη για το Κυπριακό. Στην ευρύτερη Αριστερά τα πράγματα είναι πιο συγκεκριμένα. Ο Τσιακιτζί, ηγέτης του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας, ανέφερε ότι θα πρέπει αμέσως μετά τις προεδρικές εκλογές να επιβεβαιωθούν οι μέχρι σήμερα συγκλίσεις των συνομιλιών, ενώ εκτίμησε ότι τελικά θα αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για το φυσικό αέριο της Κύπρου, από του να περάσει από την Τουρκία. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι υποβοηθητική γενικότερα, σημείωσε. Ο Γενικός Γραμματέας του Ρεπουμπλικανικού, Ασίμ Ακάνσοϊ, εκτίμησε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα δώσει ούτως ή άλλως μια νέα δυναμική στις διαπραγματεύσεις, η οποία δεν πρέπει να χαθεί. Δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι θα πρέπει να προστατευθεί «η θετική βάση που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στο τραπέζι των συνομιλιών και να προχωρήσει παραπέρα»[1].

Όμως πιο ουσιαστικά δεδομένα φαίνεται να παρουσιάζονται μέσα από διαρροές στον Τύπο της τελευταίας εβδομάδας, παρά από τις δηλώσεις των Τουρκοκύπριων πολιτικών. Από τις διαρροές αυτές φαίνεται ότι η Άγκυρα και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία, πέρα από την κλασσική επιμονή σε ζητήματα όπως η δέσμευση σε χρονοδιάγραμμα, θα θέσουν κατά συγκεκριμένο τρόπο ζητήματα «ευρύτερης συνεργασίας των δύο πλευρών», ίσως υπό τη μορφή Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης με ιδιαίτερη επικέντρωση στην ενέργεια και το εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο[2].

Σε αυτό το πλαίσιο, οι προτάσεις που καταθέτει δημοσίως ο Κουντρέτ Όζερσαϊ, πρώην αντιπρόσωπος του Έρογλου στις συνομιλίες, προκαλούν κάποια συζήτηση και πρέπει να αξιολογηθούν. Συγκεκριμένα στο επίκεντρο των προτάσεών του βρίσκεται η υιοθέτηση μιας νέας στρατηγικής και μιας «ευέλικτης» διαδικασίας συνομιλιών που να αποτελείται από δύο αλληλοτροφοδοτούμενες προσπάθειες. Από τη μια θα είναι η κλασσική συζήτηση στο τραπέζι των συνομιλιών και από την άλλη μια δεύτερη συζήτηση οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας των δύο πλευρών, η οποία θα βοηθήσει την κατάσταση να ομαλοποιηθεί. Παράλληλα όμως μπαίνει και η «αναγκαιότητα» να επιδειχθεί ευελιξία και στο ζήτημα του πλαισίου της λύσης του Κυπριακού, αφού η διζωνική-δικοινοτική Ομοσπονδία δε φαίνεται πλέον να είναι εφικτή, κατά τον Όζερσαϊ. «Νέες ιδέες και πιο δημιουργικές», «έξω από τα καλούπια του ΟΗΕ» και με την προϋπόθεση ότι γίνονται αποδεχτές από τις δύο πλευρές, είναι το νέο περιεχόμενο που προτείνει ο Κουντρέτ Όζερσαϊ[3]. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει τις νέες συνομιλίες στο Κυπριακό δεν πρέπει να είναι το όνομα της λύσης, αλλά το να είναι αποδεχτή και από τις δύο πλευρές[4].

Συνεπώς θα πρέπει να αναμένεται ότι η ίδια περίπου αντιπαράθεση που υπάρχει στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα αναφορικά με τη λύση του Κυπριακού, θα εμφανιστεί και στην Τουρκοκυπριακή με τις ανάλογες φυσικά ιδιαιτερότητες.

Μια «νέα» πτυχή του Κυπριακού μέσα από το διεθνές πολιτικό Ισλάμ

Ο Χαμζά Άκμπουλουτ, πρόεδρος του Συνδέσμου Εθελοντικών Οργανώσεων Τουρκίας, κατά τη συνάντηση του με τον πρόεδρο της «βουλής» Χασάν Μποζέρ ανάφερε τα εξής χαρακτηριστικά: «Βλέπουμε την Κύπρο όπως ακριβώς την Μάρντιν, Έρζουρουμ, Εντίρνε, Κόνια, Σίβας, δηλαδή σαν ένα νομό της Τουρκίας. Όμως οι άνθρωποι των δύο χωρών δεν γνωρίζονται ικανοποιητικά μεταξύ τους»[5]. Η συνάντηση έγινε στα πλαίσιο της 9η Συνάντησης Νεολαίας που πραγματοποιεί στα κατεχόμενα η Ένωση Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών του Ισλαμικού Κόσμου, μια ομπρέλα 220 οργανώσεων από 53 διαφορετικές χώρες. Η «ομολογία» για το πώς αντιμετωπίζει την Κύπρο το πολιτικό Ισλάμ είναι η μια όψη των δηλώσεων. Η άλλη εξίσου σημαντική, είναι η παρομοίωση της Κύπρου και η μετατροπή του κυπριακού χώρου σε μια συγκεκριμένου τύπου «περιφερειακή περιοχή» της Ανατολίας, η οποία «χρειάζεται» την οικονομική και πολιτισμική συμβολή του «κέντρου». Συνεπώς η Κύπρος, όντας μακριά από την «κεντρική αρχή» πρέπει να αποτελέσει ένα «εργαστήρι» της εξαγωγής του τουρκικού-ισλαμικού μοντέλου εκσυγχρονισμού που επικρατεί επί της διακυβέρνησης ΑΚΡ στην Τουρκία. Οι συγκεκριμένες δηλώσεις, όπως ήταν αναμενόμενο, «εξόργισαν» τον ευρύτερο προοδευτικό τουρκοκυπριακό χώρο.

Η πραγματοποίηση της 9ης Συνάντησης Νεολαίας στα κατεχόμενα, έχει τη δική της σημασία, αφού σύμφωνα με αναφορές του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών του Ισλαμικού Κόσμου, Αλί Κουρτ, «η ΤΔΒΚ λόγω ιστορικών και πολιτιστικών δεσμών, αλλά και λόγω της κοινωνικο-πολιτιστικής της δομής έχει καθοριστική σημασία στον τουρκικό και ισλαμικό κόσμο». Σε αυτό το πλαίσιο, η σύνοδος ασχολήθηκε με ζητήματα διεθνούς αναβάθμισης των δομών στα κατεχόμενα, αλλά και ενίσχυσης της δουλειάς των «οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών» με τρόπο που να επωφελούνται από το «τουρκικό παράδειγμα» στον τομέα των λόμπι και της προώθησης πολιτικών σε διεθνές επίπεδο[6]. Επιπλέον η σύνοδος ασχολήθηκε και με ζητήματα προώθησης ξένων επενδύσεων στα κατεχόμενα, ιδιαίτερα από τον Ισλαμικό κόσμο, με ιδιαίτερη βαρύτητα στο σχεδιασμό πολιτικών που να δημιουργούν μια νόμιμη βάση ενθάρρυνσης του ξένου κεφαλαίου. Και σε αυτό τον τομέα καταγράφηκε με ιδιαίτερη έμφαση η αναγκαιότητα συντονισμού μεταξύ Τουρκίας και Τουρκοκυπριακής ηγεσίας[7].

Συνεπώς η παρουσία της συγκεκριμένης οργάνωσης στα κατεχόμενα, αλλά πολύ περισσότερο το περιεχόμενο της δραστηριοποίησης και των στόχων της, φαίνεται να επαναφέρουν την καθοριστική σημασία της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου στην υπόθεση της Κύπρου. Καθόλου τυχαία, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντερβίς Έρογλου, επιδιώκοντας να δώσει συνέχεια στην πιο πάνω δυναμική, φυσικά στο δικό του ιδεολογικό πλαίσιο, ανακοίνωσε ότι θα λάβει μέρος στη 12η Σύνοδο Κορυφής της Οργάνωσης Ισλαμικής Συνεργασίας που πραγματοποιείται στο Κάϊρο μέχρι και τις 7 Φεβρουαρίου 2013. Παράλληλα, έστω και σε «εμβρυακή κατάσταση» υπογραμμίζεται ακόμα ένα σημαντικό δεδομένο που λείπει εντελώς από την πολιτική αντιπαράθεση στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα: ότι η Κύπρος και το Κυπριακό πρόβλημα αποχτούν όλο και περισσότερους «δεσμούς» και επιρροές με τις γενικότερες ανακατατάξεις στην περιοχή μας.

Το δόγμα του ισχυρού κράτους διαμέσου της αύξησης του πληθυσμού

Ο «υπουργός εσωτερικών μίλησε ντόμπρα» ήταν ο τίτλος του πρωτοσέλιδου της ΚΙΠΡΙΣ στις 27 Ιανουαρίου 2013, στην είδηση του οποίου ο Ναζίμ Τσιαβούσιογλου αποκαλύπτει ότι σε κάθε συνεδρία του «υπουργικού συμβουλίου» αποφασίζεται η παραχώρηση τριών ή τεσσάρων υπηκοοτήτων. Μάλιστα υπογράμμισε εκ νέου την ανάγκη για περισσότερο πληθυσμό αφού όπως είπε αν δεν υπήρχε (αυτή η ανάγκη) τότε οι 35 χιλιάδες νόμιμοι ξένοι εργάτες δε θα έβρισκαν δουλειά[8].

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δηλώσεις του Τσιαβούσιογλου προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις επιβεβαιώνοντας ότι το ζήτημα του πληθυσμού παραμένει ίσως η μεγαλύτερη «ανοιχτή πληγή» για τους Τουρκοκύπριους. Όμως την ίδια στιγμή αυτή η τοποθέτηση ήταν και μια επιβεβαίωση των στοιχείων που κατά καιρούς δημοσιοποιούν οι τουρκοκυπριακές συντεχνίες, καταγγέλλοντας αυτή την πολιτική. Συγκεκριμένα η συμμαχία του Κινήματος Κοινοτικής Ύπαρξης, η οποία συναποτελείται από συντεχνίες και κόμματα, σε πρόσφατη ανακοίνωση δημοσιοποιεί ότι από το 2009 μέχρι και τις πρώτες 15 μέρες του 2013, παραχωρήθηκαν συνολικά 5.097 νέες υπηκοότητες. Η ανακοίνωση αναφέρει ότι το 2009, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας παραχώρησε 936 υπηκοότητες, το 2010 635, το 2011 1421, το 2012 1955 και το πρώτο δεκαπενθήμερο του 2013, ακόμα 150 υπηκοότητες[9].

Φαίνεται ότι η πολιτική αύξησης του πληθυσμού ως «μια αναγκαιότητα» εξισορρόπησης της ισχύος με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα που ήταν ένα παραδοσιακό δόγμα της τουρκικής πολιτικής στην Κύπρο, τώρα αποχτά νέες σημαντικές πτυχές όπως είναι η «ανάγκη για ισχυρό κράτος». Ο Οζάν Τζεϊχουν, πρώην Γερμανός ευρωβουλευτής τουρκικής καταγωγής και ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα «φωνής» του Έρντογαν ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, περιγράφει ολοκληρωμένα το νέο ηγεμονικό λόγο αναφορικά με τη σχέση ισχυρού κράτους-μεγάλου πληθυσμού. Υποστηρίζει ότι για να γίνει η «ΤΔΒΚ» βιώσιμη και να σταθεί στα δικά της πόδια, πρέπει να ενισχυθεί με τουλάχιστον ακόμα 100 χιλιάδες άτομα. Κάνει λόγο συγκεκριμένα για την αναγκαιότητα «ειδικευμένου εργατικού δυναμικού» από την Τουρκία που θα πρέπει να έρθει στην Κύπρο ενόψει και της ανάπτυξης στρατηγικών έργων υποδομής όπως η υποθαλάσσια μεταφορά νερού και ηλεκτρισμού. Επιπλέον προτείνει την λήψη τέτοιων μέτρων που θα άρουν τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των «δύο τουρκικών στοιχείων» (της Κύπρου και της Τουρκίας) και θα ενσωματώνουν πιο εύκολα τους νέους ειδικευμένους εργάτες[10].

Προς αυτή την κατεύθυνση, λαμβάνονται σταδιακά και κάποια σημαντικά μέτρα. Συγκεκριμένα το «υπουργικό συμβούλιο» αποφάσισε να τροποποιήσει τη νομοθεσία για τις άδειες εργασίας ξένων εργαζομένων με τρόπο που να διευκολύνονται και να επιταχύνονται οι διαδικασίες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την εν λόγω τροποποίηση νέοι και νέες που συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους στην «ΤΔΒΚ» και των οποίων οι γονείς εργάζονται για 15 συναπτά έτη, θα μπορούν να πάρουν άμεσα άδεια εργασίας χωρίς προηγουμένως να χρειάζεται να μεταβούν στο εξωτερικό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι φοιτητές, οι οποίοι με την αποφοίτησή τους θα μπορούν να πάρουν άμεσα άδεια εργασίας εφόσον θα συνεχίσουν να εργάζονται στο χώρο που ως φοιτητές εργάζονταν part-time[11]. 

Η τουρκοκυπριακή κατανάλωση στην Κυπριακή Δημοκρατία

Παρά τις «εκσυγχρονισμένες» εκστρατείες τύπου «από Τούρκο σε Τούρκο» που κατά καιρούς διοργανώνει η Τουρκοκυπριακή ηγεσία με τη συνδρομή φιλικών ΜΜΕ, εντούτοις φαίνεται πλέον ότι μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων στην καθημερινότητα των Τουρκοκυπρίων υπάρχουν κάποια «κεκτημένα» που δεν αλλάζουν, όπως οι αγορές από τις ελεύθερες περιοχές. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία στον τουρκοκυπριακό Τύπο, από την 1η Ιουλίου 2004 μέχρι και το τέλος Δεκεμβρίου 2012, οι συναλλαγές Τουρκοκυπρίων με πιστωτικές κάρτες στην Κυπριακή Δημοκρατία έφτασαν τα 135 εκατομμύρια ευρώ. Μόνο το 2012, οι Τουρκοκύπριοι ξόδεψαν με πιστωτικές κάρτες στις ελεύθερες περιοχές το ποσό των 17.654.264 ευρώ. Εννοείται ότι στα στοιχεία αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται οι αγορές που γίνονται χωρίς τις πιστωτικές κάρτες. Για την ίδια χρονική περίοδο, οι Ελληνοκύπριοι ξόδεψαν στα κατεχόμενα 54 εκατομμύρια ευρώ και στην Τουρκία 23 εκατομμύρια ευρώ[12].  

Πάντως θα ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική της οικονομικής συνεργασίας και ενσωμάτωσης των δύο κοινοτήτων και ιδιαίτερα των Τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία, η συλλογή όλων των στοιχείων από συναλλαγές οικονομικού περιεχομένου. Για παράδειγμα τα ποσά που αφήνουν οι Τουρκοκύπριοι σε ιδιωτικές σχολές μέσης εκπαίδευσης στις ελεύθερες περιοχές.

Στις 24 Φεβρουαρίου η μάχη στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας

Τελικά το Κόμμα Εθνικής Ενότητας αποφάσισε μετά την σχετική δικαστική απόφαση, όπως ορίσει το δεύτερο γύρο των εκλογών για την ανάδειξη του προέδρου του στις 24 Φεβρουαρίου 2013. Η συγκεκριμένη απόφαση απλά έδωσε συνέχεια στη δημόσια αντιπαράθεση των δύο μεγάλων ομάδων εντός του κόμματος και όπως φαίνεται η νέα εκλογική διαδικασία θα αποτελέσει τη βάση για μια νέα δυναμική τόσο στην τουρκοκυπριακή Δεξιά, όσο και στις σχέσεις της κοινότητας με την Τουρκία.

Οι δυνατότητες των δύο υποψηφίων, όπως και οι δυνάμεις που τους στηρίζουν είναι παράγοντες που θα επιδρούν στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας μέχρι και την τελευταία στιγμή της ψηφοφορίας. Υπενθυμίζεται ότι κατά την ψηφοφορία του Οκτωβρίου 2012, από τους 1427 αντιπροσώπους στο συνέδριο ψήφισαν οι 1402 και ο Ιρσέν Κιουτσιούκ έλαβε 704 ψήφους υπέρ, ενώ ο Αχμέτ Κασιήφ πήρε 690[13]. Συνεπώς από τη στιγμή της ανακοίνωσης της ημερομηνίας του 2ου γύρου, κανένας δεν μπορεί αν αισθάνεται βέβαιος για την τελική έκβαση. Τα υψηλά ποσοστά που φαίνεται να κερδίζει ο Κασιήφ – συνεπώς η ομάδα Έρογλου – ανοίγουν νέες προοπτικές στην αντιπαράθεση Τουρκίας-Τουρκοκυπρίων ως εξής: ακόμα και ένα κομμάτι της παραδοσιακής-εθνικιστικής τουρκοκυπριακής δεξιάς, δεν αποδέχεται εύκολα και χωρίς όρους τις παρεμβάσεις της Άγκυρας και ιδιαίτερα εκείνες που αλλάζουν τις ισορροπίες εξουσίας.

Σχέδιο μεταφοράς νερού από την Τουρκία

Σε δημοσίευμά της στις 5 Φεβρουαρίου 2013 η εφημερίδα ΓΚΙΟΥΝΕΣ, εκφραστικό όργανο του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, αναφέρεται στο σχέδιο μεταφοράς νερού από την Τουρκία και γράφει ότι σύμφωνα με πληροφορίες ανταποκριτή του τουρκικού πρακτορείου ειδήσεων Ανατολή, που εξασφάλισε από αρμοδίους του Τμήματος Υδάτων της Τουρκίας (DSİ), συνεχίζονται οι εργασίες σχετικά με τον αγωγό μεταφοράς νερού, μήκους 22 χιλιομέτρων, από το φράγμα Αλάκιοπρου στη δεξαμενή ελέγχου ροής του νερού χωρητικότητας 10 χιλιάδων κυβικών μέτρων. Αναφέρεται επίσης ότι εντός του μηνός θα αρχίσουν οι εργασίες για την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού μήκους 80 χιλιομέτρων. Σημειώνεται ότι έχει ολοκληρωθεί το 60% των εργασιών στο φράγμα στο Αλάκιοπρου στο Αναμούριο της Τουρκίας και ότι έχει επίσης ολοκληρωθεί η κατασκευή τμήματος μήκους 2 χιλιομέτρων του προαναφερόμενου αγωγού μεταφοράς νερού, μήκους 22 χιλιομέτρων, από το φράγμα Αλάκιοπρου στη δεξαμενή έλεγχου ροής νερού. Οι αρμόδιοι σημείωσαν ότι οι εργασίες συνεχίζονται βάσει προγράμματος και ότι δεν θα παρατηρηθεί καθυστέρηση σε αυτές. Αναφέρεται ότι το έργο μεταφοράς νερού από την Τουρκία στο ψευδοκράτος θα ολοκληρωθεί στις 7 Μαρτίου 2014 και ώρα 13:00.

Δημοσιεύτηκε στη Δέφτερη Ανάγνωση
http://www.defterianaynosi.com/article.php?id=539


[1] Haber KKTC, “Saray’da Kıbrıs Zirvesi”, 31.1.2013.
[2] Mete Tümerkan, “Sıfır sorun yaklaşımı”, 31.1.2013.
[3] Kıbrıs Time, “Özersay Brüksel’de konferans verdi”, 22.1.2013.
[4] Mete Tümerkan, “Karagöz olmak istemiyorsak!”, Havadis, 29.1.2013.
[5] Yeni Düzen, “Kıbrıs’ı vilayet olarak görüyoruz”, 31.1.2013.
[6] Kıbrıs Time, “KKTC dünyada hak ettiği yerde değil”, 31.1.2013.
[7] Kıbrıs, “KKTC’yi tanıyorlar”, 31.1.2013.
[8] Kıbrıs, “Dobracı bakan”, 27.1.2013.
[9] Yeni Düzen, “2009 yılından bugüne 5 bin 100 yurttaş!”, 19.1.2013.
[10] Ozan Ceyhun, “KKTC’nin Ekonomisi’nin kalifiye göçmenlere ihtiyacı var”, Haberdar, 21.1.2013.
[11] Havadis, “Yabancı İş Sil Baştan”, 1.2.2013.
[12] Kıbrıs Ekonomi, “Rumları ikiye katladık”, 28.1.2013.
[13] Havadis, “İkinci tur 24 Şubat’ta”, 2.2.2013.

Ισλάμ, Κεφάλαιο και Τουρκοκύπριοι

Στις 25 Ιανουαρίου 2013, υπογράφτηκε το πρωτόκολλο για την ανέγερση του Θεολογικού Κολεγίου Χαλά Σουλτάν στην κατεχόμενη Λευκωσία, με χρηματοδότηση από την Ένωση Επιμελητηρίων Τουρκίας. Η είδηση μέχρι εδώ δεν περιέχει κάτι, πέραν των συνηθισμένων, που να προκαλεί το ενδιαφέρον του ελληνοκυπριακού κοινού. Όμως το γενικότερο ιδεολογικό πλαίσιο της πιο πάνω εξέλιξης και οι αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε, αναδεικνύουν σημαντικά πολιτικά στοιχεία για την πορεία του τόπου και τη συνεργασία των δύο κυπριακών κοινοτήτων.

Ο Αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης, Μπεσίρ Αταλάϊ, στην εκδήλωση υπογραφής του συγκεκριμένου πρωτοκόλλου δήλωσε: «Όπως όλοι γνωρίζουμε η Βόρεια Κύπρος είναι ένας χώρος που έχει την ανάγκη θρησκευτικής εκπαίδευσης. Με αυτό το πρωτόκολλο ικανοποιείται αυτή η ανάγκη… Μακάρι να είναι καλορίζικο (το θεολογικό κολέγιο) και να αναθρέψει προκομμένες γενιές. Να αναθρέψει μια γενιά που να δίνει αξία στο μέλλον της Κύπρου και στις σχέσεις με την Τουρκία». Από αυτό το απόσπασμα εξάγεται το πρώτο στοιχείο πολιτικών μηνυμάτων. Καταρχήν εκφράζεται μια παραδοσιακή αντίληψη του πολιτικού Ισλάμ για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Στα συγκεκριμένα πλαίσια, οι Τουρκοκύπριοι δεν ήταν ποτέ ούτε «αρκετά Μουσουλμάνοι», ούτε και «καλοί Μουσουλμάνοι». Συνεπώς ήταν πάντα «ύποπτοι» για την αστάθεια στις σχέσεις με την Τουρκία.

Παράλληλα όμως, εκφράζεται ξεκάθαρα και η βούληση της κυβέρνησης Έρντογαν για την ανάπτυξη μιας «κοινωνικής μηχανικής» που επιδιώκει να προσαρμόσει το αξιακό πλαίσιο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σε αυτό της Τουρκίας. Η νέα Τουρκία του ΑΚΡ, δεν μπορεί να συμβιώσει – σε ιδεολογικό επίπεδο – με μια κοινότητα ομολογουμένως κοσμική, με μια κοινότητα που διακρίνεται για την φιλελεύθερη ερμηνεία των θρησκευτικών της παραδόσεων. Επομένως η εξαγωγή του σημερινού τουρκικού μοντέλου εκσυγχρονισμού στα κατεχόμενα που στο οικονομικό πεδίο εκφράζεται με τα τρίχρονα πρωτόκολλα, θα πρέπει να επεκταθεί με τρόπο που να νομιμοποιείται πολιτικά και ιδεολογικά. Στο σημείο αυτό, υπογραμμίζεται η ανάγκη για την εμφάνιση αυτής της «νέας γενιάς» που σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Έρντογαν, θα δίνει σημασία στις σχέσεις με την Τουρκία και θα ικανοποιεί την «γνωστή σε όλους» ανάγκη κάλυψης του «θρησκευτικού κενού» των ιθαγενών. 

Ο Πρόεδρος της Ένωσης Επιμελητηρίων Τουρκίας, Ριφάρ Χισαρτζικλίογλου, στη συγκεκριμένη εκδήλωση αφού υπενθύμισε ότι η Κύπρος ήταν ένας από τους πρώτους χώρους εξισλαμισμού και η κατάκτησή της αναγγέλθηκε από τον Προφήτη Μωάμεθ, δήλωσε ότι: «Η Χαλά Σουλτάν πήρε μέρος σε αυτή την κατάκτηση. Εάν η Χαλά Σουλτάν στα 86 της χρόνια θυσιάστηκε σε αυτά τα εδάφη για τη διάδοση της ισλαμικής θρησκείας, τότε το δικό μας καθήκον είναι να αναθρέψουμε γενιές που να ταιριάζουν με αυτά». Από το συγκεκριμένο απόσπασμα εξάγεται το δεύτερο στοιχείο πολιτικών μηνυμάτων. Η Κύπρος ως γεωγραφικός χώρος διατηρεί τη γεωστρατηγική της σημασία, αλλά αυτή η σημασία θα πρέπει να ανανεώσει το ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς. Η Κύπρος παραμένει σημαντική γιατί τελικά είναι καθοριστική στον ίδιο τον ισλαμικό χώρο. Επομένως οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, θα πρέπει να υπηρετούν την προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας τάξης πραγμάτων που να ταιριάζει με τη συγκεκριμένη θέση της Κύπρου.

Σε αυτό το σημείο, η ιδιωτική εκπαίδευση έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Μέσα από την ανάπτυξη του λεγόμενου ισλαμικού κεφαλαίου στην εκπαίδευση και τη δημιουργία πανίσχυρων δικτύων ιδιωτικών σχολείων από τα Βαλκάνια μέχρι και την Κεντρική Ασία, το πολιτικό Ισλάμ της Τουρκίας κατάφερε να ενισχυθεί στην παραγωγή στελεχών. Κατάφερε να δημιουργήσει το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο αργότερα θα αναδεικνυόταν πρωταγωνίστρια δύναμη στην εφαρμογή των πολιτικών της σημερινής τουρκικής κυβέρνησης. Αυτός ήταν ένας τομέας που έλειπε από τα κατεχόμενα.

Το τρίτο στοιχείο πολιτικών μηνυμάτων είναι οι τουρκοκυπριακές αντιδράσεις στα πιο πάνω. Οι Τουρκοκύπριοι για μια ακόμη φορά αντέδρασαν έντονα σε αυτή την ιδιότυπη τακτική «εξισλαμισμού» που εισάγεται από την Τουρκία. Ανακοινώσεις συντεχνιών, οργανώσεων και κομμάτων του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, υπογράμμισαν τα διαφορετικά στοιχεία της Τουρκοκυπριακής ταυτότητας μέσα στο γενικότερο κυπριακό τους πλαίσιο. Όμως το σημαντικότερο όλων, ήταν η καταγραφή της βούλησης για αλλαγή των υφιστάμενων σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης έντασης.

Η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να αξιολογηθεί ορθά από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η αντιπαράθεση που υπάρχει αυτή την στιγμή στα κατεχόμενα παράγει κοινά κυπριακά αιτήματα και διεκδικήσεις, ενώ την ίδια στιγμή ανοίγει τις προοπτικές αναθεώρησης του ρόλου της σημερινής Τουρκίας στην κυπριακή ιστορία. Υπό αυτή την έννοια, αποδεικνύεται ξανά ότι η πλατιά συνεννόηση των προοδευτικών τμημάτων των δύο κοινοτήτων απονομιμοποιούν την κατοχική παρουσία της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, αποδεικνύεται οι ελληνοκυπριακές εθνικιστικές ερμηνείες που μετέτρεπαν συνολικά την Τουρκοκυπριακή κοινότητα σε μια «άβουλη προέκταση» επιθετικότητας της Τουρκίας στην Κύπρο, δεν έχουν κανένα ιστορικό και πρακτικό αντικατοπτρισμό.  

 

Νίκος Μούδουρος

Δημοσιεύθηκε στην Cyprus News, 30.1.2013
http://cyprusnews.eu/nikos-moudouros/904790-2013-01-29-21-43-25.html

Αρέσει σε %d bloggers: