Τουρκοκυπριακές προοδευτικές διεκδικήσεις: Μια κυπριακή υπόθεση

Μήνας, Ιανουάριος του έτους 2011. Το μεγάλο πανό με την επιγραφή «Άγκυρα δε θέλουμε τα λεφτά σου, τα οικονομικά σου πακέτα, τους δημόσιους σου υπαλλήλους» έμπαινε στην πλατεία Ινονού στην κατεχόμενη Λευκωσία. Αυτό το πανό, ακολουθούσε ένα άλλο… «Αυτή η χώρα είναι δική μας, εμείς θα την διοικήσουμε», συνοδευόμενα και τα δύο όχι από εκατοντάδες, αλλά από χιλιάδες Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μας. Το σκηνικό επαναλήφθηκε με μεγαλύτερη ένταση, τον Μάρτιο του ίδιου χρόνου.

Η πλειοψηφία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ξαναβρέθηκε στους δρόμους, υψώνοντας τη φωνή της ενάντια στην κατοχική παρουσία της Τουρκίας. Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν διαμαρτυρήθηκε για κάποιες «μειωμένες οικονομικές παροχές», όπως έντεχνα προσπάθησαν κάποιοι να πλασάρουν τόσο στην Τουρκία, όσο και στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Αντίθετα, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα βροντοφώναξε ενάντια στην καταρράκωση της αξιοπρέπειας της, ενάντια στον κίνδυνο αφανισμού της, ενάντια στην απειλή να μην γίνεται πλέον διακριτή ως μια πολιτική-κυπριακή κοινότητα. Με λίγα λόγια βροντοφώναξε αυτό που και ο κάθε προοδευτικός Ελληνοκύπριος έχει κρυμμένο στη συνείδησή του: ότι η επίλυση του Κυπριακού, προϋποθέτει την άρση της κατοχής, αλλά και την ισότιμη ανάδειξη των δύο κοινοτήτων ως πρωταγωνιστών στην ιστορία της κοινής τους πατρίδας.

Εάν πρόκειται λοιπόν να εντοπίσουμε σφαιρικά και ολοκληρωμένα τις προοπτικές συμβίωσης 38 χρόνια μετά, θα πρέπει μεταξύ άλλων να εκτιμήσουμε τις εξελίξεις ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα μέσα από ένα ορθό ιστορικό πλαίσιο. Κάτι τέτοιο θα μας προσφέρει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τις ιδεολογικές τάσεις που αναπτύσσονται στα κατεχόμενα, τάσεις που αντανακλούν στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, στην Τουρκία, αλλά και στο ίδιο το Κυπριακό πρόβλημα. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε ακόμα να εντοπίσουμε κοινά αιτήματα και διεκδικήσεις που κρατούν ζωντανή την προοπτική της επανένωσης και της συμβίωσης.

Η εισβολή του 1974 και η μετέπειτα εντατικοποίηση στη δημιουργία χωριστών δομών εξουσίας, ήταν παράγοντας που δημιούργησαν μια νέα κοινωνική πραγματικότητα για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Σε ιδεολογικό επίπεδο, το ψευδοκράτος συνιστούσε από την αρχή ένα εργαλείο για την εγκαθίδρυση της βάσης νομιμοποίησης ενός χωριστού τουρκοκυπριακού λαού, ενώ την ίδια στιγμή νομιμοποιούσε την εισβολή ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους. Παράλληλα και αντιφατικά, το παράνομο κράτος έδινε μεγαλύτερη δυνατότητα στον Ντενκτάς να ενισχύει την αντίληψη ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν μια προέκταση του τουρκικού έθνους και ο ίδιος εκπρόσωπος τους ενώπιον του τουρκικού κράτους. «Χάρη στο Θεό τώρα έχω το κράτος μου, έχω τη χώρα μου, έχω το λαό μου» αναφώνησε ο Ντενκτάς στις 17 Νοεμβρίου 1983 στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, πιστοποιώντας ακριβώς τα πιο πάνω[1].

Από την άλλη, το ψευδοκράτος επαναοριοθέτησε τον εθνικισμό με τρόπο που να εμποδίζονται όλες οι φυγόκεντρες δυναμικές εκ μέρους της αριστερής αντιπολίτευσης. Οι αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων μετά την εισβολή λόγω του εποικισμού, η σχετική άνοδος του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και η διαφοροποίηση στο Κυπριακό που παρουσίαζαν κόμματα όπως το Ρεπουμπλικανικό, ήταν δεδομένα που αμφισβητούσαν το ρόλο του Ντενκτάς, αλλά και το ρόλο της Τουρκίας. Συνεπώς μια «νέα» δομή, μέσα σε ένα επαναοριοθετημένο ιδεολογικό πλαίσιο θα διασφάλιζε την ιδεολογική μονοκρατορία Ντενκτάς και θα απονομιμοποιούσε ως μη εθνικές-ως αντεθνικές, όλες τις άλλες δυνάμεις. 

Σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, η νέα αυτή πραγματικότητα παρήγαγε τη διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις μέσα από μια δομή «πλιάτσικου» στο επίκεντρο του οποίου ήταν ο διαμοιρασμός των ελληνοκυπριακών περιουσιών. Αυτή η διαδικασία με τη σειρά της αναπαρήγαγε μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων, μια συγκεκριμένη ισορροπία ισχύος πάνω στα «πολεμικά λάφυρα». Όμως την ίδια στιγμή, η βάση της κοινωνίας αποτελούσε και μια εστία μόνιμης αβεβαιότητας για τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι σταδιακά συνειδητοποίησαν ότι αντί να αρχίσουν μια καινούργια ζωή, συνέχισαν να ζουν εγκλωβισμένοι ανάμεσα στις αναμνήσεις των Ελληνοκύπριων ιδιοκτητών. Σε αυτό το επίπεδο, βασική συνιστώσα ήταν και ο εποικισμός. Μια πολιτική πράξη που μετατράπηκε άμεσα σε μια απειλητική εξέλιξη για την πολιτική και πολιτισμική ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων.

Αποτελεί όμως αναντίλεκτο γεγονός ότι η δημιουργία χωριστών δομών και η λειτουργία τους επί του εδάφους για τόσα πολλά χρόνια, κορύφωσε και μια διαδικασία ανάπτυξης χωριστής τουρκοκυπριακής συνείδησης εξουσίας. Ο βίαιος γεωγραφικός διαχωρισμός του 1974, επιτάχυνε την προηγούμενη διαδικασία οικοδόμησης χωριστών δομών και έστω υπό αντιρρήσεις δημιουργούσε μια απάντηση στην ανάγκη αυτοδιοίκησης των Τουρκοκυπρίων. Σταδιακά το λεγόμενο κράτος, οι θεσμοί, τα σύμβολά του, η εντελώς χωριστή από τους Ελληνοκύπριους κοινωνικό-οικονομική δραστηριότητα, μετατράπηκαν σε καθημερινότητα αλλά και δυναμική ενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων.

Όμως η διεκδίκηση των Τουρκοκυπρίων για αυτοδιοίκηση δεν μπορούσε, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μέσα από το δημιούργημα της κατοχής. Ο εποικισμός, η βαθιά οικονομική και πολιτική εξάρτηση από την Τουρκία, η αυταρχικότητα της ακροδεξιάς και η παντελώς ελεύθερη δραστηριοποίηση του παρακράτους που κατέπνιγε τις προοδευτικές φωνές, ξεμπροστιάζουν ενώπιον μας μια σημαντική αντίφαση: Ενώ από τη μια το ψευδοκράτος συνέβαλε στην ενίσχυση μιας χωριστής τουρκοκυπριακής συνείδησης εξουσίας, από την άλλη το ίδιο το ψευδοκράτος υπονόμευσε τόσο την συνείδηση όσο και την ταυτότητα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Σήμερα λοιπόν είμαστε μάρτυρες της φωνής εκείνης, η οποία μπροστά στον κίνδυνο αφανισμού της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, εμφανίζεται στο δημόσιο χώρο υπογραμμίζοντας την ανάγκη, την υποχρέωση σεβασμού προς την τιμή και την αξιοπρέπεια των Κυπρίων. Συνεπώς η διεκδίκηση της τιμής και της αξιοπρέπειας των Τουρκοκυπρίων απέναντι στην Τουρκία, είναι διεκδίκηση προοδευτική, δημοκρατική και πάνω από όλα κυπριακή υπόθεση.

Το υποβόσκον μήνυμα των αντιδράσεων των συμπατριωτών μας, έτσι όπως εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια είναι το εξής: οι κατοχικές δομές που υποτίθεται πως δημιουργήθηκαν για να εκφράσουν μια χωριστή εθνική βούληση, ενός χωριστού λαού στην Κύπρο, τούτη την ώρα υποβιβάζουν τους Τουρκοκύπριους σε αριθμητική και πολιτική μειονότητα, ακυρώνουν τη βούληση τους.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, οι πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, ιδιαίτερα οι μαζικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου χρόνου, έχουν το χαρακτήρα της αμφισβήτησης των κατοχικών δομών. Οι κινητοποιήσεις αυτές επανέφεραν στο προσκήνιο τη συνειδητοποίηση ότι ένα χωριστό κράτος στην Κύπρο, μπορεί να αποτελεί κέντρο εξουσίας, όμως δεν είναι ούτε βιώσιμο, ούτε τουρκοκυπριακής «προέλευσης».

Παράλληλα, η κραυγή αγωνίας των διαδηλωτών έχει αμφισβητήσει σε μεγάλο βαθμό τον ακροδεξιάς έμπνευσης λεγόμενο εθνοσωτήριο ρόλο της Τουρκίας. Μπορεί η προοδευτική μερίδα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας να μην έχει εισέλθει σε μια ολοκληρωτική απονομιμοποίηση του 1974, άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο λόγω των προηγούμενων γεγονότων, όμως ξεκάθαρα απονομιμοποιεί την ακραία ιδεολογία του 1974 και όλων αυτών που ακολούθησαν μέχρι και σήμερα.  

Με βάση τα πιο πάνω, σήμερα φαίνεται ότι μια μεγάλη μερίδα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας προσπαθεί να ανατρέψει τις εθνικιστικές αρχές της τουρκικότητας της κοινότητας. Διεκδικεί να αναγνωρίζεται και να παίρνει τη θέση της ως υποκείμενο στην κυπριακή ιστορία. Διεκδικεί δηλαδή την κυπριακότητα της ταυτότητάς της. Έτσι την ίδια στιγμή, συνειδητά ή ασυνείδητα, διεκδικεί και τον περιορισμό του ρόλου της Τουρκίας στην ίδια την κυπριακή ιστορία. Συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι σήμερα, μια πολύ μεγάλη μερίδα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας επιδιώκει να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις της με την Τουρκία και να ανατρέψει οριστικά την καταπιεστική ισορροπία «διοικητή-διοικούμενου».

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, δεν μπορούμε παρά να διακρίνουμε στον ορίζοντα της Κύπρου, κοινά αιτήματα και διεκδικήσεις με την προοδευτική, δημοκρατική μερίδα των Ελληνοκυπρίων. Οι εξελίξεις των τελευταίων χρόνων στα κατεχόμενα, τουλάχιστον αυτές που αφορούν στην τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση, θέτουν επί τάπητος ξανά το ζήτημα του να μετατρέψουμε την Κύπρο ξανά στην κοινή πατρίδα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.

Αυτές οι διαδικασίες υπογραμμίζουν ότι παρά τα προβλήματα και τις απογοητεύσεις, παρά τα πισωγυρίσματα και τα αδιέξοδα, σήμερα 38 χρόνια μετά ακόμα υπάρχουν οι βάσεις πάνω στις οποίες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούν να χτίσουν το κοινό τους μέλλον. Τα κοινά αιτήματα και διεκδικήσεις των δύο κοινοτήτων, έτσι όπως καταγράφονται, ξεπερνούν τα όρια μιας διευθέτησης νομικού περιεχομένου στο τραπέζι των συνομιλιών. Ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια μιας τυπικής λύσης στο χαρτί. Αυτά τα αιτήματα τονίζουν ότι η πραγματική και ουσιαστική επίλυση του Κυπριακού θα επιτευχθεί όταν η ομοσπονδιακή λύση πέραν από αποδεχτή στο χαρτί, μετατραπεί και σε αναγνωρίσιμη ως μια δημοκρατική και προοδευτική πολιτική διεκδίκηση. Γιατί η ομοσπονδιακή επανένωση του τόπου και του λαού μας, μετά τα τραγικά γεγονότα, ήταν, είναι και θα πρέπει να παραμείνει μια υπόθεση νοοτροπίας, αξιών και οράματος για το μέλλον της κοινής μας πατρίδας.

Μια διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία η οποία θα κατοχυρώνει τόσο τα ατομικά, όσο και τα συλλογικά δικαιώματα, μια ομοσπονδία που στα πλαίσια της πολιτικής ισότητας θα δημιουργεί κοινά και συνενωτικά πεδία δραστηριοποίησης των Κυπρίων,  είναι σήμερα παρά ποτέ, αναγκαία διεκδίκηση. Μια τέτοια λύση θα ικανοποιήσει τις ανάγκες και τους φόβους των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, θα εγγυηθεί την προστασία της κυπριακής τους ταυτότητας και θα σεβαστεί την εθνοτική τους καταγωγή, θα ανοίξει δρόμους συνεργασίας και θα οικοδομήσει βάσεις για την κοινή δράση του λαού μας.

 

Νίκος Μούδουρος

Το κείμενο αυτό βασίζεται σε ομιλία που κατατέθηκε στην εκδήλωση επαναπροσέγγισης με θέμα «38 χρόνια μετά, δυνατότητες συμβίωσης» της επαρχιακής επιτροπής ΑΚΕΛ Πάφου

22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2012 


[1] Παρατίθεται στο Σία Αναγνωστοπούλου, Τουρκικός Εκσυγχρονισμός, Αθήνα 2004, σ. 219

Δύο συλλήψεις και μια ολόκληρη «παρακρατική» ιστορία!

 Ολόκληρος ο τουρκοκυπριακός Τύπος στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 δημοσιεύει την είδηση σύλληψη των Μουσταφά Τοκάι και Εμίρ Εμιρκανι από την αστυνομία του ψευδοκράτους ως υπόπτους στην υπόθεση που αφορά το αδίκημα της πλαστογραφίας της υπογραφής του «πρωθυπουργού», Ιρσέν Κουτσιούκ. Και οι δύο τους ήταν μέλη της λεγόμενης επιτροπής δημόσιας υπηρεσίας. Μέχρι το σημείο αυτό, η υπόθεση της σύλληψης των δύο, συγκεντρώνει στον ένα ή στον άλλο βαθμό το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Όμως η επιφάνεια δεν μπορεί να εξηγήσει την περιπλοκή της κατάστασης στον βυθό, όπου και αναδεικνύονται κορυφαία πολιτικά ζητήματα, ικανά να αλλάξουν μακροπρόθεσμα τις εσωτερικές ισορροπίες στην τουρκοκυπριακή Δεξιά.

 Ένα αμαρτωλό έγγραφο

Το έγγραφο για το οποίο κατηγορούνται στην υπόθεση πλαστογραφίας οι δύο,«διέρρευσε» στην εφημερίδα ΑΦΡΙΚΑ στις 22 Σεπτεμβρίου 2012. Το συγκεκριμένο δημοσίευμα ανέφερε ότι με την ολοκλήρωση των επαρχιακών συνεδρίων και εκλογών του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (Κ.Ε.Ε.) και στο διάστημα που απομένει μέχρι την πραγματοποίηση του εκλογικού συνεδρίου του κόμματος στις 21 Οκτωβρίου, ετοιμάστηκε ένα έγγραφο με διάφορες «διαταγές» το οποίο δόθηκε σε ανώτερα στελέχη του Κ.Ε.Ε.. Σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο υπάρχουν οδηγίες οι οποίες ανάμεσα σε άλλα αναφέρουν ότι τα μέλη του πολιτικού γραφείου του κόμματος και οι «βουλευτές» θα δώσουν διαφόρων ειδών υποσχέσεις όπως προσλήψεις, παραχώρηση πιστώσεων, προαγωγές στα παιδιά και τις οικογένειές τους, οικονομική βοήθεια, ωστόσο τονίζεται ότι οι προσλήψεις θα γίνουν μετά τις 21 Οκτωβρίου. Αναφέρεται επίσης ότι όλοι οι «υπουργοί» και οι «δήμαρχοι» οι οποίοι πρόσκεινται στο πρόσωπο που υπογράφει το έγγραφο, θα έχουν συναντήσεις τρεις φορές την εβδομάδα με διευθυντές και αξιόπιστους «δημοσίους υπαλλήλους». Τέλος το δημοσίευμα της ΑΦΡΙΚΑ άφησε αναπάντητο ένα ερώτημα γεμάτο νόημα: Ποιος υπογράφει τέτοιες διαταγές; Το ερώτημα φυσικά άνοιγε το δρόμο για τη συνέχιση των δημοσιευμάτων επί του θέματος και τις επόμενες μέρες.

Όντως στις επόμενες εκδόσεις, η εφημερίδα «αποκάλυψε» ότι το έγγραφο οδηγιών με στόχο το συνέδριο του ΚΕΕ υπογράφηκε από τον Κιουτσιούκ, ο οποίος βέβαια δεν άργησε να διαψεύσει και να στείλει το ζήτημα στη δικαιοσύνη. Η κατάληξη του ζητήματος ήταν η αστραπιαία σύλληψη των δύο υπόπτων και η αποκάλυψη ότι είχαν πλαστογραφήσει την υπογραφή Κιουτσιούκ σε έγγραφο που βρέθηκε στους υπολογιστές τους στα γραφεία της επιτροπής δημόσιας υπηρεσίας. Σύμφωνα μάλιστα με την μαρτυρία κλητήρα, οι Τοκάι και Εμιρκανί του είχαν δώσει οδηγία να παραδώσει το εν λόγω έγγραφο στον αρχισυντάκτη της ΑΦΡΙΚΑ Σιενέρ Λεβέντ. Στο σημείο αυτό, το όποιο «αστυνομικό» ενδιαφέρον σταματά σε κουτσομπολίστικες στήλες, γιατί απλά αρχίζει να εμφανίζεται το ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο της υπόθεσης.

Το ιδρυτικό δίκτυο του ψευδοκράτους

Ο Μουσταφά Τοκάι είναι γνωστός και ως ο «παντοτινός υφυπουργός» του Ντερβίς Έρογλου. Στην πάροδο των χρόνων έκτισε ισχυρές φιλίες με την οικογένεια του Τουρκοκύπριου ηγέτη. Διετέλεσε «υφυπουργός» του Έρογλου σχεδόν σε όλες τις θητείες του ως «πρωθυπουργού». Την κρίσιμη περίοδο 2002-2003 μερίμνησε για την παραχώρηση υπηκοοτήτων του ψευδοκράτους σε Τούρκους πολίτες με στόχο την εξασφάλιση ψήφων. Το 2004 είχε αποκαλυφθεί ότι σε συγκεκριμένες κάλπες του δημοψηφίσματος, οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι είχαν (όλοι) ως διεύθυνση κατοικίας, την διεύθυνση του Τοκάι!

Εκείνη ήταν και η περίοδος που παραχωρήθηκε η υπηκοότητα και σε πρόσωπα όπως ο τότε πρόεδρος του εμπορικού επιμελητηρίου Άγκυρας, Σιναν Αϊγκιούν, ο οποίος το 2008 συνελήφθηκε στην Τουρκία ως ύποπτος για συμμετοχή στο παρακρατικό δίκτυο Εργκενεκόν. Στα λίγα χρόνια της αντιπολίτευσης, 2003-2009, όταν στην εξουσία βρέθηκε το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα και ο Ταλάτ, ο Μουσταφά Τοκάι δεν εγκατέλειψε τον φίλο του. Ήταν σύμβουλός του στο κόμμα. Το 2009 διορίζεται ξανά στα γνώριμα λημέρια της «πρωθυπουργίας» και το 2010 με την νίκη Ντερβίς Έρογλου στις εκλογές και την ανάληψη της ηγεσίας της κοινότητας, ο Τοκάι οδεύει στο αντίστοιχο πόστο στο «Σαράϊ». Με το που φτάνει σε ηλικία αφυπηρέτησης, ο Έρογλου φροντίζει για τον διορισμό του στην επιτροπή δημόσιας υπηρεσίας, όπου και εργάζεται μεθοδικά για την θεμελίωση της παραδοσιακής εξουσίας της τουρκοκυπριακής Δεξιάς.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα δίπλα στον Τοκάι στην επιτροπή, διορίζεται και ο Εμίρ Εμιρκανι. Ο Εμιρκανι είναι ιδιαίτερα γνωστός στους Τουρκοκύπριους Αμμοχωστιανούς, όχι λόγω καταγωγής αλλά εξαιτίας του «έργου» του. Με την νίκη Έρογλου στις «προεδρικές» του 2010, κενώθηκε η «βουλευτική» του έδρα στην Αμμόχωστο. Στην αναπληρωματική ψηφοφορία που ακολούθησε, υποψήφια από πλευράς ΚΕΕ ήταν η κόρη του Έρογλου, Ρεσμιγιέ Τζιανάλταϊ με σημαντικότερο αντίπαλο τον Χουσεϊν Αγκολεμλί του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας. Στο τέλος της εκλογής ανακοινώθηκε η επικράτηση της Τζιανάλταϊ με τρεις ψήφους διαφορά και όπως αναμενόταν, ξεκίνησαν οι πανηγυρισμοί. Διακόπηκαν όμως άδοξα… το «Ανώτατο Συμβούλιο Εκλογών» ανακοίνωσε ότι είχε ενημερωθεί με λανθασμένα στοιχεία από το Συμβούλιο Κάλπης και ότι η νέα καταμέτρηση έδινε την έδρα στον Αγκολεμλί με 5 ψήφους διαφορά. Πρόεδρος του συμβουλίου κάλπης που έδωσε τα λανθασμένα στοιχεία ήταν ο Εμίρ Εμιρκανι!

Επόμενη μέρα: Ανατροπές;

Η διαδρομή συμφερόντων λοιπόν που συνδέει τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, τους ανώτερους γραφειοκράτες και τα ΜΜΕ, δεν μπορεί παρά να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα σημαντικότατο δεδομένο: την ιστορική πλέον επιβεβαίωση της ταύτισης τουρκοκυπριακής Δεξιάς και παρακράτους με την δημιουργία, την ενίσχυση και την λειτουργία των παράνομων δομών στα κατεχόμενα. Η δημιουργία του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και η ανάδειξη στελεχών όπως ο Ντερβίς Έρογλου, δεν μπορεί να μελετούνται αποκομμένα από τις συνθήκες της περιόδου κορύφωσης της δημιουργίας χωριστών δομών μετά την τουρκική εισβολή.

Ο πρωταγωνιστικός ρόλος αυτών των ομάδων, κληρονόμων της παράδοσης της ΤΜΤ, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα σε ένα ανανεωμένο πολιτικό πλαίσιο. Αυτή τη στιγμή, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί στην τουρκοκυπριακή Δεξιά εκφράζονται μέσα από διαφορετικές συμμαχίες με στόχο την εξουσία και όχι μέσα από διαφορετικά ιδεολογικο-πολιτικά προγράμματα. Ο Ντερβίς Έρογλου στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζει τα «απομεινάρια» ενός καθεστώτος το οποίο δε φαίνεται να γίνεται ανεχτό από τη νέα συντηρητική εξουσία στην Άγκυρα. Η συγκεκριμένη πτυχή δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα της άμεσης και ολοκληρωτικής ρήξης της τουρκικής κυβέρνησης με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, όμως ανοίγει το δρόμο για τους επόμενους χειρισμούς της Άγκυρας με στόχο να «αποτελειώσει ότι έμεινε» από τις μη ελεγχόμενες εξουσίες στα κατεχόμενα. Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι ο Έρογλου, αλλά το ευρύτερο δίκτυο μέσα στο οποίο ενισχύθηκαν αυτές οι πολιτικές προσωπικότητες.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση των δύο συλλήψεων είναι και η εμπλοκή της εφημερίδας ΑΦΡΙΚΑ, γνωστής στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα για τις «αντιστασιακές θέσεις». Φαίνεται ότι ένα «περίεργο δίκτυο» σχέσεων αγκαλιάζει και τον Σιενέρ Λεβέντ, μια εξέλιξη όμως που βρίσκει τις ρίζες της στην γενικότερη δομή των ΜΜΕ στα κατεχόμενα και των εξαρτήσεων που αναπτύσσονται με τα πολιτικά και οικονομικά κατεστημένα της Τουρκίας.

 Πάντως εάν η έρευνα προχωρήσει, τότε δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο νέων αποκαλύψεων για τις πολιτικές στοχεύσεις Έρογλου, τις σχέσεις ανταγωνισμού με την τουρκική κυβέρνηση και φυσικά τις δεσμεύσεις διαφόρων ΜΜΕ. Η αντιπαράθεση με φόντο το συνέδριο του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, μπορεί να καταλήξει σε φορέα μιας συνολικής ανατροπής των μέχρι σήμερα γνωστών ισορροπιών των «ιδρυτικών δυνάμεων» του ψευδοκράτους. Κάτι βέβαια που θα φέρει αλυσιδωτές επιπτώσεις σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, έτσι όπως αυτό οικοδομήθηκε μετά την εισβολή.

 

Πηγές:

Havadis, “Derin Bağlantı açığa çıktı!”, 27.9.2012
Havadis, “Gerçekler bir bir ortaya çıkarken”, Başaran Düzgün, 27.9.2012.
Yeni Düzen, “Tokay ve Emirkanı kimdir?”, 27.9.2012.

 Νίκος Μούδουρος

  

Όταν η πολιτική τράπουλα ξαναμοιράζεται…Παρατηρήσεις για την κατάσταση στα κατεχόμενα

Η πολιτική κατάσταση στα κατεχόμενα το τελευταίο χρονικό διάστημα χαρακτηρίζεται από μια καθολική πλέον αντίληψη-συνειδητοποίηση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας για την αναγκαιότητα αλλαγής της δομής και του περιεχομένου των σχέσεων με την Τουρκία. Έστω και αν αυτή η εξέλιξη στο παρόν στάδιο δεν έχει πάρει τη μορφή ή την έκφραση ενός συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος, εντούτοις αντικατοπτρίζεται από τις δραστηριότητες όλων σχεδόν των πολιτικών-ιδεολογικών χώρων. Η αντίληψη αυτή, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις σε Αριστερά και Δεξιά, επικεντρώνεται κυρίως στην ανατροπή του μοντέλου «διοικητής-διοικούμενος» και την εισαγωγή μιας σχέσης στον άξονα «σεβασμός-ισότητα».

Αυτή την περίοδο, το πολιτικό σύστημα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα βρίσκεται «κλειδωμένο» στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις του μεγάλου κόμματος της Δεξιάς, του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Οι δύο ισχυρότερες ομάδες, από τη μια Κιουτσιούκ («πρωθυπουργός») και από την άλλη Έρογλου («πρόεδρος»), ανταγωνίζονται για την τελική επικράτηση στο ποιος θα γίνει ο φορέας του μετασχηματισμού των κατεχομένων, με ποιους όρους και με ποιες κατευθύνσεις. Η ομάδα Κιουτσιούκ εμφανίζεται πιο αφοσιωμένη στο πολιτικό πρόγραμμα που επιβάλλει η τουρκική κυβέρνηση, την στιγμή που η ομάδα Έρογλου επιδιώκει να συνεχίσει τη συμμαχία της τουρκοκυπριακής Δεξιάς με τμήματα του ακροδεξιού παρακράτους, καθώς και με δίκτυα της Εργκενεκόν που προς το παρόν επιβιώνουν στα κατεχόμενα. Σε αυτή την αντιπαράθεση δεν πρέπει να αναμένεται ότι η Άγκυρα θα μείνει αμέτοχη. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Έρντογαν δεν επιθυμεί τον σχηματισμό «ανεξάρτητων» κέντρων εξουσίας που μπορεί να προέλθουν από κύκλους που ήδη έχει περιορίσει στην Τουρκία. Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ουσία της εν λόγω αντιπαράθεσης είναι ο ανταγωνισμός για την υφιστάμενη εξουσία στο νέο της πλαίσιο και όχι η αλλαγή του περιεχομένου της. Όμως όλα αυτά συμβαίνουν στο επίπεδο της σημερινής Τουρκοκυπριακής ηγεσίας και κυρίως του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Οι δυναμικές ευρύτερα, φέρουν και άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Τα νεοφιλελεύθερα πρωτόκολλα και ο μετασχηματισμός

Το κυριότερο ζήτημα που απασχολεί τους Τουρκοκύπριους στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι η ανησυχία (και η ξεκάθαρη πλέον απειλή) για την εξαφάνιση τους ως πολιτική κοινότητα από την Κύπρο. Το αίσθημα απειλής ενάντια στα κυπριακά χαρακτηριστικά των Τουρκοκυπρίων, φαίνεται ότι καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις αναταράξεις που προκαλούνται σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι η ολοκληρωμένη και μαζικά εκφρασμένη ανησυχία για την εξαφάνιση της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων εκφράζεται πιο χαρακτηριστικά επί της διακυβέρνησης Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην Τουρκία. Παρόλο που τέτοιες πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας εμφανίστηκαν και στο παρελθόν, εντούτοις ο τρόπος με τον οποίο το ΑΚΡ επιβάλλει τη διαχείριση των κατεχομένων προκαλεί πιο έντονες τουρκοκυπριακές αντιδράσεις.

Τα τρίχρονα οικονομικά πρωτόκολλα είναι η βασική κινητήρια δύναμη που προκαλεί αυτές τις αντιδράσεις. Παρά την ονομασία τους, τα πρωτόκολλα αποτελούν ολοκληρωμένα πολιτικά προγράμματα μετασχηματισμού του κάθε τομέα των κατεχομένων. Συνεπώς ξεφεύγουν από τα πλαίσια μιας «αυστηρά οικονομικής» διαχείρισης και εκτείνονται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Βασική παράμετρος είναι ο πλήρης μετασχηματισμός των δομών και της οικονομίας, με τρόπο που να “απελευθερώνεται” η ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση η τουρκική και όχι η τουρκοκυπριακή.

Βασική επίπτωση της εφαρμογής του προγράμματος αυτού, είναι η σταδιακή περιθωριοποίηση του τουρκοκυπριακού στοιχείου και η ενίσχυση του τουρκικού. Εργάτες, επιχειρηματίες, μικρομεσαίοι, αποτελούν τρεις βασικές κατηγορίες «εκτουρκισμού» και εκτόπισης των Τουρκοκυπρίων. Η «δημόσια» υπηρεσία παραμένει σε μεγάλο βαθμό τουρκοκυπριακή, όμως οι νέες νομοθεσίες ανοίγουν πλέον τον τομέα και σε έποικους. Η ίδια ενισχυτική δυναμική του εποικισμού παρατηρείται γενικά: Οι έποικοι δεν είναι πλέον μόνο το φτηνό εργατικό δυναμικό, αλλά δραστηριοποιούνται δυναμικά σε όλους τους τομείς (δημοσιογράφοι, καθηγητές Πανεπιστημίων, επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες, ακόμα και ακτιβιστές). Ούτε και αποτελούνται μόνο από τον πληθυσμό που μεταφέρθηκε στην Κύπρο ως μέρος μιας συγκεκριμένης και οργανωμένης κρατικής πολιτικής εποικισμού. Πλέον ο πληθυσμός αυτός συμπληρώνεται από ανθρώπους που μεταναστεύουν και που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Τουρκίας. Μάλιστα η ενισχυμένη πλέον θέση στην κοινωνική ιεραρχία, φαίνεται να σπρώχνει ένα τμήμα τους σε ανώτερα επίπεδα πολιτικοποίησης με αποτέλεσμα αυτή την περίοδο (όπως ποτέ προηγουμένως) να καταγράφονται στο δημόσιο χώρο αιτήματα και διεκδικήσεις οργανωμένων συνόλων των εποίκων. Πολύ χαρακτηριστική είναι η διεκδίκηση για «ισότητα και σεβασμό» που εκφράζεται κυρίως από την πλατφόρμα «Συνέδριο Δικαιοσύνης του Λαού». Η συγκεκριμένη πλατφόρμα συγκεντρώνει ετερόκλητες δυνάμεις του τουρκικού και κουρδικού πληθυσμού των κατεχομένων. Συνεπώς το σημαντικό νέο στοιχείο που προκύπτει είναι η συνεργασία τους στη βάση ενός φαινομενικά διαταξικού αιτήματος ισότιμης μεταχείρισης και συμμετοχής τους στην εξουσία, κάτι που φανερώνει παράλληλα και την άνοδο της πολιτικής τους συνειδητοποίησης. Έτσι, γεννιέται ακόμα μια δυναμική που λόγω της μαζικότητας των φορέων της (οι Τουρκοκύπριοι σταδιακά γίνονται «αριθμητική» μειονότητα στα κατεχόμενα) θα πρέπει να αναμένεται ότι θα αλλάξει ριζικά τις κοινωνικές ισορροπίες.

Μια άλλη βασική πτυχή του προγράμματος που εφαρμόζει η Τουρκία είναι η δημιουργία υποδομών και οικονομικής ανάπτυξης του ψευδοκράτους. Αυτή είναι μια εξέλιξη με διπλή κατεύθυνση: Η πρώτη είναι η περαιτέρω ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία και η μετατροπή τους σε βασικό άξονα ολόκληρης της τουρκικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, κάτι που θα συμβάλει στην αύξηση του τουρκικού ελέγχου επί των δομών αλλά και όλων των πολιτικών διαδικασιών. Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η δημιουργία καλύτερων όρων για την Άγκυρα σε μια πιθανή συγκυρία υπογραφής λύσης. Δηλαδή η μετατροπή των δομών του ψευδοκράτους, αλλά και του περιουσιακού καθεστώτος με τρόπο που να μην ανατρέπεται σε ένα νέο σχέδιο λύσης. Έργα όπως ο υποθαλάσσιος αγωγός μεταφοράς νερού και ηλεκτρικής ενέργειας, η εντατικοποίηση της βελτίωσης του οδικού δικτύου και η πλήρης κυριαρχία του τουρκικού κεφαλαίου στους τομείς του τουρισμού, των κατασκευών και των πανεπιστημίων, αποτελούν μέρος της ριζικής αλλαγής που λαμβάνει χώρα.  

Μια νέα «ιδεολογία» στα κατεχόμενα

Ο μετασχηματισμός επεκτείνεται και στο ιδεολογικό εποικοδόμημα των κατεχομένων. Μάλιστα στο επίπεδο αυτό είναι πιο εμφανής. Η τουρκική κυβέρνηση σε συνεργασία με το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, καθώς και με άλλους πολιτικούς και οικονομικούς πρωταγωνιστές, ενισχύει το ισλαμικό στοιχείο. Αυτή η εξέλιξη εντοπίζεται τόσο στην αύξηση τζαμιών, ιεροδιδασκαλείων, μαθημάτων κορανίου, ισλαμικών ταγμάτων και αδελφοτήτων, όσο και σε κάποιες σημαντικές αλλαγές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, «ενοχλητικές» για τον κοσμικό χαρακτήρα των Τουρκοκυπρίων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: αύξηση των μαντιλοφορούσων γυναικών, αύξηση του κόσμου (έποικοι και μετανάστες) στην προσευχή της Παρασκευής, αύξηση θρησκευτικών προγραμμάτων στην τηλεόραση. 

Την ίδια στιγμή καταγράφεται ένα γενικότερο κλίμα απαισιοδοξίας αναφορικά με τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος. Η συγκεκριμένη απαισιοδοξία σε συνδυασμό με την πίεση που ασκείται από την Τουρκία σε όλους τους τομείς και την έλλειψη εναλλακτικών πολιτικών επιλογών, οδηγεί σταδιακά ένα μεγάλο μέρος της κοινότητας στην «παραίτηση». Καθόλου τυχαία, το τελευταίο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις του 2011, μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού στρέφει την προσοχή της σε «εσωτερικές λύσεις» του τύπου: ανάκαμψη της οικονομίας, καλύτερη διαχείριση των δομών και μια πιο «καθαρή» πολιτική ζωή. Συνεπώς σημειώνεται μια στροφή σε αναζητήσεις λύσεων των καθημερινών προβλημάτων της κοινότητας, χωρίς να μπαίνουν στο ευρύτερο πλαίσιο του Κυπριακού και των σχέσεων με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα.

Η πιο επικίνδυνη εξέλιξη στο πιο πάνω πλαίσιο που χαρακτηρίζει το Κυπριακό στην ευρύτερη αντίληψη των Τουρκοκυπρίων, είναι η σταδιακά αυξανόμενη ροπή υποστήριξης προς «νέες λύσεις». Οι νέες αυτές αναζητήσεις που εκφράζονται όλο και πιο πυκνά στον καθημερινό Τύπο, υπογραμμίζουν ότι μετά από τόσο χρόνια αποτυχημένων συνομιλιών με συγκεκριμένο περιεχόμενο για την επίλυση του Κυπριακού, θα πρέπει να γίνει αλλαγή πορείας σε άλλα μοντέλα λύσεων που να είναι αποδεχτά και από τις δύο κοινότητες. Στο σημείο αυτό προβάλλεται ιδιαίτερα η ενίσχυση ακροδεξιών στοιχείων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, αλλά και ο «παροξυσμός» που μεταφέρεται από ΜΜΕ σε σχέση με θέματα όπως η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία (π.χ δηλώσεις Λιλλήκα και συζητήσεις στη Βουλή για μέτρα προς Τουρκοκύπριους). Στο επίκεντρο αυτής της υπερπροβολής είναι το εξής «κεντρικό νόημα»: Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι τελικά δεν μπορούν να συνεργαστούν σε ένα κοινό κράτος.

Μέσα από την κατάσταση που επικρατεί αυτή την στιγμή, τα πολιτικά κόμματα και ιδιαίτερα τα «κοινοβουλευτικά», αντιμετωπίζουν (ως θεσμοί) τα μεγαλύτερα προβλήματα. Η αποξένωση και απομάκρυνση από την παραδοσιακή κομματική οργάνωση έχει πλήξει τόσο την Αριστερά, όσο και την Δεξιά. Εμφανίζεται ένα πολιτικό κενό ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των κομμάτων να παρουσιάσουν ένα πειστικό πρόγραμμα που να αγγίζει το μεγάλο θέμα των σχέσεων με την Τουρκία. Άμεση συνέπεια του πολιτικού κενού είναι η εμφάνιση νέων οργανώσεων και κινήσεων (π.χ πρωτοβουλίες Κουντρέτ Όζερσαϊ), οι οποίες να έχουν στο επίκεντρό τους «τα καθημερινά προβλήματα του πολίτη».

Η πιο πάνω εξέλιξη δεν αφήνει αδιάφορη την Τουρκία. Η Άγκυρα επιδιώκει να «ξαναμοιράσει τα χαρτιά» στο πολιτικό-κομματικό πεδίο και προχωρά σε συνεργασίες με παράγοντες σχεδόν σε όλα τα κόμματα. Φυσικά η μεγαλύτερη παρέμβαση γίνεται εντός του Κόμματος Εθνικής Ενότητας που «κυβερνά». Συνεπώς υπάρχει σε εξέλιξη μια διαδικασία και στο πολιτικό-κομματικό πεδίο, με αλλαγή των πρωταγωνιστών και αντικατάστασή τους από άτομα πιο «πρόθυμα» για υλοποίηση των προγραμμάτων που επιβάλλονται. Δεν θα ήταν έκπληξη στο επόμενο χρονικό διάστημα να γίνουν ενοποιήσεις κομμάτων, αποχωρήσεις γνωστών στελεχών και νέες συνεργασίες, το αποτέλεσμα των οποίων θα αντικατοπτριστεί και στην διαπραγματευτική διαδικασία στο Κυπριακό μετά τον Φεβρουάριο του 2013.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο καταγράφεται ξεκάθαρα η αγωνία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας να καθορίσει το μέλλον της σε ένα πιο βιώσιμο και λειτουργικότερο πολιτικό περιβάλλον. Η «αγωνία» αυτή έχει συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έρχονται σε αντίθεση με τους πολιτικούς στόχους της Άγκυρας. Την ίδια στιγμή οι τουρκοκυπριακές διεκδικήσεις διατηρούν κάποιες αποστάσεις και από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, δεδομένο που αντικατοπτρίζεται καλύτερα σε ένα από τα συνθήματα των κινητοποιήσεων του 2011: «ούτε όμηροι της Τουρκίας, ούτε μπαλώματα των Ελληνοκυπρίων». Δηλαδή είναι φανερό έχει δημιουργηθεί μια πλατφόρμα πολιτικών διεκδικήσεων στη βάση της Τουρκοκυπριακής ταυτότητας. Αυτή η τάση «ανεξαρτητοποίησης» των Τουρκοκυπρίων, ο ενισχυμένος εθνοκοινοτισμός που εκφράζουν και η διεκδίκηση τους για ισότητα, μπορούν πολύ σύντομα να αλλάξουν κάποια δεδομένα στο Κυπριακό πρόβλημα. Την ίδια στιγμή όμως διατηρούν ένα ευρύ πεδίο ανάπτυξης κοινών αιτημάτων με τους Ελληνοκύπριους, μέσα στο οποίο θα πρέπει να υπογραμμίζεται η ομοσπονδιακή λύση. Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι μεγάλης κλίμακας κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές στα κατεχόμενα, δε θα αφήσουν ανεπηρέαστες τις ελεύθερες περιοχές.  
Νίκος Μούδουρος

Δημοσίευση: εφημερίδα Χαραυγή, 23 Σεπτεμβρίου 2012

Τα προνόμια της «μειονότητας»

Σε περιόδους οικονομικής κρίσης η ιδεολογική συνάφεια και σύμπνοια εθνικισμού και ρατσισμού, γίνονται στοιχεία πιο εύκολα κατανοητά. Η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση. Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε ξανά μάρτυρες της προσπάθειας πολιτικών και δημοσιογραφικών κύκλων να δημιουργηθεί στην κοινωνία ένας παροξυσμός με επίκεντρο την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά και με βαθύτερο στόχο την πολιτική ποινικοποίηση της ιδέας της συμβίωσης και της συνεργασίας.

Η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων στις δομές της Κυπριακής Δημοκρατίας, το ηλεκτρικό ρεύμα προς την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, οι υπηρεσίες υγείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς και δηλώσεις του τύπου «είναι απαράδεχτη η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων, ενώ υπάρχουν τόσοι άνεργοι Ελληνοκύπριοι», αποτελούν μόνο μερικές από τις επικεφαλίδες του επιδιωκόμενου εθνικιστικού παροξυσμού στο δημόσιο χώρο. Μια απλουστευμένη εξήγηση για τη συμπεριφορά αυτών των κύκλων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι βέβαια η αντιπολιτευτική μανία και ο εθνικισμός, ή ακόμα και ο ρατσισμός, μέσα από τον οποίο αντιμετωπίζουν όλες ανεξαιρέτως τις εκφράσεις συνεργασίας των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Όμως η εξήγηση αυτή δεν μπορεί να απαντήσει ολοκληρωμένα τα ερωτήματα που αφήνει πίσω της η «διαχρονικότητα» αυτών των αντιδράσεων από ένα κομμάτι της Ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Η υπόθεση δυστυχώς είναι πιο σοβαρή. Αγγίζει μεταξύ άλλων, ζητήματα εξουσίας και διαμοιρασμού της. Συνδέεται με μια βαθιά πεποίθηση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν και θα πρέπει να παραμείνει ένα ελληνικό κράτος. Τροφοδοτείται από την αντίληψη ότι το κράτος αυτό θα πρέπει να εγγυάται και να αναπαράγει μόνο την ελληνικότητα των Κυπρίων, μια ελληνικότητα όμως που διαχειρίζεται αυταρχικά η λεγόμενη εθνικοφροσύνη προσδίδοντας της συγκεκριμένο περιεχόμενο και περιθωριοποιώντας καθετί διαφορετικό και εν γένει φυγόκεντρο προς την δική της ιδεολογική κυριαρχία.

Μέσα από την ρητορική κάποιων πολιτικών και μέσα από τα δημοσιεύματα συγκεκριμένων εφημερίδων σχετικά με τους Τουρκοκύπριους, επανέρχεται στην επικαιρότητα ένα «στερεότυπο σχήμα» μελέτης της ίδιας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, το οποίο κυριάρχησε για χρόνια στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Μέσα από αυτό το σχήμα, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα παρουσιάζεται ως να μην υπάρχει ως υποκείμενο στην κυπριακή ιστορία, ως να είναι απλά ένας καθρέφτης μέσα από τον οποίο αντανακλάται η τουρκική επεκτατική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα γίνεται ένας παθητικός αποδέχτης της πολιτικής της Άγκυρας στην Κύπρο, ένας «δούρειος ίππος» υλοποίησης της διχοτομικής πολιτικής της Τουρκίας.

Μέσα από τέτοια ερμηνευτικά σχήματα, φυσιολογικά οι Τουρκοκύπριοι καταλήγουν να είναι στο επίκεντρο μιας «βολικής» ανιστορικότητας. Οι εθνικιστικοί κύκλοι στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα επιδίωκαν μέσα από την πιο πάνω αντίληψη να απαλλαγούν από τις ευθύνες να συνομιλήσουν επί ίσοις όροις με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, την κοινότητα που στο κάτω-κάτω ήταν ο συνδημιουργητής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Τουρκοκύπριοι ως «δούρειος ίππος», οι Τουρκοκύπριοι ως «στρατηγική μειονότητα» της τουρκικής επέκτασης, ήταν μερικά από τα δόγματα που δημιουργούσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός αντιμετώπιζε το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος ως ένα δεύτερο ελληνικό κράτος. Συνεπώς, οτιδήποτε «μη ελληνικό» θα έπρεπε να υποταχθεί στην «ελληνική εξουσία» και να περιοριστεί ίσως σε κάποιες «παραχωρήσεις» από την ελληνική πληθυσμιακή πλειοψηφία.

Aυτή η πολιτική συμπεριφορά είχε πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα για το μέλλον του τόπου. Το προφανές είναι ότι οι ενέργειες των συγκεκριμένων κύκλων που εμπνέονταν από την πεποίθηση μιας δεύτερης ελληνικής εξουσίας στην Κύπρο, έσπρωχναν την Τουρκοκυπριακή κοινότητα στην «επιβεβαίωση» ότι η Τουρκία μπορούσε να αποτελέσει όντως μια σανίδα σωτηρίας. Όμως ένα άλλο αρνητικό αποτέλεσμα ήταν και το ότι με αυτό τον τρόπο, ο εθνικισμός στους Ελληνοκύπριους βοηθούσε τον αντίστοιχο στους Τουρκοκύπριους να χτίσει το δικό του «παραμύθι». Έτσι ένα μεγάλο μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας βολεύτηκε πίσω από τα θεωρητικά σχήματα της «ανιστορικότητας» και προσπάθησε να απαλλαγεί από τις συνέπειες της ιδεολογίας των δικών της ακραίων ηγεσιών. Αυτή είναι τελικά μια άλλη πτυχή της ανατροφοδότησης των εθνικισμών στην Κύπρο.

Σήμερα γίνεται αντιληπτό ότι δυστυχώς τα φαινόμενα αυτά δεν αποτελούν κάτι για το οποίο να αναφερόμαστε μόνο από ανάγκη διήγησης ενός μακρινού παρελθόντος. Η μη ανοχή προς την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων, η αντίκρυση των δικαιωμάτων τους ως «απαράδεχτα» ή στην καλύτερη περίπτωση ως «προνόμια που πρέπει να καταργηθούν», είναι αντιλήψεις που επαναφέρουν εμπόδια προς την πραγματική ανεξαρτησία και την κυπριακότητα του κράτους. Εμποδίζουν την καλλιέργεια της συνείδησης εκείνης που προωθεί την κοινή δράση των κοινοτήτων, την συνεργασία τους και την δημιουργική συμμετοχή τους στην εξουσία, ως βασικά συστατικά της επανένωσης του κράτους.      
Νίκος Μούδουρος

Δημοσίευση: CyprusNews.eu (http://cyprusnews.eu)
21.9.2012

Ασίλ Ναδίρ: Το «εθνικό» κεφάλαιο

«Η ποινή που επιβλήθηκε στον Ασίλ Ναδίρ, είναι ποινή που επιβλήθηκε σε ολόκληρο το έθνος μας», ανέφερε η ανακοίνωση της Ένωσης Τουρκοκύπριων Αγωνιστών μερικές μέρες μετά την δημοσιοποίηση της 10χρονης ποινής φυλάκισης ενάντια στον γνωστό επιχειρηματία. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης μάλιστα, έσπευσε σε επίσκεψη αλληλεγγύης στον όμιλο ΜΜΕ ΚΙΠΡΙΣ (ιδιοκτησίας Ναδίρ) και δημοσίως διαμαρτυρήθηκε για την δικαστική απόφαση. Την ίδια στιγμή, οι προοδευτικές φωνές της τουρκοκυπριακής κοινότητας που επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν κριτικά το διαμορφούμενο κλίμα, συγκρούστηκαν στον τοίχο της «εθνικής απονομιμοποίησης».

Ποιο είναι το στοιχείο εκείνο που συνέβαλε στην προσπάθεια κυρίως της τουρκοκυπριακής Δεξιάς να δημιουργήσει ένα νέο «εθνικό θέμα», θέτοντας ταυτόχρονα την προσωπικότητα Ναδίρ πέραν των πλαισίων της κοινωνίας της; Οι περιπτώσεις εθνικιστικής έξαρσης ως προϊόν φαινομενικά άσχετων γεγονότων δεν είναι φυσικά αποκλειστικότητα της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Εκείνο όμως που ενδιαφέρει είναι η επιβολή αυτής της έξαρσης σε μια κρίσιμη χρονική συγκυρία που έχει ως κυριότερο χαρακτηριστικό, την αμφισβήτηση του περιεχομένου των σχέσεων Τουρκοκυπρίων-Τουρκίας από πλευράς των προοδευτικών τμημάτων της κοινότητας.

Η εισβολή του 1974 σηματοδότησε μια νέα εποχή σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, η μελέτη της οποίας απουσιάζει γενικότερα από το διάλογο για το Κυπριακό. Άμεση συνέπεια ήταν η έξοδος των Τουρκοκυπρίων από τους θύλακες που ζούσαν για περίπου μια δεκαετία και η συγκέντρωσή τους σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, με θετικές οικονομικές προοπτικές σε πολλούς τομείς. Όμως αυτές οι προοπτικές δεν αφορούσαν το σύνολο της κοινότητας. Η βίαιη αποκοπή ενός μέρους του εδάφους από το σύνολο στο οποίο ανήκε, η βαθιά οικονομική και πολιτική εξάρτηση από την Τουρκία, ήταν δεδομένα που πιο εύκολα καθοδήγησαν τις προοπτικές της όποιας ανάπτυξης προς συγκεκριμένους παράγοντες. Η τουρκοκυπριακή και τουρκική άρχουσα τάξη, προχώρησαν στη δημιουργία χωριστών δομών που με τη σειρά τους θα συνέβαλλαν στην ισχυροποίηση μιας συγκεκριμένης ομάδας μέσα στην κοινότητα. Αυτή η ιδιότυπη τουρκοκυπριακή αστική τάξη θα αποτελούσε τη βάση πάνω στην οποία το χωριστό καθεστώς αποκτούσε ιδεολογικο-πολιτική νομιμοποίηση.

Ακολουθώντας το τουρκικό μοντέλο της εποχής, το «κράτος» ανέλαβε την καπιταλιστική ανάπτυξη, έκφραση της οποίας ήταν η δημιουργία των λεγόμενων κρατικών οικονομικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, το περιουσιακό καθεστώς που οικοδομήθηκε κυρίως επί της ελληνοκυπριακής ιδιοκτησίας, μετατράπηκε σε εργαλείο αναπαραγωγής της κοινωνικο-οικονομικής τάξης στα κατεχόμενα. Οι σχέσεις εξάρτησης με πολιτικά ανταλλάγματα, ήταν το στοιχείο που στιγμάτισε από την αρχή τη νέα αυτή «διευθέτηση» και που για πολλές δεκαετίες διατηρήθηκε ως ο βασικός βραχίονας στήριξης του Ντενκτάς.

Μέσα από αυτό ακριβώς το πλαίσιο συγκρότησης των δομών στα κατεχόμενα, προκύπτει ο Ασίλ Ναδίρ, ένα από τα χαρακτηριστικότερα σύμβολα της σχέσης κεφαλαίου-κατοχής στην Κύπρο. Τα βιογραφικά του τεκμήρια είναι χαρακτηριστικά. Μετά την εισβολή μεταφέρει το επενδυτικό του ενδιαφέρον στα κατεχόμενα και εισέρχεται στον τομέα της βιομηχανίας ρούχων, τα οποία κατασκευάζει στην Κύπρο και εμπορεύεται στη Μέση Ανατολή, διαμέσου εταιρειών του στην Αγγλία. Λίγα χρόνια μετά γίνεται ιδιοκτήτης του ομίλου Polly Peckκαι παράλληλα επεκτείνεται στους τομείς των ΜΜΕ, υπηρεσιών και ηλεκτρικών ειδών. Το 1993 διαφεύγει από την Αγγλία λόγω του σκανδάλου υπεξαίρεσης και εγκαθίσταται μόνιμα στην Κύπρο. Μέσα από την οικονομική του αυτοκρατορία απέκτησε ισχυρές διασυνδέσεις στην Τουρκία. Θεωρήθηκε ένας από τους στυλοβάτες της όποιας αλλαγής στρατηγικής αποφάσιζε η Άγκυρα στον τρόπο διαχείρισης των κατεχομένων και γίνεται πρωταγωνιστής των νεοφιλελεύθερων πειραμάτων Οζάλ και Τσιλέρ.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο επιχειρηματίας Ναδίρ, όπως και άλλοι, είχαν αποκτήσει μια προνομιακή θέση στο πεδίο της ιδεολογικής μάχης. Ήταν οι προσωπικότητες εκείνες, των οποίων το πλέγμα των δραστηριοτήτων συμβόλιζε, συντηρούσε και ενδυνάμωνε το πλαίσιο μιας χωριστής-ανεξάρτητης-κρατικής τουρκοκυπριακής ύπαρξης. Συνεπώς μπορούσαν να προωθήσουν ευθέως το δόγμα των δύο λαών. Άρα η νομική ή η όποια αμφισβήτηση της δραστηριότητάς τους, δεν μπορεί να γίνει ανεχτή στο κυρίαρχο συντηρητικό πλαίσιο. Οι φωνές που επαναφέρουν στο προσκήνιο το «άλλο πρόσωπο» του Ναδίρ, πρέπει να εξοβελιστούν από το δημόσιο χώρο, αφού επαναφέρουν το μεγάλο πρόβλημα της εποχής: τη δομική σχέση Τουρκοκυπρίων-Τουρκίας.

 

Νίκος Μούδουρος

Δημοσίευση: Cyprus News (http://cyprusnews.eu)
4.9.2012
 

Τουρκοκύπριοι-Πολιτικό Ισλάμ: Σχέση αντιπαράθεσης

Οι εξελίξεις στα κατεχόμενα και οι αντιπαραθέσεις που προκαλούν, υποχρεώνουν σε μια προσεκτική ματιά στη νέα κοινωνική πραγματικότητα που εμφανίζεται. Οι προσανατολισμοί αυτής της πραγματικότητας, επηρεάζουν το σύνολο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και θα καθορίσουν μέρος των εξελίξεων στο Κυπριακό. Σε μια πρώτη παρατήρηση, το πολιτικό πεδίο στιγματίζεται από την «βίαιη μεταβίβαση» της εξουσίας σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας προς το τουρκικό στοιχείο, με τρόπο μάλιστα που να αλλάζει την μέχρι σήμερα αντίληψη για τον έλεγχο της Τουρκίας. Η αλλαγή στη λειτουργία των οικονομικών δομών, φέρνει σημαντικά ρήγματα στο ιδεολογικό περιβάλλον που πλαισιώνει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Όπως γίνεται ξεκάθαρο από τα στοιχεία που δημοσιεύονται, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, η τουρκική παρουσία εξοστρακίζει σε καθημερινή βάση την τουρκοκυπριακή. Το τρίπτυχο «νέες δομές-νέα οικονομία-νέα πολιτική», φαίνεται να αποτελεί μια πορεία που επιβάλλεται από την κυβέρνηση Έρντογαν στα κατεχόμενα και που την ίδια όμως στιγμή φέρει μαζί της ξένα προς τους Τουρκοκύπριους στοιχεία. Το χαρακτηριστικότερο από αυτά είναι η ισλαμική θρησκεία, η ενίσχυση της οποίας προκαλεί σοβαρές αντιπαραθέσεις.

«Η Βόρεια Κύπρος είναι μια τουρκική και μουσουλμανική χώρα. Θα πρέπει να είμαστε περήφανοι για αυτές μας τις ιδιαιτερότητες και χωρίς αμφιβολίες να τις προωθούμε. Για παράδειγμα τη στιγμή που η ελληνοκυπριακή πλευρά δείχνει τόση αφοσίωση στους δεσμούς της με την Εκκλησία, θα πρέπει και εμείς να συνειδητοποιήσουμε τις πολιτιστικές μας διαφορές με περισσότερα τζαμιά, με περισσότερη θρησκευτική εκπαίδευση» (Yeni Düzen, 2.2.2012). Τα πιο πάνω δήλωσε ο Έρντογαν σε Τουρκοκύπριους δημοσιογράφους. Δηλώσεις που δίνουν με ξεκάθαρο τρόπο το περιεχόμενο της αλλαγής που βιώνει η Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Μάλιστα η ένταση με την οποία εφαρμόζονται τα μέτρα ενίσχυσης της ισλαμικής παρουσίας στα κατεχόμενα, προκάλεσαν τέτοιες αντιδράσεις που ακόμα και οι εκδηλώσεις για την τουρκική εισβολή επισκιάστηκαν από τις διαμαρτυρίες οργανωμένων συνόλων ενάντια στη δημιουργία της ισλαμικής Θεολογικής Σχολής στην περιοχή της Μιας Μηλιάς.

Η ενίσχυση της ισλαμικής δραστηριότητας στα κατεχόμενα, από τη μια αντικατοπτρίζει την αλλαγή στη σύνθεση του πληθυσμού και την ισχυροποίηση Τούρκων εποίκων. Από την άλλη όμως, είναι μια σχεδιασμένη ιδεολογική παρέμβαση συντηρητικής αλλαγής που συνοδεύει τα θεμέλια του νέου πολιτικού καθεστώτος που οικοδομείται. Στο σημείο αυτό, αναδεικνύεται η δεύτερη σημαντική παρατήρηση για τις εξελίξεις που αφορά τη διαλεκτική σχέση μεταξύ των νέων δομών που οικοδομούνται και του Ισλάμ. Σύμφωνα με το πολιτικό πρόγραμμα που υιοθετεί η τουρκοκυπριακή Δεξιά, οι ανανεωμένες δομές του «κράτους» έχουν ρόλο στην ανάδειξη του Ισλάμ ως συστατικό στοιχείο του πολιτικού πλαισίου. Θα πρέπει να «φυσιολογικοποιήσουν» την ενίσχυση της θρησκείας σε μια ομολογουμένως κοσμική κοινότητα και να συνεργαστούν με νέους πολιτικούς παράγοντες που θα προκύψουν, ούτως ώστε ο ιδεολογικός μετασχηματισμός να γίνει «αναίμακτα». Μέτρα που κινούνται στο πιο πάνω πλαίσιο είναι τα εξής: δημιουργία ισλαμικού κτιριακού συγκροτήματος στη Μια Μηλιά που θα συμπεριλαμβάνει Θεολογική Σχολή, δημιουργία Θεολογικής Σχολής στο πανεπιστήμιο «Εγγύς Ανατολής», μετατροπή του μαθήματος των θρησκευτικών σε υποχρεωτικό, έναρξη κορανικών μαθημάτων και δημιουργία τμήματος αρμόδιου για ισλαμικά-θεολογικά ζητήματα εκπαίδευσης στο «Υπουργείο Παιδείας».

Την ίδια στιγμή που το «κράτος» μπαίνει στην υπηρεσία ενίσχυσης της ισλαμικής θρησκείας, το Ισλάμ μετατρέπεται σε εργαλείο ενίσχυσης χωριστών δομών. Έργα όπως η Θεολογική Σχολή, αποτελούν βήματα εμπέδωσης κράτους. Ο Αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Μπεσίρ Αταλάϊ, περιγράφοντας τη σημασία ενός τέτοιου έργου στην εκδήλωση κατάθεσης του θεμέλιου λίθου στη Μια Μηλιά τόνισε: «Οι χώρες δε δημιουργούνται εύκολα. Μια χώρα γίνεται μεγάλη με τις υποδομές της, με την επένδυση στους ανθρώπους, αλλά και με την ενίσχυση της κουλτούρας, των εθίμων και της θρησκείας» (Haberdar, 21.7.2012).

Η τρίτη και σημαντικότερη παρατήρηση αφορά την τουρκοκυπριακή αντίδραση. Η προσπάθεια προστασίας του κοσμικού χαρακτήρα της κοινότητας αντικατοπτρίζεται καλύτερα από τους δάσκαλους, καθηγητές και τα προοδευτικά κόμματα. Όμως είναι γεγονός ότι η αντίσταση στον εξισλαμισμό, συγκεντρώνει πλατύτερη υποστήριξη. Οι διαμαρτυρίες των Τουρκοκυπρίων δεν αποτελούν ένα μεμονωμένο περιστατικό που εκδηλώνεται στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης συγκυρίας. Αντιθέτως αποτελούν έκφραση μιας αντιπολίτευσης προς την σημερινή Τουρκία, η οποία εμφανίζεται δυναμικά αναλόγως της οργανωτικής και ιδεολογικής της συγκρότησης. Οι αντιδράσεις των προοδευτικών Τουρκοκυπρίων σε αυτό το θέμα είναι σημαντικές γιατί θέτουν σε προτεραιότητα την προστασία της κυπριακής τους ταυτότητας, γιατί αμφισβητούν το νέο πλαίσιο ηγεμονίας της Τουρκίας. Υπό αυτή την έννοια απονομιμοποιούν τις υφιστάμενες σχέσεις της κοινότητας με την Άγκυρα και συνεπώς βροντοφωνάζουν για τον περιορισμό του ρόλου της Τουρκίας στην ίδια την κυπριακή ιστορία. Οι αντιδράσεις αυτές δεν πρέπει να υποτιμηθούν από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Ούτε θα πρέπει να γίνουν κατανοητές ως μια «εσωτερική τουρκοκυπριακή υπόθεση». Οι διαμαρτυρίες έχουν περιεχόμενο κυπριακής εμβέλειας, αξιολογούνται στο κυπριακό τους περιβάλλον και αποτελούν ένα νέο πεδίο δημιουργικού διαλόγου για την δημοκρατική ανανέωση των σχέσεων των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Για όσους βέβαια ενδιαφέρονται…

Νίκος Μούδουρος
Δημοσίευση CyprusNews.eu (http://cyprusnews.eu)
23.8.2012