Ισλάμ, Κεφάλαιο και Τουρκοκύπριοι

Στις 25 Ιανουαρίου 2013, υπογράφτηκε το πρωτόκολλο για την ανέγερση του Θεολογικού Κολεγίου Χαλά Σουλτάν στην κατεχόμενη Λευκωσία, με χρηματοδότηση από την Ένωση Επιμελητηρίων Τουρκίας. Η είδηση μέχρι εδώ δεν περιέχει κάτι, πέραν των συνηθισμένων, που να προκαλεί το ενδιαφέρον του ελληνοκυπριακού κοινού. Όμως το γενικότερο ιδεολογικό πλαίσιο της πιο πάνω εξέλιξης και οι αντιδράσεις που αυτή προκάλεσε, αναδεικνύουν σημαντικά πολιτικά στοιχεία για την πορεία του τόπου και τη συνεργασία των δύο κυπριακών κοινοτήτων.

Ο Αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης, Μπεσίρ Αταλάϊ, στην εκδήλωση υπογραφής του συγκεκριμένου πρωτοκόλλου δήλωσε: «Όπως όλοι γνωρίζουμε η Βόρεια Κύπρος είναι ένας χώρος που έχει την ανάγκη θρησκευτικής εκπαίδευσης. Με αυτό το πρωτόκολλο ικανοποιείται αυτή η ανάγκη… Μακάρι να είναι καλορίζικο (το θεολογικό κολέγιο) και να αναθρέψει προκομμένες γενιές. Να αναθρέψει μια γενιά που να δίνει αξία στο μέλλον της Κύπρου και στις σχέσεις με την Τουρκία». Από αυτό το απόσπασμα εξάγεται το πρώτο στοιχείο πολιτικών μηνυμάτων. Καταρχήν εκφράζεται μια παραδοσιακή αντίληψη του πολιτικού Ισλάμ για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Στα συγκεκριμένα πλαίσια, οι Τουρκοκύπριοι δεν ήταν ποτέ ούτε «αρκετά Μουσουλμάνοι», ούτε και «καλοί Μουσουλμάνοι». Συνεπώς ήταν πάντα «ύποπτοι» για την αστάθεια στις σχέσεις με την Τουρκία.

Παράλληλα όμως, εκφράζεται ξεκάθαρα και η βούληση της κυβέρνησης Έρντογαν για την ανάπτυξη μιας «κοινωνικής μηχανικής» που επιδιώκει να προσαρμόσει το αξιακό πλαίσιο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σε αυτό της Τουρκίας. Η νέα Τουρκία του ΑΚΡ, δεν μπορεί να συμβιώσει – σε ιδεολογικό επίπεδο – με μια κοινότητα ομολογουμένως κοσμική, με μια κοινότητα που διακρίνεται για την φιλελεύθερη ερμηνεία των θρησκευτικών της παραδόσεων. Επομένως η εξαγωγή του σημερινού τουρκικού μοντέλου εκσυγχρονισμού στα κατεχόμενα που στο οικονομικό πεδίο εκφράζεται με τα τρίχρονα πρωτόκολλα, θα πρέπει να επεκταθεί με τρόπο που να νομιμοποιείται πολιτικά και ιδεολογικά. Στο σημείο αυτό, υπογραμμίζεται η ανάγκη για την εμφάνιση αυτής της «νέας γενιάς» που σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Έρντογαν, θα δίνει σημασία στις σχέσεις με την Τουρκία και θα ικανοποιεί την «γνωστή σε όλους» ανάγκη κάλυψης του «θρησκευτικού κενού» των ιθαγενών. 

Ο Πρόεδρος της Ένωσης Επιμελητηρίων Τουρκίας, Ριφάρ Χισαρτζικλίογλου, στη συγκεκριμένη εκδήλωση αφού υπενθύμισε ότι η Κύπρος ήταν ένας από τους πρώτους χώρους εξισλαμισμού και η κατάκτησή της αναγγέλθηκε από τον Προφήτη Μωάμεθ, δήλωσε ότι: «Η Χαλά Σουλτάν πήρε μέρος σε αυτή την κατάκτηση. Εάν η Χαλά Σουλτάν στα 86 της χρόνια θυσιάστηκε σε αυτά τα εδάφη για τη διάδοση της ισλαμικής θρησκείας, τότε το δικό μας καθήκον είναι να αναθρέψουμε γενιές που να ταιριάζουν με αυτά». Από το συγκεκριμένο απόσπασμα εξάγεται το δεύτερο στοιχείο πολιτικών μηνυμάτων. Η Κύπρος ως γεωγραφικός χώρος διατηρεί τη γεωστρατηγική της σημασία, αλλά αυτή η σημασία θα πρέπει να ανανεώσει το ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς. Η Κύπρος παραμένει σημαντική γιατί τελικά είναι καθοριστική στον ίδιο τον ισλαμικό χώρο. Επομένως οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, θα πρέπει να υπηρετούν την προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας τάξης πραγμάτων που να ταιριάζει με τη συγκεκριμένη θέση της Κύπρου.

Σε αυτό το σημείο, η ιδιωτική εκπαίδευση έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Μέσα από την ανάπτυξη του λεγόμενου ισλαμικού κεφαλαίου στην εκπαίδευση και τη δημιουργία πανίσχυρων δικτύων ιδιωτικών σχολείων από τα Βαλκάνια μέχρι και την Κεντρική Ασία, το πολιτικό Ισλάμ της Τουρκίας κατάφερε να ενισχυθεί στην παραγωγή στελεχών. Κατάφερε να δημιουργήσει το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο αργότερα θα αναδεικνυόταν πρωταγωνίστρια δύναμη στην εφαρμογή των πολιτικών της σημερινής τουρκικής κυβέρνησης. Αυτός ήταν ένας τομέας που έλειπε από τα κατεχόμενα.

Το τρίτο στοιχείο πολιτικών μηνυμάτων είναι οι τουρκοκυπριακές αντιδράσεις στα πιο πάνω. Οι Τουρκοκύπριοι για μια ακόμη φορά αντέδρασαν έντονα σε αυτή την ιδιότυπη τακτική «εξισλαμισμού» που εισάγεται από την Τουρκία. Ανακοινώσεις συντεχνιών, οργανώσεων και κομμάτων του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, υπογράμμισαν τα διαφορετικά στοιχεία της Τουρκοκυπριακής ταυτότητας μέσα στο γενικότερο κυπριακό τους πλαίσιο. Όμως το σημαντικότερο όλων, ήταν η καταγραφή της βούλησης για αλλαγή των υφιστάμενων σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης έντασης.

Η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να αξιολογηθεί ορθά από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η αντιπαράθεση που υπάρχει αυτή την στιγμή στα κατεχόμενα παράγει κοινά κυπριακά αιτήματα και διεκδικήσεις, ενώ την ίδια στιγμή ανοίγει τις προοπτικές αναθεώρησης του ρόλου της σημερινής Τουρκίας στην κυπριακή ιστορία. Υπό αυτή την έννοια, αποδεικνύεται ξανά ότι η πλατιά συνεννόηση των προοδευτικών τμημάτων των δύο κοινοτήτων απονομιμοποιούν την κατοχική παρουσία της Τουρκίας. Ταυτόχρονα, αποδεικνύεται οι ελληνοκυπριακές εθνικιστικές ερμηνείες που μετέτρεπαν συνολικά την Τουρκοκυπριακή κοινότητα σε μια «άβουλη προέκταση» επιθετικότητας της Τουρκίας στην Κύπρο, δεν έχουν κανένα ιστορικό και πρακτικό αντικατοπτρισμό.  

 

Νίκος Μούδουρος

Δημοσιεύθηκε στην Cyprus News, 30.1.2013
http://cyprusnews.eu/nikos-moudouros/904790-2013-01-29-21-43-25.html

Εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα, 21-28 Ιανουαρίου 2013

 

Η Καρπασία, ο εποικισμός και το εδαφικό

Την Κυριακή, 27 Ιανουαρίου 2013, μια συνεργασία κομμάτων και οργανώσεων που συναποτελούν την πλατφόρμα προστασίας του εθνικού πάρκου της Καρπασίας κινητοποιήθηκε στην περιοχή με στόχο να διαμαρτυρηθεί για την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος που προκαλεί η κατασκευαστική εταιρεία, η οποία ανέλαβε τη διαπλάτυνση του δρόμου μέχρι τον Απόστολο Αντρέα. Μέχρι εδώ όλα φαντάζουν φυσιολογικά. Όμως η κινητοποίηση των οργανώσεων αυτών αντιμετώπισε το «μένος» της αστυνομίας και κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι μάλιστα έφτασαν στο χώρο των διαμαρτυριών των περιβαλλοντιστών μετά από κάλεσμα από το τζαμί! Εντύπωση προκάλεσαν και οι αψιμαχίες… οι περιβαλλοντιστές «κατηγορήθηκαν ως προδότες των Ελληνοκυπρίων»![1]Φαίνεται ότι υπήρξε μια συνειδητή προσπάθεια εκ μέρους των τοπικών παραγόντων του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και της τουρκικής πρεσβείας να παρουσιαστεί το θέμα ως «εναντίωση προς την ανάπτυξη μιας περιοχής στην οποία ζουν Τούρκοι». Άλλωστε είναι γνωστή η σύνθεση του πληθυσμού στην ευρύτερη περιοχή της Καρπασίας.

Το ευρύτερο πλαίσιο της μικρής κλίμακας αντιπαράθεσης στην Καρπασία, αναδεικνύει δύο πολύ σημαντικά πολιτικά στοιχεία: Πρώτο, υπενθυμίζει ότι οι αψιμαχίες μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τούρκων που δεν έχουν ενσωματωθεί στο τουρκοκυπριακό πλαίσιο, υποβόσκουν. Μπορεί να μην καταγράφονται στη δημόσια σφαίρα, αλλά οι κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις συμβάλλουν στη διατήρησή τους και ίσως στην εμφάνιση εθνικιστικών εξάρσεων, άγνωστων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Δεύτερο, ενισχύεται η μεταφορά επενδύσεων και ανάπτυξης – πολλές φορές άναρχης – σε περιοχές που στο παρελθόν αποτελούσαν «χαρτιά διαπραγμάτευσης» της τουρκικής πλευράς στο εδαφικό. Τόσο η Καρπασία, όσο και η Μόρφου με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συζητήθηκαν για χρόνια ως περιοχές «εδαφικής αναπροσαρμογής». Τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχει μια εντατικοποίηση της προσπάθειας οικονομικής ανάπτυξης διαμέσου του τουρκικού κεφαλαίου σε αυτές τις περιοχές, με τις ανάλογες βέβαια προεκτάσεις και στο Κυπριακό. 
Η διαμάχη του παλιού και του νέου ως υπόθεση της Δεξιάς (!)

Μετά την οριστική απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου των κατεχομένων στις 23 Ιανουαρίου 2013 για την εκλογή Προέδρου του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, η αντιπαράθεση μεταξύ του Ιρσέν Κιουτσιούκ και της ομάδας Αχμέτ Κασιήφ που στηρίζει ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, εισέρχεται σε μια νέα φάση εξίσου σοβαρή. Η απόφαση του δικαστηρίου υπογραμμίζει ότι στο συνέδριο του Οκτωβρίου 2012 ο νικητής της ψηφοφορίας (Κιουτσιούκ), δεν έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία όπως προνοεί το καταστατικό του κόμματος για την εκλογή του Προέδρου του. Συνεπώς θα πρέπει τελικά να γίνει και δεύτερος γύρος ψηφοφορίας με τους ίδιους κομματικούς αντιπρόσωπους για να κριθεί τελικά ο νικητής, ο οποίος ταυτόχρονα θα είναι και «πρωθυπουργός»[2].
Αυτή η νέα φάση στην εσωτερική αντιπαράθεση της Δεξιάς είναι σημαντική γιατί πυροδότησε συγκεκριμένες δυναμικές που ξεκαθαρίζουν το περιεχόμενο της. Λίγες ώρες πριν τη δικαστική απόφαση, ο Κιουτσιούκ τόνισε τα εξής αποκαλυπτικά: «Ο κύριος Κασιήφ και όλοι, πρέπει να γνωρίζουν ότι οι αλυσίδες του στάτους-κβο της πολιτικής στη χώρα μας θα σπάσουν και το μεγάλο Κόμμα Εθνικής Ενότητας θα αναπτυχθεί σε πείσμα αυτών που θέλουν το χάος και θα συνεχίσει να προασπίζεται τη μεγαλύτερη του υπηρεσία που είναι η σταθερότητα»[3]. Επομένως στη μια πλευρά του νήματος βρίσκεται η βούληση για την ολοκληρωτική αλλαγή του καθεστώτος που οικοδομήθηκε από το 1974.

Στην άλλη πλευρά του νήματος βρίσκονται οι εκπρόσωποι του «παλαιού καθεστώτος» υπό την ηγεσία του Ντερβίς Έρογλου. Δηλαδή οι κύκλοι εξουσίας που ανδρώθηκαν στην κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα που δημιούργησε η εισβολή: Μια κρατική δομή εκτουρκισμού με συγκεκριμένους προσανατολισμούς στην οικονομία, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν κυρίως από την καλλιέργεια εξάρτησης μέσα από τη δημόσια υπηρεσία. Σε αυτό το πλαίσιο η χαρακτηριστικότερη μορφή της διεκδίκησης για συνέχιση του «παλαιού καθεστώτος» είναι ο δικηγόρος του Αχμέτ Κασιήφ, ο Φουάτ Βεζίρογλου. Ιστορική προσωπικότητα του κύκλου Ντενκτάς, υπηρέτησε σε διάφορα «κρατικά» πόστα και δραστηριοποιήθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο ανακήρυξης και σταθεροποίησης του «Τ/Κ Ομόσπονδου Κράτους» του 1975 και της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου» του 1983. Εδώ και χρόνια αποσπάστηκε στη δικηγορία. Ήταν από τους πρωταγωνιστές της συμμαχίας Ντενκτάς ενάντια στο Σχέδιο Ανάν και φυσικά εναντίον της κυβέρνησης Έρντογαν την κρίσιμη περίοδο 2002-2004. Η παρουσία του στο πλευρό των Κασιήφ-Έρογλου, αποδεικνύει ότι η «επιχείρηση κάθαρσης» του ΑΚΡ, ενάντια στο παλιό εθνικιστικό και αντι-ισλαμικό μπλοκ τύπου Εργκενεκόν στα κατεχόμενα, δεν έχει ολοκληρωθεί έστω και αν σε μεγάλο βαθμό η επικράτηση του πολιτικού Ισλάμ είναι γεγονός.

Φαίνεται όμως ότι οποιαδήποτε και να είναι η κατάληξη του 2ου γύρου εκλογής ηγέτη στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας, οι ρήξεις που δημιουργήθηκαν είναι τέτοιες που οδηγούν σε μια διαδικασία σημαντικών αλλαγών σε ολόκληρη την μέχρι σήμερα γνωστή Τουρκοκυπριακή Δεξιά. Το κόμμα αντιμετωπίζει μεγάλης κλίμακας φθορά, ενώ η τουρκική κυβέρνηση δεν κρύβει καθόλου την ενόχλησή της από την έλλειψη πολιτικής σταθερότητας που είναι αναγκαία για την απρόσκοπτη εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος. «Η αντιπαράθεση αυτή πρέπει να λήξει το συντομότερο δυνατό» ήταν η ξεκάθαρη τοποθέτηση του Αντιπροέδρου της τουρκικής κυβέρνησης, Μπεσίρ Αταλάϊ, σε πρόσφατη συνέντευξη του στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα Χαβαντίς[4].

 

Μια νέα προεκλογική εκστρατεία αρχίζει…

Στο μέτωπο των πρόωρων δημοτικών εκλογών στη Λευκωσία, υπάρχουν πλέον κάποιες πιο ξεκάθαρες τάσεις, έστω και αν το μεγάλο κόμμα της Δεξιάς, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, ακόμα δεν τοποθετήθηκε ξεκάθαρα. Το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα έχει ξεκαθαρίσει ότι προτεραιότητα του δεν είναι η εξεύρεση κοινά αποδεκτού υποψήφιου Δημάρχου από τις ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις. Παρόλο που δεν έκλεισε οριστικά την πόρτα στο διάλογο με άλλα αριστερά κόμματα και οργανώσεις, εντούτοις παρουσιάζεται αποφασισμένο να κατέλθει με δικό του υποψήφιο στη Λευκωσία. Ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος, Ασίμ Ακάνσοϊ, δήλωσε σε τηλεοπτικό πρόγραμμα ότι «υπάρχει μεγάλος ενθουσιασμός και πίεση από τις τοπικές μας οργανώσεις για δικό μας υποψήφιο»[5].

Η στάση του Ρεπουμπλικανικού στο παρόν στάδιο, εξηγείται στη βάση δύο αξόνων: Ο πρώτος είναι η συνεχής αμφισβήτηση που δέχεται ακόμα και ως αντιπολίτευση από την ήττα στις γενικές εκλογές του 2009, αλλά και η εσωστρέφεια που το χαρακτηρίζει όλο αυτό το διάστημα. Έτσι, οι πρόωρες δημοτικές στη Λευκωσία, η σχετικά καλύτερη κινητοποίηση που έδειξε το κόμμα στα συγκεκριμένα προβλήματα του Δήμου και η κατάσταση στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας, παρουσιάστηκαν ως ευκαιρία στην ηγεσία του κόμματος για να προβληθεί ως μια ισχυρή εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Άλλωστε το Ρεπουμπλικανικό δεν έκρυψε το στόχο επανόδου στη διακυβέρνηση, έστω και αν ακόμα δεν έχει παρουσιάσει ολοκληρωμένο πολιτικό πρόγραμμα. Ο δεύτερος άξονας είναι η έλλειψη συνεννόησης του κόμματος με τα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς και το συνδικαλιστικό κίνημα. Οι πληγές που άφησε στις σχέσεις τους η θητεία του Ρεπουμπλικανικού στη διακυβέρνηση δεν επουλώθηκαν, ενώ φαίνεται να προκύπτουν ιδεολογικές διαφορές σε σχέση με την οικονομία και κυρίως με το περιεχόμενο των σχέσεων της κοινότητας με την Άγκυρα. Στο ίδιο μήκος κύμματος περίπου βρίσκεται και το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας, το οποίο επίσης πιστεύει ότι οι πρόωρες δημοτικές είναι «η δική του ευκαιρία». Το ισχυρότερο χαρτί που έχει να παρουσιάσει μέχρι στιγμής είναι ο Μουσταφά Ακκιντζί, ο οποίος ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει εάν πρόκειται να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική δραστηριότητα.

Σε αντίθεση με τα πιο πάνω, το Κόμμα Ενωμένη Κύπρος συνεχίζει τις επαφές του με τα συνδικάτα και άλλες οργανώσεις για να διερευνήσει την πιθανότητα δημιουργίας προοδευτικού μετώπου και κοινού υποψηφίου στο Δήμου Λευκωσίας. Μέχρι στιγμής, οι συντεχνίες δασκάλων, καθηγητών και δημοσίων υπαλλήλων (KTAMS) συμφώνησαν με το Κόμμα Ενωμένη Κύπρος για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας εξέλιξης. Μια επιπλέον δυναμική στην προσπάθεια συνεργασίας κομμάτων και συνδικάτων της Αριστεράς, είναι και η αποκάλυψη της πληροφορίας ότι ο ηγέτης της συντεχνίας των δημοτικών υπαλλήλων (BES), Σαβάς Μπόζατ, ενδιαφέρεται να είναι ο κοινός υποψήφιος[6]. Μια τέτοια υποψηφιότητα σε συμβολικό επίπεδο είναι σημαντική, αφού επικεντρώνει την εκλογική διαδικασία στους ουσιαστικούς λόγους της αντιπαράθεσης των τελευταίων μηνών στη Λευκωσία: Την οικονομική κατάρρευση του Δήμου μέσα από τις προνομιακές σχέσεις κεφαλαίου, κατεστημένου και Άγκυρας.
«Το Σχέδιο Ανάν του ποδοσφαίρου»

Με αυτό τον τίτλο επέλεξε να δημοσιεύσει τη συνομιλία του με τον πρόεδρο της τουρκοκυπριακής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου, ο αρχισυντάκτης της Γιενί Ντουζέν Τζένκ Μουτλούγιακαλι, στην οποία για μια ακόμα φορά υπογραμμίστηκε η επιθυμία διεθνούς ενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων. Όπως έχει υποστηρίξει ο πρόεδρος της ομοσπονδίας, Χασάν Σέρτογλου, στο παρόν στάδιο δεν τίθεται ζήτημα ενοποίησης των τοπικών πρωταθλημάτων, αλλά αναζητούνται δρόμοι συμμετοχής των τουρκοκυπριακών ομάδων σε διεθνείς συναντήσεις με τη συνεργασία των Ελληνοκυπρίων και της ΚΟΠ και υπό την αιγίδα της ΟΥΕΦΑ και της ΦΙΦΑ[7].

Το σημαντικότερο στοιχείο στην υπόθεση συνεργασίας των δύο κοινοτήτων στο ποδόσφαιρο, είναι η εξέταση των αντανακλαστικών υπέρ της συνεννόησης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ευρύτερα. Στο γενικότερο πλαίσιο των εξελίξεων στα κατεχόμενα, φαίνεται ότι ακόμα και «μικρές» πρωτοβουλίες που άρουν τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της κοινότητας, μετατρέπονται σχεδόν άμεσα σε στοιχεία προοδευτικής δραστηριότητας. Οι δημόσιες αντιδράσεις που σημειώθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση είναι αξιοσημείωτες. Ως απάντηση στον αρνητισμό του Ντερβίς Έρογλου αναφορικά με την πιθανότητα ενοποίησης του κυπριακού ποδοσφαίρου, τουλάχιστον διεθνώς, ήταν οι άμεσες παρεμβάσεις της συντεχνίας των δασκάλων, του Κόμματος Ενωμένης Κύπρου του Ιζζέτ Ιζτζιάν και του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας του Μεχμέτ Τσιακιτζί. Το Ρεπουμπλικανικό παρόλο που υποστήριξε τις συνομιλίες, φάνηκε να κρατά πιο αμυντική στάση κυρίως λόγω της προηγούμενης πολιτικής του Ταλάτ, όταν το 2008 σταμάτησε την τότε πρωτοβουλία.

Πάντως, ο πρόεδρος της τουρκοκυπριακής ομοσπονδίας, Χασάν Σέρτογλου, καταφέρνει να παραμένει στο προσκήνιο της επικαιρότητας και φαίνεται να είναι μια προσωπικότητα που προκαλεί ερωτηματικά για τις προθέσεις του. Σε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της προσπάθειας της ΚΟΠ, ο Τουρκοκύπριος αρθρογράφος Αλί Τεκμάν, υπογράμμισε ότι μεταξύ Σέρτογλου και Έρογλου δεν υπάρχει καμιά διαφορά σε σχέση με την κοσμοαντίληψή τους και σε σχέση με τη μορφή λύσης του Κυπριακού που υποστηρίζουν. Άλλωστε, όπως σημειώνει ο Τεκμάν, ο Σέρτογλου αποτελεί προσωπική πολιτική επένδυση του Τουρκοκύπριου ηγέτη στην προσπάθεια του να κερδίσει νέους «αστέρες» σε δημόσια αξιώματα. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετούνται και οι προσπάθειες του Έρογλου να πείσει τον επικεφαλής του τουρκοκυπριακού ποδοσφαίρου να κατέλθει ως υποψήφιος Δήμαρχος Λευκωσίας. Ο Αλί Τεκμάν δεν κρύβει την ανησυχία του ότι τελικά και ακριβώς λόγω ιδεολογικού υπόβαθρου των εμπλεκομένων από τουρκοκυπριακής πλευράς, οι συνομιλίες στο ποδόσφαιρο δε θα έχουν θετική κατάληξη[8].

 

Δημοσίευση στη Δέφτερη Ανάγνωση
http://www.defterianaynosi.com/article.php?id=530


[1] Yeni Düzen, “Bu da oldu”, 28.1.2013
[2] Kıbrıs Postası, “Mahkeme kararını verdi. İkinci tur kesinleşti”, 23.1.2013.
[3] Yeni Düzen, “Kaşif’e aba altında sopa!”, 23.1.2013.
[4] Hasan Hastürer, “Beşir Atalay’ı hem dinledim hem düşündüm”, Havadis, 21.1.2013.
[5] Kıbrıs Postası, “CTP’nin heyecanı Lefkoşa’yı almaktır”, 22.1.2013.
[6] Yeni Düzen, “Bozat ortak aday mı?”, 23.1.2013.
[7] Cenk Mutluyakalı, “Futbolun Annan Planı”, Yeni Düzen, 24.1.2013.
[8] Ali Tekman, “KOP meselesindeki samimiyet ve statüko gerçeği”, 22.1.2013.

Εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα, 14-21 Ιανουαρίου 2013

 

14-21 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013

 

Προκήρυξη εκλογών στο δήμο Λευκωσίας: Μια άκρως πολιτική υπόθεση

Την Παρασκευή 11.1.2013, ο Δήμαρχος της κατεχόμενης Λευκωσίας παραιτήθηκε από τη θέση του λόγω της συνεχιζόμενης κρίσης με τα οικονομικά του Δήμου[1]. Στις 15 Ιανουαρίου 2013 τέσσερα μέλη της δημοτικής ομάδας του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ) ανακοίνωσαν επίσης την παραίτησή τους, εξέλιξη που σε συνδυασμό με τις προηγούμενες παραιτήσεις των δημοτικών ομάδων του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού, Κοινοτικής Δημοκρατίας και Δημοκρατικού Κόμματος, άνοιξε και επίσημα το δρόμο σε πρόωρες δημοτικές εκλογές σε δύο ή τρεις μήνες[2]. Ούτως ή άλλως μετά τη δημοσιοποίηση της παραίτησης του Μπουλούτοουλλαρι, οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες. Σύμφωνα με δηλώσεις του προέδρου ανώτατου συμβουλίου εκλογών, ο Δήμος Λευκωσίας θα πρέπει να προχωρήσει σε εκλογές για τη θέση του δημάρχου τον ερχόμενο Απρίλιο[3].  

Στο φόντο των πιο πάνω εξελίξεων, τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, (Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό, Κοινοτικής Δημοκρατίας και Δημοκρατικό) τοποθετήθηκαν ήδη για την αναγκαιότητα πρόωρων εκλογών τόσο στο δήμο Λευκωσίας, όσο και γενικών[4]. Παράλληλα όμως υπάρχει και η ευρύτερη ζύμωση των διαδικασιών για υποψηφιότητες. Το Κόμμα Ενωμένη Κύπρος πρότεινε τη σύσταση μιας ευρύτερης πλατφόρμας συνεργασίας της Αριστεράς με τις δημοκρατικές δυνάμεις σε μια υποψηφιότητα για το Δήμο Λευκωσίας, ενώ το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό και το Δημοκρατικό ανακοίνωσαν την έναρξη εσωκομματικών διαδικασιών για ανάδειξη υποψηφίου[5]. Στις 21 Ιανουαρίου 2013, το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας ανακοίνωσε επίσης την έναρξη επαφών με προτεραιότητα τη σύναψη ευρύτερης συνεργασίας για το Δήμο, έχοντας βεβαίως υπόψη του και έρευνες γνώμης που δίνουν προβάδισμα σε πιθανή υποψηφιότητα του Μουσταφά Ακκιντζί[6].

Το σημαντικότερο στοιχείο είναι η βαθιά πολιτικοποίηση του θέματος, αφού στο παράδειγμα της οικονομικής κατάρρευσης του κατεχόμενου δήμου Λευκωσίας, αντικατοπτρίζεται πλέον σε όλους η κατάσταση «κατάρρευσης» και μη βιωσιμότητας του «κράτους». Με λίγα λόγια, το θέμα έτσι όπως εξελίσσεται, αγγίζει σχεδόν όλες τις πτυχές του πολιτικού συστήματος και της δομής που οικοδομήθηκε ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους, κάτι που θα επηρεάσει καθοριστικά τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.

Η εσωτερική αντιπαράθεση στην Τουρκοκυπριακή Δεξιά με προεκτάσεις στην Άγκυρα

Στο μεταξύ, η αντιπαράθεση εντός του Κόμματος Εθνικής Ενότητας συνεχίζεται. Δημοσιεύματα στον τουρκοκυπριακό Τύπο αποκάλυψαν ότι ο Κιουτσιούκ επιδίωξε συμβιβασμό με την εσωκομματική αντιπολίτευση προτείνοντας το σχηματισμό υπουργικού συμβουλίου με τη συμμετοχή 5 υπουργών από την ομάδα Κασίφ και με αντάλλαγμα την παραμονή του στη θέση του προέδρου του κόμματος και του πρωθυπουργού. Τα ίδια δημοσιεύματα ανέφεραν ότι η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από την ομάδα Κασίφ[7].

Η εξέλιξη του θέματος δείχνει ότι η εσωκομματική αντιπαράθεση στο ΚΕΕ δεν πρόκειται να λήξει σύντομα, ούτε και μπορεί να θεωρηθεί επιφανειακή. Ο Κιουτσιούκ φαίνεται να συγκεντρώνει την υποστήριξη της τουρκικής κυβέρνησης, ενώ από τα τέλη Δεκεμβρίου όταν ενοποιήθηκαν στο ΚΕΕ το Κόμμα Ελευθερίας και Μεταρρύθμισης του Αβτζί και το Κόμμα Δημοκρατίας και Εμπιστοσύνης του Ταζσίν Ερτουρούλογλου, φάνηκε να καταφέρνει την ενοποίηση της «μεγάλης δεξιάς» (εκτός του Δημοκρατικού Κόμματος) και με τις 30 έδρες να σταθεροποιεί την κυβέρνηση[8]. Αυτή η εξέλιξη ήταν σημαντική κυρίως για την υλοποίηση του οικονομικού πρωτοκόλλου που στο παρόν στάδιο είναι η προτεραιότητα της τουρκικής κυβέρνησης.

Όμως η πορεία των εξελίξεων έδειξε ότι η ομάδα της αντιπολίτευσης δε θα παραιτηθεί εύκολα από τους στόχους της. Η ομάδα Κασίφ-Έρογλου παρουσιάζεται αρκετά ισχυρή ενώ με τη διαδικασία στο δικαστήριο εξασφάλισε τουλάχιστον ότι θα υπάρξει δεύτερος γύρος εκλογών για την ανάδειξη του προέδρου του κόμματος[9], συνεπώς και του «Πρωθυπουργού».

Η αντιπαράθεση αυτή δεν έχει μόνο τα χαρακτηριστικά ενός ανταγωνισμού για την εξουσία, αλλά και το μεγάλο ζήτημα της προσαρμογής της τουρκοκυπριακής δεξιάς σε αυτό που θέλει ο Έρντογαν. Δηλαδή τη δημιουργία μιας τουρκοκυπριακής δύναμης που θα εφαρμόσει το σχέδιο μετασχηματισμού των κατεχομένων, χωρίς να παρουσιάζεται ως πολιτική που επιβάλλεται. Στα πλαίσια αυτού του σχεδιασμού ο Έρογλου και οι αντιλήψεις που εκπροσωπεί δε συμβαδίζουν με το στόχο οικοδόμησης ενός νέου καθεστώτος. Άλλωστε θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την εποχή του δημοψηφίσματος, αλλά και την διαφωνία που προέκυψε για τη σύσταση της επιτροπής αποζημιώσεων μεταξύ Έρογλου και ΑΚΡ (ο Έρογλου προσέφυγε στο λεγόμενο συνταγματικό δικαστήριο για να ακυρωθεί ο νόμος σύστασης της επιτροπής αποζημιώσεων), οι σχέσεις τους είναι τεταμένες[10]. Βεβαίως, η ρήξη εντός του μεγαλύτερου δεξιού κόμματος των Τουρκοκυπρίων επιβεβαιώνει και την ενίσχυση ενός τουρκοκυπριακού εθνικισμού, ο οποίος παρά την αφοσίωση του στη «μητέρα πατρίδα», εντούτοις προβάλλει και την ανεξάρτητη ύπαρξη ενός τουρκοκυπριακού λαού.

Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετείται και μια άλλη σημαντική εξέλιξη. Στις 14 Ιανουαρίου 2013, ο ιδιοκτήτης του πανεπιστημίου Εγγύς Ανατολής, Σουάτ Γκιουρσέλ, έστειλε επιστολή στον Έρογλου με την οποία τον καλεί να αναλάβει ευθύνη προς την κατεύθυνση ομαλοποίησης της κατάστασης στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας, το οποίο «κομματιάζεται μπροστά στα μάτια μας». Παράλληλα σημειώνει στην επιστολή ότι η «ανώτατη αρχή της Τουρκίας είναι ενοχλημένη» από τη γενική κατάσταση στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα και υπενθυμίζει ότι η κρίση πλέον δεν είναι πολιτική, αλλά έχει κοινωνικές διαστάσεις[11].

Η κατανόηση της παρέμβασης αυτής, φαίνεται να αναδεικνύει γενικότερες τάσεις στις σχέσεις Τουρκοκυπρίων-Άγκυρας. Ο συγκεκριμένος μεγαλοεπιχειρηματίας έχει ισχυρές διασυνδέσεις με την τουρκική κυβέρνηση και είναι γνωστός για την προνομιακή μεταχείριση που είχε σε ζητήματα όπως η δημιουργία ιατρικής σχολής στο εν λόγω πανεπιστήμιο. Καθόλου τυχαία μάλιστα στο Εγγύς Ανατολής έχει δημιουργηθεί η πρώτη Θεολογική Σχολή πανεπιστημιακού επιπέδου, ενώ προγραμματίζεται και η οικοδόμηση ενός μεγάλου τζαμιού[12]. Όπως γίνεται αντιληπτό, τα συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα έχουν πολύ σημαντική θέση σε στρατηγικά ζητήματα που προωθεί η τουρκική κυβέρνηση, όπως η εκπαίδευση στα κατεχόμενα. Η παρέμβαση του συνεπώς, η οποία και μεταφέρει ευθύνες για την πολιτική-κοινωνική κρίση στην ομάδα Έρογλου, είναι καθοριστικής σημασίας για τους γενικότερους σχεδιασμούς του ΑΚΡ αναφορικά με τα κατεχόμενα.

Οι κινήσεις της αντιπολίτευσης και τα προβλήματα της Αριστεράς

Η πιο σοβαρή και ολοκληρωμένη ενέργεια από πλευράς τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, για μια ακόμη φορά έγινε από την πλευρά της Συνδικαλιστικής Πλατφόρμας. Στις 15 Ιανουαρίου 2013 αποφασίστηκε η επαναδραστηριοποίηση του Κινήματος Κοινοτικής Ύπαρξης με τη συμμετοχή πολιτικών κομμάτων και άλλων οργανώσεων, στη βάση ενός συγκεκριμένου πολιτικού πλαισίου. Το πλαίσιο θέτει κάποια σημαντικά στοιχεία όπως η διεκδίκηση για κατάργηση των πολιτικών του οικονομικού πρωτοκόλλου, αλλά και της φιλοσοφίας του γενικότερα. Υπογραμμίζει ότι συνεχίζεται η διεκδίκηση για ομοσπονδιακή λύση στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, ενώ γίνεται ξεκάθαρη αναφορά στην ανάγκη προστασίας της ταυτότητας και της προοπτικής αυτοδιοίκησης των Τουρκοκυπρίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη κινητοποίηση διαμαρτυρίας που αποφάσισε το Κίνημα πραγματοποιείται ενάντια στην πολιτική ανεξέλεγκτης παραχώρησης υπηκοοτήτων σε Τούρκους πολίτες[13]. Θα πρέπει να σημειωθεί παράλληλα, ότι η επαναδραστηριοποίηση του συγκεκριμένου κινήματος, δεν έχει σηματοδοτήσει και την επίλυση των προβλημάτων μεταξύ των διαφόρων τάσεων της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, οι οποίες επικεντρώνονται κυρίως στο πως γίνεται αντιληπτός ο ρόλος της Τουρκίας στα κατεχόμενα και πιο το περιεχόμενο της πολιτικής που ακολουθεί μέσα από τα πρωτόκολλα.

Όπως έχει προαναφερθεί τα τρία μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης αποφάσισαν να ζητήσουν ξεκάθαρα τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, λόγω των αδιεξόδων που προκαλεί η «κυβέρνηση». Η σημαντική εξέλιξη στο μέτωπο της αντιπολίτευσης έγκειται στην αναζωογόνηση του διαλόγου για την προοπτική αποχώρησης τους από τη «Βουλή». Μέχρι πρόσφατα το ζήτημα της αποχώρησης αποτελούσε διεκδίκηση του Δημοκρατικού Κόμματος του Ντενκτάς και του Κοινοτικής Δημοκρατίας του Τσιακιτζί. Όμως οι μεταγραφές «βουλευτών» προς το Κόμμα Εθνικής Ενότητας ήταν μια κίνηση που έδειξε ότι η «κυβέρνηση» δεν επιθυμεί στο παρόν στάδιο πρόωρες εκλογές και συνεπώς η παρουσία σε μια «βουλή» που έχει «κλειδώσει» την έγκριση των νομοσχεδίων του τρίχρονου οικονομικού πρωτοκόλλου, δεν έχει πλέον και τόση σημασία. Εξέλιξη που επηρέασε και το Ρεπουμπλικανικό προς την ίδια κατεύθυνση.

Το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό, ακόμα δεν έχει αποφασίσει επίσημα να αποχωρήσει από τη «βουλή», όμως είναι γεγονός ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα κύκλοι φιλικοί προς το κόμμα, αλλά και στελέχη του άρχισαν να διατυπώνουν αυτή την άποψη δημόσια[14]. Η συγκεκριμένη άποψη συζητείται και στις επαρχιακές συγκεντρώσεις που διοργανώνει η ηγεσία του κόμματος τις τελευταίες δύο εβδομάδες.

Όμως θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Ρεπουμπλικανικό συνεχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπο με εσωτερικά προβλήματα, κυρίως ιδεολογικού χαρακτήρα. Η εξαγγελία παρουσίασης του οικονομικού προγράμματος του κόμματος συνοδεύτηκε από ανακοίνωση αναβολής «λόγω των προβλημάτων που προκαλεί το Κόμμα Εθνικής Ενότητας και την προσπάθεια του να αλλάξει την ημερήσια διάταξη»[15]. Όμως η πραγματικότητα βρίσκεται στο ότι το κόμμα δεν κατάφερε ακόμα να έχει μια ενιαία γραμμή σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας όπως οι ιδιωτικοποιήσεις που αναμένεται να κορυφωθούν την επόμενη περίοδο. Προβλήματα συνεχίζει να αντιμετωπίζει και στις σχέσεις του με το συνδικαλιστικό κίνημα, παρά τις προσπάθειες που έγιναν τελευταίως για μια ευρύτερη συνεννόηση.

Ο Έρογλου μονοπωλεί το Κυπριακό

Είναι γεγονός ότι το Κυπριακό δεν αποτελεί ζήτημα έντονων αντιπαραθέσεων στα κατεχόμενα, εδώ και αρκετό χρονικό διάστημα. Ελάχιστες είναι οι διαφορετικές φωνές που τοποθετούνται πλέον για το ζήτημα. Σχεδόν όλοι αναμένουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς ωστόσο να διατυπώνονται αισιόδοξες προβλέψεις. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης δίνει την εντύπωση ότι είναι ο μόνος που ασχολείται με το Κυπριακό. Σε δύο δημόσιες τοποθετήσεις του το τελευταίο χρονικό διάστημα υπενθύμισε τις προϋποθέσεις που θα θέσει για να αρχίσει μια νέα διαδικασία, αλλά και το περιεχόμενο της λύσης που διεκδικεί. Συγκεκριμένα σε συνέντευξη του στο πρακτορείο ΤΑΚ ανέφερε ότι ο οδικός χάρτης της τουρκικής πλευράς είναι η περίληψη χρονοδιαγραμμάτων, η δέσμευση σε διαδικασία πάρε-δώσε και η πολυμερής διάσκεψη[16]. Σημείωσε παράλληλα, ότι η έναρξη μιας νέας διαδικασίας δε σημαίνει αυτόματα και θετικό αποτέλεσμα. Σε επόμενες του δηλώσεις ξεκαθάρισε ότι η λύση δεν μπορεί παρά να κάνει αποδεχτές τις πραγματικότητες των δύο κρατών και δύο λαών, στη βάση των οποίων οι δύο λαοί θα μπορούν «να ζήσουν ειρηνικά, ο ένας δίπλα από τον άλλο»[17].

Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετούνται και οι δηλώσεις του Τουρκοκύπριου ηγέτη αναφορικά με τις προσπάθειες ενοποίησης του κυπριακού ποδοσφαίρου. Την Κυπριακή, 20 Ιανουαρίου, προειδοποίησε ότι οι συνομιλίες είναι σωστές όμως θα πρέπει να γίνει αποδεχτή η ύπαρξη της «ΤΔΒΚ»[18]. Με τις δηλώσεις του αυτές επιδίωξε να θέσει πρώτος τα όρια και εάν δεν αντιδράσει άμεσα η προοδευτική αντιπολίτευση, υπάρχει περίπτωση να το πετύχει.
Δημοσίευση στη Δέφτερη Ανάγνωση, 23.1.2013

[1] Kıbrıs Time, “Bulutoğulları’nın istifası YSK’ya ulaştırıldı”, 14.1.2013.
[2] Havadis, “İstifa geldi, LTB çöktü”, 16.1.2012.
[3] Kıbrıs Time, “Nolan: Lefkoşa Belediyesi Haziran’da seçime gidecek”, 14.1.2013.
[4] Havadis, “Siyasiler erken ve genel seçim dedi”, 15.1.2013.
[5] Kıbrıs, “Sandık temizler”, 17.1.2013.
[7] HABER KKTC, “Taçoy: Teklif haberi doğrudur”, 14.1.2013.
[8] Havadis, “Erdoğan’a eli dolu gidiyor”, 31.12.2012.
[9] Hasan Hastürer, “Durum sanıldığından ciddi…”, Havadis, 31.12.2012.
[10] Mert Özdağ, “Derin devlet mi, AKP mi?”, Yeni Düzen, 16.1.2013.
[11] Havadis, “Kurultay kavgasında YDÜ silahı çekildi”, 15.1.2013.
[12] Aysu Basri Akter, “Suat Günsel neden duruma el attı?”, Yeni Düzen, 15.1.2013.
[14] Ünal Fındık, “Erken seçim için ilk adım: Meclis’ten çekilme”, Yeni Düzen, 11.1.2013.
[15] Το κόμμα αρχικά ανακοίνωσε ότι θα δημοσιοποιούσε το οικονομικό του πρόγραμμα στις 10 Ιανουαρίου 2013. Sami Özuslu, “CTP’nin vizyon + 10’u ne?”, Yeni Düzen, 8.1.2013.
[16] Havadis, “Takvımsız olmaz”, 10.1.2013.
[17] Kıbrıs Time, “Eroğlu: Anavatansız bir KKTC, KKTC’siz bir Türkiye olmaz”, 14.1.2013.

Η προκήρυξη του τουρκοκυπριακού Κινήματος Κοινοτικής Ύπαρξης

Το κείμενο της προκήρυξης του τουρκοκυπριακού Κινήματος Κοινοτικής Ύπαρξης, το οποίο μοιράστηκε σήμερα στους δρόμους:

ΚΑΛΕΣΜΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ ΜΑΣ

Ήρθε η μέρα που οι πλατείες βροντοφώναξαν «αυτή η χώρα είναι δική μας!»…

Ήρθε η μέρα που οι δρόμοι αντιλάλησαν για ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη…

Ενωθήκαμε για αντίσταση, για την ύπαρξη μας, για να αποκρούσουμε τις επιβολές και να διαλύσουμε αυτή τη σάπια πολιορκία…

Ενωθήκαμε για να εμποδίσουμε κάθε είδους πολιτική διαφθορά…

Ενωθήκαμε για δικαιοσύνη, για μια δίκαιη τάξη, για ενίσχυση της εργασίας, για δημοκρατία, για πολιτική βούληση, για ισότητα, για ελευθερία, για το περιβάλλον, για την παραγωγή, για την ύπαρξη, για την ειρήνη και για μια σύγχρονη χώρα.
ΠΛΕΟΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΕ ΕΝΑ ΔΡΟΜΟ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΕΚΕΙΝΗ Η ΜΕΡΑ ΕΙΝΑΙ ΣΗΜΕΡΑ!

Για να εναντιωθούμε στην καταπίεση του υποταγμένου Κόμματος Εθνικής Ενότητας,

Για να απορρίψουμε όλες τις επιβολές και τις ιδιωτικοποιήσεις που έρχονται από το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και από οπουδήποτε αλλού,

Για να ξαναδημιουργήσουμε τη βούληση για αυτοδιοίκηση της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας,

Για να φτάσουμε σε μια μόνιμη ομοσπονδιακή λύση προσαρμοσμένη στις αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών,

Για να υπερασπιστούμε την ύπαρξη του λαού μας, για να προστατεύσουμε και να αναπτύξουμε τους όρους ζωής, για να υπερασπιστούμε τη δουλειά μας και την κοινοτική μας ύπαρξη,

Και για να δημιουργήσουμε ένα ευτυχισμένο μέλλον για όλους που ζουν στην Κύπρο,

 

ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΠΕΤΥΧΟΥΜΕ!

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ!
 

 Κίνημα Κοινοτικής Ύπαρξης
 
 
 
ΠΗΓΗ:

Ημερίδα: Το Μέλλον της Κυπριακής Εξωτερικής Πολιτικής

ΠΕΜΠΤΗ 24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013

 

Το συνέδριο θα διεξαχθεί στην Ελληνική γλώσσα

18:00-18:20 Xαιρετισμός

Δρ. Μάριος Ευθυμιόπουλος, Πρόεδρος Strategy International
& Εκπρόσωπος Υπουργείου Εξωτερικών Κύπρου

18:20-19:40 Session 1:
Current Challenges, Future Threats:
Chair: Dr. Marios Efthymiopoulos

Subject:
The fiscal, social and ongoing crisis, geopolitical and strategic changes, ongoing emerging regional security challenges occurring in and around the European and Middle East region and around Cyprus, requests new abilities, capacities and deliverables. More cooperation, applicability innovation and threat assessments are needed. Speakers will introduce the subject at hand on current and future challenges and will propose issues for consideration about the future of Cyprus its role to the Middle East, relations with Turkey, Israel the Arab States and the possibility of establishing Euro-Atlantic Relations.

Each Speaker: 15 minute speech. The discussion & main questions will be led by the session coordinator.

Speakers:

Representative of Mr. Anastasiadis, Tasos Mitsopoulos (MP) DISY Cyprus(TBC)
Representative of Mr. Malas, Takis Hatzigeorgiou (MEP) AKEL Cyprus
Representative of Mr. Lillikas, Michael Kontos

19:40-19:50 Break

19:50-20:50 Session 2:
Strategic Challenges. Tactical Issues, Foreign Policy
Chair: Journalist (TBC)

Subject:
The Challenges lying ahead require agile and tactically prepared countries as well as strategic Knowledge. The fiscal crisis is directed and affecting all both collectively and personally. The future of a successful foreign and security policy, national or organizational of Cyprus, depends on the specialization of goods and services. In this session we will be looking at the Future Strategic framework of foreign and security affairs around Cyprus.
Each Speaker: 12 minute speech. The discussion & main questions will be led by the session coordinator.

Speakers:

Marios Efthymiopoulos, President Strategy International
Nikos Moudouros, Advisor to the President of Cypruson Turkish Affairs
Sotiris Serbos, Assistant Professor of Politics Universityof Thrace
Zenonas Tziarras, PhD Candidate University of Warwick

20:50-21:00 Closing Remarks

-End of Conference-
 
 
 
 

Τουρκικός νεοφιλελευθερισμός σε κυπριακή διάλεκτο: Ρήξη και αντιπαράθεση στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα

 

Του Νίκου Μούδουρου
Μέλους Επιστημονικού Συμβουλίου Προμηθέα

Αναζητώντας απαντήσεις γύρω από την αλλαγή που βιώνει η Τουρκοκυπριακή κοινότητα σχεδόν εννέα χρόνια μετά τα δημοψηφίσματα του 2004, ιδιαίτερα σε σχέση με την στρατηγική της κυβέρνησης της Τουρκίας, εύκολα μπορεί να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι είμαστε ενώπιον μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας. Γινόμαστε μάρτυρες της σταδιακής δημιουργίας ενός νέου πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος. Η συνεπής μελέτη αυτής της εξέλιξης μπορεί να βοηθήσει περαιτέρω στην κατανόηση της θέσης της Κύπρου στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Μπορεί επίσης να συμβάλει στην ανάδειξη της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ των εσωτερικών δυναμικών της Τουρκοκυπριακής κοινότητας με την Τουρκία, αλλά και των τουρκοκυπριακών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών πεδίων στα οποία παρεμβαίνει η Άγκυρα και προκαλεί αντιπαραθέσεις. Όμως το πιο σημαντικό είναι ότι μέσα από την παρακολούθηση των σημερινών εξελίξεων μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα αναφορικά με τις ρήξεις και τις αντιπαραθέσεις μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας, οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε μια προσπάθεια αναθεώρησης της σχέσης τους.

Μετά την αποτυχία λύσης του Κυπριακού στα δημοψηφίσματα του 2004 εμφανίζονται πολλές και διαφορετικές αναζητήσεις τόσο στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, όσο και στην Τουρκία. Στο σημείο αυτό ένα από τα βασικότερα στοιχεία καθορισμού των εξελίξεων σε σχέση με τις εσωτερικές δυναμικές της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ήταν η ανακήρυξη του στάτους κβο στα κατεχόμενα (της «ΤΔΒΚ») από πλευράς της κυβέρνησης Έρντογαν σε «μη βιώσιμο και μη λειτουργικό». Τρεις βασικοί άξονες φαίνεται να επηρέασαν τη συγκεκριμένη αξιολόγηση της κατάστασης στα κατεχόμενα: Από τη μια, η μαζική κινητοποίηση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας υπέρ του Σχεδίου Ανάν και η σφοδρή πολιτική αντιπαράθεση με τις δυνάμεις Ντενκτάς γέννησε ένα νέο κύμα ιδεολογικής απονομιμοποίησης του ψευδοκράτους. Από την άλλη, η επικράτηση της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης τότε, έφερε ξανά στο προσκήνιο τον προβληματικό χαρακτήρα του αποκλεισμού της κοινότητας από την παραγωγική διαδικασία και την ολοκληρωτική της εξάρτηση από την Τουρκία με τη μορφή διοχέτευσης κονδυλίων για «να πληρωθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι». Ο τρίτος άξονας ήταν η μη προσαρμογή της δομής  που κυριάρχησε στα βόρεια εδάφη της Κύπρου από την εισβολή του 1974 και μετά, με τη νέα κοινωνικό-πολιτική πραγματικότητα της Τουρκίας.

Η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης Έρντογαν να προχωρήσει στο μετασχηματισμό των κατεχόμενων, ήταν μεταξύ άλλων και αποτέλεσμα της ωρίμανσης του ίδιου του τουρκικού κεφαλαίου σε σημείο που να μπορεί πλέον να καθορίζει νέες στρατηγικές και να τις εξάγει. Με λίγα λόγια, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) και οι δυνάμεις που το στηρίζουν, ως οι γνήσιοι φορείς της σταθεροποίησης του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού της Τουρκίας μετά την κρίση του 2001, δεν επιθυμούσαν την ύπαρξη μιας δομής με «ξένο» προς αυτούς περιεχόμενο και συνεπώς «φυγόκεντρο» ως προς τη δική τους οικονομική και πολιτική εξουσία. Από ένα σημείο και μετά η δομή των κατεχομένων μετατράπηκε σε «παραφωνία» σε σχέση με τη νέα οικονομική και πολιτική δομή του «κέντρου» (Τουρκία).

Έτσι το «καθεστώς τροφίμων», όπως αντιλαμβάνεται το ΑΚΡ τους Τουρκοκύπριους, θα έπρεπε να αλλάξει και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Ο πρώτος και πιο εμφανής στόχος της κυβέρνησης ΑΚΡ αναφορικά με την εσωτερική δομή της Τουρκοκυπριακής κοινότητας κατά την περίοδο που ακολουθεί τα δημοψηφίσματα το 2004, ήταν η πλήρης ανατροπή των δεδομένων που δημιούργησε η δομή του 1974 και του 1983 με την ανακήρυξη του ψευδοκράτους και η αντικατάστασή τους με μια «νέα τάξη πραγμάτων». Επομένως η σταδιακή διάλυση του «παλαιού στάτους κβο» συνοδεύεται τώρα από την οικοδόμηση ενός νέου[1], το οποίο φέρει διαφορετικά ποιοτικά χαρακτηριστικά και επηρεάζει καθοριστικά όλες τις πτυχές της ζωής της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Το βαθύτερο περιεχόμενο της αλλαγής είναι ο νεοφιλελευθερισμός με τα κεντρικά του χαρακτηριστικά όπως η λεγόμενη καλή διακυβέρνηση, η δημοσιονομική πειθαρχία, η μείωση των ελλειμμάτων, η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα[2]. Η τουρκική κυβέρνηση, πέραν της ούτως ή άλλως βαθιάς αφοσίωσής της σε αυτό το μοντέλο διαχείρισης, εκμεταλλεύεται τη δομική σχέση με τα βόρεια εδάφη της Κύπρου (την παρουσία της ως κατοχική δύναμη και επομένως κυρίαρχη) και παρεμβαίνει σε όσο το δυνατό περισσότερους τομείς της οικονομίας και της πολιτικής των Τουρκοκυπρίων. Σταδιακά μετατρέπεται σε μια μορφή Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, παραχωρεί τα κονδύλια, καθορίζει τους προσανατολισμούς τους και ελέγχει την υλοποίηση των σχεδιασμών[3]. Στο μεταξύ επιδιώκει να αλλάξει και την πολιτική διαδικασία με τρόπο που να διευκολύνεται ο προαναφερθέν στόχος.

Το κυριότερο ίσως χαρακτηριστικό των τρίχρονων οικονομικών πρωτοκόλλων μεταξύ Τουρκίας και κατεχομένων, με πιο πρόσφατο αυτό της περιόδου 2013-2015, είναι η «ενοχοποίηση του κράτους», η επιδίωξη δραστικής απόσυρσής του από την οικονομία και η ενίσχυση της δραστηριότητας του ιδιωτικού κεφαλαίου που στη συγκεκριμένη σχέση είναι το τουρκικό. Έτσι ένα πολύ σημαντικό σημείο πολιτικής στο κείμενο των πρωτοκόλλων είναι η ανατροπή των μέχρι σήμερα υφιστάμενων ισορροπιών στο «δημόσιο», μέσα από τη μείωση προσωπικού και μισθών, την αύξηση των ορίων αφυπηρέτησης, αλλά και την αμφισβήτηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης[4].

Λαμβανομένης υπόψη της σχετικά καλής οργανωτικότητας του τουρκοκυπριακού συνδικαλιστικού κινήματος και της πολιτικοποίησης των αιτημάτων του σε αρκετές περιπτώσεις, οι προσπάθειες αποδυνάμωσης των συντεχνιών αποχτούν πλέον στρατηγικό χαρακτήρα για το ΑΚΡ. Το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα της επίθεσης που δέχονται οι τουρκοκυπριακές συντεχνίες είναι οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν εναντίον των συνδικαλιστών της συντεχνίας εργαζομένων στην τοπική αυτοδιοίκηση (BES) μετά τις κινητοποιήσεις τους στα τέλη Δεκεμβρίου του 2012. Συγκεκριμένα, μετά τα γεγονότα που οδήγησαν σε συλλήψεις συνδικαλιστών στις 27 Δεκεμβρίου 2012, τα στελέχη της συντεχνίας κατηγορήθηκαν για «παράνομη σύναξη-συγκέντρωση» για την οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και ένα χρόνο, καθώς και για «ανταρσία-στάση» για την οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι και 3 χρόνια[5]. Αυτές οι δύο κατηγορίες δεν λειτούργησαν σε παρόμοια γεγονότα κινητοποιήσεων και διαμαρτυριών εδώ και κάποιες δεκαετίες. Συνεπώς η επίθεση αυταρχικότητας που δέχεται το τουρκοκυπριακό συνδικαλιστικό κίνημα, αποτελεί σοβαρή ένδειξη του γενικότερου χαρακτήρα των μέτρων που θα ακολουθήσουν στην πορεία μετασχηματισμού.   

Ένα δεύτερο σημείο της στρατηγικής στο πρόγραμμα που επιβάλλει η τουρκική κυβέρνηση είναι η ανάπτυξη των ιδιωτικοποιήσεων και παράλληλα η επιβολή των συνθηκών εργασίας του ιδιωτικού τομέα ως του βασικού κανόνα και γνωρίσματος γενικά των εργασιακών σχέσεων[6]. Η προσπάθεια αυτή γίνεται με βασικό φορέα το τουρκικό κεφάλαιο, το οποίο κάνει πιο έντονη την παρουσία του μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις. Όπως είναι γνωστό οι τουρκοκυπριακές αερογραμμές και το αεροδρόμιο της Τύμπου έχουν ιδιωτικοποιηθεί, ενώ άρχισε και η διαδικασία πώλησης της αρχής ηλεκτρισμού. Μάλιστα η περίπτωση της αρχής ηλεκτρισμού είναι χαρακτηριστική του εξαναγκασμού της εν λόγω αρχής σε πώληση. Χαρακτηριστικά από την 1η Ιανουαρίου του 2011 οι οφειλές προς τον συγκεκριμένο οργανισμό από «κρατικά» τμήματα, δημαρχεία, πανεπιστήμια και τζαμιά είναι 311 εκατομμύρια τουρκικές λίρες (περίπου 115 εκατομμύρια ευρώ). Την ίδια στιγμή στον προϋπολογισμό του «κράτους» για πληρωμές προς την αρχή για το 2013, αντί των 43 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών που αξίζει η κατανάλωση των «κρατικών» τμημάτων προβλέπεται η παραχώρηση μόνο 24 εκατομμυρίων[7]. Έτσι η αρχή ηλεκτρισμού μπορεί να παρουσιαστεί πιο εύκολα ως χρεοκοπημένη και ζημιογόνα.  

Η «ειρωνεία της ιστορίας» στην υπόθεση σταθεροποίησης του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού των κατεχομένων, έγκειται στο γεγονός ότι το ΑΚΡ προκρίνει την μετατροπή του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (UBP) ως του βασικού τουρκοκυπριακού φορέα της εν λόγω αλλαγής. Δηλαδή η αναζήτηση του πολιτικού Ισλάμ ως προς το ποια δύναμη θα μιλήσει την κυπριακή διάλεκτο του τουρκικού νεοφιλελευθερισμού, επικεντρώνεται στο κόμμα εκείνο που από το 1976 και μετά ήταν ο στυλοβάτης της οικοδόμησης του «παλαιού καθεστώτος». Το σημαντικό στην πιο πάνω αντίφαση εξάγεται κυρίως από την «αναγκαιότητα» για μετασχηματισμό και του ίδιου του πολιτικού-κομματικού φορέα[8]. Σήμερα το μεγάλο κόμμα της τουρκοκυπριακής Δεξιάς μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο εσωτερικής σύγκρουσης με δύο βασικά μέτωπα: Από τη μία είναι ο ανταγωνισμός εξουσίας μεταξύ πρωταγωνιστών. Από την άλλη όμως είναι η μάχη που διεξάγεται για την προσαρμογή ή την σύγκρουση με το νέο καθεστώς που δημιουργείται. Συμπληρωματικό στοιχείο στις πιο πάνω διαδικασίες είναι και ο «εισαγόμενος» θρησκευτικός συντηρητισμός από την Τουρκία, ο οποίος εκφράζεται μέσα από την αύξηση των τζαμιών και των ισλαμικών οικοδομικών συγκροτημάτων, την ενίσχυση της θρησκευτικής εκπαίδευσης, μέχρι και την εμφάνιση των λεγόμενων συντηρητικών ξενοδοχείων που στοχεύουν στην ενθάρρυνση του «εναλλακτικού τουρισμού» των πιστών Μουσουλμάνων.    

Συμπερασματικά λοιπόν, αυτή η περίοδος αναδεικνύει νέα ερωτήματα σε σχέση με τις αντιπαραθέσεις που ακολουθούν. Ενώ το οικονομικό σκέλος του μετασχηματισμού ολοκληρώνεται με την εφαρμογή των τρίχρονων πρωτοκόλλων, το πολιτικό και ιδεολογικό του σκέλος χαρακτηρίζονται από ρήξεις. Η εσωτερική αντιπαράθεση στο UBP δε φαίνεται να έχει εύκολο τέλος, αλλά αντίθετα να αφήνει πίσω της «πληγές». Παράλληλα, η προσπάθεια εξισλαμισμού του δημόσιου χώρου βρίσκει στο παρόν στάδιο ισχυρές αντιστάσεις. Όμως είναι γεγονός ότι η αντιπολίτευση αυτή τη στιγμή δε χαρακτηρίζεται από την υιοθέτηση ενός συνολικού εναλλακτικού προγράμματος. Δεν έχει απαντήσει ακόμα με ολοκληρωμένο τρόπο στα ερωτήματα που προκύπτουν από το μεγάλο θέμα της αναθεώρησης των σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία. Επιπρόσθετα, παρά τον διάλογο που υπάρχει κυρίως μεταξύ των πολιτικών κομμάτων της ευρύτερης Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος, οι διάφορες τάσεις στην τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση δεν κατάφεραν να φτάσουν σε κοινές πολιτικές θέσεις που να αγγίζουν και το βασικότερο όλων: την επίλυση του Κυπριακού. Ανεξάρτητα από την τελική έκβαση των αντιπαραθέσεων στα πιο πάνω πεδία και με δεδομένη την κυρίαρχη θέση της Τουρκίας, θα πρέπει να αναμένεται ότι και το 2013 θα είναι χρονιά κινητικότητας ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Ο βαθμός έντασης και το περιεχόμενο θα επηρεαστούν και από τις εξελίξεις στο Κυπριακό.   

 

11 Ιανουαρίου 2013
 
 

Δημοσιεύθηκε από το Ινστιτούτο Ερευνών Προμηθέας
http://www.inep.org.cy/index.php/en/forums/kypriako/352/#352


[1] Emine Tahsin, “Kuzey Kıbrıs’ta ‘yeni statüko’ya doğru”, εφημ. SOL Bakış, 15 Δεκεμβρίου 2012.
[2] Mertkan Hamit, “Alternatif Ekonomi için Düşünmek”, Gaile, Τεύχος: 194, 29 Δεκεμβρίου 2012.
[3] Umut Bozkurt, “KKTC’nin IMF’si, vahşi kapitalizm ve beslemeleri”, εφημ. SOL Bakış, 15 Δεκεμβρίου 2012.
[4] Umut Bozkurt, “Kriz, ekonomik protokol ve alternatif bir ekonomik strateji üzerine…”, Gaile, Τεύχος 194, 29 Δεκεμβρίου 2012.
[5] Cemre İpçiler, “Polis’in yeni keşfi”, www.yargilaniyoruz.org, 3.1.2013. Είσοδος στις 7.1.2013.
[6] Umut Bozkurt, “Kriz, ekonomik protokol ve alternatif bir ekonomik strateji üzerine…”, Gaile, Τεύχος 194, 29 Δεκεμβρίου 2012.
[7] Umut Bozkurt, “Kriz, ekonomik protokol ve alternatif bir ekonomik strateji üzerine…”, Gaile, Τεύχος 194, 29 Δεκεμβρίου 2012.
[8] Emine Tahsin, “Kuzey Kıbrıs’ta ‘yeni statüko’ya doğru”, εφημ. SOL Bakış, 15 Δεκεμβρίου 2012.

Η Τουρκία το 2013… με το βλέμμα στο 2014

Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί και οικονομικοί πρωταγωνιστές στην Τουρκία σχεδιάζουν τους επόμενους κεντρικούς τους στόχους στη βάση του σεναρίου ότι το 2014 Πρόεδρος της χώρας θα είναι ο Ταγίπ Έρντογαν. Το συγκεκριμένο σενάριο βέβαια λαμβάνει υπόψη μια πολύ σημαντική παράμετρο για ολόκληρη την σύγχρονη τουρκική ιστορία που δεν είναι άλλη από την πιθανότητα μετάβασης σε προεδρικό ή ημιπροεδρικό σύστημα.

Η συνέχιση των συζητήσεων για το νέο Σύνταγμα της Τουρκίας θα καταδείξει σύντομα εάν τελικά θα υλοποιηθεί ο διακηρυγμένος στόχος του κυβερνώντος ΑΚΡ για προεδρικό σύστημα. Όμως είναι γεγονός ότι με ή χωρίς συνταγματικές αλλαγές, η πιθανότητα εκλογής στο προεδρικό αξίωμα ενός πολιτικού όπως ο Έρντογαν και μάλιστα με απευθείας εκλογή από το λαό (για πρώτη φορά), αποτελεί εξέλιξη μιας «ντε φάκτο» συγκέντρωσης περισσότερων εξουσιών στο πρόσωπό του. Αποτελεί παράλληλα μια δυναμική περαιτέρω εγκαθίδρυσης του συντηρητισμού που διέπει αυτή τη στιγμή το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ.

Με βάση τις εξελίξεις του έτους που πέρασε, το σημείο καμπής για υλοποίηση των στόχων του ΑΚΡ αναφορικά με το πολιτειακό σύστημα της χώρας, δεν είναι η χρονιά των προεδρικών εκλογών, αλλά το 2013. Φαίνεται ότι ο χρόνος που μόλις αρχίζει, μπορεί να καθορίσει πολλά στην Τουρκία, ίσως και για την επόμενη δεκαετία.

Σε πρώτο πλάνο μπαίνει η οικονομική κατάσταση. Έστω και αν δημοσίως δεν έχουν εκφραστεί οι όποιες ανησυχίες από τον Πρωθυπουργό, εντούτοις γίνεται αντιληπτό ότι οι παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις απασχολούν έντονα την τουρκική κυβέρνηση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας συνεχίζουν να είναι θετικοί, με σαφέστατη μείωση, ενώ το «αιώνιο πρόβλημα» της ανεργίας συνεχίζει να δημιουργεί τις προοπτικές φυγόκεντρων δυναμικών. Σε αυτό το επίπεδο καταγράφεται μια πρώτη κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία μέχρι στιγμής δεν αντικατοπτρίζεται στα ποσοστά στήριξης της κυβέρνησης. Σύμφωνα με τις μηνιαίες έρευνες του ΑΚΡ, το κυβερνών κόμμα συνεχίζει να συγκρατεί ποσοστά της τάξης του 50% και χωρίς καμιά αντιπολιτευτική κίνηση αξίας μέσα από την Εθνοσυνέλευση. Ο Έρντογαν όμως γνωρίζει καλά ότι πιθανές οικονομικές ανατροπές και αστάθεια θα αντικατοπτριστούν αρνητικά στην πορεία του προς τον προεδρικό θώκο.

Σε ένα δεύτερο πλάνο, το 2013 θα καθορίσει πολλά και για το Κουρδικό. Ήδη το 2012 μπορεί να καταγραφεί ως η χρονιά που το ένοπλο και πολιτικό κουρδικό κίνημα επιδίωξε και εν πολλοίς κατάφερε να συγκρατήσει την κοινωνική του στήριξη εντός Τουρκίας. Το κουρδικό Κόμμα Ειρήνης και Δημοκρατίας πήρε ήδη τη θέση του ως ο ισχυρότερος αντίπαλος της κυβέρνησης Έρντογαν. Την ίδια στιγμή οι Κούρδοι φαίνεται να επεκτείνουν την πολιτική τους επιρροή σε μια ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής μέσα από ανακατατάξεις σε Συρία και Ιράκ. Σε αυτό το πλαίσιο δε θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι μεγάλο κομμάτι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής κατά το 2013 θα έχει στο επίκεντρό του, τους τρόπους αντιμετώπισης του αυξανόμενου ρόλου των Κούρδων στην περιοχή σε συνδυασμό με την έναρξη «ανεπίσημων» συνομιλιών με τον ιστορικό ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλλάχ Οτζαλάν. Το τέλος αυτής της διαδικασίας θα σηματοδοτηθεί με την βούληση (ή όχι) του ΑΚΡ για αποδοχή περισσότερης αυτονομίας των κουρδικών περιοχών.

Φυσιολογικά, στο μεγάλο κάδρο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής για το 2013 μπαίνει και το Κυπριακό. Η ευρύτερη στρατηγική του ΑΚΡ τα τελευταία χρόνια θέτει στο επίκεντρό της την αλλαγή του στάτους κβο σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, δεδομένο που επηρεάζει συνολικά και το πολιτικό μας πρόβλημα. Οι γενικότερες ανακατατάξεις στην περιοχή, αλλά και οι εξελίξεις που αναμένονται στον διαφοροποιημένο πλέον άξονα Τουρκίας-Ε.Ε, δημιουργούν και τις δυναμικές κινητικότητας της Τουρκίας στο Κυπριακό πρόβλημα.

Η κινητικότητα θα αυτή φαίνεται καταρχήν να σημειώνεται σε δύο άξονες: Ο πρώτος είναι το τραπέζι των συνομιλιών. Εδώ η Άγκυρα επιδιώκει την επισημοποίηση μιας νέας διαδικασίας με χρονοδιαγράμματα και διευρυμένες συνομιλίες που να εγγυούνται την αλλαγή των ισορροπιών με βάση την κατάσταση Ελλάδας-Τουρκίας. Παράλληλα θα πρέπει να αναμένεται εντατικοποίηση της πίεσης για «σκέψεις εκτός πλαισίου» με το επιχείρημα ότι η ομοσπονδία συζητείται για δεκαετίες χωρίς αποτέλεσμα. Ο δεύτερος άξονας είναι το ίδιο το κυπριακό έδαφος. Σε αυτό το σημείο, θα υπάρξει εντατικοποίηση στην αναβάθμιση των υποδομών των κατεχομένων, ενώ θα επιδιωχθεί η σταθεροποίηση της ανάπτυξης και του μετασχηματισμού των δομών μέσα από το νέο τρίχρονο πρωτόκολλο 2013-2015. «Αστάθμητος παράγοντας» θα είναι για μια ακόμη φορά οι αντιδράσεις της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης και το αποτέλεσμα πιθανής πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Δηλαδή ένας παράγοντας, η επιρροή του οποίου δε θα πρέπει να υποτιμηθεί στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.

 

Νίκος Μούδουρος

Δημοσίευση στην CyprusNews.eu, 7 Ιανουαρίου 2013
http://cyprusnews.eu/nikos-moudouros/832776—-2013—–2014—-.html

Ο Έρντογαν, ο Σουλεϊμάν και οι Αυτοκρατορίες

Αντιδρώντας για μια ακόμη φορά έντονα εναντίον της τηλεοπτικής σειράς «Ο Μεγαλοπρεπής Αιώνας», ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας είπε ότι η συγκεκριμένη σειρά «ισχυρίζεται ότι η ιστορία μας αποτελείται από πόλεμους, σπαθιά, ίντριγκες, εσωτερικές συγκρούσεις και από χαρέμια». Ο θυμός του Έρντογαν σε μια ταινία που περιγράφει την εξουσία του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, δεν είναι απλά μια αντίδραση της στιγμής. Δεν είναι μια έκφραση ενός οξύθυμου πολιτικού, αλλά μια συνειδητή ιδεολογική ενέργεια, ικανή να μας προβληματίσει για τις μεγάλες αλλαγές που βιώνει η Τουρκία. Αντιδράσεις αυτού του περιεχομένου δείχνουν το σημερινό στάδιο ανάπτυξης της χώρας, στο οποίο μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων μπορεί να παράγει τα δικά της «οράματα», επιβάλλοντας τα ως εθνικά και καθιστώντας τα ως κομμάτια της στρατηγικής της στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Έρντογαν φέρνει στο προσκήνιο του δημόσιου χώρου την οθωμανική ιστορία και μάλιστα εξιδανικεύοντας την. Στις αντιδράσεις του μπορούμε να εντοπίσουμε πολιτικές αλλαγές, οι οποίες «συμβολικά» αναδεικνύουν το οθωμανικό παρελθόν για να εκφράσουν ένα νέο είδος πολιτικής ηγεμονίας. Στη βάση αυτής της πολιτικής, βρίσκεται η διεκδίκηση για μεγιστοποίηση της επιρροής της χώρας σε ένα ιδιαίτερο γεωπολιτικό χώρο. Πολλοί ονομάζουν αυτή τη διαδικασία ως νέο-οθωμανισμό. Το περιεχόμενο αυτού του όρου δεν είναι συγκεκριμένο, ενώ μια πιο προσεκτική μελέτη αποδεικνύει ότι η Τουρκία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) δεν επιδιώκει την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις γνωστές επεκτατικές πολιτικές. Αντίθετα, το «όραμα» της κυβέρνησης Έρντογαν επικεντρώνεται στην ανάδειξη της Τουρκίας ως ηγέτιδας δύναμης σε ένα ιδιαίτερο χώρο, τον οποίο η ίδια θα ομογενοποιήσει και θα εντάξει στη νεοφιλελεύθερη αγορά.

Σύμφωνα με τον Έρντογαν, η Τουρκία ως μέλος των G-20 συμμετέχει στον οικονομικό σχεδιασμό του πλανήτη και επομένως «είναι μεγάλη χώρα που πρέπει να διαθέτει μεγάλες ιδέες και υψηλούς στόχους». Άρα η αποστολή που σχεδιάζει για τη χώρα του ο Έρντογαν είναι αυτή της εγγυήτριας της σταθερότητας, της ομογενοποίησης, αλλά και της συνεχούς εμπορευματοποίησης μιας γεωγραφίας για την οποία το ΑΚΡ αναπαράγει τους ιστορικούς δεσμούς ως αποτέλεσμα του οθωμανικού παρελθόντος. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής για καθιέρωση της Τουρκίας ως ένα «εμπορικό κράτος», κορυφώνεται παράλληλα και μια διαδικασία «εκπολιτισμού» του ισλαμικού κόσμου. Δηλαδή κορυφώνεται η στρατηγική εκείνη που στοχεύει στην πολιτική και οικονομική μεταρρύθμιση ενός μέρους του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου με την ενεργοποίηση των παραδοσιακών αξιών (όπως η θρησκεία) και με στόχο την ενσωμάτωση στη νεοφιλελεύθερη αγορά.

«Η άλωση, μια έννοια που χρησιμοποιείται, δεν είναι μια πρωτοβουλία κατάκτησης εδαφών με πόλεμο και αποκεφαλισμούς. Αντίθετα η άλωση είναι μια πρωτοβουλία να ανοίξει η καρδιά πριν από την πύλη. Η έννοια της άλωσης είναι η μεταφορά ενός πολιτισμού, του πολιτισμού της αγάπης σε μακρινά εδάφη…». Αυτός ο εξιδανικευμένος τρόπος με τον οποίο ο Έρντογαν παρουσιάζει την οθωμανική ιστορία και που ταιριάζει πλήρως με την ακολουθούμενη πολιτική του ΑΚΡ, είναι ιδιαίτερα προβληματικός. Η αντίληψη περί αυτοκρατοριών που υπήρξαν παράγοντες ειρήνης, σταθερότητας και συνύπαρξης πληθυσμών είναι ανιστόρητη. Καμιά αυτοκρατορία δεν κυριάρχησε χωρίς όπλα και χωρίς την υποταγή των λαών. Είτε πρόκειται για αυτοκρατορίες της Ανατολής, είτε πρόκειται για αυτοκρατορίες της Δύσης, είτε αναφερόμαστε σε αυτοκρατορίες παραδοσιακές, είτε σε αποικιοκρατίες, η επέκταση της επιρροής τους δεν ήταν αποτέλεσμα της μεταφοράς «του πολιτισμού της αγάπης».

Επομένως η επίκληση ενός αυτοκρατορικού παρελθόντος, εμπεριέχει αυταρχικές βλέψεις και αντιλήψεις, οι οποίες με τη σειρά τους απονομιμοποιούν τις όποιες προσπάθειες περί «ήπιας δύναμης». Το ΑΚΡ σήμερα, ακριβώς λόγω των αυτοκρατορικών εκφάνσεων που προκαλεί το στάδιο ανάπτυξης της Τουρκίας, δεν μπορεί να εμφανίζεται ως διεκδικητής δημοκρατίας στην περιοχή. Και στο σημείο αυτό είναι που ξεδιπλώνεται σταδιακά η πτυχή της «σκληρής δύναμης» της πολιτικής του. Το κουρδικό και η συριακή κρίση, αποτελούν ίσως τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.  

Νίκος Μούδουρος

Ενημερωτικό Δελτίο Ινστιτούτου Ερευνών Προμηθέας

Τεύχος 4, Ιανουάριος 2013
http://www.inep.org.cy/index.php/gr/
 

3.1.2013

«Η ΤΟΥΡΚΙΑ ΤΟΥ ΑΚΡ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ»

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΜΕ ΘΕΜΑ:
«ΠΤΥΧΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ»

ΚΟΜΟΤΗΝΗ – 19 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2012

 

Του Νίκου Μούδουρου

Μέλους Επιστημονικού Συμβουλίου Προμηθέας

Ο υγιής ανθρώπινος νους, λέει κάπου με χλευασμό ο Χέγκελ, είναι ο πιο μεγάλος μεταφυσικός. Στο όνομα των πραγμάτων είναι που βρίσκει συμπυκνωμένη με τρόπο αδιόρατο όσο και φαινομενικά σαφή την υποτιθέμενη ουσία ενός πράγματος. Ένας προβληματισμένος πολίτης όμως, έχει καθήκον να προσπαθήσει μέσα από ονομασίες να βρει τις πραγματικές έννοιες και το βαθύτερο περιεχόμενο. Δεν πρέπει να επιλέγει τον εύκολο δρόμο της επιφάνειας. Τα τελευταία χρόνια στον ευρύτερο ελληνόφωνο χώρο, βομβαρδιζόμαστε από φράσεις του τύπου «η νέα Τουρκία», «η άλλη Τουρκία», «η Τουρκία αλλάζει», χωρίς ωστόσο να μπαίνουμε πάντοτε στη διαδικασία αναζήτησης του τι είναι αυτό που αλλάζει στην Τουρκία και ποια κατεύθυνση έχει. Θα πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι έστω και η απλή παραδοχή ότι κάτι αλλάζει στην Τουρκία, αποτελεί βήμα προς τα εμπρός γιατί αμφισβητεί προηγούμενες αναγνώσεις της χώρας που είχαν ως κεντρικό χαρακτηριστικό ότι αυτή βρίσκεται μονίμως παγωμένη στο χρόνο, αποκομμένη από την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη. Παρόλα αυτά, η παραδοχή της αλλαγής της Τουρκίας δεν είναι αρκετή. Στην έγνοια μας θα πρέπει πάντοτε να βρίσκεται η αναζήτηση των βαθύτερων λόγων των αλλαγών και των προσανατολισμών τους. 

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έτσι όπως αναπτύχθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες είχε καθοριστικές επιπτώσεις γενικά στην εξέλιξη της Τουρκίας και ειδικά στην πορεία της πολιτικής έκφρασης του Ισλάμ. Καθοριστικό σημείο ήταν η νέα οικονομική δομή της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, του κατακερματισμού της παραγωγής και συνεπώς της εργασίας. Αυτή η διαδικασία είχε σημαντικές συνέπειες στην τουρκική πολιτική οικονομία με βασική συνιστώσα την εμπλοκή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Ανατολίας στη «νέα» παγκόσμια αλυσίδα της παραγωγής.

Οι μικρές βιομηχανικές μονάδες, οι οικογενειακές επιχειρήσεις και οι βιοτεχνίες της περιοχής κατάφεραν να ενισχύσουν τη θέση τους στο εξαγωγικό εμπόριο και να αυξήσουν την κερδοφορία τους μέσα από βιομηχανικές «υπο-εργολαβίες» από πολυεθνικές εταιρείες. Η άνοδος της πολιτικής συνείδησης αυτού του τμήματος της κοινωνίας, του κεφαλαίου της Ανατολίας, εκφράστηκε σε ένα πρώτο επίπεδο με τη δημιουργία του Ανεξάρτητου Συνδέσμου Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών (MÜSİAD). Ο συγκεκριμένος σύνδεσμος ουσιαστικά αντικατόπτριζε τον σχηματισμό διαφοροποιημένων συμφερόντων ανάμεσα στην τουρκική αστική τάξη με κάποιες ενδείξεις «αντιπολιτευτικής απόστασης» από το κοσμικό κράτος. Καταρχήν θα πρέπει να υπογραμμιστεί η σημασία του όρου «ανεξάρτητος», η οποία έχει ξεχωριστή θέση στην πολιτική έκφραση του Ισλάμ. Σε μια πρώτη παρατήρηση ο «ανεξάρτητος σύνδεσμος», παραπέμπει σε μια χωριστή από το κράτος φιλοσοφία και συνεπώς συνιστά ανεξαρτησία από την κυρίαρχη κρατική ελίτ. Αυτή η έννοια της ανεξαρτησίας καθορίζει μέχρι και σήμερα την στάση του ισλαμικού κινήματος ενάντια στο κεμαλικό δόγμα και αναδεικνύει τη διαφορετική προέλευση και προσανατολισμούς αυτού του τμήματος του τουρκικού κεφαλαίου και όχι μόνο.

Η παρατήρηση αυτή έχει τη δική της ιστορική σημασία. Η μικρομεσαία επιχείρηση είναι μια βασική κοινωνική δομή στη συντηρητική Ανατολία, της οποίας η «αντιπολιτευτική απόσταση» από το κοσμικό κράτος απέρρεε από την επιλογή του τελευταίου να στηρίξει καταρχήν τους κοσμικούς επιχειρηματικούς κύκλους. Σε αυτό το πλαίσιο διευκολύνθηκε τελικά η συμμαχία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της Ανατολίας με την πολιτική έκφραση του Ισλάμ, έχοντας ως αρχική βάση την ευρύτερη περιθωριοποίηση των πιστών Μουσουλμάνων από την κεμαλική έκδοση του εκσυγχρονισμού. Δηλαδή την πολιτική της «θυματοποίησης» και εξοστρακισμού των θρησκευτικά συντηρητικών τμημάτων της κοινωνίας από την ανάπτυξη.

Έτσι η ισλαμική θρησκεία αποτέλεσε καταρχήν ένα κοινό οργανωτικό παρονομαστή των συγκεκριμένων επιχειρήσεων για ανταλλαγή πληροφοριών, συμμετοχή σε επιχειρηματικά συμβόλαια και για προώθηση στις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, η ενεργοποίηση του Ισλάμ συνέβαλε στη δημιουργία ενός ισχυρού κοινωνικού δικτύου που μπορούσε, στα πλαίσια της μικρομεσαίας επιχείρησης, να αντικαταστήσει το συνδικάτο με το ισλαμικό τάγμα, να αντικαταστήσει τις δομημένες εργασιακές σχέσεις με τις έννοιες της ισλαμικής ηθικής και αλληλεγγύης μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Σε ένα άλλο επίσης σημαντικό επίπεδο, η κινητοποίηση των θρησκευτικών-παραδοσιακών αξιών μετασχηματίστηκαν σε ένα ολοκληρωμένο άξονα ηθικοποίησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ο Προφήτης Μωάμεθ, όντας και ο ίδιος έμπορος μπορούσε να αποτελέσει πιο εύκολα ένα σύμβολο ταύτισης της κερδοφορίας με την «ανώτατη υπηρεσία προς το Θεό».

Αυτή η λειτουργία του Ισλάμ έχει πολλαπλές πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Το ισχυροποιημένο τμήμα του κεφαλαίου της Ανατολίας υποστήριξε από την αρχή τη νεοφιλελεύθερη έκδοση του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας. Κατάφερε να κινητοποιήσει τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας και να τις καταστήσει δομικό κομμάτι της οικονομικής ανάπτυξης. Την ίδια όμως στιγμή, οι συγκεκριμένοι επιχειρηματικοί κύκλοι κατάφεραν να αμφισβητήσουν ένα σημαντικό σημείο της ιστορικής πορείας της Τουρκίας ως εξής: Στη δική τους αντίληψη, η πλήρης απελευθέρωση των αγορών, η μείωση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, μεταφράζονταν ως διαδικασίες «αποκεμαλοποίησης» της χώρας και συνεπώς ως διαδικασίες εκδημοκρατισμού του δημόσιου χώρου.

Το ΑΚΡ και οι κοινωνικές δυνάμεις που το στηρίζουν, κατάφεραν να προσδώσουν ένα διαφορετικό «εθνικό» χαρακτήρα στις διεκδικήσεις τους. Στο σημείο αυτό αξίζει να παρακολουθήσουμε σε συντομία αυτή τη διαδικασία. Ο Ερόλ Γιαράρ, πρώτος πρόεδρος του MÜSİAD, περιγράφοντας την πορεία δημιουργίας του συνδέσμου είχε πει: «Ο MÜSİAD γεννήθηκε από μια αναγκαιότητα. Στην Τουρκία της δεκαετίας του 1980 ήρθε στο προσκήνιο ο ιδιωτικός τομέας… όμως δεν υπήρχε θεσμός που να εκπροσωπεί το εθνικό κεφάλαιο. Μαζευτήκαμε με τους φίλους και συζητήσαμε ποιος θα εκπροσωπούσε τις αξίες του εθνικού κεφαλαίου… έτσι ιδρύσαμε τον MÜSİAD». Ουσιαστικά εδώ γίνεται λόγος για την «πραγματική, την γνήσια» εθνική αστική τάξη.

Η αναφορά αυτή είναι σημαντική καθώς δείχνει ότι η ενεργοποίηση του Ισλάμ και όλων των παραδοσιακών αξιών, ήταν διαδικασίες που συνέβαλαν στην μετατροπή των συμφερόντων της «ισλαμικής» αστικής τάξης σε συμφέροντα καθολικά, σε συμφέροντα εθνικά. Η ταύτιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ανατολία με τους πολιτισμικούς κώδικες ολόκληρης της κοινωνίας, τελικά αποτελεί μια δυναμική που φαίνεται να ξεπερνά την εν πολλοίς «άμορφη» και ξένη προς τη συντηρητική πλειοψηφία κεμαλική τάξη πραγμάτων.

Η ιδιαίτερη περίπτωση λοιπόν, μιας πτυχής του μετασχηματισμού που γνωρίζει σήμερα η Τουρκία είναι η μετατροπή του Ισλάμ σε σταθεροποιητικό παράγοντα του νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού έτσι όπως επικράτησε μετά την κρίση του 2001. Το ΑΚΡ είναι ο αποκλειστικός φορέας και εκφραστής του «γάμου» μεταξύ θρησκείας και νεοφιλελευθερισμού την τελευταία δεκαετία. Σε αυτό το σημείο το κομματικό πρόγραμμα είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό: «η δύναμη της επιχειρηματικότητας του έθνους μας, είναι η σημαντικότερη πηγή της οικονομικής ανάπτυξης». Επομένως η επιχειρηματικότητα επιβάλλεται ως μια παραδοσιακή αξία, ως αναπόσπαστο κομμάτι της τουρκικής εθνικής κουλτούρας. Ο επιχειρηματίας Χασίμ Κόμπασαν, ιδιοκτήτης του γνωστού ισλαμικού ομίλου, υπογραμμίζει πως «κανένας δε θυμάται τη Γερμανία για τους φιλόσοφούς της, αλλά για τις Μερσεντές της». Υπονοεί με αυτό τον τρόπο ότι η επιχειρηματική ανάπτυξη είναι πράξη θρησκευτικής λατρείας, αλλά και εθνικής υπερηφάνειας.   

Από τις πιο πάνω διαπιστώσεις, εξάγεται ακόμα ένα βασικό στοιχείο μετασχηματισμού. Τα ισχυροποιημένα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της Ανατολίας δε χαρακτηρίζονται μόνο από τις καλές και σε πολλές περιπτώσεις προνομιακές σχέσεις με την κυβέρνηση Έρντογαν. Χαρακτηρίζονται επιπλέον από τις πολυσύνθετες τοπικές και περιφερειακές εξουσίες, από τον ενεργό ρόλο που έχουν στη χάραξη και στην υλοποίηση της οικονομικής στρατηγικής της χώρας, αλλά και της εξωτερικής της πολιτικής.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ισχυροποίησης της θέσης αυτού του τμήματος του τουρκικού κεφαλαίου: Το 2002, οι βιομηχανίες της Ανατολίας που εντάσσονταν στις 500 ισχυρότερες της χώρας ήταν 234. Το 2009 αυξήθηκαν σε 289. Αν ληφθεί υπόψη ότι με στοιχεία του 2009 και 2010, οι ισχυρότερες 1000 βιομηχανίες της Τουρκίας αποτελούν το 10% του ΑΕΠ, τότε γίνεται πιο εύκολα κατανοητή η ενδυνάμωσή τους.

Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η «ισλαμική» αστική τάξη, είναι η «αστική τάξη του σήμερα» στην Τουρκία. Είναι η κοινωνική δυναμική που κατάφερε τη συνένωση της φιλελεύθερης οικονομικής στρατηγικής με την παραδοσιακή κουλτούρα και την ισλαμική θρησκεία μέσα σε ένα σταθερότερο πολιτικό περιβάλλον σε σχέση με το παρελθόν.

Συνεπώς η «νέα» Τουρκία χαρακτηρίζεται από μια κοινωνική πραγματικότητα, η οποία προβάλλει πλέον ως δημιούργημα της οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής ενίσχυσης του μετασχηματισμένου Ισλάμ. Αυτή η πραγματικότητα περιέχει στοιχεία όπως ο ισλαμικός καταναλωτισμός, η ισλαμική διανόηση και συνεπώς μια διαφορετικού τύπου τουρκική ταυτότητα, η οποία εκφράζεται ποικιλοτρόπως. Με λίγα λόγια, η πολιτική έκφραση του Ισλάμ και η οθωμανική κληρονομιά αποτελούν πλέον δομικά στοιχεία του προσδιορισμού της ταυτότητας της Τουρκίας. Το παράδειγμα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας είναι διαφωτιστικό.

«Τα παιδιά των Οθωμανών δεν μπορούν να καταδικαστούν να μένουν στην Άγκυρα» δήλωνε ο Ταγίπ Έρντογαν τον Φεβρουάριο του 2010, ενώ τον Ιούνιο του 2011 διαπίστωνε ότι «το Σαράγεβο, η Βαγδάτη, η Καμπούλ, η Δαμασκός, το Κάιρο, η Βεγγάζη και ολόκληρος ο κόσμος έχουν στραμμένα τα μάτια τους στην Κωνσταντινούπολη». Σε αυτά τα λόγια αναδεικνύονται συμβολικά οι μεγάλες αλλαγές στην πολιτική της Τουρκίας. Πρώτον, μετατόπιση του κέντρου βάρους από την Άγκυρα στην Κωνσταντινούπολη, μετατόπιση που σηματοδοτεί μια ευθεία ρήξη με τον κεμαλισμό, που είχε επίκεντρο την Άγκυρα. Δεύτερον, μετάβαση από τον ρεπουμπλικανικό, κεμαλικό εθνικισμό σε ένα αυτοκρατορικού τύπου μεγαλείο, το οποίο μόνο μια πάλαι ποτέ αυτοκρατορική πρωτεύουσα μπορεί να ενσαρκώσει.

Η επαναφορά της Κωνσταντινούπολης έπειτα από 100 σχεδόν χρόνια ως κέντρου αναφοράς, όχι μόνο της Τουρκίας αλλά κι ενός ευρύτερου χώρου, σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία διεκδικεί ενός νέου τύπου ηγεμονία, σε ένα νέο χώρο. Πρόκειται για σημαντική αλλαγή, που αναδεικνύει έναν ιδιότυπο εθνικισμό, ο οποίος διεκδικεί ιστορική νομιμοποίηση από το οθωμανικό παρελθόν, για την παραγωγή ενός εν δυνάμει τουρκικού γεωπολιτικού χώρου.

Αυτός ο τουρκικός εθνικισμός του μεγαλείου που φέρει ως δομικό και κυρίαρχο στοιχείο το Ισλάμ, δεν επιδιώκει την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με όρους παραδοσιακής επεκτατικής πολιτικής. Με το συμβολικό και ιστορικό οπλοστάσιο που αυτή προσφέρει, επιδιώκεται η ηγεμονία της Τουρκίας σε μια μεγάλη περιοχή. Με άλλα λόγια, η πολιτική του ΑΚΡ που επηρεάζει καθοριστικά την τουρκική ταυτότητα και την έκφρασή της στην εξωτερική πολιτική, είναι μια μεταφορά του νεοφιλελευθερισμού στην τουρκική διάλεκτο. Μέσα από την επικαιροποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το κόμμα κατασκευάζει ένα νέο «όραμα», στο οποίο εμπερικλείεται ο στόχος για ένα μεγάλο πολιτισμικό και οικονομικό χώρο προς εξάπλωση. Η μηχανή προώθησης αυτού του οράματος είναι η οικονομία, ενώ η ιστορική νομιμοποίηση της ηγεμονίας της Τουρκίας είναι η οθωμανική κληρονομιά και το Ισλάμ.

Προς εκπλήρωση του πιο πάνω στόχου η κυβέρνηση Έρντογαν αναλαμβάνει μια νέα αποστολή: να λειτουργεί ως εμπορικό κράτος, μέρος μιας παγκόσμιας στρατηγικής για την παραγωγή ενός ιδιαίτερουγεωπολιτικού χώρου, του οποίου η Τουρκία εγγυάται την σταθερότητα για την απρόσκοπτη εμπορευματοποίησήτου.

Στο πλαίσιο αυτό, η εξωτερική πολιτική της χώρας συγκροτείται με τον εξής άξονα: να συμβάλει ηγεμονικά στον «εκπολιτισμό» του μουσουλμανικού κόσμου, στην πολιτική και πολιτισμική μεταρρύθμισή του. Η Τουρκία λοιπόν, ως προστάτιδα δύναμη του κόσμου του Ισλάμ, προωθεί ταυτόχρονα εντός του μουσουλμανικού κόσμου ένα παγκόσμιο, οικονομικό πολιτισμό.

Ωστόσο, οι συγκεκριμένες «αυτοκρατορικές εκφάνσεις» των αλλαγών στην κοινωνία της Τουρκίας και στον τρόπο προσδιορισμού της τουρκικής ταυτότητας αφήνουν ανοιχτά ερωτήματα ως προς τη δημοκρατική αφοσίωση. Το ΑΚΡ δεν διακρίνεται πάντοτε από τις δημοκρατικές ιδεολογικές αναφορές και πολιτικές του πρακτικές. 

Η αφοσίωση του κόμματος αυτού στην υπόθεση συνολικού και ολοκληρωτικού εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, είναι ζήτημα ανοιχτό σε αμφισβητήσεις.  Είναι γεγονός ότι μετά από τόσα χρόνια κυβερνητικής εξουσίας, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης δεν είναι το ίδιο με το κόμμα που δημιουργήθηκε το 2001. Η διεύρυνση των σχέσεών του με τους θεσμούς του κράτους, η πολύχρονη διαχείριση των δομών εξουσίας και η χρησιμοποίησή τους για δημιουργία ενός άλλου κατεστημένου, η σύνδεσή του με τα επιχειρηματικά συμφέροντα συγκεκριμένων κύκλων, η οπισθοδρόμηση στις μεταρρυθμίσεις για τον εκδημοκρατισμό, καθώς και η διαμορφούμενη σχέση του με άλλους πρώην «κεμαλικούς» θεσμούς όπως ο στρατός, είναι στοιχεία που αμφισβήτησαν τα τελευταία χρόνια τη δημοκρατικότητα του κυβερνώντος κόμματος. «Γενικά η Τουρκία και ειδικά οι δημοκράτες έχουν σήμερα ένα κοινό αδιέξοδο. Το ΑΚΡ είναι το πιο ‘δημοκρατικό’ κόμμα. Όμως στην πραγματικότητα δεν είναι αρκετά δημοκρατικό»[1]. Αυτά είχε γράψει ο Αχμέτ Αλτάν, Τούρκος διανοούμενος, στην εφημερίδα ΤΑΡΑΦ, εκφράζοντας με χαρακτηριστικό τρόπο την πολιτική φωτογραφία της χώρας στην οποία δεσπόζει η ανυπαρξία εναλλακτικής πρότασης εξουσίας που θα σπρώξει σε δημοκρατικότερες αλλαγές.

[1] Ahmet Altan, “Geriden muhalefet”, Εφημ. Taraf, 10Δεκεμβρίου 2010.
 

Αναζητώντας το κοινωνικοπολιτικό προφίλ της σύγχρονης Τουρκίας

 

Μέσα από τη σχέση κράτους με Ισλάμ και την κυριαρχία Ερντογάν τα τελευταία χρόνια

Το πολιτικό και κοινωνικό προφίλ της σύγχρονης Τουρκίας, μέσα από πτυχές της πρόσφατης ιστορίας της και διαδρομές, που ανάγονται έναν αιώνα πίσω, επιχείρησαν να προσδιορίσουν οι ομιλητές της ημερίδας με το θέμα «Πτυχές και Διαδρομές της Σύγχρονης Τουρκίας», που διοργάνωσε την Τετάρτη στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο ο Σύλλογος Φίλων του Ιδρύματος Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης Κομοτηνής. Την εκδήλωση και την ενδιαφέρουσα συζήτηση, που ακολούθησε των εισηγήσεων των ομιλητών, συντόνισε ο Λέκτορας της Νομικής Σχολής του Δ.Π.Θ. Ιωάννης Κτιστάκις.

Γιάννης Γρηγοριάδης «Αντιφατική η σχέση του τουρκικού κράτους με το Ισλάμ»

Με τη σχέση ανάμεσα στη θρησκεία και την πολιτική στη σύγχρονη Τουρκία καταπιάστηκε στη δική του εισήγηση ο κ. Ιωάννης Γρηγοριάδης, Επίκουρος Καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ της Άγκυρας. «Είναι ένα θέμα που άπτεται πολλών κρίσιμων διλημμάτων», παρατήρησε, «τα οποία αντιμετώπισε η τουρκική πολιτική ελίτ ήδη από τα χρόνια ίδρυσης της σύγχρονης Τουρκίας, τη δεκαετία του ‘20». «Πολλά όμως από τα ερωτήματα που τέθηκαν τότε», επισήμανε, «εξακολουθούν να απασχολούν μέχρι και σήμερα το δημόσιο βίο της χώρας. Τα ερωτήματα αυτά έχουν να κάνουν με τις αιτίες της ανόδου του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία, που αναζητώνται στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, που συντέλεσαν σε αυτό, αλλά και με την αντιφατική σχέση του τουρκικού κράτους με το Ισλάμ, που από τη μια είναι η προσπάθεια περιορισμού του Ισλάμ στον ιδιωτικό βίο, από την άλλη όμως η βαθμιαία άνοδος του ισλαμικού στοιχείου στην πολιτική πραγματικότητα της Τουρκίας.

Ο κ. Γρηγοριάδης αναφέρθηκε επίσης στους λόγους της επιτυχίας του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας, του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ταγίπ Ερντογάν, το οποίο ξεκίνησε από το περιθώριο του τουρκικού πολιτικού βίου και κατόρθωσε να γίνει ηγεμονική δύναμη μέσα σε πολύ λίγα χρόνια. Όπως παρατήρησε «προσπάθησε να τοποθετήσει κάποια από τα κύρια αιτήματα των συντηρητικών μουσουλμάνων της Τουρκίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προοπτικής και του εκδημοκρατισμού». «Αυτό ίσχυσε σαφώς κατά την πρώτη και δεύτερη θητεία του κόμματος», επισήμανε, «σήμερα η κατάσταση πιστεύω είναι λίγο διαφορετική».

«Υπάρχει ο κίνδυνος οι διωκόμενοι να γίνουν διώκτες και οι διώκτες διωκόμενοι»

Κλείνοντας υποστήριξε πως «η ένταξη της Τουρκίας και των κοινωνικών και οικονομικών ελίτ της χώρας στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία αποτελεί έναν παράγοντα ανασχετικό για τον πλήρη εξισλαμισμό της χώρας». «Από την άλλη όμως», σημείωσε, «ένα από τα κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η τουρκική πολιτική σκηνή είναι η ανάδειξη ενός περιβάλλοντος αμοιβαίας ανοχής και σεβασμού της διαφορετικότητας. Κι αυτό είναι ένα ζήτημα δύσκολο, υπάρχει ο κίνδυνος οι διωκόμενοι να γίνουν διώκτες και οι διώκτες διωκόμενοι κι αυτό βεβαίως είναι ένα από τα κρίσιμα στοιχήματα, στα οποία πρέπει να απαντήσει η τουρκική πολιτική κι η τουρκική κοινωνία στην πορεία προς τον εκδημοκρατισμό της».

Χρήστος Τεάζης «Οι ρίζες του κόμματος του Ερντογάν ανάγονται προ ιδρύσεως της τουρκικής δημοκρατίας»

Με τις ρίζες του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει τους λόγους, που το κατέστησαν κυρίαρχο στην τουρκική πολιτική σκηνή σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από της ιδρύσεώς του, ασχολήθηκε στην ομιλία του και ο Λέκτορας του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Άγκυρας, κ. Χρήστος Τεάζης. «Δεν μπορεί ένα κόμμα μέσα σε ένα χρόνο από την ίδρυσή του», σημείωσε αρχικά, «να γίνει αυτοδύναμο, να κερδίσει τρεις τετραετίες αυξάνοντας τα εκλογικά του ποσοστά, πράγμα το οποίο είναι πρωτοφανές στην τουρκική πολιτική ιστορία». Όπως εκτίμησε ο ίδιος, «οι ρίζες του κόμματος ανάγονται προ ιδρύσεως της τουρκικής δημοκρατίας». «Το 1920 υπήρχε η πρώτη μεγάλη εθνοσυνέλευση», εξήγησε, «και στη μεγάλη αυτή εθνοσυνέλευση υπήρχαν δυο γκρουπ. Ήταν το πρώτο γκρουπ, οι περιβόητοι κεμαλιστές, και το δεύτερο γκρουπ που ήταν η αντιπολίτευση στην ιδρυτική φιλοσοφία της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η φιλοσοφία αυτή, που υπήρχε το 1920, η αντιπολίτευση στον Μουσταφά Κεμάλ, είναι ακριβώς η ίδια που υπάρχει από το 2002 στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Η ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας ήταν ένα πολιτικό γεγονός, το οποίο δεν είχε και τόσο μεγάλη στήριξη του κόσμου. Ήταν ένας άνωθεν επιβαλλόμενος εκσυγχρονισμός. Γι’ αυτό υπήρχε μια κοινωνική αντιπολίτευση, η οποία ήταν στο παρασκήνιο και εκδηλώθηκε έντονα το 2002».

«Το 2014 ο κ. Ερντογάν θα βάλει μάλλον υποψηφιότητα για πρόεδρος, όχι σε μια προεδρευομένη δημοκρατία, αλλά σε μια προεδρική δημοκρατία»

Μιλώντας για το μέλλον του κόμματος του κ. Ερντογάν, ο κ. Τεάζης προέβλεψε ότι, όπως έχει αρχίσει να συζητιέται τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, στην Τουρκία θα δρομολογηθεί η δημιουργία προεδρικού συστήματος. «Αυτό θα σημαίνει ότι το 2014 ο κ. Ερντογάν θα βάλει μάλλον υποψηφιότητα για πρόεδρος», εκτίμησε, «αλλά όχι σε μια προεδρευομένη δημοκρατία, αλλά σε μια προεδρική δημοκρατία». «Γιατί η φιλοσοφία του», επισήμανε, «είναι αντιπολιτευόμενη στη φιλοσοφία της ιδρύσεως της Τουρκικής Δημοκρατίας, άρα δεν μπορεί να συνεχιστεί το ίδιο πολιτειακό καθεστώς. Και από τη στιγμή, που θα γίνει το προεδρικό σύστημα, θα έχουμε δικομματικό. Η μια πτέρυγα θα είναι οι δημοκράτες, που μπορεί να φανεί περίεργο αλλά θα είναι πιο πολύ οι ισλαμιστές, και η άλλη πτέρυγα θα είναι οι συντηρητικοί, εκείνοι οι οποίοι θα προσπαθούν να συντηρήσουν και να διατηρήσουν τις παλαιές κόκκινες γραμμές του καθεστώτος προ του 2002».

Νίκος Μούδουρος «Έχουμε καθήκον να αποκωδικοποιήσουμε τις αλλαγές στην Τουρκία»

Από την πλευρά του ο κ. Νίκος Μούδουρος, Διδάκτωρ Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου, ανέπτυξε ορισμένους προβληματισμούς σχετικά με τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές στη σύγχρονη Τουρκία, την Τουρκία του ΑΚΡ, παρατηρώντας πως αυτές έχουν αναδείξει κάποιες δυνάμεις ως ηγεμονικές κι έχουν στείλει στο περιθώριο κάποιες άλλες ως αναχρονιστικές. Αυτές οι εξελίξεις και οι αλλαγές που έχουν επέλθει, θα πρέπει να αναλυθούν, σύμφωνα με τον κ. Μούδουρο, να αναζητηθούν απαντήσεις στα ερωτήματα σχετικά με το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης και πώς αυτή διοχετεύεται στην Τουρκία, αλλά και για το πώς οι κοινωνικές δυνάμεις της λεγόμενης ισλαμικής Ανατολίας έχουν ενδυναμωθεί, είτε μέσα από την οικονομία, είτε μέσα από την πολιτική, και σε ποιους πιθανούς προσανατολισμούς οδηγούν τη χώρα αυτή τη στιγμή. «Υπάρχουν πάρα πολλοί όροι και έννοιες, που κυκλοφορούν γύρω από την Τουρκία τα τελευταία χρόνια», σημείωσε, «που εμείς έχουμε καθήκον να τις αποκωδικοποιήσουμε». «Για παράδειγμα, όλοι μιλούν για το νεοοθωμανισμό», συνέχισε, «ενώ οι ίδιοι οι Τούρκοι κυβερνώντες δεν χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο. Άρα εμείς έχουμε καθήκον να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τη συμπεριφορά αυτών των κοινωνικών δυνάμεων και πιο συγκεκριμένα της ισλαμικής τάξης, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό».
21.12.2012

Συντάκτης:Θωμάς Σταμούλης
e-mail: paratiritis.stamoulis@gmail.com