Η θέση του Κυπριακού στις εκλογές στην Τουρκία

Εδώ και αρκετά χρόνια το Κυπριακό πρόβλημα δεν αποτελεί θέμα που να παράγει αντιπαράθεση σε βαθμό που να επηρεάζει καθοριστικά την αλλαγή εκλογικών τάσεων εντός Τουρκίας. Το δεδομένο αυτό επαναλήφθηκε κατά τη φετινή προεκλογική εκστρατεία, μάλιστα σε σημείο που η απουσία της αντιπαράθεσης για το Κυπριακό σε μερικές περιπτώσεις ήταν «εκκωφαντική». Στο σημείο αυτό ωστόσο εμφανίζεται μια επιφανειακή αντίφαση. Ενώ υπάρχει μια γενική σιωπή και αδιαφορία για το Κυπριακό ως θέμα προεκλογικό αντιπαραθέσεων, την ίδια στιγμή συνεχίζεται η καταγραφή και περιγραφή του ως «εθνική υπόθεση» και από τους δύο μεγάλους συνασπισμούς που διεκδικούν την εξουσία στην χώρα. Το δεδομένο αυτό δεν παραπέμπει σε μια στατική πραγματικότητα. Ούτε και σε μια απόλυτη ταύτιση θέσεων των κομμάτων στην Τουρκία για το Κυπριακό. Φαίνεται ότι είναι αποτέλεσμα – μεταξύ άλλων – και μιας μακρόχρονης απουσίας ουσιαστικών συζητήσεων που φτάνει μέχρι και το σημείο ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης να θεωρεί ότι το Κυπριακό «έχει κλείσει».

Τουλάχιστον σε ότι αφορά στις εκλογές του 2023, το Κυπριακό, οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας, αλλά και γενικά η εξωτερική πολιτική, δεν λειτούργησαν άμεσα ως τροχιοδεικτικά των εκλογικών τάσεων. Αντίθετα το ζήτημα των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων και της οικονομικής πολιτικής απέκτησε σχεδόν «μονοπωλιακό» ενδιαφέρον. Ακριβώς για αυτό το λόγο τα λεγόμενα ανοιχτά εθνικά ζητήματα χρησιμοποιήθηκαν στο μεγαλύτερο μέρος της προεκλογικής εκστρατείας ως «συμπληρώματα» στις βασικές πολιτικές θέσεις και προσανατολισμούς που προώθησαν τα κυριότερα κόμματα προς τους ψηφοφόρους.

Ζήτημα Ανατολικής Μεσογείου

Το ότι το Κυπριακό δεν βρέθηκε στα ψηλά της προεκλογικής εκστρατείας στην Τουρκία, δεν σημαίνει ότι έπαψε να αποτελεί πρόβλημα ή θέμα προς επίλυση. Είναι χαρακτηριστικό ωστόσο ότι τόσο στο πρόγραμμα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν, όσο και στο πρόγραμμα της συμμαχίας υπό τον Κιλιτσντάρογλου, το Κυπριακό μελετάται ως ζήτημα προς επίλυση στα πλαίσια των διεκδικούμενων από την Τουρκία ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο.

Για παράδειγμα στο προεκλογικό πρόγραμμα του ΑΚΡ, η εξωτερική πολιτική παρουσιάζεται υπό τον τίτλο «Άξονας Τουρκίας». Ένας ιδιαίτερα χαρακτηριστικός τίτλος που τονίζει την επιδίωξη της στρατηγικής αυτονομίας της χώρας, την οποία συνεχίζει να διεκδικεί το ισλαμικό κίνημα. Στο πρόγραμμα για την εξωτερική πολιτική καθορίζονται τρεις βασικές στρατηγικές ζώνες για την εγκαθίδρυση του «άξονα της Τουρκίας». Η πρώτη στρατηγική ζώνη αφορά την γεωγραφία στην οποία βρίσκεται η χώρα και περιλαμβάνει την έντονη υπογράμμιση ότι ο ρόλος της Άγκυρας θα στραφεί προς την οικοδόμηση της ειρήνης, της σταθερότητας και της ευημερίας στην περιοχή, μέσω της βελτίωσης των διμερών σχέσεων, μέσω εμπορικών σχέσεων. Με αυτό τον τρόπο η Τουρκία διεκδικεί την μετατροπή της σε εμπορική βάση της περιοχής.

Στην πρώτη στρατηγική ζώνη περιλαμβάνονται και οι βασικότερες πολιτικές της χώρας σε σχέση με την Ανατολική Μεσόγειο και το Κυπριακό. Η δεύτερη στρατηγική ζώνη αναφέρεται στη ανάπτυξη των ανοιγμάτων της Τουρκίας σε άλλες ηπείρους όπως η Αφρική, η Λατινική Αμερική και η Ασία. Τέλος, η τρίτη στρατηγική ζώνη αφορά το διεθνές σύστημα γενικά και δίνει προτεραιότητα στην δημιουργία μίας «πιο δίκαιης παγκόσμιας τάξης» μέσω της συνεργασίας με παγκόσμιους και περιφερειακούς οργανισμούς για περαιτέρω ορατότητα της Τουρκίας, μέσω της μετατροπής της Κωνσταντινούπολης σε παγκόσμιο κέντρο του ΟΗΕ, της αναδόμησης του συστήματος του ΟΗΕ και της αλλαγής της δομής του Συμβουλίου Ασφαλείας του διεθνούς οργανισμού.

Όπως γίνεται κατανοητό από το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναλύεται η «πρώτη στρατηγική ζώνη», το Κυπριακό είναι ζήτημα Ανατολικής Μεσογείου και σύμφωνα με το ΑΚΡ, επηρεάζεται καθοριστικά από τις ισορροπίες ισχύος στην εν λόγω περιοχή. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται ότι μετά την σύνοδο στο Κραν Μοντάνα που «έληξε χωρίς αποτέλεσμα λόγω της αδιάλλακτης στάσης της ελληνοκυπριακής πλευράς», η λύση μοντέλου ομοσπονδίας δεν θα τύχει ξανά διαπραγμάτευσης. Στην σελίδα 423 του κειμένου αναφέρεται ότι «θα συνεχιστούν οι προσπάθειες για άμεση αναγνώριση της ΤΔΒΚ».

Το Κυπριακό έχει ακριβώς την ίδια θέση σε ότι αφορά και στην θέση της «Συμμαχίας του Έθνους» περί των εξελίξεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο συνασπισμός που στηρίζει Κιλιτσντάρογλου, επίσης υπογραμμίζει την ταύτιση της επίλυσης του Κυπριακού με την εξέλιξη των ισορροπιών στην περιοχή. Υιοθετεί την θέση ότι γίνεται προσπάθεια απομόνωσης της χώρας από τις ενεργειακές εξελίξεις και την ίδια στιγμή υποστηρίζει ότι τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου θα επιλυθούν μέσα από την εγκαθίδρυση μιας νέας πλατφόρμας διαλόγου με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη. Ως λύση του Κυπριακού υπογραμμίζεται η ανάγκη κατοχύρωσης της «κυριαρχικής ισότητας» Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, χωρίς να γίνεται αναφορά σε δύο κράτη. Την ίδια ώρα, κοινό στοιχείο των δύο βασικών προεκλογικών προγραμμάτων αποτελεί η μετακίνηση του ενδιαφέροντος στα ευρωτουρκικά. Συγκεκριμένα η κεντρική επιδίωξη από τους δύο κυριότερους υποψήφιους για την προεδρία φαίνεται να είναι η ανάπτυξη ενός διαλόγου με την Ευρωπαϊκή Ενωση που να επικεντρώνεται περισσότερο σε ζητήματα της Τελωνειακής Ένωσης και του μεταναστευτικού.

Αυξημένο το ενδιαφέρον στην τ/κυπριακή κοινότητα

Σε αυτές τις εκλογές καταγράφηκε αναβαθμισμένο και εντονότερο το ενδιαφέρον της τουρκοκυπριακής κοινωνίας γενικά. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι αυτό το ενδιαφέρον ήταν πολλαπλάσιο εάν συγκριθεί με την γενική σιωπή των πολιτικών κομμάτων των Τουρκοκυπρίων. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία. Ήταν αποτέλεσμα κυρίως της σαφέστατης επιδείνωσης των σχέσεων Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων την τελευταία δεκαετία και της ξεκάθαρης εντατικοποίησης της αντιπαράθεσης. Μεγάλο μέρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας παρακολουθεί με αγωνία τις εξελίξεις στην Τουρκία, καθώς θεωρεί το αποτέλεσμα των εκλογών ως ένα κομβικό σημείο στην διαδικασία περιθωριοποίησης της κοινοτικής της ταυτότητας, μια διαδικασία που εντατικοποιήθηκε με την εξουσία Ερντογάν.

Το εντονότερο ενδιαφέρον είναι ενδεικτικό της πόλωσης, η οποία διαχέεται και στα στρώματα του πληθυσμού των εποίκων. Οι διαφορετικές αντιλήψεις και τάσεις σε ότι αφορά στην κοινωνία των εποίκων, είναι κάτι που κινητοποιεί μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων – κατόχων τουρκικής υπηκοότητας στις κάλπες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του «πρέσβη» της Τουρκίας στα κατεχόμενα, ο αριθμός των ατόμων που έχει δικαίωμα ψήφου Σε αυτές τις εκλογές ξεπερνά τις 140.000. Ένας αριθμός που δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ιδιαίτερα σε σχέση με την εκλογή Προέδρου. Μετά από πολλά χρόνια έχει καταγραφεί μια αναβαθμισμένη καμπάνια για την προσέλκυση ψηφοφόρων στις κάλπες, τόσο από τις δυνάμεις της τουρκικής αντιπολίτευσης, όσο και από τις δυνάμεις που στηρίζουν Ερντογάν. Κάτι που επιβεβαιώνει και τον βαθμό πόλωσης που μεταφέρεται στην Κύπρο.

Χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες από τον Κιλιτσντάρογλου, τα μέρη εκείνα των Τουρκοκυπρίων που παραδοσιακά εξέφραζαν αντιρρήσεις ενάντια στην πολιτική της Άγκυρας θέτουν ως προτεραιότητα σε αυτή την φάση, την κατάρρευση της «αυτοκρατορίας του φόβου» που συμβολίζει η τελευταία φάση της διακυβέρνησης Ερντογάν. Υπό μία έννοια το δίλημμα που κυριαρχεί σε αυτούς του κύκλους της κοινότητας, δεν είναι η προσδοκία ότι ο Κιλιτσντάρογλου θα υιοθετήσει ολοκληρωτικά τις δικές τους θέσεις, αλλά η αγωνία απεγκλωβισμού από την πολιτική πολιτισμικής και οικονομικής «προσάρτησης» που προκάλεσε ο Ερντογάν τα τελευταία χρόνια.

Συνεπώς, το ζήτημα για τους Τουρκοκύπριους, και πιο συγκεκριμένα αυτούς που υποστηρίζουν ομοσπονδιακή λύση στο Κυπριακό, δεν είναι απαραίτητα η προτίμηση ενός ηγέτη που εκφράζει κατ’ ακρίβεια την ομοσπονδιακή λύση, αλλά η επικράτηση αυτού που θα μπορούσε να ανοίξει διάδρομους εκδημοκρατισμού στην ίδια την Τουρκία. Οι θέσεις που εξέφρασε ο Κιλιτσντάρογλου και το κόμμα του για το Κυπριακό σε συνδυασμό με το παρελθόν του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος και της σημερινής του συνεργασίας με ένα κόμμα όπως αυτό της Άκσιενερ, δεν είναι δεδομένα που οδηγούν σε ταύτιση θέσεων με τις τουρκοκυπριακές δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, το στοιχείο που κινητοποιεί το ενδιαφέρον των Τουρκοκυπρίων για αλλαγή της διακυβέρνησης στην Τουρκία είναι η προσδοκία για ομαλοποίηση των σχέσεων.

Ακριβώς εξαιτίας της πολυπλοκότητας της κατάστασης στην Τουρκία και της προτεραιότητας που έχει το ζήτημα της διάνοιξης μιας πορείας εκδημοκρατισμού, η επίπτωση που θα έχει στο Κυπριακό τυχόν εκλογή Κιλιτσντάρογλου, θα είναι «έμμεση» και θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό τόσο από τις περιφερειακές εξελίξεις, όσο και από την εσωτερική σταθερότητα στη χώρα. Το ζήτημα της εσωτερικής ομαλοποίησης και του περάσματος σε μια πιο «κανονική» δημοκρατία άλλωστε αποτελούν κορυφαία θέματα μιας πιθανής αλλαγής διακυβέρνησης. Παράλληλα, η αλλαγή των αυταρχικών δομών εξουσίας που οικοδομήθηκαν ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, συνεχίζει να αποτελεί το επίκεντρο του διλήμματος μιας πιθανής νέας κυβέρνησης. Άρα και οι σχέσεις με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, είναι μεταξύ αυτών που θα επηρεάζονται εφόσον υπάρξουν αλλαγές στις δομές εξουσίας και στον τρόπο διαχείρισης τους.

Γκρίζες ζώνες και πολλά ερωτηματικά

Στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο εντάσσεται και ένα δεύτερο ζήτημα, το οποίο επηρέασε καθοριστικά την πόλωση στα κατεχόμενα και το αναβαθμισμένο ενδιαφέρον της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Πρόκειται για τα διλήμματα που αναπαράγει το μοντέλο διαχείρισης της τουρκοκυπριακής οικονομίας από την Άγκυρα. Τα τελευταία χρόνια, το οικονομικό πεδίο των κατεχομένων ήταν αυτό που εξέφρασε με πιο ολοκληρωμένο τρόπο τις τάσεις ενσωμάτωσης στην Τουρκία. Η «επιθετικότητα» με την οποία η εξουσία Ερντογάν προώθησε την στρατηγική μεγιστοποίησης της παρουσίας του τουρκικού κεφαλαίου στην «ΤΔΒΚ», είναι η βασικότερη δυναμική της επιδείνωσης των σχέσεων Άγκυρας – Τουρκοκυπρίων. Η προσδοκία λοιπόν σε αυτό το επίπεδο αφορά στην αλλαγή κάποιων από τις στρατηγικές που εκφράζονται στα οικονομικά πρωτόκολλα. Η ίδια η προεκλογική εκστρατεία στην Τουρκία δεν άφησε κανένα ενδεικτικό στοιχείο για τους προσανατολισμούς της αντιπολίτευσης σε σχέση με το πεδίο της οικονομικής παρέμβασης στα κατεχόμενα. Αν ξεχωρίζει κάτι στο συγκεκριμένο επίπεδο είναι η πιθανότητα ενός νέου διαλόγου μεταξύ Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων, ο οποίος θα συμπεριλάβει νέους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες. Αυτό ισχύει βεβαίως μόνο στην περίπτωση αλλαγής της διακυβέρνησης στην Άγκυρα και εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις αντιλήψεις των νέων πρωταγωνιστών γενικότερα στο ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης της ίδιας της Τουρκίας.

Νίκος Μούδουρος

Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 14 Μαϊου 2023

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: