Χρειάζεται ολοκληρωμένη κατανόηση των Τουρκοκυπρίων

Συνέντευξη στον Απόστολο Κουρουπάκη

Με αφορμή την παρουσίαση του νέου βιβλίου του Νίκου Μούδουρου, λέκτορα στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, «Διεκδικώντας την πατρίδα. Η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση την περίοδο 1964-2004» (εκδ. Ψηφίδες) συζητήσαμε με τον συγγραφέα για το τι εστί τ/κ αντιπολίτευση και ποια πατρίδα διεκδικούν οι Τ/κ. Ο Νίκος Μούδουρος λέει πως η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει ν’ αναπτύξει προσανατολισμούς ενίσχυσης της συνεργασίας με την τουρκοκυπριακή κοινότητα σε ζητήματα που επηρεάζουν καθοριστικά τον πυρήνα των νέων σχέσεών τους με την Τουρκία, για να δείξει ότι επιθυμεί έναρξη συνομιλιών.

Νίκο, αν μάθουμε να διαβάζουμε καλύτερα τους Τ/κ, θα αλλάξει πιθανώς το κυπριακό πολιτικο-κοινωνικό συγκείμενο;
Η σφαιρική γνώση σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση αναλυτικών εργαλείων για τις εξελίξεις εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ή και στο επίπεδο των σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία, όντως μπορεί να οδηγήσει στην εξής παράμετρο που αφορά τόσο στην ιστορία της Κύπρου, όσο και στις ίδιες τις «λεπτομέρειες» του Κυπριακού προβλήματος: Μια πιο ολοκληρωμένη κατανόηση του συνόλου των συνθηκών μέσα στο οποίο εντάσσεται και νοηματοδοτείται ένα γεγονός. Είτε αυτό αφορά στην ιστορία, είτε στην επικαιρότητα. Είναι συνεπώς απαραίτητη αυτή η γνώση γιατί θα ξεδιπλώσει ενώπιον μας αφώτιστες στιγμές που έπαιξαν και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της κοινωνίας στο σύνολό της. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η γνώση για το κοινωνικό κίνημα των Τουρκοκυπρίων. Η εμφάνιση του, η εσωτερική του σύνθεση, τα πολιτικά του αιτήματα σε σχέση με την επίλυση του Κυπριακού, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο επηρέασε την αναδιαμόρφωση των σχέσεων της κοινότητας με την Τουρκία, αποτελεί από μόνο του ένα κεφάλαιο της κυπριακής ιστορίας. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προαναφερθείσα αναγκαιότητα ισχύει ταυτόχρονα και για τις δύο κυπριακές κοινότητες.

Η Αριστερά στο νησί, τ/κ και ε/κ, μπορούν να συμβαδίσουν ώστε να ενισχύσουν την ιδέα της επανένωσης της Κύπρου;
Αναφερόμενοι τουλάχιστον στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι οι στιγμές στις οποίες αμφισβητήθηκαν τα όρια του ισχυρού εθνικοινοτισμού και απονομιμοποιήθηκε έστω συγκυριακά η ιδεολογία της διχοτόμησης, φέρουν τις βάσεις του πολιτικού προγράμματος της Αριστεράς. Την ίδια στιγμή θα πρέπει να σημειώσουμε ακόμα δύο πτυχές. Η πρώτη είναι ότι με το πέρασμα του χρόνου και την αλλαγή γενεών η ικανότητα συγκρότησης κοινών πολιτικών θέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων ίσως να μειωθεί. Γιατί οι κοινωνίες και επομένως οι ιδεολογίες και οι συλλογικές ταυτότητες δεν είναι στατικές. Η δεύτερη πτυχή είναι ότι το «βάρος» της συγκρότησης κοινών πολιτικών θέσεων πρέπει να διαμοιραστεί και σε άλλες δυνάμεις, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες που καταγράφεται μια διαδικασία ντε φάκτο προσάρτησης των κατεχομένων στην Τουρκία.

Επηρεάζεται η τ/κ κοινωνία, υποσυνείδητα ίσως, από τη συνέχιση μιας μη κανονικότητας;
Βεβαίως επηρεάζεται. Όπως έχει προαναφερθεί, οι κοινωνικές δομές, ο ίδιος ο κοινωνικός σχηματισμός των Τουρκοκυπρίων, η ιδεολογική αντιπαράθεση και η συγκρότηση των ταυτοτήτων, βρίσκονται σε μια ρευστή κατάσταση συνεχών αλλαγών. Αυτό που έμεινε γνωστό με τον όρο του διχοτομικού «στάτους – κβο», δηλαδή της παρούσας – ισχύουσας κατάστασης, δεν είναι καθόλου στατικό. Αντίθετα καταγράφει έντονες αλλαγές και μετασχηματισμούς. Υπό αυτή την έννοια λοιπόν η ίδια η διχοτόμηση μετασχηματίζει πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα, δημιουργεί εξαρτήσεις και αδιέξοδα. Άρα και η τουρκοκυπριακή κοινότητα στο ιδεολογικό επίπεδο επηρεάζεται από τη μη κανονικότητα. Μια απλή σύγκριση των θέσεων που εξέφραζαν οι διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων αμέσως μετά την εισβολή και σήμερα, μπορεί ίσως να αποκαλύψει το μέγεθος των τεκτονικών αλλαγών που συντελούνται.

Θα ήθελα να μου έλεγες περισσότερα για τους Τ/κ απάτριδες, και την έννοια εξορίας…
Στο βιβλίο οι έννοιες αυτές δεν χρησιμοποιούνται με το «γεωγραφικό» τους περιεχόμενο. Δίνεται περισσότερο βάρος στην ιδεολογική και κοινωνική τους διάσταση. Ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινότητας, ιδιαίτερα μετά την εισβολή του 1974, σταδιακά αποξενώθηκε από τον πολιτικό και κοινωνικό του χώρο. Παρόλο που οι Τουρκοκύπριοι συγκεντρώθηκαν σε ένα μέρος εξαιτίας των αποτελεσμάτων του πολέμου, εντούτοις αυτό το «μέρος – χώρος» δεν αντικατόπτρισε τα εντελώς δικά τους κυπριακά – τουρκοκυπριακά χαρακτηριστικά. Τόσο η πολιτική του εποικισμού, όσο και η νέα κοινωνικοοικονομική τάξη πραγμάτων που επιδίωξε να επιβάλει η Άγκυρα, δημιούργησαν τελικά μια «τουρκική πατρίδα» εντελώς ξένη και πολλές φορές ανταγωνιστική ενάντια στην τουρκοκυπριακή ταυτότητα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση της πολιτικής βούλησης των Τουρκοκυπρίων μέσα από τις δομές κηδεμονίας, συγκρότησαν ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι αποξενώθηκαν, έχασαν την «κυπριακή πατρίδα». Επομένως στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο μετατράπηκαν σε «απάτριδες». Χωρίς να εξορίζονται από την γεωγραφία της Κύπρου με την κυριολεκτική έννοια του όρου, έγιναν «εξόριστοι» γιατί ακριβώς περιθωριοποιήθηκε η βούληση και η αυτονομία τους. Δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που θα διασφάλιζαν ότι θα συνέχιζαν να είναι δρώντες της ιστορικής εξέλιξης του τόπου τους. Ακριβώς αυτά τα στοιχεία που αναλύονται στο βιβλίο μέσα από τις έννοιες του «άπατρις» και του «εξόριστου», σταδιακά μετατράπηκαν σε πλατφόρμα πολιτικοποίησης της αντίδρασης ενός μεγάλου μέρους της κοινότητας ενάντια στη βασική συνιστώσα της αποξένωσης τους, δηλαδή ενάντια στις πολιτικές της Άγκυρας. Το πρακτικό αποτέλεσμα λοιπόν ήταν η πολιτική τους κινητοποίηση για την διεκδίκηση της πατρίδας, την διεκδίκηση της «επιστροφής» τους ως δρώντες στην κυπριακή ιστορία.

Ήταν κάποιου είδους νομοτέλεια τελικά η δημιουργία της ΤΔΒΚ;
Ενυπάρχουν ρίσκα σε μια επιφανειακά αναδρομική απάντηση σε ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός. Όμως η παρατήρηση σας είναι σημαντική καθώς μας εξαναγκάζει να αναλύσουμε πιο προσεκτικά βασικές στοχεύσεις των δυνάμεων που ηγήθηκαν της δημιουργίας του ψευδοκράτους και αυτών που αντέδρασαν, με τον τρόπο που το έκαναν. Είναι γεγονός ότι η ιδέα της δημιουργίας ενός δεύτερου κράτους στην Κύπρο, δεν πρωτοεμφανίστηκε το 1983. Είναι επίσης αλήθεια ότι η πολιτική θέση της τουρκοκυπριακής δεξιάς για τη διχοτόμηση εμφανίστηκε τις προηγούμενες δεκαετίες. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 στην Τουρκία με την επικράτηση της Χούντας του Εβρέν σημειώθηκαν εξελίξεις που οδηγούσαν στην εντατικοποίηση σχεδιασμών για την δημιουργία της «ΤΔΒΚ». Ο Ντενκτάς εκμεταλλεύτηκε την παρουσία της Χούντας για προώθηση των σχεδιασμών του, κάτι που δημοσιοποιήθηκε ήδη από τις αρχές του 1980…

Από τους θύλακες, στον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Τουρκίας… πόσο επηρέασε του Τ/κ το «τέλος» του Σχεδίου Ανάν το 2004;
Η πορεία των εξελίξεων μετά το 2004, αλλά ιδιαίτερα μετά το 2017 δεν κινούνται σε μια ευθεία γραμμή. Πολλά είναι τα γεγονότα και η ανακατατάξεις που όντως επηρέασαν σε πολύ μεγάλο βαθμό το τουρκοκυπριακό πολιτικό σύστημα και την βαθμιαία αλλαγή των ποιοτικών χαρακτηριστικών των εναγκαλισμού της Τουρκίας. Το πρώτο χαρακτηριστικό που πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι το πολιτικό τραύμα που έχει δημιουργηθεί εξαιτίας της αποτυχίας των δημοψηφισμάτων. Αυτό δεν αφορά σε ολόκληρη την κοινότητα των Τουρκοκυπρίων και ούτε εκφράζεται ομοιόμορφα. Όμως είναι γεγονός ότι η αναπαραγωγή της εμπειρίας του δημοψηφίσματος ως «τραυματικής» στο τμήμα εκείνο της κοινωνίας που κινητοποιήθηκε υπέρ του Ναι το 2004 εδράζεται όχι μόνο στην αναπαραγωγή των κοινωνικών αδιεξόδων που ακολούθησαν. Εντοπίζεται κυρίως στο ότι η επικράτηση του Ναι το 2004 ήταν η κορυφαία έκφραση μιας κοινωνικής έκρηξης, τα σημάδια της οποίας φάνηκαν στις αρχές τις δεκαετίας του 1980 και ωρίμασαν σημαντικά ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Επομένως το συγκεκριμένο τμήμα των Τουρκοκυπρίων έζησε την αποτυχία των δημοψηφισμάτων ως μια ανατροπή της σχεδόν ολοκληρωτικής ιδεολογικής αμφισβήτησης των διχοτομικών δομών που επιτεύχθηκε στην αμέσως προηγούμενη περίοδο. Το δεύτερο χαρακτηριστικό των δομικών αλλαγών είναι προϊόν των αλλαγών κάποιων ποιοτικών χαρακτηριστικών της αντιμετώπισης της εξουσίας Ερντογάν προς τους Τουρκοκύπριους. Η πρόοδος που επιτεύχθηκε στις συνομιλίες Χριστόφια – Ταλάτ και λίγα χρόνια μετά η ανάδειξη Ακιντζί στην ηγεσία της κοινότητας, φαίνεται ότι έδωσαν ανάσες αναπαραγωγής του κοινωνικού κινήματος υπέρ της λύσης. Απέναντι σε αυτή την προοπτική, η αλλαγή του μπλοκ εξουσίας στην Τουρκία στράφηκε πολύ περισσότερο προς τον χειρισμό των κατεχομένων ως ένα «τουρκικό νομό» και των κατοίκων του ως «απείθαρχων υπηκόων» που έπρεπε να συνετιστούν πολιτικά και πολιτισμικά. Βεβαίως σε όλα αυτά, ρόλο έπαιξαν και ευρύτερες γεωπολιτικές αλλαγές. Ωστόσο είναι γεγονός ότι η κατάρρευση της διαδικασίας στο Κραν Μοντάνα έχει επιταχύνει και την εντατικοποίηση της κηδεμονίας που προσπαθεί να ολοκληρώσει ο Ερντογάν επί της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Επομένως σήμερα το πλαίσιο των σχέσεων Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων, αλλά και η θέση των Τουρκοκυπρίων στο σύστημα των κατεχομένων, έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που υπήρχαν πριν το 2017 ή και το 2004.

Ποια βήματα μπορεί να κάνει πλευρά μας για να δείξει ότι επιθυμεί έναρξη συνομιλιών; Εξαιτίας της ενίσχυσης των στοιχείων μιας ντε φάκτο προσάρτησης που γεννά περεταίρω αντιδράσεις από την Τουρκοκυπριακή κοινωνία, οι πολιτικές πλέον δεν θα πρέπει να περιορίζονται στο πλαίσιο των συνομιλιών και μόνο. Αντίθετα η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να αναπτύξει προσανατολισμούς ενίσχυσης της συνεργασίας με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα σε ζητήματα που επηρεάζουν καθοριστικά τον πυρήνα των νέων σχέσεων τους με την Τουρκίας. Αυτά μπορεί να είναι ανανεωμένες οικονομικές συνεργασίες, επέκταση πολιτιστικών συνεργασιών και κοινών αθλητικών δράσεων. Με περιεχόμενο που θα βασίζεται στην κατεύθυνση καλλιέργειας των προοπτικών πολιτικής αυτονόμησης από την Τουρκία στην περίοδο μετά την επίλυση του Κυπριακού.

Πόσο δυνατοί είναι οι Τ/κ έναντι της τουρκικής πολιτικής που αφορά την Κύπρο και τη λεγομενη ΤΔΒΚ; Η δύναμη τους είναι σχετική. Υπάρχουν ιστορικές συγκυρίες που η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση κατάφερε να ανατρέψει κάποιους σχεδιασμούς. Υπάρχουν όμως και οι περίοδοι που απέτυχε. Η ιστορική εξέλιξη από το 1974 και μετά επιβεβαιώνει ότι η ανισορροπία ισχύος εμποδίζει την ανατροπή της διχοτόμησης εφόσον οι προσπάθειες ανατροπής περιορίζονται σε κοινοτικά και όχι δικοινοτικό πλαίσιο. Η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση δεν μπορεί από μόνη της να καταργήσει τα κατοχικά δεδομένα. Μπορεί μέσα από τη δράση της να υπενθυμίζει όμως ότι όντως υπάρχουν κατοχικά δεδομένα, αντιδράσεις και αδιέξοδα και μέσα από αυτή να εμποδίζει ακριβώς την κανονικοποίηση της διχοτόμησης.

Νίκος Μούδουρος
Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Κύπρου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή Κύπρου, στις 6 Νοεμβρίου 2022

Ολόκληρη η συνέντευξη σε Pdf 👇

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: