Τα επίπεδα ανασυγκρότησης της τουρκικής πολιτικής στην Κύπρο



Μετά τα δημοψηφίσματα του 2004 και το πολιτικό προβάδισμα που ομολογουμένως απέκτησε η Τουρκία διεθνώς, η πολιτική της Άγκυρας στο Κυπριακό άρχισε να παρουσιάζει στοιχεία «ανασυγκρότησης». Η διαφοροποίηση καταγράφηκε και σε προγραμματικό επίπεδο. Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι το προεκλογικό πρόγραμμα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στις εκλογές του 2002 αναφερόταν σε λύση «βελγικού μοντέλου των δύο κυρίαρχων κοινοτήτων». Στις εκλογές του 2007 και 2011, η λύση του Κυπριακού περνούσε μέσα από την «διατήρηση των ισορροπιών στην Ανατολική Μεσόγειο και την αναβάθμιση της ΤΔΒΚ».
Αυτή η στροφή της τουρκικής κυβέρνησης προωθούσε μια εντελώς νέα φιλοσοφία για την Κύπρο, η οποία απομακρυνόταν από την παραδοσιακή κεμαλική αντίληψη περί στρατιωτικής ασφάλειας. Από το 2007 και σε συνδυασμό με την αλλαγή των διεθνών και περιφερειακών συγκυριών, η κυβέρνηση Έρντογαν έθεσε σε προτεραιότητα μια έννοια «οικονομικής ασφάλειας» στην Ανατολική Μεσόγειο, μέρος της οποίας ήταν η δημιουργία ενός άλλου πολιτικού και οικονομικού καθεστώτος στα κατεχόμενα. Την ίδια στιγμή, το νέο πλαίσιο σχέσεων της Τουρκίας με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα διαφοροποιούσε σε μεγάλο βαθμό και την έννοια της «σταθερότητας» μεταξύ των δύο μερών. Από την «σταθερότητα» στην ολοκληρωτική εξάρτηση της κοινότητας από την αναπαραγωγή των χωριστών δομών, η σχέση μεταφέρθηκε στην «σταθερότητα» του μετασχηματισμού που οδηγούσε πλέον την κοινότητα στην ολοκληρωτική της περιθωριοποίηση από τις τουρκικές επιχειρηματικές ελίτ και τους φορείς τους.

Με λίγα λόγια, η προαναφερθείσα περίοδος χαρακτηρίστηκε έντονα από την εισαγωγή μιας νέας διαδικασίας «κοινωνικής μηχανικής» που στόχευε στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη αλλαγή της λειτουργίας των δομών έτσι όπως αυτές οικοδομήθηκαν με την εισβολή του 1974. Αυτή η προσπάθεια μοιραία επηρέασε όλες ανεξαιρέτως τις εκφάνσεις τις καθημερινότητας των Τουρκοκυπρίων. Τα τρίχρονα οικονομικά πρωτόκολλα, αναδείχθηκαν σε περιεκτικούς μηχανισμούς μετασχηματισμού ακόμα και της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων, στα μέτρα και στους ιδεολογικούς άξονες που επιθυμούσε η τουρκική κυβέρνηση. Οι μαζικές κινητοποιήσεις του 2011, αλλά και οι νέες διεκδικήσεις της κοινότητας έναντι της Τουρκίας, αντικατοπτρίζουν ακριβώς την κορύφωση των αντιδράσεων ενάντια στην περιθωριοποίηση της.   
Η «ανασυγκρότηση» της πολιτικής της Άγκυρας, όπως θα έπρεπε να ήταν αναμενόμενο, επηρεάζει τώρα με συγκεκριμένο τρόπο και το τραπέζι των συνομιλιών. Φαίνεται μάλιστα να υιοθετεί μονόπλευρα και να ερμηνεύει κάπως αυθαίρετα πτυχές των εξελίξεων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα με κορυφαία την οικονομική κρίση και τις εξελίξεις στα ζητήματα ενέργειας. Συνεπώς στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο να κατατεθούν κάποιες βασικές κατευθυντήριες γραμμές που αναμένεται να ακολουθήσει η Άγκυρα και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία.
Σε ένα πρώτο επίπεδο διαφαίνεται μια νέα εξέλιξη στο περιεχόμενο λύσης-διευθέτησης του Κυπριακού. Χαρακτηριστικά το ντοκουμέντο που κατέθεσε ο Αχμέτ Νταβούτογλου στην Εθνοσυνέλευση για τον προϋπολογισμό του 2013, υπογραμμίζει ότι «εάν η λύση που επιθυμεί η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν είναι συνεταιρισμός, τότε θα πρέπει να γίνουν σκέψεις και για λύση που δε θα τον περιλαμβάνει». Σε συνέχεια αυτού, ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας ανέφερε πρόσφατα σε συνέντευξη του ότι η λύση μπορεί να αναζητηθεί και «σε μια βάση εκτός του Σχεδίου Ανάν». Οι παραπομπές στα σημεία αυτά είναι ξεκάθαρες: Η τουρκική πλευρά παρουσιάζεται πρόθυμη να συζητήσει άλλες μορφές λύσης του προβλήματος στην Κύπρο που να μην συμπεριλαμβάνουν το διαμοιρασμό εξουσίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων σε ένα κοινό κράτος. Αφήνεται μάλιστα να νοηθεί ότι η κατάσταση στην Ελληνοκυπριακή πλευρά ευνοεί έναν τέτοιο διάλογο. Εδώ έγκειται και η μερική «αυθαιρεσία» στην ερμηνεία των εξελίξεων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, μπαίνει το ζήτημα των χρονοδιαγραμμάτων λήξης των συνομιλιών. Η θέση αυτή δεν είναι νέα, όμως υπάρχει η πιθανότητα αυτή τη φορά τα χρονοδιαγράμματα να τεθούν ως μια μορφή προϋπόθεσης για την έναρξη απευθείας συνομιλιών στο Κυπριακό. Η βάση νομιμοποίησης αυτής της θέσης θα είναι φυσικά η μακρά περίοδος μη επίλυσης του προβλήματος, αλλά και η διεκδίκηση της Τουρκίας για αλλαγή της «τάξης πραγμάτων» στην Ανατολική Μεσόγειο με τρόπο που να προσαρμόζεται στην ευρύτερη πολιτική οικονομικής και εμπορικής ενσωμάτωσης που ακολουθεί τα τελευταία χρόνια. Στο σημείο αυτό, τα ζητήματα ενέργειας αποκτούν σταδιακά στρατηγικό περιεχόμενο για τις κινήσεις της Άγκυρας στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Στο τρίτο επίπεδο εισέρχονται τα σενάρια για μια γενικότερη «αλλαγή στρατηγικής» και «δομής του διαλόγου», τα οποία επεξεργάζεται η Τουρκία. Μια από τις σκέψεις είναι η δημιουργία μιας παράλληλης διαδικασίας, η οποία θα επικεντρώνεται σε ζητήματα συνεργασίας των δύο κυπριακών πλευρών. Συγκεκριμένα αυτή η συνεργασία μπορεί να περιλαμβάνει ζητήματα εμπορίου, ενέργειας, τουρισμού, συγκοινωνιών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Πιθανότατα θα παίρνει σταδιακά τη μορφή μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης και θα λειτουργεί ως μια μορφή «σχεδίου Β» στην περίπτωση μη λύσης-διευθέτησης. Μάλιστα η δημόσια προεκλογική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου περί περάσματος του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου από την Τουρκία «εφόσον εξυπηρετεί τα συμφέροντα μας», έτυχε αξιολόγησης από την Τουρκία ακριβώς στο εξής σημείο: εφόσον η περιεκτική λύση στο Κυπριακό είναι απομακρυσμένη περίπτωση, τότε άλλες μορφές συνεργασίας πέραν του κοινού κράτους μπορούν να συζητηθούν.
Επομένως, απέναντι στο προαναφερθέν ολοκληρωμένο σκεπτικό – έστω και ανεπίσημο – της Άγκυρας, η Λευκωσία οφείλει να προχωρήσει στους δικούς της σχεδιασμούς. Έστω και αν στο παρόν στάδιο λόγω αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, δεν αναμένεται μια δυναμική έναρξη ουσιαστικού διαλόγου στο Κυπριακό, εντούτοις το πολιτικό μας πρόβλημα δε θα πάψει να επηρεάζεται καθοριστικά από τις διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις. Η μη ύπαρξη διαλόγου, καθόλου δεν εμποδίζει τις πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές στην Κύπρο και την γειτονιά της από του να λειτουργούν και μάλιστα υπό τη μορφή «τετελεσμένων». Άρα μια πρώτη ωφέλιμη «άσκηση» της ελληνοκυπριακής πλευράς θα πρέπει να συμπεριλάβει την χαρτογράφηση των ισορροπιών έτσι όπως αναπτύσσονται ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, καθώς και τη σύναψη συμμαχιών με τις εκείνες τις τουρκοκυπριακές δυνάμεις που ακόμα πιστεύουν στο κοινό κυπριακό κράτος. 
Νίκος Μούδουρος
Μέλος Ε.Σ Ινστιτούτου Ερευνών Προμηθέας
  

Ε.Ε-Τουρκία-Κύπρος σε μια «νέα» σχέση

 
 
Στις 25 Ιανουαρίου 2013 σε τηλεοπτική του συνέντευξη, ο Έρντογαν αφού σημείωσε ότι η Ε.Ε είναι αρνητική στην προοπτική ένταξης της Τουρκίας, υπογράμμισε τα εξής: «Όταν αυτή η υπόθεση πάει τόσο αρνητικά, τότε ως Πρωθυπουργός 75 εκατομμυρίων ανθρώπων, θέλεις δε θέλεις, αρχίζεις άλλες αναζητήσεις. Για αυτό και τις προάλλες είπα στον Πούτιν βάλτε μας στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης και εμείς αποχαιρετούμε την Ε.Ε, χωρίζουμε τους δρόμους μας». Η συγκεκριμένη γεωστρατηγική «βόμβα» του Τούρκου Πρωθυπουργού προκάλεσε αντιδράσεις, ιδιαίτερα από τις τάξεις της δεξιάς φιλελεύθερης διανόησης της Τουρκίας. Κάποιοι ερμήνευσαν αυτές τις δηλώσεις ως μπλόφα έναντι της Ε.Ε, άλλοι ως μια πραγματική πολιτική στροφή του κυβερνώντος ΑΚΡ.

Όμως εκείνο που θα πρέπει να προβληματίσει τη δική μας περίπτωση, ιδιαίτερα όσους ακόμα οραματίζονται ότι η Ε.Ε από μόνη της μπορεί να «γονατίσει» την Τουρκία ενώπιον των όποιων ελληνοκυπριακών διεκδικήσεων, δεν είναι μόνο το κατά πόσο εννοεί αυτά που λέει ο Έρντογαν ή εάν πρόκειται για «επικοινωνιακά τεχνάσματα». Περισσότερο θα πρέπει να προβληματίσει το ότι η λεκτική «αναταραχή» που προκάλεσε ο επικεφαλής της τουρκικής κυβέρνησης, αντικατοπτρίζει ένα τουλάχιστον μέρος της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας που βιώνει σήμερα η Τουρκία σε σχέση με την ευρωπαϊκή της προοπτική. Οι κριτικές για τις δηλώσεις Έρντογαν, σε καμιά περίπτωση δεν έμοιαζαν σε ένταση με παρόμοια περιστατικά που συνέβαιναν πριν μια δεκαετία.

Τα τελευταία χρόνια και περισσότερο μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2011, είναι γεγονός ότι οι επικριτικές δηλώσεις του Έρντογαν για την Ε.Ε και άλλους δυτικούς θεσμούς αυξάνονται. Οι κριτικές αυτές απέχουν πολύ από μια προοδευτική κατεύθυνση. Περιορίζονται συνήθως στην ανάδειξη ενός νέου τύπου ανταγωνισμού σε μια διεθνή τάξη πραγμάτων με πολλά κέντρα εξουσίας. Σηματοδοτούν μια αντιπαράθεση συνδεδεμένη κυρίως με τη σχετική αύξηση του μερίσματος που οικειοποιείται ο κόσμος πέραν της Δύσης στον παγκόσμιο καπιταλισμό. Σε αυτό το σημείο, η Τουρκία του ΑΚΡ επιδιώκει να καθιερωθεί ως μια δύναμη εκπροσώπησης μέρους του ισλαμικού κόσμου όχι σε σύγκρουση με το δυτικό κόσμο, αλλά σε πορεία πλήρους ενσωμάτωσης στις κεντρικές δομές.

Επομένως η ένταση στην υπογράμμιση των παραδοσιακών αξιών της Τουρκίας, η μετατροπή της ισλαμικής θρησκείας σε εργαλείο εξωτερικής πολιτικής, αποτελούν τα «αναμενόμενα» αποτελέσματα σε μια προσπάθεια όπως την προαναφερόμενη. Όμως η ισχυρή παρουσία της πολιτισμικής ταυτότητας της Τουρκίας στην εξωτερική πολιτική και μάλιστα σε σημείο που η Ε.Ε να παρουσιάζεται ως «κίνδυνος» αμφισβήτησής της, δημιουργεί επιπλέον αρνητικές δυναμικές αναφορικά με τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Προκαλεί σκλήρυνση στην πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης σε σημείο αντικατάστασης «των κριτηρίων της Κοπεγχάγης με τα κριτήρια της Άγκυρας». Μια φράση που σαφώς παραπέμπει σε μια επιθυμία νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού χωρίς τον άξονα της Ε.Ε.

Οι πιο πάνω εξελίξεις δεν υπάρχουν στο κενό. Η μετατόπιση ισχύος από τη Δύση στην Ανατολή, δημιουργεί ούτως ή άλλως νέους συνειρμούς και αναζητήσεις. Η Κίνα και η Ρωσία δεν αποδέχονται την ύπαρξη ενός μονοπολικού κόσμου και επιδιώκουν να διευρύνουν την επιρροή τους από την Κεντρική Ασία μέχρι και την Αφρική. Η εμπορική και βιομηχανική δραστηριότητα στα ανατολικά του κόσμου ενισχύεται, προκαλώντας το ενδιαφέρον της Άγκυρας και όχι μόνο. Οι στόχοι για ενίσχυση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης είναι ένα από τα πολλά παραδείγματα του πιο πάνω σκηνικού. Την ίδια στιγμή η Ε.Ε βουλιάζει καθημερινά υπό το βάρος της πολύπλευρης κρίσης. Η κατάσταση αυτή φέρνει στο προσκήνιο φυγόκεντρες δυναμικές, άλλες σε προοδευτική και άλλες σε συντηρητική κατεύθυνση.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η ούτως ή άλλως «παγωμένη» ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας δεν κερδίζει την προσοχή των προηγούμενων χρόνων. Αντίθετα, η «μόδα» των ημερών στα τουρκικά πολιτικά στέκια δεν είναι η υπεράσπιση της ενταξιακής διαδικασίας στην Ε.Ε, αλλά η κριτική της. Στο επίκεντρο αυτής της νέας πραγματικότητας στην Άγκυρα βρίσκεται η πεποίθηση ότι μέρος του όποιου εκδημοκρατισμού (π.χ η επιστροφή του στρατού στα στρατόπεδα) μπορεί να είναι υλοποιήσιμος στόχος πέραν και έξω από τις βοήθειες που είχε προσφέρει στο παρελθόν η επίκληση της ενταξιακής διαδικασίας.

Επομένως τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι σκληρά και αξίζουν απάντησης. Σε πιο βαθμό υπάρχει σήμερα η συγκυρία της περιόδου 1999-2003, η οποία χαρακτηρίστηκε από την πρωταγωνιστική θέση της Ε.Ε στον καθορισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής; Σε πιο βαθμό η ελληνοκυπριακή κοινότητα μπορεί να στηρίζει ολοκληρωτικά την τύχη της, αλλά και της Κύπρου, σε μια «ακαθόριστη» ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας με σκαμπανεβάσματα και πισωγυρίσματα; Η πολιτική πραγματικότητα που βρίσκεται τώρα στο προσκήνιο οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ομοσπονδιακή επίλυση του Κυπριακού, πρέπει πρωτίστως να είναι καθημερινή διεκδίκηση τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική πολιτική. Έστω και αν υπάρχουν «εξωτερικοί άξονες» και συγκυρίες στις διεθνείς σχέσεις που μπορούν και πρέπει να τυγχάνουν αξιοποίησης, εντούτοις ο εγκλωβισμός του Κυπριακού σε μία και μόνη υπόθεση και μάλιστα «ανοιχτού τέλους» όπως η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε, έχει καταστροφικά αποτελέσματα.

 

Νίκος Μούδουρος

7.2.2013

 

Δημοσίευση: CYPRUSNEWS.EU
http://cyprusnews.eu/nikos-moudouros/929136——lr—-.html

Εξελίξεις στην Τουρκοκυπριακή Κοινότητα (28.1.2013-6.2.2013)

 

Το Κυπριακό δειλά-δειλά στο προσκήνιο

Η συνάντηση Έρντογαν-Σαμαρά στο Κατάρ και ο τρόπος που μεταδόθηκε από τον τουρκοκυπριακό Τύπο, καθώς και η συνάντηση του Έρογλου με τα μεγαλύτερα τουρκοκυπριακά πολιτικά κόμματα, έβαλαν ξανά στο θολό τοπίο το Κυπριακό πρόβλημα. Δύο είναι οι γενικότεροι άξονες που φαίνεται να απασχολούν τους Τουρκοκύπριους και να τους οδηγούν στις ερμηνείες τους περί νέας κινητικότητας στο Κυπριακό.

Ο πρώτος άξονας είναι η κινητικότητα της τουρκικής κυβέρνησης στο Κουρδικό, ζήτημα που αναμένεται να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό ολόκληρη την Τουρκία και τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί και άλλα προβλήματα, όπως το Κυπριακό. Ο δεύτερος άξονας, πιο συγκεκριμένος, είναι οι προεδρικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία. Παρόλο που δεν σημειώνεται το ενδιαφέρον των Τουρκοκυπρίων όπως σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, εντούτοις η φιλολογία για μια νέα διαδικασία στο Κυπριακό μετά τον Φεβρουάριο του 2013, ήταν ικανή από μόνη της να φέρει στο προσκήνιο κάποιες τάσεις για την επόμενη μέρα στο Κυπριακό.

Μετά τη συνάντηση των κομμάτων με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη στις 31 Ιανουαρίου 2013, η τουρκοκυπριακή Δεξιά, το Εθνικής Ενότητας και το Δημοκρατικό, αρκέστηκε να δηλώσει την αισιοδοξία της για την έναρξη μιας νέας διαδικασίας και την αναγκαιότητα για μια ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του νέου Ελληνοκύπριου συνομιλητή. Ο Ιρσέν Κιουτσιούκ μάλιστα δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι τόσο το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, όσο και ο Έρογλου, μελετούν και αξιολογούν επισταμένα όλες τις δηλώσεις και τοποθετήσεις του Αναστασιάδη για το Κυπριακό. Στην ευρύτερη Αριστερά τα πράγματα είναι πιο συγκεκριμένα. Ο Τσιακιτζί, ηγέτης του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας, ανέφερε ότι θα πρέπει αμέσως μετά τις προεδρικές εκλογές να επιβεβαιωθούν οι μέχρι σήμερα συγκλίσεις των συνομιλιών, ενώ εκτίμησε ότι τελικά θα αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος για το φυσικό αέριο της Κύπρου, από του να περάσει από την Τουρκία. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι υποβοηθητική γενικότερα, σημείωσε. Ο Γενικός Γραμματέας του Ρεπουμπλικανικού, Ασίμ Ακάνσοϊ, εκτίμησε ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα δώσει ούτως ή άλλως μια νέα δυναμική στις διαπραγματεύσεις, η οποία δεν πρέπει να χαθεί. Δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι θα πρέπει να προστατευθεί «η θετική βάση που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια στο τραπέζι των συνομιλιών και να προχωρήσει παραπέρα»[1].

Όμως πιο ουσιαστικά δεδομένα φαίνεται να παρουσιάζονται μέσα από διαρροές στον Τύπο της τελευταίας εβδομάδας, παρά από τις δηλώσεις των Τουρκοκύπριων πολιτικών. Από τις διαρροές αυτές φαίνεται ότι η Άγκυρα και η Τουρκοκυπριακή ηγεσία, πέρα από την κλασσική επιμονή σε ζητήματα όπως η δέσμευση σε χρονοδιάγραμμα, θα θέσουν κατά συγκεκριμένο τρόπο ζητήματα «ευρύτερης συνεργασίας των δύο πλευρών», ίσως υπό τη μορφή Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης με ιδιαίτερη επικέντρωση στην ενέργεια και το εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο[2].

Σε αυτό το πλαίσιο, οι προτάσεις που καταθέτει δημοσίως ο Κουντρέτ Όζερσαϊ, πρώην αντιπρόσωπος του Έρογλου στις συνομιλίες, προκαλούν κάποια συζήτηση και πρέπει να αξιολογηθούν. Συγκεκριμένα στο επίκεντρο των προτάσεών του βρίσκεται η υιοθέτηση μιας νέας στρατηγικής και μιας «ευέλικτης» διαδικασίας συνομιλιών που να αποτελείται από δύο αλληλοτροφοδοτούμενες προσπάθειες. Από τη μια θα είναι η κλασσική συζήτηση στο τραπέζι των συνομιλιών και από την άλλη μια δεύτερη συζήτηση οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας των δύο πλευρών, η οποία θα βοηθήσει την κατάσταση να ομαλοποιηθεί. Παράλληλα όμως μπαίνει και η «αναγκαιότητα» να επιδειχθεί ευελιξία και στο ζήτημα του πλαισίου της λύσης του Κυπριακού, αφού η διζωνική-δικοινοτική Ομοσπονδία δε φαίνεται πλέον να είναι εφικτή, κατά τον Όζερσαϊ. «Νέες ιδέες και πιο δημιουργικές», «έξω από τα καλούπια του ΟΗΕ» και με την προϋπόθεση ότι γίνονται αποδεχτές από τις δύο πλευρές, είναι το νέο περιεχόμενο που προτείνει ο Κουντρέτ Όζερσαϊ[3]. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει τις νέες συνομιλίες στο Κυπριακό δεν πρέπει να είναι το όνομα της λύσης, αλλά το να είναι αποδεχτή και από τις δύο πλευρές[4].

Συνεπώς θα πρέπει να αναμένεται ότι η ίδια περίπου αντιπαράθεση που υπάρχει στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα αναφορικά με τη λύση του Κυπριακού, θα εμφανιστεί και στην Τουρκοκυπριακή με τις ανάλογες φυσικά ιδιαιτερότητες.

Μια «νέα» πτυχή του Κυπριακού μέσα από το διεθνές πολιτικό Ισλάμ

Ο Χαμζά Άκμπουλουτ, πρόεδρος του Συνδέσμου Εθελοντικών Οργανώσεων Τουρκίας, κατά τη συνάντηση του με τον πρόεδρο της «βουλής» Χασάν Μποζέρ ανάφερε τα εξής χαρακτηριστικά: «Βλέπουμε την Κύπρο όπως ακριβώς την Μάρντιν, Έρζουρουμ, Εντίρνε, Κόνια, Σίβας, δηλαδή σαν ένα νομό της Τουρκίας. Όμως οι άνθρωποι των δύο χωρών δεν γνωρίζονται ικανοποιητικά μεταξύ τους»[5]. Η συνάντηση έγινε στα πλαίσιο της 9η Συνάντησης Νεολαίας που πραγματοποιεί στα κατεχόμενα η Ένωση Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών του Ισλαμικού Κόσμου, μια ομπρέλα 220 οργανώσεων από 53 διαφορετικές χώρες. Η «ομολογία» για το πώς αντιμετωπίζει την Κύπρο το πολιτικό Ισλάμ είναι η μια όψη των δηλώσεων. Η άλλη εξίσου σημαντική, είναι η παρομοίωση της Κύπρου και η μετατροπή του κυπριακού χώρου σε μια συγκεκριμένου τύπου «περιφερειακή περιοχή» της Ανατολίας, η οποία «χρειάζεται» την οικονομική και πολιτισμική συμβολή του «κέντρου». Συνεπώς η Κύπρος, όντας μακριά από την «κεντρική αρχή» πρέπει να αποτελέσει ένα «εργαστήρι» της εξαγωγής του τουρκικού-ισλαμικού μοντέλου εκσυγχρονισμού που επικρατεί επί της διακυβέρνησης ΑΚΡ στην Τουρκία. Οι συγκεκριμένες δηλώσεις, όπως ήταν αναμενόμενο, «εξόργισαν» τον ευρύτερο προοδευτικό τουρκοκυπριακό χώρο.

Η πραγματοποίηση της 9ης Συνάντησης Νεολαίας στα κατεχόμενα, έχει τη δική της σημασία, αφού σύμφωνα με αναφορές του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών του Ισλαμικού Κόσμου, Αλί Κουρτ, «η ΤΔΒΚ λόγω ιστορικών και πολιτιστικών δεσμών, αλλά και λόγω της κοινωνικο-πολιτιστικής της δομής έχει καθοριστική σημασία στον τουρκικό και ισλαμικό κόσμο». Σε αυτό το πλαίσιο, η σύνοδος ασχολήθηκε με ζητήματα διεθνούς αναβάθμισης των δομών στα κατεχόμενα, αλλά και ενίσχυσης της δουλειάς των «οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών» με τρόπο που να επωφελούνται από το «τουρκικό παράδειγμα» στον τομέα των λόμπι και της προώθησης πολιτικών σε διεθνές επίπεδο[6]. Επιπλέον η σύνοδος ασχολήθηκε και με ζητήματα προώθησης ξένων επενδύσεων στα κατεχόμενα, ιδιαίτερα από τον Ισλαμικό κόσμο, με ιδιαίτερη βαρύτητα στο σχεδιασμό πολιτικών που να δημιουργούν μια νόμιμη βάση ενθάρρυνσης του ξένου κεφαλαίου. Και σε αυτό τον τομέα καταγράφηκε με ιδιαίτερη έμφαση η αναγκαιότητα συντονισμού μεταξύ Τουρκίας και Τουρκοκυπριακής ηγεσίας[7].

Συνεπώς η παρουσία της συγκεκριμένης οργάνωσης στα κατεχόμενα, αλλά πολύ περισσότερο το περιεχόμενο της δραστηριοποίησης και των στόχων της, φαίνεται να επαναφέρουν την καθοριστική σημασία της ευρύτερης Μέσης Ανατολής και του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου στην υπόθεση της Κύπρου. Καθόλου τυχαία, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντερβίς Έρογλου, επιδιώκοντας να δώσει συνέχεια στην πιο πάνω δυναμική, φυσικά στο δικό του ιδεολογικό πλαίσιο, ανακοίνωσε ότι θα λάβει μέρος στη 12η Σύνοδο Κορυφής της Οργάνωσης Ισλαμικής Συνεργασίας που πραγματοποιείται στο Κάϊρο μέχρι και τις 7 Φεβρουαρίου 2013. Παράλληλα, έστω και σε «εμβρυακή κατάσταση» υπογραμμίζεται ακόμα ένα σημαντικό δεδομένο που λείπει εντελώς από την πολιτική αντιπαράθεση στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα: ότι η Κύπρος και το Κυπριακό πρόβλημα αποχτούν όλο και περισσότερους «δεσμούς» και επιρροές με τις γενικότερες ανακατατάξεις στην περιοχή μας.

Το δόγμα του ισχυρού κράτους διαμέσου της αύξησης του πληθυσμού

Ο «υπουργός εσωτερικών μίλησε ντόμπρα» ήταν ο τίτλος του πρωτοσέλιδου της ΚΙΠΡΙΣ στις 27 Ιανουαρίου 2013, στην είδηση του οποίου ο Ναζίμ Τσιαβούσιογλου αποκαλύπτει ότι σε κάθε συνεδρία του «υπουργικού συμβουλίου» αποφασίζεται η παραχώρηση τριών ή τεσσάρων υπηκοοτήτων. Μάλιστα υπογράμμισε εκ νέου την ανάγκη για περισσότερο πληθυσμό αφού όπως είπε αν δεν υπήρχε (αυτή η ανάγκη) τότε οι 35 χιλιάδες νόμιμοι ξένοι εργάτες δε θα έβρισκαν δουλειά[8].

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δηλώσεις του Τσιαβούσιογλου προκάλεσαν πολλές αντιδράσεις επιβεβαιώνοντας ότι το ζήτημα του πληθυσμού παραμένει ίσως η μεγαλύτερη «ανοιχτή πληγή» για τους Τουρκοκύπριους. Όμως την ίδια στιγμή αυτή η τοποθέτηση ήταν και μια επιβεβαίωση των στοιχείων που κατά καιρούς δημοσιοποιούν οι τουρκοκυπριακές συντεχνίες, καταγγέλλοντας αυτή την πολιτική. Συγκεκριμένα η συμμαχία του Κινήματος Κοινοτικής Ύπαρξης, η οποία συναποτελείται από συντεχνίες και κόμματα, σε πρόσφατη ανακοίνωση δημοσιοποιεί ότι από το 2009 μέχρι και τις πρώτες 15 μέρες του 2013, παραχωρήθηκαν συνολικά 5.097 νέες υπηκοότητες. Η ανακοίνωση αναφέρει ότι το 2009, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας παραχώρησε 936 υπηκοότητες, το 2010 635, το 2011 1421, το 2012 1955 και το πρώτο δεκαπενθήμερο του 2013, ακόμα 150 υπηκοότητες[9].

Φαίνεται ότι η πολιτική αύξησης του πληθυσμού ως «μια αναγκαιότητα» εξισορρόπησης της ισχύος με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα που ήταν ένα παραδοσιακό δόγμα της τουρκικής πολιτικής στην Κύπρο, τώρα αποχτά νέες σημαντικές πτυχές όπως είναι η «ανάγκη για ισχυρό κράτος». Ο Οζάν Τζεϊχουν, πρώην Γερμανός ευρωβουλευτής τουρκικής καταγωγής και ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα «φωνής» του Έρντογαν ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, περιγράφει ολοκληρωμένα το νέο ηγεμονικό λόγο αναφορικά με τη σχέση ισχυρού κράτους-μεγάλου πληθυσμού. Υποστηρίζει ότι για να γίνει η «ΤΔΒΚ» βιώσιμη και να σταθεί στα δικά της πόδια, πρέπει να ενισχυθεί με τουλάχιστον ακόμα 100 χιλιάδες άτομα. Κάνει λόγο συγκεκριμένα για την αναγκαιότητα «ειδικευμένου εργατικού δυναμικού» από την Τουρκία που θα πρέπει να έρθει στην Κύπρο ενόψει και της ανάπτυξης στρατηγικών έργων υποδομής όπως η υποθαλάσσια μεταφορά νερού και ηλεκτρισμού. Επιπλέον προτείνει την λήψη τέτοιων μέτρων που θα άρουν τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των «δύο τουρκικών στοιχείων» (της Κύπρου και της Τουρκίας) και θα ενσωματώνουν πιο εύκολα τους νέους ειδικευμένους εργάτες[10].

Προς αυτή την κατεύθυνση, λαμβάνονται σταδιακά και κάποια σημαντικά μέτρα. Συγκεκριμένα το «υπουργικό συμβούλιο» αποφάσισε να τροποποιήσει τη νομοθεσία για τις άδειες εργασίας ξένων εργαζομένων με τρόπο που να διευκολύνονται και να επιταχύνονται οι διαδικασίες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την εν λόγω τροποποίηση νέοι και νέες που συμπληρώνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους στην «ΤΔΒΚ» και των οποίων οι γονείς εργάζονται για 15 συναπτά έτη, θα μπορούν να πάρουν άμεσα άδεια εργασίας χωρίς προηγουμένως να χρειάζεται να μεταβούν στο εξωτερικό. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι φοιτητές, οι οποίοι με την αποφοίτησή τους θα μπορούν να πάρουν άμεσα άδεια εργασίας εφόσον θα συνεχίσουν να εργάζονται στο χώρο που ως φοιτητές εργάζονταν part-time[11]. 

Η τουρκοκυπριακή κατανάλωση στην Κυπριακή Δημοκρατία

Παρά τις «εκσυγχρονισμένες» εκστρατείες τύπου «από Τούρκο σε Τούρκο» που κατά καιρούς διοργανώνει η Τουρκοκυπριακή ηγεσία με τη συνδρομή φιλικών ΜΜΕ, εντούτοις φαίνεται πλέον ότι μετά τη διάνοιξη των οδοφραγμάτων στην καθημερινότητα των Τουρκοκυπρίων υπάρχουν κάποια «κεκτημένα» που δεν αλλάζουν, όπως οι αγορές από τις ελεύθερες περιοχές. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία στον τουρκοκυπριακό Τύπο, από την 1η Ιουλίου 2004 μέχρι και το τέλος Δεκεμβρίου 2012, οι συναλλαγές Τουρκοκυπρίων με πιστωτικές κάρτες στην Κυπριακή Δημοκρατία έφτασαν τα 135 εκατομμύρια ευρώ. Μόνο το 2012, οι Τουρκοκύπριοι ξόδεψαν με πιστωτικές κάρτες στις ελεύθερες περιοχές το ποσό των 17.654.264 ευρώ. Εννοείται ότι στα στοιχεία αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται οι αγορές που γίνονται χωρίς τις πιστωτικές κάρτες. Για την ίδια χρονική περίοδο, οι Ελληνοκύπριοι ξόδεψαν στα κατεχόμενα 54 εκατομμύρια ευρώ και στην Τουρκία 23 εκατομμύρια ευρώ[12].  

Πάντως θα ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική της οικονομικής συνεργασίας και ενσωμάτωσης των δύο κοινοτήτων και ιδιαίτερα των Τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία, η συλλογή όλων των στοιχείων από συναλλαγές οικονομικού περιεχομένου. Για παράδειγμα τα ποσά που αφήνουν οι Τουρκοκύπριοι σε ιδιωτικές σχολές μέσης εκπαίδευσης στις ελεύθερες περιοχές.

Στις 24 Φεβρουαρίου η μάχη στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας

Τελικά το Κόμμα Εθνικής Ενότητας αποφάσισε μετά την σχετική δικαστική απόφαση, όπως ορίσει το δεύτερο γύρο των εκλογών για την ανάδειξη του προέδρου του στις 24 Φεβρουαρίου 2013. Η συγκεκριμένη απόφαση απλά έδωσε συνέχεια στη δημόσια αντιπαράθεση των δύο μεγάλων ομάδων εντός του κόμματος και όπως φαίνεται η νέα εκλογική διαδικασία θα αποτελέσει τη βάση για μια νέα δυναμική τόσο στην τουρκοκυπριακή Δεξιά, όσο και στις σχέσεις της κοινότητας με την Τουρκία.

Οι δυνατότητες των δύο υποψηφίων, όπως και οι δυνάμεις που τους στηρίζουν είναι παράγοντες που θα επιδρούν στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας μέχρι και την τελευταία στιγμή της ψηφοφορίας. Υπενθυμίζεται ότι κατά την ψηφοφορία του Οκτωβρίου 2012, από τους 1427 αντιπροσώπους στο συνέδριο ψήφισαν οι 1402 και ο Ιρσέν Κιουτσιούκ έλαβε 704 ψήφους υπέρ, ενώ ο Αχμέτ Κασιήφ πήρε 690[13]. Συνεπώς από τη στιγμή της ανακοίνωσης της ημερομηνίας του 2ου γύρου, κανένας δεν μπορεί αν αισθάνεται βέβαιος για την τελική έκβαση. Τα υψηλά ποσοστά που φαίνεται να κερδίζει ο Κασιήφ – συνεπώς η ομάδα Έρογλου – ανοίγουν νέες προοπτικές στην αντιπαράθεση Τουρκίας-Τουρκοκυπρίων ως εξής: ακόμα και ένα κομμάτι της παραδοσιακής-εθνικιστικής τουρκοκυπριακής δεξιάς, δεν αποδέχεται εύκολα και χωρίς όρους τις παρεμβάσεις της Άγκυρας και ιδιαίτερα εκείνες που αλλάζουν τις ισορροπίες εξουσίας.

Σχέδιο μεταφοράς νερού από την Τουρκία

Σε δημοσίευμά της στις 5 Φεβρουαρίου 2013 η εφημερίδα ΓΚΙΟΥΝΕΣ, εκφραστικό όργανο του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, αναφέρεται στο σχέδιο μεταφοράς νερού από την Τουρκία και γράφει ότι σύμφωνα με πληροφορίες ανταποκριτή του τουρκικού πρακτορείου ειδήσεων Ανατολή, που εξασφάλισε από αρμοδίους του Τμήματος Υδάτων της Τουρκίας (DSİ), συνεχίζονται οι εργασίες σχετικά με τον αγωγό μεταφοράς νερού, μήκους 22 χιλιομέτρων, από το φράγμα Αλάκιοπρου στη δεξαμενή ελέγχου ροής του νερού χωρητικότητας 10 χιλιάδων κυβικών μέτρων. Αναφέρεται επίσης ότι εντός του μηνός θα αρχίσουν οι εργασίες για την κατασκευή του υποθαλάσσιου αγωγού μήκους 80 χιλιομέτρων. Σημειώνεται ότι έχει ολοκληρωθεί το 60% των εργασιών στο φράγμα στο Αλάκιοπρου στο Αναμούριο της Τουρκίας και ότι έχει επίσης ολοκληρωθεί η κατασκευή τμήματος μήκους 2 χιλιομέτρων του προαναφερόμενου αγωγού μεταφοράς νερού, μήκους 22 χιλιομέτρων, από το φράγμα Αλάκιοπρου στη δεξαμενή έλεγχου ροής νερού. Οι αρμόδιοι σημείωσαν ότι οι εργασίες συνεχίζονται βάσει προγράμματος και ότι δεν θα παρατηρηθεί καθυστέρηση σε αυτές. Αναφέρεται ότι το έργο μεταφοράς νερού από την Τουρκία στο ψευδοκράτος θα ολοκληρωθεί στις 7 Μαρτίου 2014 και ώρα 13:00.

Δημοσιεύτηκε στη Δέφτερη Ανάγνωση
http://www.defterianaynosi.com/article.php?id=539


[1] Haber KKTC, “Saray’da Kıbrıs Zirvesi”, 31.1.2013.
[2] Mete Tümerkan, “Sıfır sorun yaklaşımı”, 31.1.2013.
[3] Kıbrıs Time, “Özersay Brüksel’de konferans verdi”, 22.1.2013.
[4] Mete Tümerkan, “Karagöz olmak istemiyorsak!”, Havadis, 29.1.2013.
[5] Yeni Düzen, “Kıbrıs’ı vilayet olarak görüyoruz”, 31.1.2013.
[6] Kıbrıs Time, “KKTC dünyada hak ettiği yerde değil”, 31.1.2013.
[7] Kıbrıs, “KKTC’yi tanıyorlar”, 31.1.2013.
[8] Kıbrıs, “Dobracı bakan”, 27.1.2013.
[9] Yeni Düzen, “2009 yılından bugüne 5 bin 100 yurttaş!”, 19.1.2013.
[10] Ozan Ceyhun, “KKTC’nin Ekonomisi’nin kalifiye göçmenlere ihtiyacı var”, Haberdar, 21.1.2013.
[11] Havadis, “Yabancı İş Sil Baştan”, 1.2.2013.
[12] Kıbrıs Ekonomi, “Rumları ikiye katladık”, 28.1.2013.
[13] Havadis, “İkinci tur 24 Şubat’ta”, 2.2.2013.

Συνέδριο με θέμα "Το Μέλλον της Κυπριακής Εξωτερικής Πολιτικής"

 
 
 

Χριστιανικό κράτος; Άκυρο…

Όπως αποκάλυψε η εφημερίδα Αφρίκα στις 10 Ιανουαρίου 2013, μια ομάδα Τουρκοκυπρίων που ζουν στις ελεύθερες περιοχές ξεκίνησε διαδικασίες δημιουργίας του «Κινήματος Τουρκοκύπριων Δημοκρατικών». Ανεξάρτητα από την μαζικότητα και την αντοχή στο χρόνο του κινήματος αυτού, η εξέλιξη αναδεικνύει αποκαλυπτικές για την Κύπρο, τάσεις και προοπτικές.

Η ονομασία και οι πολιτικοί στόχοι του συγκεκριμένου κινήματος έτσι όπως καταγράφονται στο καταστατικό του, έχουν ιδιαίτερη σημασία πέραν των τυπικών ερμηνειών. Η ελληνική μετάφραση της ονομασίας, εκ πρώτης όψεως δεν ικανοποιεί το περιεχόμενο των όρων που χρησιμοποιούνται και οι οποίοι βεβαίως έχουν πρώτιστα πολιτικο-ιδεολογικό άξονα. Το κίνημα χρησιμοποιεί την τουρκική λέξη «Cumhuriyetçiler», όρος που υπογραμμίζει την υποστήριξη προς το ρεπουμπλικανικό κράτος και όχι την ευρύτερη έννοια του δημοκρατικού ιδανικού. Αυτή η διαπίστωση επιβεβαιώνεται και από το πρώτο άρθρο του καταστατικού του κινήματος, το οποίο αναφέρει ότι στόχος είναι «η υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία ιδρύθηκε το 1960 από τους Τουρκοκύπριους και τους Ελληνοκύπριους που ζούσαν αρμονικά στο νησί για πολλούς αιώνες και η οποία αποτελεί το μοναδικό εχέγγυο για την κοινοτική ύπαρξη μας ως Τουρκοκύπριοι».

Επομένως τόσο η ονομασία του κινήματος, όσο και ο πρώτος πολιτικός στόχος του, παραπέμπουν ευθέως στο κράτος του 1960, δηλαδή το δικοινοτικό κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η διευκρίνηση αυτή έχει τη δική της ιστορική σημασία, αφού το υποβόσκων μήνυμα είναι ξεκάθαρο: Η διεκδίκηση δεν αφορά στη δομή του κράτους μας έτσι όπως προέκυψε από τα τραγικά γεγονότα του 1963. Αντίθετα αφορά στα δικαιώματα της κοινότητας (και όχι μειονότητας) που δημιούργησε την Κυπριακή Δημοκρατία του 1960 μαζί με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα.

Πως όμως η υπεράσπιση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η διεκδίκηση για αποκατάσταση των δικαιωμάτων της μίας από τις δύο κοινότητες, προκύπτει ως τουρκοκυπριακή διεκδίκηση έστω και σε «εμβρυακή κατάσταση»; Είναι γεγονός ότι η αποκατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα με την κατάσταση πραγμάτων του 1960, δεν αποτελεί μαζικό, λαϊκό αίτημα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Οι φωνές που ακούγονται προς αυτή την κατεύθυνση από τις κατεχόμενες περιοχές είναι στο περιθώριο. Όμως το συγκεκριμένο κίνημα και το αίτημα του εμφανίζεται στα εδάφη που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία. Συνεπώς σε αυτό το σημείο εντοπίζεται μια νέα τάση, η οποία σχετίζεται αλλά δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την αριθμητική παρουσία Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές.

Έστω και πολύ μικρή, αυτή η δυναμική αντικατοπτρίζει τις συνέπειες του νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού που βιώνεται στα κατεχόμενα, καθώς και της μη ομοσπονδιακής επίλυσης του Κυπριακού. Πιο συγκεκριμένα, η τάση πολιτικοποίησης και οργάνωσης Τουρκοκυπρίων μόνιμων κατοίκων των ελεύθερων περιοχών, είναι ένα από τα αποτελέσματα της απειλής που δέχεται η κοινότητα ενάντια στην κυπριακή της ταυτότητα. Παράλληλα, η τάση αυτή επιβεβαιώνει ότι η παρούσα διχοτομική κατάσταση στο Κυπριακό δεν είναι στατική. Αντίθετα, μονιμοποιείται απελευθερώνοντας δυναμικές όπως η «αυθόρμητη» διεκδίκηση αποκατάστασης της δικοινοτικότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας στο μισό της έδαφος και η ενίσχυση της «τουρκοποίησης-εξισλαμισμού» του υπόλοιπου εδάφους.

Όσο η υπάρχουσα δομή των κατεχομένων αναπτύσσεται και θεμελιώνεται εις βάρος της κοινοτικής ύπαρξης των Τουρκοκυπρίων και όσο δε φαίνεται στον ορίζοντα οριστική λύση που να διασφαλίζει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα ως ισότιμο μέρος του κυπριακού λαού, τόσο πιο έντονα αυτή θα αναζητά «δρόμο διαφυγής». Ένας από τους οποίους, αλλά όχι ο μοναδικός, είναι η διεκδίκηση μιας Κυπριακής Δημοκρατίας «ως της μοναδικής εγγύησης της κοινοτικής ύπαρξης», αλλά που θα περιορίζεται στα σημερινά εδάφη που ελέγχει. Την ίδια στιγμή, η εξέλιξη αυτή θα έπρεπε να υπενθυμίσει και σε συγκεκριμένους ελληνοκυπριακούς κύκλους ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν είναι ούτε ελληνοκυπριακό, ούτε ελληνικό, ούτε χριστιανικό κράτος. Θα έπρεπε να υπενθυμίσει ότι οι χρυσαυγίτικου τύπου φωνές περί κλεισίματος των οδοφραγμάτων καθώς και η δημόσια «διαπόμπευση» Τουρκοκυπρίων που εργάζονται στις δομές του κράτους μας, δεν περιορίζουν, αλλά ενισχύουν τέτοιες εξελίξεις.

Συνεπώς, αυτά τα μικρά γεγονότα επαναφέρουν την επικαιρότητα της ανάγκης για λύση του Κυπριακού. Υπενθυμίζουν, ότι μορφές λύσης πέραν της ομοσπονδίας που αναπαράγουν την απειλή ενάντια στις δύο κυπριακές κοινότητες και την εξάρτηση τους, δεν είναι βιώσιμες. Τέτοιες εξελίξεις θέτουν επί τάπητος το αξίωμα ότι στη σημερινή φάση του Κυπριακού η συμβίωση των δύο κοινοτήτων σημαίνει τελικά και την επιβίωσή τους.

 

Νίκος Μούδουρος

Δημοσίευση:

http://cyprusnews.eu/nikosmoudouros/850724-2013-01-12-00-11-44.html

12.1.2013

Ημερίδα: Το Μέλλον της Κυπριακής Εξωτερικής Πολιτικής

ΠΕΜΠΤΗ 24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013

 

Το συνέδριο θα διεξαχθεί στην Ελληνική γλώσσα

18:00-18:20 Xαιρετισμός

Δρ. Μάριος Ευθυμιόπουλος, Πρόεδρος Strategy International
& Εκπρόσωπος Υπουργείου Εξωτερικών Κύπρου

18:20-19:40 Session 1:
Current Challenges, Future Threats:
Chair: Dr. Marios Efthymiopoulos

Subject:
The fiscal, social and ongoing crisis, geopolitical and strategic changes, ongoing emerging regional security challenges occurring in and around the European and Middle East region and around Cyprus, requests new abilities, capacities and deliverables. More cooperation, applicability innovation and threat assessments are needed. Speakers will introduce the subject at hand on current and future challenges and will propose issues for consideration about the future of Cyprus its role to the Middle East, relations with Turkey, Israel the Arab States and the possibility of establishing Euro-Atlantic Relations.

Each Speaker: 15 minute speech. The discussion & main questions will be led by the session coordinator.

Speakers:

Representative of Mr. Anastasiadis, Tasos Mitsopoulos (MP) DISY Cyprus(TBC)
Representative of Mr. Malas, Takis Hatzigeorgiou (MEP) AKEL Cyprus
Representative of Mr. Lillikas, Michael Kontos

19:40-19:50 Break

19:50-20:50 Session 2:
Strategic Challenges. Tactical Issues, Foreign Policy
Chair: Journalist (TBC)

Subject:
The Challenges lying ahead require agile and tactically prepared countries as well as strategic Knowledge. The fiscal crisis is directed and affecting all both collectively and personally. The future of a successful foreign and security policy, national or organizational of Cyprus, depends on the specialization of goods and services. In this session we will be looking at the Future Strategic framework of foreign and security affairs around Cyprus.
Each Speaker: 12 minute speech. The discussion & main questions will be led by the session coordinator.

Speakers:

Marios Efthymiopoulos, President Strategy International
Nikos Moudouros, Advisor to the President of Cypruson Turkish Affairs
Sotiris Serbos, Assistant Professor of Politics Universityof Thrace
Zenonas Tziarras, PhD Candidate University of Warwick

20:50-21:00 Closing Remarks

-End of Conference-
 
 
 
 

Η Τουρκία το 2013… με το βλέμμα στο 2014

Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί και οικονομικοί πρωταγωνιστές στην Τουρκία σχεδιάζουν τους επόμενους κεντρικούς τους στόχους στη βάση του σεναρίου ότι το 2014 Πρόεδρος της χώρας θα είναι ο Ταγίπ Έρντογαν. Το συγκεκριμένο σενάριο βέβαια λαμβάνει υπόψη μια πολύ σημαντική παράμετρο για ολόκληρη την σύγχρονη τουρκική ιστορία που δεν είναι άλλη από την πιθανότητα μετάβασης σε προεδρικό ή ημιπροεδρικό σύστημα.

Η συνέχιση των συζητήσεων για το νέο Σύνταγμα της Τουρκίας θα καταδείξει σύντομα εάν τελικά θα υλοποιηθεί ο διακηρυγμένος στόχος του κυβερνώντος ΑΚΡ για προεδρικό σύστημα. Όμως είναι γεγονός ότι με ή χωρίς συνταγματικές αλλαγές, η πιθανότητα εκλογής στο προεδρικό αξίωμα ενός πολιτικού όπως ο Έρντογαν και μάλιστα με απευθείας εκλογή από το λαό (για πρώτη φορά), αποτελεί εξέλιξη μιας «ντε φάκτο» συγκέντρωσης περισσότερων εξουσιών στο πρόσωπό του. Αποτελεί παράλληλα μια δυναμική περαιτέρω εγκαθίδρυσης του συντηρητισμού που διέπει αυτή τη στιγμή το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ.

Με βάση τις εξελίξεις του έτους που πέρασε, το σημείο καμπής για υλοποίηση των στόχων του ΑΚΡ αναφορικά με το πολιτειακό σύστημα της χώρας, δεν είναι η χρονιά των προεδρικών εκλογών, αλλά το 2013. Φαίνεται ότι ο χρόνος που μόλις αρχίζει, μπορεί να καθορίσει πολλά στην Τουρκία, ίσως και για την επόμενη δεκαετία.

Σε πρώτο πλάνο μπαίνει η οικονομική κατάσταση. Έστω και αν δημοσίως δεν έχουν εκφραστεί οι όποιες ανησυχίες από τον Πρωθυπουργό, εντούτοις γίνεται αντιληπτό ότι οι παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις απασχολούν έντονα την τουρκική κυβέρνηση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας συνεχίζουν να είναι θετικοί, με σαφέστατη μείωση, ενώ το «αιώνιο πρόβλημα» της ανεργίας συνεχίζει να δημιουργεί τις προοπτικές φυγόκεντρων δυναμικών. Σε αυτό το επίπεδο καταγράφεται μια πρώτη κοινωνική δυσαρέσκεια, η οποία μέχρι στιγμής δεν αντικατοπτρίζεται στα ποσοστά στήριξης της κυβέρνησης. Σύμφωνα με τις μηνιαίες έρευνες του ΑΚΡ, το κυβερνών κόμμα συνεχίζει να συγκρατεί ποσοστά της τάξης του 50% και χωρίς καμιά αντιπολιτευτική κίνηση αξίας μέσα από την Εθνοσυνέλευση. Ο Έρντογαν όμως γνωρίζει καλά ότι πιθανές οικονομικές ανατροπές και αστάθεια θα αντικατοπτριστούν αρνητικά στην πορεία του προς τον προεδρικό θώκο.

Σε ένα δεύτερο πλάνο, το 2013 θα καθορίσει πολλά και για το Κουρδικό. Ήδη το 2012 μπορεί να καταγραφεί ως η χρονιά που το ένοπλο και πολιτικό κουρδικό κίνημα επιδίωξε και εν πολλοίς κατάφερε να συγκρατήσει την κοινωνική του στήριξη εντός Τουρκίας. Το κουρδικό Κόμμα Ειρήνης και Δημοκρατίας πήρε ήδη τη θέση του ως ο ισχυρότερος αντίπαλος της κυβέρνησης Έρντογαν. Την ίδια στιγμή οι Κούρδοι φαίνεται να επεκτείνουν την πολιτική τους επιρροή σε μια ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής μέσα από ανακατατάξεις σε Συρία και Ιράκ. Σε αυτό το πλαίσιο δε θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι μεγάλο κομμάτι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής κατά το 2013 θα έχει στο επίκεντρό του, τους τρόπους αντιμετώπισης του αυξανόμενου ρόλου των Κούρδων στην περιοχή σε συνδυασμό με την έναρξη «ανεπίσημων» συνομιλιών με τον ιστορικό ηγέτη του ΡΚΚ, Αμπντουλλάχ Οτζαλάν. Το τέλος αυτής της διαδικασίας θα σηματοδοτηθεί με την βούληση (ή όχι) του ΑΚΡ για αποδοχή περισσότερης αυτονομίας των κουρδικών περιοχών.

Φυσιολογικά, στο μεγάλο κάδρο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής για το 2013 μπαίνει και το Κυπριακό. Η ευρύτερη στρατηγική του ΑΚΡ τα τελευταία χρόνια θέτει στο επίκεντρό της την αλλαγή του στάτους κβο σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, δεδομένο που επηρεάζει συνολικά και το πολιτικό μας πρόβλημα. Οι γενικότερες ανακατατάξεις στην περιοχή, αλλά και οι εξελίξεις που αναμένονται στον διαφοροποιημένο πλέον άξονα Τουρκίας-Ε.Ε, δημιουργούν και τις δυναμικές κινητικότητας της Τουρκίας στο Κυπριακό πρόβλημα.

Η κινητικότητα θα αυτή φαίνεται καταρχήν να σημειώνεται σε δύο άξονες: Ο πρώτος είναι το τραπέζι των συνομιλιών. Εδώ η Άγκυρα επιδιώκει την επισημοποίηση μιας νέας διαδικασίας με χρονοδιαγράμματα και διευρυμένες συνομιλίες που να εγγυούνται την αλλαγή των ισορροπιών με βάση την κατάσταση Ελλάδας-Τουρκίας. Παράλληλα θα πρέπει να αναμένεται εντατικοποίηση της πίεσης για «σκέψεις εκτός πλαισίου» με το επιχείρημα ότι η ομοσπονδία συζητείται για δεκαετίες χωρίς αποτέλεσμα. Ο δεύτερος άξονας είναι το ίδιο το κυπριακό έδαφος. Σε αυτό το σημείο, θα υπάρξει εντατικοποίηση στην αναβάθμιση των υποδομών των κατεχομένων, ενώ θα επιδιωχθεί η σταθεροποίηση της ανάπτυξης και του μετασχηματισμού των δομών μέσα από το νέο τρίχρονο πρωτόκολλο 2013-2015. «Αστάθμητος παράγοντας» θα είναι για μια ακόμη φορά οι αντιδράσεις της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης και το αποτέλεσμα πιθανής πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Δηλαδή ένας παράγοντας, η επιρροή του οποίου δε θα πρέπει να υποτιμηθεί στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.

 

Νίκος Μούδουρος

Δημοσίευση στην CyprusNews.eu, 7 Ιανουαρίου 2013
http://cyprusnews.eu/nikos-moudouros/832776—-2013—–2014—-.html

Κι’ όμως… υπάρχουν εξελίξεις στο Κυπριακό!

Στις σημερινές συνθήκες ένα κείμενο για το Κυπριακό φυσιολογικά δεν κερδίζει την προσοχή του κοινού. Βέβαια αυτό το δεδομένο δεν εμποδίζει καθόλου τις εξελίξεις, οι οποίες μάλιστα έχουν πολύ συγκεκριμένες και πρακτικές συνέπειες. Χαρακτηριστική ήταν η πρόσφατη εξέλιξη της αγοράς μέρους ελληνοκυπριακής γης του ξενοδοχείου Acapulco από Τουρκοκύπριο επιχειρηματία και μάλιστα απευθείας από τον ιδιοκτήτη της. Πέραν των νομικών διαστάσεων, το θέμα περιέχει τέτοιες δυναμικές ικανές να «ταράξουν τα λιμνάζοντα νερά», ιδιαίτερα με φόντο τις μελλοντικές εξελίξεις. Όμως η περιεκτική ανάγνωση του προαναφερθέντος περιστατικού απαιτεί καταρχήν να γυρίσουμε δύο χρόνια πίσω σε μια επίσης σημαντική εξέλιξη.

Μήνας Νοέμβριος του 2010. Σύσκεψη στην Άγκυρα μεταξύ του Ντερβίς Έρογλου και του Αμπντουλλάχ Γκιούλ. Το βασικό θέμα ήταν η μελέτη τρόπων με τους οποίους η επιτροπή αποζημιώσεων στα κατεχόμενα θα γίνει πιο «λειτουργική και αποτελεσματική». Η εν λόγω συνάντηση μπορεί να θεωρηθεί ως σημείο καμπής στις θέσεις της Τουρκίας αναφορικά με ένα τόσο σημαντικό ζήτημα του Κυπριακού όπως είναι το περιουσιακό.

Μεταξύ των στόχων της Άγκυρας έτσι όπως αντικατοπτρίστηκαν στη συγκεκριμένη φάση, ήταν η ενθάρρυνση περισσότερων Ελληνοκυπρίων να αποταθούν στην επιτροπή αποζημιώσεων, η παράλληλη διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας της επιτροπής για να μπορεί να προσανατολιστεί περισσότερο σε αποζημιώσεις, καθώς και η περαιτέρω αναβάθμιση της προσπάθειας για προσέλκυση ξένου κεφαλαίου για τις περιουσίες που εξετάζονται από την επιτροπή. Προς αυτές τις κατευθύνσεις δεν ήταν καθόλου τυχαίες και δύο άλλες στρατηγικές αποφάσεις που άρχισαν να υλοποιούνται: Η πρώτη ήταν η εμπλοκή του τουρκικού τραπεζικού κεφαλαίου στην ενίσχυση της οικονομικής βιωσιμότητας της επιτροπής, αλλά και η κατάργηση των εμποδίων για τις τουρκικές τράπεζες στα κατεχόμενα από του να δέχονται ως υποθήκες ελληνοκυπριακές περιουσίες και να παραχωρούν δάνεια στους σημερινούς χρήστες τους. Η δεύτερη απόφαση ήταν η σύσταση του Συμβουλευτικού Συμβουλίου Επενδύσεων με τη συμμετοχή Τούρκων επιχειρηματιών και η απόφασή του για προώθηση των περιουσιών που «καθαρίζουν» από την επιτροπή αποζημιώσεων στη διεθνή αγορά.

Μήνας Νοέμβριος του 2012. Το θέμα του περιουσιακού επανέρχεται με ένα διαφορετικό τρόπο μετά την αγορά μέρους της γης του ξενοδοχείου Acapulco από τον επιχειρηματία Ουνάλ Τσιγανέρ. Η «πράξη» θεωρείται σημαντική εξέλιξη αφού το θέμα διευθετήθηκε απευθείας μεταξύ των εμπλεκομένων με την καταβολή από μέρους του Τουρκοκύπριου αγοραστή, 3 εκατομμυρίων 400 χιλιάδων στερλινών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσό αυτό παραχωρήθηκε στον επιχειρηματία από την τουρκική Τράπεζα Εργασίας με όλες τις σχετικές διευκολύνσεις αποπληρωμής.

Αυτές οι δύο σημαντικές εξελίξεις που προαναφέρθηκαν, αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής και φυσιολογικά τίθενται εκτός του πλαισίου της διαπραγμάτευσης. Δηλαδή, είναι εξελίξεις που διαδραματίστηκαν εκτός των «επίσημων συνομιλιών» για συνολική επίλυση του Κυπριακού και που όμως επηρεάζουν με καθοριστικό τρόπο την τελική κατάληξη του ζητήματος. Τουλάχιστον σε ότι αφορά το ομολογουμένως δύσκολο θέμα του περιουσιακού. Αυτός είναι τελικά και ο λόγος που μπορούν να εξαχθούν σοβαρά συμπεράσματα για τις διαχρονικές δυναμικές που δρουν ανεξάρτητα από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ανεξάρτητα από το πλαίσιο της επιδιωκόμενης ομοσπονδιακής λύσης και που έχουν ως αφετηρία μια «ανίκητη» διάσταση: την παρέλευση του χρόνου.

Σε μια πρώτη παρατήρηση οι δύο εξελίξεις συνδυασμένες με το ευρύτερο πρόγραμμα μετασχηματισμού των κατεχομένων που επιβάλλει η κυβέρνηση Έρντογαν, δημιουργούν τις προοπτικές για την εμφάνιση μιας ιδιότυπης «ελεύθερης αγοράς» στα βόρεια εδάφη της Κύπρου. Η ιδιοτυπία της έγκειται, μεταξύ άλλων, στο ότι συνειδητά ή ασυνείδητα αποξενώνει τον (Ελληνοκύπριο) ιδιοκτήτη από την περιουσία του την οποία και μετατρέπει σε προϊόν διεθνούς διαπραγμάτευσης στις αγορές. Άλλωστε ο στόχος προσέλκυσης ξένου κεφαλαίου στα κατεχόμενα (πέραν του τουρκικού), αποτελεί βασική στρατηγική της μερικής διεθνούς αναβάθμισης των δομών στα κατεχόμενα. «Περιμένω την εκτίμηση από τους ανθρώπους, γιατί αγοράζοντας την περιουσία του Ελληνοκύπριου άνοιξα το δρόμο για αγοραπωλησίες στην Ευρώπη», δήλωσε χαρακτηριστικά ο επιχειρηματίας Ουνάλ Τσιγανέρ πιστοποιώντας τη βαρύτητα της δραστηριότητας του κεφαλαίου στην υπόθεση της αναβάθμισης.

Σε μια δεύτερη παρατήρηση, αυτές οι εξελίξεις οδηγούν ανεξάρτητα από την υποκειμενική βούληση, σε κάποια αντικειμενικά δεδομένα όπως η δημιουργία πολιτικών δομών που θα καλεστούν να υπηρετήσουν ακριβώς αυτή τη νέα κατάσταση πραγμάτων στο περιουσιακό. Συνεπώς η δημιουργία νέων τετελεσμένων επί του εδάφους, η οποία με την παρέλευση του χρόνου οδηγεί και στη δημιουργία τετελεσμένων «επί της συνείδησης», δεν είναι μια αφηρημένη έννοια. Ούτε και αφηρημένη ή ουδέτερη είναι η υπογράμμιση ότι το περιουσιακό αποτελεί κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα που θα επιλυθεί στις συνομιλίες και όχι στα δικαστήρια.    

 

Νίκος Μούδουρος

Cyprus News, 3 Δεκεμβρίου 2012
http://cyprusnews.eu/nikos-moudouros/740502-2012-12-02-23-30-42.html

Το Κυπριακό μέσα από το ημερολόγιο πραξικοπήματος ενός Τούρκου Ναυάρχου

Η κρίσιμη περίοδος 2003-2004

Πολύ πρόσφατα έχει κυκλοφορήσει στην Τουρκία το βιβλίο «Προφίλ και Πραγματικότητα» του Αλπέρ Γκιορμούς, αρθρογράφου στην εφημερίδα ΤΑΡΑΦ. Η σημαντικότητά του έγκειται στο ότι αποτελεί δημοσιογραφική επιμέλεια του ημερολογίου που τηρούσε ο Ναύαρχος Οζντέν Ορνέκ την περίοδο 2003-2004 και στο οποίο μαρτυρεί τις προσπάθειες μιας ομάδας ανώτατων στρατιωτικών για πραξικοπηματική ανατροπή της κυβέρνησης Έρντογαν. Το συγκεκριμένο ημερολόγιο αποτελεί εδώ και κάποια χρόνια βασικό κομμάτι της υπόθεσης Εργκενεκόν. Την ίδια στιγμή όμως, είναι μια σοβαρή πηγή στην προσπάθεια κατανόησης τόσο της τότε πολιτικής νοοτροπίας του τουρκικού στρατού, όσο και του τρόπου με τον οποίο το Κυπριακό μετατράπηκε σε πεδίο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ πολιτικού Ισλάμ και στρατιωτικής χούντας.

Η άνοδος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στη διακυβέρνηση το Νοέμβριο του 2002, αποτέλεσε για την κεμαλική στρατιωτική ελίτ της χώρας την κορύφωση της «αντικεμαλικής πορείας» που ξεκίνησε από το 1950 με την επικράτηση Μεντερές. Μέσα σε ένα τέτοιο ιδεολογικό πλαίσιο, μια ομάδα στρατηγών αναζητούσε τρόπους ανατροπής της κυβέρνησης, την οποία θεωρούσε επικίνδυνη για το «κεμαλικό ιδεώδες». Στην αντίπερα όχθη, η νεαρή τότε κυβέρνηση ΑΚΡ, συνειδητοποιούσε την ύπαρξη πιθανοτήτων εσωτερικής ρήξης. Άλλωστε το πραξικόπημα του 1997 είχε αποδείξει ότι το πολιτικό Ισλάμ δε θα μπορούσε να γίνει εύκολα δύναμη εξουσίας χωρίς κάποιες βασικές πολιτικές αλλαγές. Στο σημείο αυτό, η αναζωογόνηση της διαδικασίας ένταξης της χώρας στην Ε.Ε και η ανάδειξή της ως εθνικού στόχου, ήταν κάτι που πρόσφερε στο ΑΚΡ μια ευρύτερη εσωτερική και εξωτερική στήριξη. Διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες, το μεγάλο κεφάλαιο και μια μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, ταυτίστηκαν αμέσως με τον «ευρωπαϊκό εθνικό στόχο» των ισλαμιστών.

Ακριβώς, αυτή η «ιδιότητα» της ενταξιακής διαδικασίας ήταν κάτι που ενοχλούσε την υπό δημιουργία χούντα, η οποία τελικά θα αποδειχθεί παρακλάδι της Ερκενεκόν. Ο Ναύαρχος Οζντέν Ορνέκ αξιολόγησε στο ημερολόγιο του, την επιμονή της κυβέρνησης σε ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις ως εξής: «Κατά την άποψή μου προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα νομικό υπόβαθρο για να κάνουν αυτά που θέλουν. Διότι σε περίπτωση που ενταχθούμε στην Ε.Ε θα καταργηθούν όλοι οι περιορισμοί στην έκφραση σκέψης και θα παραλύσουν οι ένοπλες δυνάμεις. Έστω και να ‘το παίξουν’ ότι μπαίνουμε στην Ε.Ε είναι αρκετό για να παραλύσουν τις ένοπλες δυνάμεις». (σελ. 102-103)

Η βαρύτητα που έδωσε το ΑΚΡ στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, ως μέθοδος αυτοάμυνας απέναντι στις πραξικοπηματικές μεθοδεύσεις, γέννησε ταυτόχρονα και την ανάγκη «ενασχόλησης» με το Κυπριακό. Στις συγκυρίες της εποχής, το Κυπριακό και η τότε πρωτοβουλία του ΟΗΕ, έπαιρναν την κορυφαία θέση στην πολιτική επικαιρότητα της Τουρκίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η διακήρυξη του ΑΚΡ ότι «η μη λύση δεν είναι λύση» συγκέντρωνε στήριξη από ένα μεγάλο κομμάτι της τουρκικής αστικής τάξης, το οποίο διέβλεπε ότι μέσα από την αποδοχή της πρωτοβουλίας του ΟΗΕ για διευθέτηση του Κυπριακού, μπορούσαν να μειωθούν αισθητά τα εμπόδια προς την Ε.Ε.

Αυτή η αναπάντεχη «εισβολή» του Κυπριακού στην επικαιρότητα της τουρκικής πολιτικής, ως προβλήματος που έπρεπε να διευθετηθεί, εξέπληξε δυσάρεστα τη συγκεκριμένη ομάδα των στρατηγών. Ο Ναύαρχος Ορνέκ το διάστημα 16-22 Δεκεμβρίου 2002 έγραψε στο ημερολόγιό του τα εξής: «Και σε μια στιγμή δημιουργήθηκε στη χώρα ένα κλίμα ‘δώσε την Κύπρο να σωθούμε’. Ένα κλίμα στο οποίο πρωταγωνιστούσαν τα ΜΜΕ. Τα πρόσωπα που αντιστέκονται είναι πολύ λίγα. Η συμπεριφορά μερικών προδοτών της πατρίδας είναι ενδιαφέρουσα. Οι συμπεριφορές του Μεχμέτ Αλί Μπιράντ και του Ομίλου ΜΜΕ Ντογάν, ενθαρρύνονται από κάπου και συνεχώς γράφουν εναντίον του Ντενκτάς». (σελ. 103)

Από το σημείο αυτό, φαίνεται ότι η πρωτοβουλία του ΟΗΕ με το Σχέδιο Ανάν απέκτησε ιδιαίτερη σημασία για την χούντα στην προσπάθεια ανατροπής του ΑΚΡ. Ήταν ένα πεδίο που πολύ σύντομα θα μπορούσε να αποτελέσει ορμητήριο για συγκεκριμένους σχεδιασμούς πραξικοπήματος. Στις 26 Δεκεμβρίου 2002, μετά από την σύνοδο του Ανώτατου Στρατιωτικού Συμβουλίου, οι επικεφαλής του ναυτικού, αεροπορίας, πεζικού και στρατοχωροφυλακής, συγκεντρώθηκαν και αποφάσισαν «να υιοθετήσουν τη μη λύση στο Κυπριακό» ως πολιτική γραμμή πλεύσης στα πραξικοπηματικά σχέδια. (σελ. 105) Μάλιστα στο «ειδικό έγγραφο» που ετοίμασε ο Ναύαρχος Ορνέκ αναφορικά με τις ενέργειες που θα έπρεπε να γίνουν ενάντια στην κυβέρνηση, καταγράφονται τα εξής σημαντικά: «Υποστήριξη των πολιτικών Ντενκτάς στο Κυπριακό (επισκέψεις ανώτατων στρατιωτικών στο νησί, δημόσιες παρεμβάσεις, διοργάνωση επισκέψεων πολεμικών σκαφών). Δημόσιες δηλώσεις για την αναγκαιότητα δημοψηφίσματος για έγκριση ή απόρριψη της ένταξης στην Ε.Ε. Παρεμβάσεις για τα ζητήματα ασφάλειας που προκύπτουν σε κάθε θέμα εξωτερικής πολιτικής και παρεμπόδιση οποιουδήποτε συμβιβασμού». (σελ. 159)

Όπως φαίνεται αυτή η ομάδα στρατηγών αποφάσισε την στήριξη Ντενκτάς στην προσπάθεια φθοράς της κυβέρνησης ΑΚΡ, αλλά και την διατήρηση του Κυπριακού ως θέματος «ασφάλειας» και συνεπώς «εθνικής προδοσίας» σε περίπτωση συμβιβασμού. Ήταν σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο που προετοιμάστηκε και το πραξικοπηματικό σχέδιο με την ονομασία «Ξανθό Κορίτσι», το οποίο προνοούσε την δημιουργία «κοινωνικής κατακραυγής» ενάντια στις πολιτικές της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα, μεγάλη σημασία αποκτούσαν και οι ισορροπίες ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Για την στρατιωτική χούντα η στήριξη Ντενκτάς, ο οποίος βρισκόταν ήδη στο «στόχαστρο» των μαζικών κινητοποιήσεων των Τουρκοκυπρίων, ήταν απαραίτητη. Ο Ναύαρχος Ορνέκ γράφει επ’ αυτού: «Θα πρέπει να αφήσουμε το Κυπριακό χωρίς λύση όπως ακριβώς επιθυμούμε και στο μεταξύ θα πρέπει να μην αφήσουμε την αντιπολίτευση στην Κύπρο να κερδίσει τις εκλογές». (σελ. 181)

Οι εξελίξεις όμως δεν κινήθηκαν στη βάση των υπολογισμών των συγκεκριμένων στρατηγών. Πέραν της αποτυχίας στη μείωση της αντίδρασης των Τουρκοκυπρίων εναντίον του Ντενκτάς, εμφανίστηκαν και εσωτερικές διαφοροποιήσεις στον τουρκικό στρατό με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον τότε Αρχηγό Χιλμί Οζκιόκ. Στις 8 Ιανουαρίου 2004, ο Ναύαρχος Ορνέκ συναντήθηκε με τον Αρχηγό του για να του εκφράσεις τις διαφωνίες του αναφορικά με την «ανοχή» που επεδείκνυε ο Οζγκιόκ έναντι στην κυβέρνηση. Στο ημερολόγιο εκείνης της μέρας γράφει: «Εδώ και πάρα πολλή καιρό υπάρχει κάτι που θέλω να σας πω αναφορικά με το θέμα της Κύπρου… Η στάση σας είναι λίγο συντηρητική… Εάν επιλυθεί το Κυπριακό, η Ελλάδα που μέχρι σήμερα φοβάται από το μέτωπο της Κύπρου, θα γίνει πιο επιθετική και εμείς θα ζήσουμε μέρες μεγαλύτερης έντασης στο Αιγαίο». (σελ. 216-217) Η άρση της μονολιθικότητας του τουρκικού στρατού επί του Κυπριακού, αλλά και επί του Αιγαίου ήταν πλέον καταγεγραμμένο γεγονός μεγάλης σημασίας.

Εκτός από τους εσωτερικούς τριγμούς στα ανώτατα δόματα του στρατού, η πολιτική αλλαγή σε άλλους θεσμούς του τουρκικού κράτους, αποδείχτηκε επίσης σημαντικός παράγοντας δυσκολίας για την εφαρμογή των πραξικοπηματικών σχεδίων. Ήδη από τις αρχές του 2003, το Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε τη συγκρότηση «μιας νέας πολιτικής στο Κυπριακό με τη συμβολή όλων των ενδιαφερομένων θεσμών». Μάλιστα σχολιάζοντας αυτή τη νέα πολιτική, ένας ανώτερος διπλωμάτης είχε αναφέρει στην εφημερίδα Χιουρριέτ τα εξής: «Πλέον, οι απειλές της Τουρκίας για προσάρτηση και ενσωμάτωση μπήκαν στο τσουβάλι». (Χιουρριέτ, 2.1.2003)

Αυτές οι αλλαγές συγκυριών εσωτερικά και εξωτερικά με την στήριξη των ΗΠΑ προς το ΑΚΡ, ήταν κάτι που απασχολούσε έντονα τους πραξικοπηματίες στρατηγούς, αλλά δεν τους εμπόδιζε από του να συνεχίζουν τις αναζητήσεις τους για ανατροπή της κυβέρνησης. Οι δυσκολίες για την πραγματοποίηση ενός νέου πραξικοπήματος μαρτυρούνται από τον Ναύαρχο Ορνέκ στο ημερολόγιό του ως εξής: «Η οικονομία μας είναι σε κακή κατάσταση και εξαρτημένη από το εξωτερικό. Εάν δεν διασφαλίσουμε πιστώσεις από έξω, η οικονομία μας μπορεί να καταρρεύσει και ο λαός θα ζήσει δύσκολες μέρες. Και δεν είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε τέτοια ευθύνη. Ένα άλλο θέμα είναι οι ΗΠΑ. Παρόλο που στήριξαν προηγούμενα πραξικοπήματα, τώρα στηρίζουν το ΑΚΡ. Είναι πολύ δύσκολο να γίνει ένα πραξικόπημα που δε θέλουν οι ΗΠΑ. Χωρίς τις ΗΠΑ δεν γίνεται αυτή η δουλειά. Ένα άλλο θέμα… έχει μήπως διασφαλιστεί η ενότητα εντός των ενόπλων δυνάμεων; Εάν υπάρχει εσωτερική διαφωνία, το τέλος μας θα είναι η καταστροφή». (σελ. 241)

Έχοντας ενώπιον της όλα αυτά τα δεδομένα, η συγκεκριμένη ομάδα των στρατηγών αποφάσισε να δώσει περισσότερο βάρος στις εξελίξεις στο Κυπριακό, ως πεδίο ευκολότερης ανατροπής της κυβέρνησης. Ο Ναύαρχος είχε γράψει για το θέμα: «Εμείς θα πρέπει να παρακολουθούμε τα γεγονότα στην Κύπρο. Το Κυπριακό είναι το θέμα στο οποίο είμαστε πιο δυνατοί. Εάν αυτοί (το ΑΚΡ) προσπαθήσουν να κάνουν κινήσεις εκτός των αποφάσεων του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, να πάμε στον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου. Να του πούμε ότι δεν εγκρίνουμε τις εξελίξεις, ότι δεν αναλαμβάνουμε τέτοια ευθύνη και ότι ετοιμάσαμε ανακοίνωση, την οποία είτε θα δημοσιοποιήσουμε όλοι μαζί, είτε θα την κάνουμε μόνοι μας και θα παραιτηθούμε. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι πιο αποτελεσματικό από πραξικόπημα. Ο Αρχηγός θα μείνει μόνος του και στο τέλος θα παραιτηθεί». (σελ. 241)

Στο μεταξύ οι εξελίξεις στο Κυπριακό είχαν ενταθεί και οι στρατηγοί αντιλήφθηκαν με απογοήτευση ότι το «κυπριακό τους προπύργιο», ο Ραούφ Ντενκτάς, δεν κατάφερε να ανατρέψει την απόφαση του ΑΚΡ για αποδοχή των όρων του Γ.Γ του ΟΗΕ στη σύνοδο της Νέας Υόρκης στις αρχές του 2004. Ο Ναύαρχος υποστήριξε ότι ο Γκιούλ, τότε Υπουργός Εξωτερικών, ανακοίνωσε στον Οζγκιόκ την αναγκαιότητα αποδοχής της πρωτοβουλίας Ανάν, ενώ ο Τουρκοκύπριος ηγέτης τέθηκε στο περιθώριο. (σελ. 250) Γινόταν ξεκάθαρο ότι οι στρατηγοί δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις εξελίξεις. Κατά την άποψή τους, το τελευταίο σημείο καμπής για ανατροπή της κυβέρνησης Έρντογαν, ήταν η τελευταία πράξη του Σχεδίου Ανάν, δηλαδή η πορεία προς το δημοψήφισμα του Απριλίου 2004. Την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου 2004, οι τέσσερις στρατηγοί συνέρχονται και σύμφωνα με το ημερολόγιο του Ναυάρχου: «Στόχος μας ήταν να εκτιμήσουμε τις εξελίξεις στην Κύπρο και να αξιολογήσουμε τις διάφορες μυστικές και απόρρητες επιστολές που πήραμε από τον Ντενκτάς… Στη βάση της αξιολόγησης των πληροφοριών μας, ο Ντενκτάς θα παραιτηθεί από συνομιλητής στις 22 Μαρτίου, ενώ ο υιός Ντενκτάς θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση και θα χαλάσει ο συνασπισμός. Με αυτό τον τρόπο δε θα υπάρχει κυβέρνηση για να κάνει το δημοψήφισμα. Στο μεταξύ μέχρι τις 22 Μαρτίου ο Ντενκτάς θα διασφαλίσει ότι δε θα υπάρχει συμφωνία σε κανένα θέμα στις συνομιλίες». (σελ. 253)

Οι πιο πάνω σχεδιασμοί των στρατηγών θα ήταν αποτελεσματικοί, εφόσον ο Αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων θα τους ακολουθούσε στην προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης με αφορμή τις εξελίξεις στην Κύπρο. Μια δημόσια και επικριτική πολιτική τοποθέτηση από πλευράς Οζγκιόκ σε σχέση με το Σχέδιο Ανάν, μπορούσε να εκληφθεί ως μομφή κατά του ΑΚΡ ενώ πιθανόν να γεννούσε νέες δυναμικές για απόρριψη του Σχεδίου μέσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο Ναύαρχος στο ημερολόγιο του: «Όλο αυτό το παιχνίδι θα μπορούσε να χαλάσει μόνο με μια ανακοίνωση από τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Η Κύπρος έγινε πλέον για εμάς μια υπόθεση εθνικής αντίστασης. Εάν σπάσει αυτή η αντίσταση θα εμφανιστεί η δύναμη του ΑΚΡ… Εάν το ΑΚΡ δεν μπορέσει να κάνει αυτό που θέλει στην Κύπρο, τότε θα χάσει την πολιτική του ύπαρξη. Για αυτό η επίλυση του Κυπριακού με οποιοδήποτε τρόπο, ήταν ζωτικό ζήτημα για το ΑΚΡ… Εάν χαθεί η Κύπρος, τότε οι ένοπλες δυνάμεις θα χάσουν την πειστικότητά τους και ποιος θα μπορεί να ισχυριστεί ότι θα είναι ωφέλιμες; Μας περιμένουν δύσκολες μέρες». (σελ. 267)

Συνεπώς το Σχέδιο Ανάν μετατράπηκε σε πεδίο «επιβίωσης ή θανάτου» των δύο αντιμαχόμενων πολιτικών στην Τουρκία. Ή θα επικρατούσε το ΑΚΡ και θα άλλαζε την μοίρα του στην εξουσία, ή θα επικρατούσε ο στρατός και η κυβέρνηση Έρντογαν θα εξαφανιζόταν από το πολιτικό προσκήνιο. Τελικά όμως, η ανακοίνωση που ανέμεναν οι στρατηγοί από τον Οζγκιόκ δεν ήρθε ποτέ. Στις 4 Απριλίου 2004, σε σύσκεψη του με τους επίδοξους πραξικοπηματίες, ο στρατηγός Οζγκιόκ τους ξεκαθάρισε ότι δεν θα προέβαινε σε καμιά ανακοίνωση εναντίον της κυβερνητικής πολιτικής. Ο Ναύαρχος περιγράφει τη στιγμή ως εξής: «Δεν ξέρω εάν είναι δημοκράτης ή αν φοβάται, πάντως ο Αρχηγός δεν επιτρέπει καμιά ανακοίνωση ενάντια στην κυβέρνηση… Πλέον δεν έχει νόημα να επιμένουμε». (σελ. 272-273)

Οι επίδοξοι πραξικοπηματίες ηττήθηκαν και από «τα μέσα». Ο ίδιος ο στρατός παρουσίαζε τέτοιες εσωτερικές διαφοροποιήσεις που μερικά χρόνια πριν θα ήταν αδιανόητες. Όμως πέραν τούτου, το ημερολόγιο πραξικοπήματος του Ναυάρχου υποδεικνύει με σαφήνεια, όχι μόνο το πώς ο στρατός έχασε το παιχνίδι, αλλά και πως το ΑΚΡ μπήκε σε μια προσπάθεια εργαλειοποίησης του Κυπριακού για να προστατεύσει τη θέση του. Ίσως για πρώτη φορά στη σύγχρονη τουρκική ιστορία, οι χειρισμοί της κυβέρνησης που οδηγούσαν σε αποδοχή μιας διεθνούς πρωτοβουλίας για επίλυση του Κυπριακού, γίνονταν για εδραίωση της εξουσίας της και όχι για το αντίθετο.

Από το ημερολόγιο γίνεται ξεκάθαρο ότι για τον στρατό, το Σχέδιο Ανάν ήταν μια ευκαιρία αποκαθήλωσης του ΑΚΡ. Για το ίδιο το κυβερνών κόμμα όμως, το σημαντικό ήταν να διατηρήσει το προβάδισμα που απέκτησε έναντι του τότε Ελληνοκύπριου διαπραγματευτή και να κατοχυρώσει την πολιτική του συνέχεια μέσα από ένα «ναι» στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Στο ίδιο πλαίσιο, ένα «όχι» από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, θα διευκόλυνε περισσότερο τους ευρύτερους του σχεδιασμούς. Υπάρχουν πλέον ισχυρές ενδείξεις ότι το ΑΚΡ επιδίωξε και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να επιβληθεί στο παιχνίδι της επίρριψης ευθυνών στο Κυπριακό με επίκεντρο την εργαλειοποίηση του προβλήματος στην τελική διαπραγμάτευση του Σχεδίου Ανάν και στο δημοψήφισμα. Τα λόγια του τότε Πρέσβη και συνεργάτη του ΑΚΡ για το Κυπριακό, Μπακί Ιλκίν, προς το Ναύαρχο Ορνέκ κατά τη διάρκεια μιας συνάντησής τους το Νοέμβριο του 2004, είναι περισσότερο από διαφωτιστικά: «Με βάση τα θέματα που υπήρχαν στο Σχέδιο Ανάν, δε θα γινόταν αποδεχτό από την ελληνοκυπριακή διοίκηση. Δεν μπορούσαν να αποδεχτούν την ίδρυση ενός νέου κράτους και την καθυστέρηση στην επιστροφή περιουσιών. Εμείς το μυριστήκαμε αυτό και πήραμε ρίσκο. Και το ρίσκο που πήραμε δεν ήταν μεγάλο. Αρχίσαμε τους σχεδιασμούς μας έχοντας κατά νου ότι εμείς θα πούμε ‘ναι’ και αυτοί ‘όχι’. Κοινοποιήσαμε στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι στόχος μας δεν ήταν η λύση του Κυπριακού, αλλά η κατάργησή του ως εμποδίου στο δρόμο προς την Ε.Ε. Τελικά η υπόθεση μας πραγματοποιήθηκε και η ελληνοκυπριακή διοίκηση είπε ‘όχι’…». (σελ. 304)
Νίκος Μούδουρος

Δημοσιεύθηκε στην εφ.Χαραυγή στις 22.6.2012