Πόκερ για γερά νεύρα

Η Μόσχα ζήτησε εξηγήσεις από την Τουρκία για την αυτοψία στο συριακό Airbus

Ένα παιχνίδι για τρεις που μπορεί να δημιουργήσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις προκάλεσε η απόφαση της Άγκυρας να υποχρεώσει σε αναγκαστική προσγείωση αεροσκάφος των συριακών γραμμών, το οποίο σύμφωνα με τις τουρκικές Αρχές μετέφερε στρατιωτικό υλικό ρωσικής προέλευσης. Τον ισχυρισμό αυτό επιβεβαίωσε χθες με δηλώσεις του ο τούρκος Πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν. «Έγινε έρευνα και δυστυχώς είδαμε ότι υπήρχαν εξοπλισμός και στρατιωτικά εφόδια. Αυτού του είδους το υλικό δεν μεταφέρεται ποτέ από επιβατικά αεροσκάφη», δήλωσε ο τούρκος Πρωθυπουργός χωρίς να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Υποστήριξε, πάντως, ότι το υλικό προερχόταν από ρωσική αμυντική εταιρεία (δεν αποκάλυψε την επωνυμία της) και είχε παραλήπτη το συριακό υπουργείο Άμυνας. Σύμφωνα με τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, το αεροσκάφος μετέφερε 12 κιβώτια τα οποία περιείχαν εξοπλισμό στρατιωτικών διαβιβάσεων.

Την ίδια ώρα βρισκόταν σε εξέλιξη ένας πόλεμος αλληλοκατηγοριών μεταξύ των τριών χωρών. Η Τουρκία επέδωσε νότα στη Συρία για το αεροσκάφος της που παραβίασε τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας μεταφέροντας στρατιωτικό υλικό. Το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας ζήτησε εξηγήσεις από την Αγκυρα για το περιστατικό, ενώ κατηγόρησε την Τουρκία ότι έθεσε σε κίνδυνο τις ζωές των 17 ρώσων πολιτών που βρίσκονταν στο αεροσκάφος. Η Αγκυρα διέψευσε από την πλευρά της δηλώσεις ρώσων επιβατών ότι έπεσαν θύματα κακομεταχείρισης από τις τουρκικές Αρχές. Το υπουργείο Εξωτερικών της Συρίας, τέλος, χαρακτήρισε εχθρική τη στάση της Τουρκίας και κάλεσε την Αγκυρα να επιστρέψει το υλικό που κατάσχεσε. «Αυτό που έκανε η Τουρκία είναι πειρατεία», δήλωσε ο υπουργός Συγκοινωνιών της Συρίας Μαχμούτ Σάιτ.

Η εμπλοκή της Μόσχας στην κρίση δίνει μια νέα διάσταση στην αναβολή της επίσκεψης του ρώσου Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στην Τουρκία. Ο Ταγίπ Ερντογάν επιχείρησε χθες να αποσυνδέσει την αναβολή της επίσκεψης Πούτιν με το επεισόδιο υποστηρίζοντας ότι αυτή είχε αναβληθεί τέσσερις μέρες νωρίτερα. Ανακοίνωσε μάλιστα ότι ο ρώσος Πρόεδρος θα επισκεφτεί την Τουρκία στις 3 Δεκεμβρίου στο πλαίσιο της τρίτης συνόδου του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Τουρκίας – Ρωσίας. Διαφορετικές είναι, πάντως, οι εκτιμήσεις των αναλυτών.

ΣΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ. «Ο Πούτιν ανέβαλε την επίσκεψή του επειδή η περίοδος είναι κρίσιμη. Δεν είναι κατάλληλη εποχή να υπογράφει εμπορικές συμφωνίες με την Τουρκία», εκτιμά η Χαμπιμπέ Οζντάλ, ειδική για θέματα Ρωσίας στο κέντρο μελετών USAK της Τουρκίας, υπενθυμίζοντας πως η Μόσχα δεν είχε καν καταδικάσει την επίθεση στο Ακτσάκαλε από την οποία έχασαν τη ζωή τους πέντε τούρκοι πολίτες.

Η ίδια εκτιμά πάντως ότι η Μόσχα θα επιχειρήσει να ρίξει τους τόνους. Αλλοι αναλυτές στην Τουρκία πιθανολογούν ότι ούτε η Αγκυρα επιθυμεί περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης. Μάλιστα χθες ο οικονομικός αναλυτής της «Μιλλιέτ» Μουνίρ εκτιμούσε πως η Τουρκία δεν θα επέμβει στη Συρία γιατί εκτός από τους άλλους παράγοντες δεν το σηκώνει ούτε η οικονομία της. «Ενας πόλεμος θα δημιουργήσει μεγάλη οικονομική κρίση στην Τουρκία» έγραψε.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ Άννα Ανδρέου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Εφημερίδα Τα Νέα, Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Το βλέμμα του ΝΑΤΟ στραμμένο στην Δαμασκό

 
Με τον πιο πάνω τίτλο, το κείμενο που ακολουθεί, περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο το ξεδίπλωμα της συνεργασίας Τουρκίας – ΝΑΤΟ στο ζήτημα της Συρίας. Ο «ακήρυχτος» πόλεμος που ξεκίνησε, συμπεριλαμβάνει πλέον με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τους δυτικούς συμμάχους της Τουρκίας. Συμβολικής και ουσιαστικής σημασίας είναι και το γεγονός ότι το κείμενο αποτελεί είδηση της τουρκικής εφημερίδας ΣΑΜΠΑΧ, γνωστής για τις φιλοκυβερνητικές της θέσεις. Το κείμενο έχει ως εξής:

«Μετά τη ρίψη βλημάτων από τον συριακό στρατό στο Ακτσιάκαλε και το Χάταϊ που είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο πολιτών, η Άγκυρα ανέπτυξε μια νέα πολύπλευρη στρατηγική. Η Άγκυρα η οποία τη νύκτα της 3ηςΟκτωβρίου συγκάλεσε έκτακτη συνεδρία του ΝΑΤΟ το οποίο έδειξε αλληλεγγύη, αφού εξέδωσε σχετικό διάταγμα από την Εθνοσυνέλευση στις 4 Οκτωβρίου, ισχυροποίησε την πολιτική και στρατιωτική της αποτρεπτικότητα και προχώρησε σε ακόμη ένα σημαντικό βήμα. Ζητήθηκε από το ΝΑΤΟ να ενεργοποιήσει τις τεχνικές της δυνατότητες για να προστατέψει την Τουρκία. Κατά αυτό τον τρόπο τα ραντάρ τα οποία βρίσκονται στο Κιουρετζιήκ της Μαλάτειας στράφηκαν προς την Συρία.

Στρατιωτική ανάλυση κινδύνου

Έγινε γνωστό ότι το Γενικό Επιτελείο, αφού μελέτησε την ένταση που προκλήθηκε με την Συρία, ενίσχυσε τα στρατιωτικά του σχέδια και προχώρησε σε περιεκτικές αναλύσεις κινδύνου. Αξιολογήθηκαν οι δυνατότητες του στρατού της Συρίας από πλευράς αεροπορίας και αεράμυνας. Σε αυτά τα πλαίσια τέθηκε στο τραπέζι και η πτυχή των απειλών κατά της Τουρκίας. Εκδόθηκε προσχέδιο με τα πυραυλικά συστήματα και το απόθεμα χημικών όπλων του συριακού οπλοστασίου που θεωρούνται απειλές. Αποφασίστηκε όπως η χώρα επωφεληθεί από τις δυνατότητες του ΝΑΤΟ.

Στη συστοιχία Κιουρετζιήκ

Με το αίτημα της Τουρκίας εξετάστηκαν και οι μηχανισμοί του ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ σε πρώτο στάδιο προχώρησε σε μια σημαντική ανακοίνωση. Το επεισόδιο στο Ακτσιάκαλε αναγνωρίστηκε ως επίθεση στα νοτιοανατολικά σύνορα του ΝΑΤΟ. Έτσι, αντί να γίνεται λόγος για σύνορα Τουρκίας – Συρίας, γίνεται λόγος για σύνορα του ΝΑΤΟ. Εξάλλου, αφού  έγινε αναφορά στην αρχή της μη διάσπασης της ασφάλειας μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ, καταγράφηκε ότι δεν θα παραμείνουν αδιάφοροι στις στρατιωτικές παραβιάσεις που στοχεύουν την Τουρκία. Μαζί με αυτές τις διπλωματικές ενέργειες προστέθηκε και η στρατηγική πτυχή. Τα ραντάρ που βρίσκονται στο Κιουρετζιήκ της Μαλάτειας στα πλαίσια του σχεδίου αντιπυραυλικής ασπίδας του ΝΑΤΟ, στράφηκαν προς την Συρία.  

Αντιπυραυλικά μέτρα

Λόγω των ενσωματωμένων συστημάτων ραντάρ που βρίσκονται στο Κιουρετζιήκ, οι πύραυλοι αεράμυνας και επίθεσης αέρος (εδάφους αέρος) του στρατού της Συρίας, τέθηκαν υπό την παρακολούθηση του ΝΑΤΟ. Έναντι μιας πιθανής πυραυλικής επίθεσης η οποία θα μπορούσε να στοχεύει την Τουρκία, θα τεθεί σε λειτουργία το σύστημα προειδοποίησης των ραντάρ στο Κιουρετζιήκ, ενώ παράλληλα θα ενεργοποιηθούν οι στόλοι των F-16 που βρίσκονται σε κατάσταση επιφυλακής προκειμένου να καταστείλουν την επίθεση. Παράλληλα, ανάλογα με τον βαθμό απειλής, η Τουρκία θα μπορέσει να επωφεληθεί από τις πληροφορίες που θα έρθουν από τα ‘αεροσκάφη συστήματος εγκαίρου προειδοποίησης’ AWACS του ΝΑΤΟ. Με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να αναπτυχθεί το αντιπυραυλικό σύστημα Patriot.

Η διοίκηση στην Γερμανία

Το σύστημα πυραυλικής ασπίδας που βρίσκεται στο Κιουρετζιήκ όπου εντοπίζεται κάθε είδους δραστηριότητα εναέριου μέσου και εκτοξευτήρες πυραύλων, τυγχάνει χειρισμού από την αεροπορική βάση Ramstein του ΝΑΤΟ στην Γερμανία. Ο έλεγχος των κινήσεων δραστηριοτήτων και του συστήματος ελέγχου, παρακολουθείται και πάλι από την αεροπορική βάση Geilenkirchen στη Γερμανία. Στο διοικητικό κέντρο που βρίσκεται στην Γερμανία, είναι τοποθετημένοι ένας Τούρκος στρατηγός και η ομάδα του. Αυτός ο διοικητής είναι εξουσιοδοτημένος εξ ονόματος της Τουρκίας».

 

Άρθρο Οκάν Μουντερίσογλου

ΣΑΜΠΑΧ, 12.10.2012

Ένας ηγέτης, ένα κόμμα, ένα κράτος

Το βήμα από το οποίο ο Έρντογαν κατέθεσε την τελευταία του ομιλία σε συνέδριο του ΑΚΡ ως ο ηγέτης του, «ντύθηκε» με ένα τεράστιο παγκόσμιο άτλαντα υπό το σύνθημα «Μεγάλο Έθνος, Μεγάλη Δύναμη. Στόχος το 2023». Καθόλου τυχαίοι οι συμβολισμοί. Πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν για το 4ο τακτικό συνέδριο του ΑΚΡ, όμως το σημαντικότερο που αφήνει πίσω του είναι το ότι ξεπέρασε τα όρια ενός συνηθισμένου κομματικού φόρουμ. Άγγιξε τα όρια «σύναξης» του νέου τουρκικού πολιτικού συστήματος.

Η πρώτη σημαντική διάσταση του συνεδρίου αφορά ακριβώς στην επιβεβαίωση της πολιτικής δύναμης που απέκτησε το κυβερνών κόμμα σε σημείο απόλυτης σχεδόν ταύτισης του με το «νέο» τουρκικό κράτος. Τα τρία χαρακτηριστικά του ιδεολογικού υπόβαθρου, τα οποία πιστοποιήθηκαν με την ομιλία Έρντογαν ήταν ο συντηρητισμός, το Ισλάμ και ο εθνικισμός. Συνεπώς είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το ΑΚΡ ως ο κυρίαρχος της πολιτικής πραγματικότητας στην Τουρκία, έχει πετύχει να διευρυνθεί σε βαθμό που να μην αφήσει σχεδόν κανένα πολιτικό κενό για άλλες δυνάμεις της παραδοσιακής Δεξιάς.

Στο σημείο αυτό, ο στόχος για συνέχιση της διακυβέρνησης του ΑΚΡ μέχρι το 2023, περνά μέσα από τη διεύρυνση της κοινωνικής βάσης του πολιτικού Ισλάμ, αλλά και μέσα από την μονιμοποίηση της εξουσίας του στις κρατικές δομές. Το σύνθημα για μια μεγάλη Τουρκία μέχρι και το 2023, αποκτά ιδιαίτερη σημασία εάν ληφθεί υπόψη η όντως εκπληκτική ικανότητα του ΑΚΡ να ανανεώνει τους στόχους του με τρόπο που να αναπαράγει τη δική του εξουσία, αλλά και να κινητοποιεί τις τεράστιες συντηρητικές μάζες του πληθυσμού προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Εκείνο που διακρίνεται μέσα από το πρόγραμμα διακυβέρνησης του 2023, είναι να γιορταστούν τα 100 χρόνια ίδρυσης της «κεμαλικής» Τουρκίας, μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο: αυτό μιας νέας «συντηρητικής» Τουρκίας, τα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας θα είναι η ενισχυμένη παρουσία των ισλαμικών αξιών, η συγκεντροποίηση της εκτελεστικής εξουσίας ως διευκόλυνση προς την «ελεύθερη αγορά» και η εξαγωγή αυτού του μοντέλου ως «πηγή έμπνευσης» για την ευρύτερη αραβο-μουσουλμανική γεωγραφία.

Η δεύτερη σημαντική διάσταση του συνεδρίου, προκύπτει μέσα από τις θρησκευτικών προσανατολισμών αναφορές του Έρντογαν στην ομιλία του. Το σουνιτικό ισλαμικό περιεχόμενο, η επίκληση όλων των εκφράσεων του ισλαμικού πολιτισμού της Ανατολίας στην ομιλία του Πρωθυπουργού, σε συνδυασμό με την κυρίαρχη του θέση στο πολιτικό σύστημα, πιστοποίησαν μια σημαντική εξέλιξη: Το κυβερνών κόμμα και ο ιδρυτής του, μπορούν πλέον να καθορίζουν τα όρια του πολιτικού Ισλάμ σύμφωνα με τα λεγόμενα κρατικά συμφέροντα. Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική έκφραση της θρησκείας έτσι όπως το ΑΚΡ την εκφράζει έχει μετατραπεί σε μια «κρατική υπόθεση», σε ένα «κρατικό σχέδιο» κατά τα πρότυπα του κεμαλικού δόγματος των προηγούμενων δεκαετιών. Το περιεχόμενο του συνεδρίου, μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια κορυφαία στιγμή στην πορεία ενσωμάτωσης του Ισλάμ στο σύγχρονο τουρκικό κράτος.

«Ο δρόμος μας είναι ο δρόμος του Σουλτάνου Άλπαρσλαν, του Γαζί Οσμάν, του Μεχμέτ του Πορθητή, του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, του Σελίμ. Ο δρόμος μας είναι ο δρόμος του Μουσταφά Κεμάλ, του Μεντερές, του Οζάλ, του Έρμπακαν», είπε ο Έρντογαν δίνοντας με αυτό τον τρόπο το στίγμα της ριζικής αναθεώρησης της τουρκικής ιστοριογραφίας. Η τρίτη διάσταση λοιπόν του συνεδρίου, ήταν ακριβώς η συγκρότηση μιας νέας ανάγνωσης της τουρκικής ιστορίας και η μετατροπή της σε κυρίαρχη. Μια τουρκική ιστορία που θα περιορίζει πλέον την κεμαλική έκδοση αποκοπής της κοινωνίας από το οθωμανικό της παρελθόν και θα την ενώνει αναχρονιστικά με τις ισλαμικές πολιτιστικές της ρίζες.

Τέλος, ο ίδιος ο Έρντογαν ήταν μια άλλη καθοριστική διάσταση του συνεδρίου. Η ικανότητα του να ταυτίζεται με τις μάζες και να επιβάλλει το δικό του «παραμύθι» ως την αφήγηση της ιστορίας των θρησκευόμενων μαζών, αποτελεί ίσως το καθοριστικότερο στοιχείο της κυριαρχίας του κόμματος. Η προβολή του «μοναδικού ηγέτη» στο πρόσωπο του οποίου ταυτίζεται ολόκληρο το έθνος, μπορεί να αποτελεί μια επανάληψη του πατερναλισμού που επικρατεί στην Τουρκία, όμως αυτή τη στιγμή είναι το βήμα πάνω στο οποίο ο Έρντογαν θα επιδιώξει την εκλογή του στο ύπατο αξίωμα του κράτους το καλοκαίρι του 2014. Συνεπώς, το ιδεολογικό περίβλημα μέσα από το οποίο εμφανίστηκε ο Πρωθυπουργός, μπορεί να είναι και η πρώτη του προεκλογική προσπάθεια. Εκτός πολιτικών ή άλλων απροόπτων, η Τουρκία του ΑΚΡ, γίνεται Τουρκία του Έρντογαν.     
 
 
Νίκος Μούδουρος

       Δημοσίευση: Καθημερινή Κύπρου, Cyprus News (http://cyprusnews.eu/), 7.10.2012

 

Όταν αποτυχαίνει η έμμεση επέμβαση, μέχρι που μπορεί να φτάσει η Τουρκία;

Προς το τέλος του Σεπτέμβρη, η ένοπλη αντιπολίτευση στην Συρία έκανε ακόμα μια διακήρυξη για «επίθεση νίκης» – τουλάχιστον στο Χαλέπι. Παρά την προβολή από τα δυτικά ΜΜΕ, σύντομα, η πολυδιαφημισμένη επίθεση αποδείχτηκε φιάσκο. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης παρέμεινε στα χέρια των κυβερνητικών δυνάμεων, ενώ η ροή των ξένων ισλαμιστών δεν φάνηκε να μπορεί να κάνει κάτι το ιδιαίτερο, πέρα από το κρυφτοπολεμο σε μερικές συνοικίες της πόλης. Η τελική απόδειξη της αποτυχίας ήταν η τριπλή επίθεση με παγιδευμένα αυτοκίνητα στο κέντρο της πόλης. Συνήθως, οι ισλαμιστές – και στο Ιράκ προηγουμένως αλλά και στην Συρία πρόσφατα – καταφεύγουν σε επιθέσεις με αυτοκίνητα βόμβες όταν αποτυχαίνουν να ελέγξουν στρατιωτικά μία περιοχή. Τα προβλήματα των ενόπλων της αντιπολίτευσης να αντλήσουν εσωτερική στήριξη λ.χ. καταγράφονται πια και στον δυτικό τύπο:

Η αποτυχία είχε και ευρύτερες διαστάσεις, καθώς η καλλιέργεια υστερίας μέσα από τα δυτικά και τα μοναρχικά αραβικά ΜΜΕ άρχισε επίσης να φθίνει. Και η δυναμική εμφάνιση του Ιράν από την μια, αλλά και τοποθέτηση της Αιγύπτου ως διαμεσολαβητή ανάμεσα σε Τουρκία και Ιράν σηματοδοτούσε, επίσης, μια ακόμα απώλεια για την ένοπλη αντιπολίτευση. Όπως φάνηκε σε κάθε προσπάθεια μεσολάβησης ή αποστολής παρατηρητών, οι ισλαμιστές ξεκινούσαν αρνητικά και μετά οδηγούσαν την αποστολή σε αποτυχία, ακριβώς γιατί κάθε ουδέτερος παρατηρητής πιστοποιούσε, ότι όσα μετέδιδαν οι χρηματοδότες της αντιπολίτευσης ήταν υπερβολές. Έτσι, η αντιπολίτευση προτιμούσε να ελέγχει την ροή των πληροφοριών και ταυτόχρονα, να έχει ένα είδος μονοπωλίου στην εκπροσώπηση στον αραβικό κόσμο – αφού η Συρία είχε εκδιωχθεί από τον αραβικό σύνδεσμο, όπου επικράτησαν οι μοναρχίες του Κόλπου. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποστασιοποίηση της Αιγύπτου – που δήλωσε μάλιστα ότι ήταν ενάντια σε στρατιωτική επέμβαση – ήταν σαφώς προβληματική.

Το ευρύτερο σκηνικό δεν ήταν επίσης, ευχάριστο με την διόγκωση των επιθέσεων των κούρδων ανταρτών. Σε αυτό πλαίσιο, η Τουρκία φάνηκε να παίρνει πρωτοβουλία για δημιουργία νέας θεαματικής κρίσης. Όταν ένας μυστηριώδης όλμος, έπεσε σε τούρκικο έδαφος και σκοτώθηκαν πέντε άτομα, η τουρκική κυβερνητική ελίτ προσπάθησε αμέσως, να δημιουργήσει συνθήκες πολέμου. Το ΝΑΤΟ σε μια ακόμα ειρωνική στροφή της ιστορίας, εξέδωσε ανακοίνωση υπέρ του σεβασμού των τουρκικών συνόρων, τη στιγμή που η Τουρκία αναζητούσε τρόπο επέμβασης στην Συρία. Προφανώς, μια νατοϊκή συμμετοχή δεν φάνηκε να προχωρά. Όμως, ο Ερτογάν και ο κύκλος του φαίνονται αποφασισμένοι να ωθήσουν την σύγκρουση – άγνωστο ωστόσο μέχρι πού. Ήδη, οι προσπάθειες της Τουρκίας να το παίξει χωροφύλακας προκάλεσαν την αντίδραση του Ιράκ. Η κυβέρνηση της Βαγδάτης κάλεσε την Τουρκία να αποσύρει τις δυνάμεις της από το βόρειο Ιράκ, όπου γίνεται προσπάθεια από τον τουρκικό στρατό να αντιμετωπιστούν οι βάσεις των κούρδων ανταρτών.

Η ευρύτερη γεωπολιτική κατάσταση και η εμπειρία της αντιπαράθεσης στην Συρία δείχνει ότι υπάρχει πιθανότητα ο όλμος να μην έπεσε τυχαία. Η συριακή κυβέρνηση προσπάθησε να ρίξει την ένταση, και ανέλαβε την ευθύνη, αλλά είναι μια περιοχή και μια περίοδος όπου το «γεγονός» και η «κατασκευή» είναι κοντινές έννοιες. Την ίδια εβδομάδα, άλλωστε συνέβηκαν δύο άλλα γεγονότα που μπορεί να συνδέονται: σε μια επίθεση στον Λίβανο, σκοτώθηκε ηγετικό στέλεχος της Χιζμπολλάχ, ενώ στους «δρομους» της Τεχεράνης, προκλήθηκε μια απότομη πτώση του τοπικού νομίσματος απέναντι στο δολάριο, κάτι το οποίο αποδόθηκε, στα δυτικά μέτρα στο πλαίσιο του εμπάργκο. Αλλά, με δεδομένο ότι σχετικές δηλώσεις  για την επίδραση του εμπάργκο – κυκλοφορούσαν από πριν, είναι πιθανό να προκλήθηκε ένα και είδος οικονομικής  παρέμβασης για να κατασκευαστεί εσωτερική κρίση.  Υπήρξαν μια μικρή διαδήλωση, αλλά χωρίς συνέχεια. Στο ευρύτερο πλαίσιο, θα μπορούσε κάποιος να καταγράψει, επίσης, την σχετικά επιτυχημένη παρουσία του Αχμαντινετζάντ στον ΟΗΕ – ο οποίος μάλιστα εμφανίστηκε και μαζί με τους ηγέτες του Πακιστάν και του Αφχανισταν -, σε αντίθεση με τον Νετανιαχου που αποκόμισε ειρωνικά σχόλια ακόμα και από φιλοσιωνιστες.

Το παιχνίδι είναι ευρύτερο  και καλύπτει όλη την Μέση Ανατολή, μέχρι την κεντρική Ασία. Η Τουρκία μπορεί να κινηθεί προς ένα είδος ελεγχόμενου σύγκρουσης, όπως με το βόρειο Ιράκ ή μπορεί να κάνει την μοιραία κίνηση για πόλεμο. Με απρόσμενες όμως συνέπειες. Και βέβαια, πιο κάτω υπάρχει και η άλλη διάσταση: η διαμάχη Ισραήλ-Ιράν.

Αναδημοσίευση από Δέφτερη Ανάγνωση, 5.10.2012

 

Μερικές σημειώσεις για το συνέδριο του ΑΚΡ

Το 4ο τακτικό συνέδριο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) που έγινε στην Άγκυρα στις 30 Σεπτεμβρίου 2012, θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά φόρουμ της τελευταίας 20ετίας. Αυτό προκύπτει από τη θέση του κόμματος στην Εθνοσυνέλευση και στην κυβέρνηση, θέση που σε συνδυασμό με τον εσωτερικό κανονισμό για περιορισμό της εκλογής στελεχών σε κρατικά και κομματικά αξιώματα για τρεις συνεχόμενες θητείες «αναγκάζει» το κυβερνών κόμμα να προχωρήσει σε τέτοιες αλλαγές που επηρεάζουν συνολικά το τουρκικό πολιτικό σύστημα.
 
Το συνέδριο του ΑΚΡ έχει επίσης την ιδιαιτερότητα ότι καθορίζει την ευρύτερη στρατηγική που θα ακολουθήσει το κόμμα για τα επόμενα τρία έτη, δηλαδή περίοδο τριών πολύ σημαντικών εκλογικών αναμετρήσεων. Τον Οκτώβριο του 2013 θα γίνουν οι εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης. Τον Αύγουστο του 2014 θα γίνουν οι προεδρικές εκλογές όπου ο Πρόεδρος του κράτους θα εκλεγεί για πρώτη φορά απευθείας από το λαό. Το καλοκαίρι του 2015 θα γίνουν οι γενικές (βουλευτικές) εκλογές. Μέσα από αυτό πλαίσιο, οι σημαντικότερες διαστάσεις του συνεδρίου, οι οποίες θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της Τουρκίας ίσως για την επόμενη δεκαετία, έχουν ως εξής:

«Μεγάλο Έθνος, Μεγάλη Δύναμη. Στόχος 2023»

 Αυτό ήταν το κεντρικό σύνθημα του συνεδρίου. Αποτελεί μια συνειδητή πολιτική επιλογή που δίνει συνέχεια στο πρόγραμμα του ΑΚΡ με το οποίο κέρδισε τις εκλογές του 2011 με το συντριπτικό 49.9%. Το κυβερνών κόμμα έθεσε τις βάσεις για μονιμοποίηση της εξουσίας του σχεδόν σε όλους τους τομείς της Τουρκίας και τώρα προχωρά ουσιαστικά στη δημιουργία ενός νέου καθεστώτος. Αυτό το νέο καθεστώς σύμφωνα με το πρόγραμμα που έχει εγκριθεί, φαίνεται να φέρει όλα τα κεντρικά χαρακτηριστικά της τουρκικής Δεξιάς με υπογράμμιση στο Ισλάμ και τον εθνικισμό. Το ΑΚΡ έχει οικοδομήσει αυτή τη στιγμή την Τουρκία της «συντηρητικής πλειοψηφίας» και κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να μεταφέρει το πολιτικό Ισλάμ σε όλες τις δομές του κράτους.

Στον πολιτικό και θεσμικό τομέα, τα επόμενα βήματα επικεντρώνονται στην αλλαγή του Συντάγματος με τρόπο που να ισχυροποιείται η εκτελεστική εξουσία και να διασφαλίζεται η λεγόμενη ελεύθερη αγορά. Σε αυτό το σημείο θα επαναρχίσουν οι συζητήσεις για υιοθέτηση ενός άλλου πολιτεύματος μέσα από τη δημιουργία νέου Συντάγματος. Στόχος του ΑΚΡ είναι η υιοθέτηση προεδρικού συστήματος, ενώ αφήνει ανοιχτή την προοπτική για υιοθέτηση ημι-προεδρικού ή και ενός συστήματος που θα επιτρέπει την εκλογή Προέδρου που να διατηρεί την κομματική του ιδιότητα.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, το πρόγραμμα του ΑΚΡ μέχρι και το 2023, έχει ως στόχο την ανατροπή όλων των «κεμαλικών» δομών, έτσι όπως επικράτησαν μέσα από τα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Οι μεταρρυθμίσεις που σχεδιάζονται διευρύνουν τις ελευθερίες, αλλά προσανατολίζονται περισσότερο προς τον συντηρητικό-θρησκευόμενο πληθυσμό και πιο συγκεκριμένα στους σουνίτες Μουσουλμάνους.

Εξωτερική Πολιτική

Το συνέδριο ήταν χαρακτηριστικό των προσανατολισμών της «νέας» Τουρκίας. Έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις σχέσεις με τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο, τόσο στο επίπεδο των επίσημων προσκεκλημένων (δεν υπήρχε κανένας ηγέτης από χώρα της Ε.Ε), όσο και μέσα από την ομιλία του Πρωθυπουργού. Τα κυριότερα σημεία της ομιλίας παραπέμπουν στην συνέχιση της προώθησης της οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας και του ισλαμικού της χαρακτήρα ως τους δύο άξονες του «τουρκικού παραδείγματος – τουρκικής πηγής έμπνευσης» για την ευρύτερη Μέση Ανατολή, αλλά και περιοχές όπως τα Βαλκάνια και η Κεντρική Ασία. Με λίγα λογια, το συνέδριο επαναβεβαίωσε το στόχο να μετατραπεί η Τουρκία σε χώρα που να μπορεί να δημιουργεί και να επηρεάζει μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων στην περιοχή, μέσα από την οικονομία και την προώθηση των πολιτισμικών της αξιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην προσφώνηση των επίσημων προσκεκλημένων, εκείνος που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο χειροκρότημα από τα μέλη του κόμματος ήταν ο ηγέτης της ΧΑΜΑΣ, Χαλίντ Μασιάλ, ο οποίος στον χαιρετισμό του υπογράμμισε ότι ο Έρντογαν «δεν είναι μόνο ο ηγέτης της Τουρκίας, αλλά είναι ο ηγέτης του ισλαμικού κόσμου».

Το Κυπριακό δεν είχε καμιά απολύτως θέση στην ομιλία του Πρωθυπουργού Έρντογαν, η οποία διήρκησε δυόμιση ώρες. Η λέξη «Κύπρος» πέρασε από το κείμενο της ομιλίας του τρεις φορές: χαιρέτησε τον Ιρσέν Κιουτσιούκ ως «Πρωθυπουργό της Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου», ανέφερε ότι η κυβέρνηση «επιδίωξε περιεκτική λύση σε προβλήματα από την Κύπρο μέχρι το Αρμενικό» και τέλος ανέφερε ότι η κυβέρνηση «ακολούθησε επιθετική και προληπτική διπλωματία σε θέματα όπως της Κύπρου και του Καυκάσου».

Η προσωπικότητα Έρντογαν

Δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι ολόκληρο το συνέδριο ήταν προσαρμοσμένο στην προσωπικότητα του Πρωθυπουργού, ο οποίος και επίσημα ανακηρύσσεται πλέον ως ο «μοναδικός ηγέτης». Ο Έρντογαν μέσα από την ομιλία του επιδίωξε να απευθυνθεί στα πιο συντηρητικά αισθήματα της πλειοψηφίας της κοινωνίας με πολλές ισλαμικές και εθνικιστικές παραπομπές. Επιδίωξε και κατάφερε για μια ακόμα φορά να ταυτιστεί με τις συντηρητικές μάζες της Τουρκίας και να προωθηθεί ως «ένας από εμάς». Για πολλούς η ομιλία του αποτέλεσε την έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές του 2014. Παρόλο που υπάρχει έστω και μειωμένη η πιθανότητα μη υποβολής υποψηφιότητας, εντούτοις όλα τα σενάρια που γίνονται στην Άγκυρα έχουν στο επίκεντρο τους την προοπτική προεδρίας Έρντογαν.

Στο επίκεντρο της στρατηγικής του βρίσκεται το ποσοστό 58% που πέτυχε το 2010 στο δημοψήφισμα για τις συνταγματικές αλλαγές. Για αυτό το λόγο προχωρεί και σε συνεργασία με το ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης. Παράλληλα υπογραμμίζει το Ισλάμ και τον  εθνικισμό, ως μια ανανεωμένη ιδεολογική σύνθεση της τουρκικής δεξιάς, η οποία αποτελεί ούτως ή άλλως το πλειοψηφικό ρεύμα της κοινωνίας. Χαρακτηριστικά στην ομιλία του έκανε πάρα πολλές αναφορές στον Σελτζούκο ηγεμόνα Αλπαρσλάν με κεντρικό σημείο τη νίκη των στρατευμάτων του το 1071 επί των Βυζαντινών στο Μανζικέρτ, νίκη που στην ιστοριογραφία συμβολίζει την έναρξη του εκτουρισμού-εξισλαμισμού της Ανατολίας. Μάλιστα κήρυξε τη χιλιετία από την νίκη, δηλαδή το 2071 ως τον στόχο συνέχισης της εξουσίας του πολιτικού Ισλάμ από τη σημερινή νεολαία του ΑΚΡ.

Προς την κατεύθυνση ανάδειξης του Ερντογάν στην προεδρία της Τουρκίας, οδηγούν και οι εσωκομματικές αλλαγές. Φαίνεται ότι από τις αλλαγές στελεχών που έκανε στο κεντρικό πολιτικό-διοικητικό συμβούλιο και το πολιτικό γραφείο, ότι θα ακολουθήσει ανασχηματισμός του Υπουργικού Συμβουλίου με άτομα της δικής του εμπιστοσύνης. Στο σημείο αυτό στοχεύει στη συνέχιση της επιρροής του στο ΑΚΡ με την ενίσχυση των στελεχών του παραδοσιακού ισλαμικού Κινήματος Εθνικής Άποψης και την διεύρυνση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Προέδρου του κράτους. Η ισχυρή προσωπικότητα του Ερντογάν και οι ήδη ισχυρές συνταγματικές αρμοδιότητες του Προέδρου, θα μετατρέψουν ντε-φάκτο το σύστημα της Τουρκίας σε ημιπροεδρικό, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη την πιθανότητα εκλογής Έρντογαν απευθείας από το λαό.
3 Οκτωβρίου 2012

 

Ο λαϊκός επαναστατικός αγώνας του ΡΚΚ ως μια "νέα τακτική" του κουρδικού κινήματος στην Τουρκία

Όταν στις 28 Δεκεμβρίου 2011 η τουρκική αεροπορία βομβάρδιζε το χωριό Ουλούντερε στις νοτιοανατολικές περιοχές με θλιβερό απολογισμό το θάνατο 35 Κούρδων χωρικών, η κατάσταση στο Κουρδικό πρόβλημα απλά επιβεβαίωσε τη νέα του φάση. Ο στρατός δήλωσε ότι «αντιλήφθηκε» τους χωρικούς ως αντάρτες του ΡΚΚ, ενώ στην πραγματικότητα τα θύματα της κρατικής βίας ήταν λαθρέμποροι τσιγάρων και μαζούτ από τις περιοχές του Βορείου Ιράκ! Μερικούς μήνες μετά τη συγκεκριμένη αποκάλυψη και σε μια «παραφροσύνη» εθνικισμού, ο Υπουργός Εσωτερικών της Τουρκίας Ιντρίς Ναϊμ Σιαχίν, δήλωνε για τα θύματα ότι «εάν συλλαμβάνονταν ζωντανοί θα κατηγορούνταν δικαστικά για λαθρεμπόριο… είναι οι φιγούρες του γεγονότος, εάν δούμε ολόκληρο το έργο δεν υπάρχει κάτι για το οποίο να πρέπει να ζητηθεί συγνώμη»!

Μέσα στο πλαίσιο που ολοκληρώνονταν με τη σφαγή των 35 ανθρώπων, το καθοριστικό ερώτημα που προέκυπτε τότε ήταν εάν η αντίδραση του Υπουργού Εσωτερικών συνιστούσε την νέα περιεκτική στρατηγική της κυβέρνησης ΑΚΡ στο Κουρδικό. Εάν δηλαδή θα αποτελούσε το δόγμα της Άγκυρας για την αντιμετώπιση της νέας τακτικής που έθετε επί τάπητος το ΡΚΚ. Συνεπώς στο επίκεντρο ολόκληρου του πολιτικού συστήματος μπήκε για μια ακόμη φορά η αδυναμία των στρατιωτικών μέτρων στην αντιμετώπιση της κουρδικής οργάνωσης, αλλά την ίδια στιγμή και η ανθεκτικότητα του ΡΚΚ μέσα από την οποία φαίνεται να επιτυγχάνει τη διατήρηση συμμαχιών τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας, όσο και στο εξωτερικό.

Η νέα τακτική αγώνα που επέλεξε το ΡΚΚ, ουσιαστικά αποτελεί επιστροφή σε πιο παλιές ένοπλες μεθόδους με στόχο τον «έλεγχο πεδίων και εδαφών» εντός Τουρκίας. Σήμερα η τακτική αυτή ονομάστηκε «λαϊκός επαναστατικός αγώνας» και έχει ως κεντρικό άξονα την εντατικοποίηση της κινητοποίησης του κουρδικού πληθυσμού προς την κατεύθυνση της περαιτέρω προώθησης του αιτήματος για «αυτονομία-ανεξαρτησία».

Όπως προαναφέρθηκε, η τακτική αυτή δεν είναι εντελώς νέα αφού ακολουθήθηκε και στα χρόνια πριν από την σύλληψη του Αμπντουλλάχ Οτζαλάν. Μετά τη σύλληψη του Κούρδου ηγέτη και ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1999-2005, το ΡΚΚ μείωσε δραστικά τις ένοπλες επιχειρήσεις και έδωσε περισσότερο βάρος στην οργανωτική ανασυγκρότηση εντός πόλεων. Δημιούργησε τα «κοινοβούλια Τουρκίας» και προσπάθησε παράλληλα να αυξήσει την επιρροή και τον πολιτικό έλεγχο σε Δήμους των νοτιοανατολικών-κουρδικών περιοχών της Τουρκίας.

Βασική περιοχή για το ξεδίπλωμα της πολιτικής ενίσχυσης του κινήματος ήταν το Ντιγιάρμπακιρ, πόλη σύμβολο για τους Κούρδους. Η δομή «Συνέδριο των Κουρδικών Κοινοτήτων» (με τα αρχικά KCK, είναι η πολιτική δομή που συνδέει το ΡΚΚ με τον πληθυσμό των πόλεων) σε μια κίνηση περισσότερου συγκεντρωτισμού έθεσε κομισάριους της ένοπλης οργάνωσης για τους Δήμους που έλεγχε το κουρδικό κόμμα και σταδιακά φρόντισε για την μαζικοποίηση αιτημάτων όπως η αυτονομία-ανεξαρτησία. Στις δημοτικές εκλογές του 2009, το Κόμμα Δημοκρατικής Κοινωνίας κέρδισε συνολικά 100 Δήμους στις νοτιοανατολικές περιοχές. Σε αυτό το σημείο το τουρκικό κράτος ξεκίνησε τη δίωξη της δομής KCK με δικαστικές υποθέσεις υπό την καθοδήγηση των εισαγγελέων ειδικών αρμοδιοτήτων. Το ΡΚΚ αναγκάστηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα να μετακίνηση το κέντρο δράσης του σε άλλες περιοχές. Όμως ταυτόχρονα αναγκάστηκε να εντείνει την ένοπλη δραστηριότητα και να την διευρύνει με το στόχο λαϊκού επαναστατικού αγώνα και ελέγχου εδαφών εντός Τουρκίας. Με αυτό τον τρόπο, το ΡΚΚ στοχεύει σε αύξηση της πίεσης κατά του τουρκικού κράτους, στην μετακίνηση του Οτζαλάν σε κατ’ οίκον περιορισμό, καθώς και σε έναρξη συνομιλιών που να διασφαλίζουν ισότιμο καθεστώς μεταξύ του κουρδικού κινήματος και του τουρκικού κράτους.  

Στη σημερινή φάση, φαίνεται ότι η Άγκυρα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την αναδίπλωση του ΡΚΚ και την ικανότητα του να διατηρεί κοινωνική στήριξη, έστω και μειωμένη σε σύγκριση με προηγούμενα χρόνια. Γιατί πλέον το μεγαλύτερο πρόβλημα για την άρχουσα τάξη της χώρας, είναι η μη αποδοχή του ιστορικού δεδομένου της ταύτισης ενός πολύ μεγάλου μέρους των Κούρδων με τον αγώνα του ΡΚΚ. Σε αυτό το σημείο άλλωστε αποτυγχάνουν οι όποιες προσπάθειες αύξησης της δραστηριότητας του τουρκικού στρατού, αφού υποτιμούν την λαϊκή στήριξη που απολαμβάνει το ΡΚΚ. Συνεπώς, μπορεί η μέθοδος του λαϊκού επαναστατικού αγώνα που επέλεξε το κουρδικό κίνημα την περίοδο αυτή να μην έφερε τα αποτελέσματα που αναμένονταν, όμως στρέφουν πλέον τα ανώτατα δόματα της εξουσίας να σκέφτονται ακόμα και την επανέναρξη των συνομιλιών.

Το συνέδριο του ΑΚΡ στις 30 Σεπτεμβρίου αναμένεται να είναι διαφωτιστικό και προς αυτή την κατεύθυνση. Έστω και αν το γενικότερο κλίμα δεν χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία, εντούτοις η προσοχή όλων εστιάζεται στην ομιλία του Πρωθυπουργού Έρντογαν και ιδιαίτερα στα μηνύματα που θα αφήσει αναφορικά με το Κουρδικό.

 

Πηγές:

Cengiz Çandar, “Hükümete çağrı: BDP ile görüşün”, Radikal, 30.9.2011
Ruşen Çakır, “Kürtler arası iç savaş ihtimali var mı?”, Vatan, 24.9.2012
İsmail Küçükkaya, “Bu kan seçim için akıyor”, Akşam, 20.9.2012
Ali Bayramoğlu, “İdris Naim Şahin: İnciler mi itiraflar mı?”, Yeni Şafak, 24.5.2012

 

Νίκος Μούδουρος

Συρία – Τουρκία και Άραβες: ένα δύσκολο ταγκό για τον Ερντογάν (Δεύτερη Ανάγνωση)

Η πρόσφατη δημοσκόπηση που δίνει 50% προτίμηση στον Γκιουλ, για πρόεδρο της Τουρκίας, σε σύγκριση με μόλις 23% για τον Ερντογαν, είναι κάπως ανησυχητικά νέα για τον υποτιθέμενο χαρισματικό ηγέτη της Τουρκίας. Έχει, ήδη, δει μια έντονη αμφισβήτηση των θέσεων του λόγω της εμπλοκής της Τουρκίας στη συριακή κρίση με ανάλογα ποσοστά κριτικής των επιλογών του.

Στις αρχές της εβδομάδας, υπήρξαν δυο διαδοχικές ειδήσεις από την περιοχή. Ανακοινώθηκε αρχικά έκρηξη στη Συρία για να ακολουθήσει είδηση για έκρηξη σε τούρκικη πόλη. Η αλλαγή στρατηγικής που ανακοίνωσε ο στρατός είναι άλλωστε εκφραστική: δεν θα είναι στατικός πλέον λέει ο στρατός, αλλά θα κινείται συνεχώς στις περιοχές που δρουν οι Κούρδοι αντάρτες. Με μια έννοια, όμως, αυτό σημαίνει ότι παραδέχεται αυτό που είχε δηλώσει ένας Κούρδος βουλευτής ότι ουσιαστικά ο στρατός δεν ελέγχει πια αρκετές περιοχές. Η κινητικότητα είναι σύμπτωμα ανοικτού πόλεμου και όχι σταθερότητας. Για αυτό, ίσως, και φημολογούνται νέες κινήσεις προς τον Οτσαλαν.

Και ενώ οι φιλοδοξίες της Τουρκίας για ηγεμονικό ρόλο στην Σύρια βρίσκονται τώρα μπροστά στο κίνδυνο ενός κουρδικού blowback, η ευρύτερη στρατηγική στον αραβικό κόσμο αρχίζει να παρουσιάζει προβλήματα – είναι άλλωστε εκφραστική η δευτερεύων θέση πια του Νταβουτογλου μπροστά στις σχεδόν ξύλινες πια μεγαλοστομίες του Ερντογαν.

Ο νέος πρόεδρος της Αιγύπτου φαίνεται αποφασισμένος να παίξει αυτόνομα. Έτσι παρά την τούρκικη θέση και την θέση του Κατάρ [και οι 2 χώρες πρόσφεραν πρόσφατα από 2 δις στην Αίγυπτο] για επέμβαση στην Συρία, ο Μορσι κράτησε αποστάσεις από αυτήν την θέση και φαίνεται να επενδύει στην συνεργασία με το Ιράν για το συριακό.

Ο ρόλος της Τουρκίας όμως σαν ισλαμικού επενδύτη, που τελικά δεν διαφέρει από τους  παραδοσιακούς πολυεθνικούς επενδύτες η και αποικιοκράτες, φαίνεται πιο έντονα σε μια δικαστική μάχη που έχει ξεσπάσει στην Δυτική Όχθη και απειλεί με νέα τραύματα την τούρκικη εικόνα στον αραβικό κόσμο. Η διαμάχη αφορά την παραχώρηση από την Παλαιστινιακή αρχή, αγροτικής γης σε τούρκικη εταιρεία για να δημιουργήσει βιομηχανική ζώνη. Όπως όμως διέρρευσε στο σαιτ electronic intifadaφαίνεται ότι η τουρκική εταιρεία που θα επιχορηγήσει το project θα αποκτήσει ιδιοκτησία της γης. Κάτι βέβαια που προκάλεσε την αντίδραση των αγροτών αρχικά αλλά θέτει και ευρύτερα θέματα – και για την διαχείριση από την παλαιστινιακή αρχή αλλά για τις προθέσεις των τουρκικών εταιρειών.

Αναδημοσίευση από Δεύτερη Ανάγνωση, 28.9.2012

www.defterianaynosi.com

 

 

Δύο συλλήψεις και μια ολόκληρη «παρακρατική» ιστορία!

 Ολόκληρος ο τουρκοκυπριακός Τύπος στις 27 Σεπτεμβρίου 2012 δημοσιεύει την είδηση σύλληψη των Μουσταφά Τοκάι και Εμίρ Εμιρκανι από την αστυνομία του ψευδοκράτους ως υπόπτους στην υπόθεση που αφορά το αδίκημα της πλαστογραφίας της υπογραφής του «πρωθυπουργού», Ιρσέν Κουτσιούκ. Και οι δύο τους ήταν μέλη της λεγόμενης επιτροπής δημόσιας υπηρεσίας. Μέχρι το σημείο αυτό, η υπόθεση της σύλληψης των δύο, συγκεντρώνει στον ένα ή στον άλλο βαθμό το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον. Όμως η επιφάνεια δεν μπορεί να εξηγήσει την περιπλοκή της κατάστασης στον βυθό, όπου και αναδεικνύονται κορυφαία πολιτικά ζητήματα, ικανά να αλλάξουν μακροπρόθεσμα τις εσωτερικές ισορροπίες στην τουρκοκυπριακή Δεξιά.

 Ένα αμαρτωλό έγγραφο

Το έγγραφο για το οποίο κατηγορούνται στην υπόθεση πλαστογραφίας οι δύο,«διέρρευσε» στην εφημερίδα ΑΦΡΙΚΑ στις 22 Σεπτεμβρίου 2012. Το συγκεκριμένο δημοσίευμα ανέφερε ότι με την ολοκλήρωση των επαρχιακών συνεδρίων και εκλογών του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (Κ.Ε.Ε.) και στο διάστημα που απομένει μέχρι την πραγματοποίηση του εκλογικού συνεδρίου του κόμματος στις 21 Οκτωβρίου, ετοιμάστηκε ένα έγγραφο με διάφορες «διαταγές» το οποίο δόθηκε σε ανώτερα στελέχη του Κ.Ε.Ε.. Σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο υπάρχουν οδηγίες οι οποίες ανάμεσα σε άλλα αναφέρουν ότι τα μέλη του πολιτικού γραφείου του κόμματος και οι «βουλευτές» θα δώσουν διαφόρων ειδών υποσχέσεις όπως προσλήψεις, παραχώρηση πιστώσεων, προαγωγές στα παιδιά και τις οικογένειές τους, οικονομική βοήθεια, ωστόσο τονίζεται ότι οι προσλήψεις θα γίνουν μετά τις 21 Οκτωβρίου. Αναφέρεται επίσης ότι όλοι οι «υπουργοί» και οι «δήμαρχοι» οι οποίοι πρόσκεινται στο πρόσωπο που υπογράφει το έγγραφο, θα έχουν συναντήσεις τρεις φορές την εβδομάδα με διευθυντές και αξιόπιστους «δημοσίους υπαλλήλους». Τέλος το δημοσίευμα της ΑΦΡΙΚΑ άφησε αναπάντητο ένα ερώτημα γεμάτο νόημα: Ποιος υπογράφει τέτοιες διαταγές; Το ερώτημα φυσικά άνοιγε το δρόμο για τη συνέχιση των δημοσιευμάτων επί του θέματος και τις επόμενες μέρες.

Όντως στις επόμενες εκδόσεις, η εφημερίδα «αποκάλυψε» ότι το έγγραφο οδηγιών με στόχο το συνέδριο του ΚΕΕ υπογράφηκε από τον Κιουτσιούκ, ο οποίος βέβαια δεν άργησε να διαψεύσει και να στείλει το ζήτημα στη δικαιοσύνη. Η κατάληξη του ζητήματος ήταν η αστραπιαία σύλληψη των δύο υπόπτων και η αποκάλυψη ότι είχαν πλαστογραφήσει την υπογραφή Κιουτσιούκ σε έγγραφο που βρέθηκε στους υπολογιστές τους στα γραφεία της επιτροπής δημόσιας υπηρεσίας. Σύμφωνα μάλιστα με την μαρτυρία κλητήρα, οι Τοκάι και Εμιρκανί του είχαν δώσει οδηγία να παραδώσει το εν λόγω έγγραφο στον αρχισυντάκτη της ΑΦΡΙΚΑ Σιενέρ Λεβέντ. Στο σημείο αυτό, το όποιο «αστυνομικό» ενδιαφέρον σταματά σε κουτσομπολίστικες στήλες, γιατί απλά αρχίζει να εμφανίζεται το ιδεολογικο-πολιτικό πλαίσιο της υπόθεσης.

Το ιδρυτικό δίκτυο του ψευδοκράτους

Ο Μουσταφά Τοκάι είναι γνωστός και ως ο «παντοτινός υφυπουργός» του Ντερβίς Έρογλου. Στην πάροδο των χρόνων έκτισε ισχυρές φιλίες με την οικογένεια του Τουρκοκύπριου ηγέτη. Διετέλεσε «υφυπουργός» του Έρογλου σχεδόν σε όλες τις θητείες του ως «πρωθυπουργού». Την κρίσιμη περίοδο 2002-2003 μερίμνησε για την παραχώρηση υπηκοοτήτων του ψευδοκράτους σε Τούρκους πολίτες με στόχο την εξασφάλιση ψήφων. Το 2004 είχε αποκαλυφθεί ότι σε συγκεκριμένες κάλπες του δημοψηφίσματος, οι εγγεγραμμένοι ψηφοφόροι είχαν (όλοι) ως διεύθυνση κατοικίας, την διεύθυνση του Τοκάι!

Εκείνη ήταν και η περίοδος που παραχωρήθηκε η υπηκοότητα και σε πρόσωπα όπως ο τότε πρόεδρος του εμπορικού επιμελητηρίου Άγκυρας, Σιναν Αϊγκιούν, ο οποίος το 2008 συνελήφθηκε στην Τουρκία ως ύποπτος για συμμετοχή στο παρακρατικό δίκτυο Εργκενεκόν. Στα λίγα χρόνια της αντιπολίτευσης, 2003-2009, όταν στην εξουσία βρέθηκε το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα και ο Ταλάτ, ο Μουσταφά Τοκάι δεν εγκατέλειψε τον φίλο του. Ήταν σύμβουλός του στο κόμμα. Το 2009 διορίζεται ξανά στα γνώριμα λημέρια της «πρωθυπουργίας» και το 2010 με την νίκη Ντερβίς Έρογλου στις εκλογές και την ανάληψη της ηγεσίας της κοινότητας, ο Τοκάι οδεύει στο αντίστοιχο πόστο στο «Σαράϊ». Με το που φτάνει σε ηλικία αφυπηρέτησης, ο Έρογλου φροντίζει για τον διορισμό του στην επιτροπή δημόσιας υπηρεσίας, όπου και εργάζεται μεθοδικά για την θεμελίωση της παραδοσιακής εξουσίας της τουρκοκυπριακής Δεξιάς.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα δίπλα στον Τοκάι στην επιτροπή, διορίζεται και ο Εμίρ Εμιρκανι. Ο Εμιρκανι είναι ιδιαίτερα γνωστός στους Τουρκοκύπριους Αμμοχωστιανούς, όχι λόγω καταγωγής αλλά εξαιτίας του «έργου» του. Με την νίκη Έρογλου στις «προεδρικές» του 2010, κενώθηκε η «βουλευτική» του έδρα στην Αμμόχωστο. Στην αναπληρωματική ψηφοφορία που ακολούθησε, υποψήφια από πλευράς ΚΕΕ ήταν η κόρη του Έρογλου, Ρεσμιγιέ Τζιανάλταϊ με σημαντικότερο αντίπαλο τον Χουσεϊν Αγκολεμλί του Κόμματος Κοινοτικής Δημοκρατίας. Στο τέλος της εκλογής ανακοινώθηκε η επικράτηση της Τζιανάλταϊ με τρεις ψήφους διαφορά και όπως αναμενόταν, ξεκίνησαν οι πανηγυρισμοί. Διακόπηκαν όμως άδοξα… το «Ανώτατο Συμβούλιο Εκλογών» ανακοίνωσε ότι είχε ενημερωθεί με λανθασμένα στοιχεία από το Συμβούλιο Κάλπης και ότι η νέα καταμέτρηση έδινε την έδρα στον Αγκολεμλί με 5 ψήφους διαφορά. Πρόεδρος του συμβουλίου κάλπης που έδωσε τα λανθασμένα στοιχεία ήταν ο Εμίρ Εμιρκανι!

Επόμενη μέρα: Ανατροπές;

Η διαδρομή συμφερόντων λοιπόν που συνδέει τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, τους ανώτερους γραφειοκράτες και τα ΜΜΕ, δεν μπορεί παρά να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα σημαντικότατο δεδομένο: την ιστορική πλέον επιβεβαίωση της ταύτισης τουρκοκυπριακής Δεξιάς και παρακράτους με την δημιουργία, την ενίσχυση και την λειτουργία των παράνομων δομών στα κατεχόμενα. Η δημιουργία του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και η ανάδειξη στελεχών όπως ο Ντερβίς Έρογλου, δεν μπορεί να μελετούνται αποκομμένα από τις συνθήκες της περιόδου κορύφωσης της δημιουργίας χωριστών δομών μετά την τουρκική εισβολή.

Ο πρωταγωνιστικός ρόλος αυτών των ομάδων, κληρονόμων της παράδοσης της ΤΜΤ, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα σε ένα ανανεωμένο πολιτικό πλαίσιο. Αυτή τη στιγμή, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί στην τουρκοκυπριακή Δεξιά εκφράζονται μέσα από διαφορετικές συμμαχίες με στόχο την εξουσία και όχι μέσα από διαφορετικά ιδεολογικο-πολιτικά προγράμματα. Ο Ντερβίς Έρογλου στη συγκεκριμένη περίπτωση εκφράζει τα «απομεινάρια» ενός καθεστώτος το οποίο δε φαίνεται να γίνεται ανεχτό από τη νέα συντηρητική εξουσία στην Άγκυρα. Η συγκεκριμένη πτυχή δεν πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα της άμεσης και ολοκληρωτικής ρήξης της τουρκικής κυβέρνησης με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, όμως ανοίγει το δρόμο για τους επόμενους χειρισμούς της Άγκυρας με στόχο να «αποτελειώσει ότι έμεινε» από τις μη ελεγχόμενες εξουσίες στα κατεχόμενα. Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι ο Έρογλου, αλλά το ευρύτερο δίκτυο μέσα στο οποίο ενισχύθηκαν αυτές οι πολιτικές προσωπικότητες.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση των δύο συλλήψεων είναι και η εμπλοκή της εφημερίδας ΑΦΡΙΚΑ, γνωστής στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα για τις «αντιστασιακές θέσεις». Φαίνεται ότι ένα «περίεργο δίκτυο» σχέσεων αγκαλιάζει και τον Σιενέρ Λεβέντ, μια εξέλιξη όμως που βρίσκει τις ρίζες της στην γενικότερη δομή των ΜΜΕ στα κατεχόμενα και των εξαρτήσεων που αναπτύσσονται με τα πολιτικά και οικονομικά κατεστημένα της Τουρκίας.

 Πάντως εάν η έρευνα προχωρήσει, τότε δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο νέων αποκαλύψεων για τις πολιτικές στοχεύσεις Έρογλου, τις σχέσεις ανταγωνισμού με την τουρκική κυβέρνηση και φυσικά τις δεσμεύσεις διαφόρων ΜΜΕ. Η αντιπαράθεση με φόντο το συνέδριο του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, μπορεί να καταλήξει σε φορέα μιας συνολικής ανατροπής των μέχρι σήμερα γνωστών ισορροπιών των «ιδρυτικών δυνάμεων» του ψευδοκράτους. Κάτι βέβαια που θα φέρει αλυσιδωτές επιπτώσεις σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, έτσι όπως αυτό οικοδομήθηκε μετά την εισβολή.

 

Πηγές:

Havadis, “Derin Bağlantı açığa çıktı!”, 27.9.2012
Havadis, “Gerçekler bir bir ortaya çıkarken”, Başaran Düzgün, 27.9.2012.
Yeni Düzen, “Tokay ve Emirkanı kimdir?”, 27.9.2012.

 Νίκος Μούδουρος

  

Όταν η πολιτική τράπουλα ξαναμοιράζεται…Παρατηρήσεις για την κατάσταση στα κατεχόμενα

Η πολιτική κατάσταση στα κατεχόμενα το τελευταίο χρονικό διάστημα χαρακτηρίζεται από μια καθολική πλέον αντίληψη-συνειδητοποίηση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας για την αναγκαιότητα αλλαγής της δομής και του περιεχομένου των σχέσεων με την Τουρκία. Έστω και αν αυτή η εξέλιξη στο παρόν στάδιο δεν έχει πάρει τη μορφή ή την έκφραση ενός συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος, εντούτοις αντικατοπτρίζεται από τις δραστηριότητες όλων σχεδόν των πολιτικών-ιδεολογικών χώρων. Η αντίληψη αυτή, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις σε Αριστερά και Δεξιά, επικεντρώνεται κυρίως στην ανατροπή του μοντέλου «διοικητής-διοικούμενος» και την εισαγωγή μιας σχέσης στον άξονα «σεβασμός-ισότητα».

Αυτή την περίοδο, το πολιτικό σύστημα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα βρίσκεται «κλειδωμένο» στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις του μεγάλου κόμματος της Δεξιάς, του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Οι δύο ισχυρότερες ομάδες, από τη μια Κιουτσιούκ («πρωθυπουργός») και από την άλλη Έρογλου («πρόεδρος»), ανταγωνίζονται για την τελική επικράτηση στο ποιος θα γίνει ο φορέας του μετασχηματισμού των κατεχομένων, με ποιους όρους και με ποιες κατευθύνσεις. Η ομάδα Κιουτσιούκ εμφανίζεται πιο αφοσιωμένη στο πολιτικό πρόγραμμα που επιβάλλει η τουρκική κυβέρνηση, την στιγμή που η ομάδα Έρογλου επιδιώκει να συνεχίσει τη συμμαχία της τουρκοκυπριακής Δεξιάς με τμήματα του ακροδεξιού παρακράτους, καθώς και με δίκτυα της Εργκενεκόν που προς το παρόν επιβιώνουν στα κατεχόμενα. Σε αυτή την αντιπαράθεση δεν πρέπει να αναμένεται ότι η Άγκυρα θα μείνει αμέτοχη. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Έρντογαν δεν επιθυμεί τον σχηματισμό «ανεξάρτητων» κέντρων εξουσίας που μπορεί να προέλθουν από κύκλους που ήδη έχει περιορίσει στην Τουρκία. Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ουσία της εν λόγω αντιπαράθεσης είναι ο ανταγωνισμός για την υφιστάμενη εξουσία στο νέο της πλαίσιο και όχι η αλλαγή του περιεχομένου της. Όμως όλα αυτά συμβαίνουν στο επίπεδο της σημερινής Τουρκοκυπριακής ηγεσίας και κυρίως του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Οι δυναμικές ευρύτερα, φέρουν και άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά.

Τα νεοφιλελεύθερα πρωτόκολλα και ο μετασχηματισμός

Το κυριότερο ζήτημα που απασχολεί τους Τουρκοκύπριους στο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, είναι η ανησυχία (και η ξεκάθαρη πλέον απειλή) για την εξαφάνιση τους ως πολιτική κοινότητα από την Κύπρο. Το αίσθημα απειλής ενάντια στα κυπριακά χαρακτηριστικά των Τουρκοκυπρίων, φαίνεται ότι καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις αναταράξεις που προκαλούνται σε ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Δεν θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι η ολοκληρωμένη και μαζικά εκφρασμένη ανησυχία για την εξαφάνιση της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων εκφράζεται πιο χαρακτηριστικά επί της διακυβέρνησης Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην Τουρκία. Παρόλο που τέτοιες πολιτικές αντιπαραθέσεις μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τουρκίας εμφανίστηκαν και στο παρελθόν, εντούτοις ο τρόπος με τον οποίο το ΑΚΡ επιβάλλει τη διαχείριση των κατεχομένων προκαλεί πιο έντονες τουρκοκυπριακές αντιδράσεις.

Τα τρίχρονα οικονομικά πρωτόκολλα είναι η βασική κινητήρια δύναμη που προκαλεί αυτές τις αντιδράσεις. Παρά την ονομασία τους, τα πρωτόκολλα αποτελούν ολοκληρωμένα πολιτικά προγράμματα μετασχηματισμού του κάθε τομέα των κατεχομένων. Συνεπώς ξεφεύγουν από τα πλαίσια μιας «αυστηρά οικονομικής» διαχείρισης και εκτείνονται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Βασική παράμετρος είναι ο πλήρης μετασχηματισμός των δομών και της οικονομίας, με τρόπο που να “απελευθερώνεται” η ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση η τουρκική και όχι η τουρκοκυπριακή.

Βασική επίπτωση της εφαρμογής του προγράμματος αυτού, είναι η σταδιακή περιθωριοποίηση του τουρκοκυπριακού στοιχείου και η ενίσχυση του τουρκικού. Εργάτες, επιχειρηματίες, μικρομεσαίοι, αποτελούν τρεις βασικές κατηγορίες «εκτουρκισμού» και εκτόπισης των Τουρκοκυπρίων. Η «δημόσια» υπηρεσία παραμένει σε μεγάλο βαθμό τουρκοκυπριακή, όμως οι νέες νομοθεσίες ανοίγουν πλέον τον τομέα και σε έποικους. Η ίδια ενισχυτική δυναμική του εποικισμού παρατηρείται γενικά: Οι έποικοι δεν είναι πλέον μόνο το φτηνό εργατικό δυναμικό, αλλά δραστηριοποιούνται δυναμικά σε όλους τους τομείς (δημοσιογράφοι, καθηγητές Πανεπιστημίων, επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες, ακόμα και ακτιβιστές). Ούτε και αποτελούνται μόνο από τον πληθυσμό που μεταφέρθηκε στην Κύπρο ως μέρος μιας συγκεκριμένης και οργανωμένης κρατικής πολιτικής εποικισμού. Πλέον ο πληθυσμός αυτός συμπληρώνεται από ανθρώπους που μεταναστεύουν και που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Τουρκίας. Μάλιστα η ενισχυμένη πλέον θέση στην κοινωνική ιεραρχία, φαίνεται να σπρώχνει ένα τμήμα τους σε ανώτερα επίπεδα πολιτικοποίησης με αποτέλεσμα αυτή την περίοδο (όπως ποτέ προηγουμένως) να καταγράφονται στο δημόσιο χώρο αιτήματα και διεκδικήσεις οργανωμένων συνόλων των εποίκων. Πολύ χαρακτηριστική είναι η διεκδίκηση για «ισότητα και σεβασμό» που εκφράζεται κυρίως από την πλατφόρμα «Συνέδριο Δικαιοσύνης του Λαού». Η συγκεκριμένη πλατφόρμα συγκεντρώνει ετερόκλητες δυνάμεις του τουρκικού και κουρδικού πληθυσμού των κατεχομένων. Συνεπώς το σημαντικό νέο στοιχείο που προκύπτει είναι η συνεργασία τους στη βάση ενός φαινομενικά διαταξικού αιτήματος ισότιμης μεταχείρισης και συμμετοχής τους στην εξουσία, κάτι που φανερώνει παράλληλα και την άνοδο της πολιτικής τους συνειδητοποίησης. Έτσι, γεννιέται ακόμα μια δυναμική που λόγω της μαζικότητας των φορέων της (οι Τουρκοκύπριοι σταδιακά γίνονται «αριθμητική» μειονότητα στα κατεχόμενα) θα πρέπει να αναμένεται ότι θα αλλάξει ριζικά τις κοινωνικές ισορροπίες.

Μια άλλη βασική πτυχή του προγράμματος που εφαρμόζει η Τουρκία είναι η δημιουργία υποδομών και οικονομικής ανάπτυξης του ψευδοκράτους. Αυτή είναι μια εξέλιξη με διπλή κατεύθυνση: Η πρώτη είναι η περαιτέρω ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία και η μετατροπή τους σε βασικό άξονα ολόκληρης της τουρκικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, κάτι που θα συμβάλει στην αύξηση του τουρκικού ελέγχου επί των δομών αλλά και όλων των πολιτικών διαδικασιών. Η δεύτερη κατεύθυνση είναι η δημιουργία καλύτερων όρων για την Άγκυρα σε μια πιθανή συγκυρία υπογραφής λύσης. Δηλαδή η μετατροπή των δομών του ψευδοκράτους, αλλά και του περιουσιακού καθεστώτος με τρόπο που να μην ανατρέπεται σε ένα νέο σχέδιο λύσης. Έργα όπως ο υποθαλάσσιος αγωγός μεταφοράς νερού και ηλεκτρικής ενέργειας, η εντατικοποίηση της βελτίωσης του οδικού δικτύου και η πλήρης κυριαρχία του τουρκικού κεφαλαίου στους τομείς του τουρισμού, των κατασκευών και των πανεπιστημίων, αποτελούν μέρος της ριζικής αλλαγής που λαμβάνει χώρα.  

Μια νέα «ιδεολογία» στα κατεχόμενα

Ο μετασχηματισμός επεκτείνεται και στο ιδεολογικό εποικοδόμημα των κατεχομένων. Μάλιστα στο επίπεδο αυτό είναι πιο εμφανής. Η τουρκική κυβέρνηση σε συνεργασία με το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, καθώς και με άλλους πολιτικούς και οικονομικούς πρωταγωνιστές, ενισχύει το ισλαμικό στοιχείο. Αυτή η εξέλιξη εντοπίζεται τόσο στην αύξηση τζαμιών, ιεροδιδασκαλείων, μαθημάτων κορανίου, ισλαμικών ταγμάτων και αδελφοτήτων, όσο και σε κάποιες σημαντικές αλλαγές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, «ενοχλητικές» για τον κοσμικό χαρακτήρα των Τουρκοκυπρίων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: αύξηση των μαντιλοφορούσων γυναικών, αύξηση του κόσμου (έποικοι και μετανάστες) στην προσευχή της Παρασκευής, αύξηση θρησκευτικών προγραμμάτων στην τηλεόραση. 

Την ίδια στιγμή καταγράφεται ένα γενικότερο κλίμα απαισιοδοξίας αναφορικά με τις προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος. Η συγκεκριμένη απαισιοδοξία σε συνδυασμό με την πίεση που ασκείται από την Τουρκία σε όλους τους τομείς και την έλλειψη εναλλακτικών πολιτικών επιλογών, οδηγεί σταδιακά ένα μεγάλο μέρος της κοινότητας στην «παραίτηση». Καθόλου τυχαία, το τελευταίο χρονικό διάστημα και ιδιαίτερα μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις του 2011, μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού στρέφει την προσοχή της σε «εσωτερικές λύσεις» του τύπου: ανάκαμψη της οικονομίας, καλύτερη διαχείριση των δομών και μια πιο «καθαρή» πολιτική ζωή. Συνεπώς σημειώνεται μια στροφή σε αναζητήσεις λύσεων των καθημερινών προβλημάτων της κοινότητας, χωρίς να μπαίνουν στο ευρύτερο πλαίσιο του Κυπριακού και των σχέσεων με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα.

Η πιο επικίνδυνη εξέλιξη στο πιο πάνω πλαίσιο που χαρακτηρίζει το Κυπριακό στην ευρύτερη αντίληψη των Τουρκοκυπρίων, είναι η σταδιακά αυξανόμενη ροπή υποστήριξης προς «νέες λύσεις». Οι νέες αυτές αναζητήσεις που εκφράζονται όλο και πιο πυκνά στον καθημερινό Τύπο, υπογραμμίζουν ότι μετά από τόσο χρόνια αποτυχημένων συνομιλιών με συγκεκριμένο περιεχόμενο για την επίλυση του Κυπριακού, θα πρέπει να γίνει αλλαγή πορείας σε άλλα μοντέλα λύσεων που να είναι αποδεχτά και από τις δύο κοινότητες. Στο σημείο αυτό προβάλλεται ιδιαίτερα η ενίσχυση ακροδεξιών στοιχείων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα, αλλά και ο «παροξυσμός» που μεταφέρεται από ΜΜΕ σε σχέση με θέματα όπως η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων στην Κυπριακή Δημοκρατία (π.χ δηλώσεις Λιλλήκα και συζητήσεις στη Βουλή για μέτρα προς Τουρκοκύπριους). Στο επίκεντρο αυτής της υπερπροβολής είναι το εξής «κεντρικό νόημα»: Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι τελικά δεν μπορούν να συνεργαστούν σε ένα κοινό κράτος.

Μέσα από την κατάσταση που επικρατεί αυτή την στιγμή, τα πολιτικά κόμματα και ιδιαίτερα τα «κοινοβουλευτικά», αντιμετωπίζουν (ως θεσμοί) τα μεγαλύτερα προβλήματα. Η αποξένωση και απομάκρυνση από την παραδοσιακή κομματική οργάνωση έχει πλήξει τόσο την Αριστερά, όσο και την Δεξιά. Εμφανίζεται ένα πολιτικό κενό ως αποτέλεσμα της αδυναμίας των κομμάτων να παρουσιάσουν ένα πειστικό πρόγραμμα που να αγγίζει το μεγάλο θέμα των σχέσεων με την Τουρκία. Άμεση συνέπεια του πολιτικού κενού είναι η εμφάνιση νέων οργανώσεων και κινήσεων (π.χ πρωτοβουλίες Κουντρέτ Όζερσαϊ), οι οποίες να έχουν στο επίκεντρό τους «τα καθημερινά προβλήματα του πολίτη».

Η πιο πάνω εξέλιξη δεν αφήνει αδιάφορη την Τουρκία. Η Άγκυρα επιδιώκει να «ξαναμοιράσει τα χαρτιά» στο πολιτικό-κομματικό πεδίο και προχωρά σε συνεργασίες με παράγοντες σχεδόν σε όλα τα κόμματα. Φυσικά η μεγαλύτερη παρέμβαση γίνεται εντός του Κόμματος Εθνικής Ενότητας που «κυβερνά». Συνεπώς υπάρχει σε εξέλιξη μια διαδικασία και στο πολιτικό-κομματικό πεδίο, με αλλαγή των πρωταγωνιστών και αντικατάστασή τους από άτομα πιο «πρόθυμα» για υλοποίηση των προγραμμάτων που επιβάλλονται. Δεν θα ήταν έκπληξη στο επόμενο χρονικό διάστημα να γίνουν ενοποιήσεις κομμάτων, αποχωρήσεις γνωστών στελεχών και νέες συνεργασίες, το αποτέλεσμα των οποίων θα αντικατοπτριστεί και στην διαπραγματευτική διαδικασία στο Κυπριακό μετά τον Φεβρουάριο του 2013.

Σε ένα γενικότερο πλαίσιο καταγράφεται ξεκάθαρα η αγωνία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας να καθορίσει το μέλλον της σε ένα πιο βιώσιμο και λειτουργικότερο πολιτικό περιβάλλον. Η «αγωνία» αυτή έχει συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό έρχονται σε αντίθεση με τους πολιτικούς στόχους της Άγκυρας. Την ίδια στιγμή οι τουρκοκυπριακές διεκδικήσεις διατηρούν κάποιες αποστάσεις και από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, δεδομένο που αντικατοπτρίζεται καλύτερα σε ένα από τα συνθήματα των κινητοποιήσεων του 2011: «ούτε όμηροι της Τουρκίας, ούτε μπαλώματα των Ελληνοκυπρίων». Δηλαδή είναι φανερό έχει δημιουργηθεί μια πλατφόρμα πολιτικών διεκδικήσεων στη βάση της Τουρκοκυπριακής ταυτότητας. Αυτή η τάση «ανεξαρτητοποίησης» των Τουρκοκυπρίων, ο ενισχυμένος εθνοκοινοτισμός που εκφράζουν και η διεκδίκηση τους για ισότητα, μπορούν πολύ σύντομα να αλλάξουν κάποια δεδομένα στο Κυπριακό πρόβλημα. Την ίδια στιγμή όμως διατηρούν ένα ευρύ πεδίο ανάπτυξης κοινών αιτημάτων με τους Ελληνοκύπριους, μέσα στο οποίο θα πρέπει να υπογραμμίζεται η ομοσπονδιακή λύση. Το σίγουρο πάντως είναι ότι οι μεγάλης κλίμακας κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές στα κατεχόμενα, δε θα αφήσουν ανεπηρέαστες τις ελεύθερες περιοχές.  
Νίκος Μούδουρος

Δημοσίευση: εφημερίδα Χαραυγή, 23 Σεπτεμβρίου 2012

Τα προνόμια της «μειονότητας»

Σε περιόδους οικονομικής κρίσης η ιδεολογική συνάφεια και σύμπνοια εθνικισμού και ρατσισμού, γίνονται στοιχεία πιο εύκολα κατανοητά. Η Κύπρος δεν αποτελεί εξαίρεση. Το τελευταίο διάστημα γινόμαστε ξανά μάρτυρες της προσπάθειας πολιτικών και δημοσιογραφικών κύκλων να δημιουργηθεί στην κοινωνία ένας παροξυσμός με επίκεντρο την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, αλλά και με βαθύτερο στόχο την πολιτική ποινικοποίηση της ιδέας της συμβίωσης και της συνεργασίας.

Η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων στις δομές της Κυπριακής Δημοκρατίας, το ηλεκτρικό ρεύμα προς την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, οι υπηρεσίες υγείας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, καθώς και δηλώσεις του τύπου «είναι απαράδεχτη η εργοδότηση Τουρκοκυπρίων, ενώ υπάρχουν τόσοι άνεργοι Ελληνοκύπριοι», αποτελούν μόνο μερικές από τις επικεφαλίδες του επιδιωκόμενου εθνικιστικού παροξυσμού στο δημόσιο χώρο. Μια απλουστευμένη εξήγηση για τη συμπεριφορά αυτών των κύκλων στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα είναι βέβαια η αντιπολιτευτική μανία και ο εθνικισμός, ή ακόμα και ο ρατσισμός, μέσα από τον οποίο αντιμετωπίζουν όλες ανεξαιρέτως τις εκφράσεις συνεργασίας των δύο κυπριακών κοινοτήτων. Όμως η εξήγηση αυτή δεν μπορεί να απαντήσει ολοκληρωμένα τα ερωτήματα που αφήνει πίσω της η «διαχρονικότητα» αυτών των αντιδράσεων από ένα κομμάτι της Ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Η υπόθεση δυστυχώς είναι πιο σοβαρή. Αγγίζει μεταξύ άλλων, ζητήματα εξουσίας και διαμοιρασμού της. Συνδέεται με μια βαθιά πεποίθηση ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν και θα πρέπει να παραμείνει ένα ελληνικό κράτος. Τροφοδοτείται από την αντίληψη ότι το κράτος αυτό θα πρέπει να εγγυάται και να αναπαράγει μόνο την ελληνικότητα των Κυπρίων, μια ελληνικότητα όμως που διαχειρίζεται αυταρχικά η λεγόμενη εθνικοφροσύνη προσδίδοντας της συγκεκριμένο περιεχόμενο και περιθωριοποιώντας καθετί διαφορετικό και εν γένει φυγόκεντρο προς την δική της ιδεολογική κυριαρχία.

Μέσα από την ρητορική κάποιων πολιτικών και μέσα από τα δημοσιεύματα συγκεκριμένων εφημερίδων σχετικά με τους Τουρκοκύπριους, επανέρχεται στην επικαιρότητα ένα «στερεότυπο σχήμα» μελέτης της ίδιας της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, το οποίο κυριάρχησε για χρόνια στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Μέσα από αυτό το σχήμα, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα παρουσιάζεται ως να μην υπάρχει ως υποκείμενο στην κυπριακή ιστορία, ως να είναι απλά ένας καθρέφτης μέσα από τον οποίο αντανακλάται η τουρκική επεκτατική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκοκυπριακή κοινότητα γίνεται ένας παθητικός αποδέχτης της πολιτικής της Άγκυρας στην Κύπρο, ένας «δούρειος ίππος» υλοποίησης της διχοτομικής πολιτικής της Τουρκίας.

Μέσα από τέτοια ερμηνευτικά σχήματα, φυσιολογικά οι Τουρκοκύπριοι καταλήγουν να είναι στο επίκεντρο μιας «βολικής» ανιστορικότητας. Οι εθνικιστικοί κύκλοι στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα επιδίωκαν μέσα από την πιο πάνω αντίληψη να απαλλαγούν από τις ευθύνες να συνομιλήσουν επί ίσοις όροις με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, την κοινότητα που στο κάτω-κάτω ήταν ο συνδημιουργητής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι Τουρκοκύπριοι ως «δούρειος ίππος», οι Τουρκοκύπριοι ως «στρατηγική μειονότητα» της τουρκικής επέκτασης, ήταν μερικά από τα δόγματα που δημιουργούσαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός αντιμετώπιζε το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος ως ένα δεύτερο ελληνικό κράτος. Συνεπώς, οτιδήποτε «μη ελληνικό» θα έπρεπε να υποταχθεί στην «ελληνική εξουσία» και να περιοριστεί ίσως σε κάποιες «παραχωρήσεις» από την ελληνική πληθυσμιακή πλειοψηφία.

Aυτή η πολιτική συμπεριφορά είχε πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα για το μέλλον του τόπου. Το προφανές είναι ότι οι ενέργειες των συγκεκριμένων κύκλων που εμπνέονταν από την πεποίθηση μιας δεύτερης ελληνικής εξουσίας στην Κύπρο, έσπρωχναν την Τουρκοκυπριακή κοινότητα στην «επιβεβαίωση» ότι η Τουρκία μπορούσε να αποτελέσει όντως μια σανίδα σωτηρίας. Όμως ένα άλλο αρνητικό αποτέλεσμα ήταν και το ότι με αυτό τον τρόπο, ο εθνικισμός στους Ελληνοκύπριους βοηθούσε τον αντίστοιχο στους Τουρκοκύπριους να χτίσει το δικό του «παραμύθι». Έτσι ένα μεγάλο μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας βολεύτηκε πίσω από τα θεωρητικά σχήματα της «ανιστορικότητας» και προσπάθησε να απαλλαγεί από τις συνέπειες της ιδεολογίας των δικών της ακραίων ηγεσιών. Αυτή είναι τελικά μια άλλη πτυχή της ανατροφοδότησης των εθνικισμών στην Κύπρο.

Σήμερα γίνεται αντιληπτό ότι δυστυχώς τα φαινόμενα αυτά δεν αποτελούν κάτι για το οποίο να αναφερόμαστε μόνο από ανάγκη διήγησης ενός μακρινού παρελθόντος. Η μη ανοχή προς την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων, η αντίκρυση των δικαιωμάτων τους ως «απαράδεχτα» ή στην καλύτερη περίπτωση ως «προνόμια που πρέπει να καταργηθούν», είναι αντιλήψεις που επαναφέρουν εμπόδια προς την πραγματική ανεξαρτησία και την κυπριακότητα του κράτους. Εμποδίζουν την καλλιέργεια της συνείδησης εκείνης που προωθεί την κοινή δράση των κοινοτήτων, την συνεργασία τους και την δημιουργική συμμετοχή τους στην εξουσία, ως βασικά συστατικά της επανένωσης του κράτους.      
Νίκος Μούδουρος

Δημοσίευση: CyprusNews.eu (http://cyprusnews.eu)
21.9.2012