Τι γυρεύει η αλεπού (του Κατάρ) στο παζάρι (της Γάζας);

Τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Το ερώτημα αυτό ήλθε στο μυαλό όλων όσοι ασχολούνται με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και ειδικότερα με το Παλαιστινιακό. Σε μια περίοδο έντονης οικονομικής δοκιμασίας, κατά την οποία η διεθνής βοήθεια προς την Παλαιστινιακή Αρχή του Μαχμούντ Αμπάς έχει καταβαραθρωθεί (από 1,8 δισ. δολάρια το 2008, στα 700 εκατομμύρια φέτος), ο εμίρης του μικροσκοπικού αλλά βαθύπλουτου Κατάρ, σεϊχης Χαμάντ Μπιν Καλίφα Αλ Θάνι, τείνει χείρα βοηθείας προς τη Χαμάς, μέσα από την οικονομική ενίσχυση της Λωρίδας της Γάζας. Μια ενίσχυση ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων (τη στιγμή που συνολικά η διεθνής βοήθεια προς τη Γάζα ανήλθε φέτος σε 300 εκατομμύρια) που έλαβε μεγάλη δημοσιότητα με την επίσκεψη που πραγματοποίησε στη Γάζα στα τέλη Οκτωβρίου ο ίδιος ο εμίρης συνοδευόμενος από τη σύζυγό του καθώς και τον πρωθυπουργό της χώρας. Πρόκειται ουσιαστικά για το τρίο που κυβερνά το Κατάρ και που λαμβάνει όλες τις κρίσιμες αποφάσεις στήριξης των ισλαμιστών στην περιοχή αλλά και παράλληλα παροχής υπηρεσιών στην Ουάσιγκτον (η χώρα φιλοξενεί τη μεγαλύτερη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στο εξωτερικό).

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτών των λεπτών ισορροπιών ήλθε να εγγραφεί η επίσκεψη του σεΐχη Χαμάντ Μπιν Καλίφα Αλ Θάνι, ο οποίος έγινε πανηγυρικά δεκτός από τον πρωθυπουργό της Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια, ενώ ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς έσπευσε να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, τονίζοντας ότι αυτή «δημιουργεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο αράβων ηγετών που αγκαλιάζουν τον κ. Χανίγια ως επικεφαλής κράτους και διαιρούν τον παλαιστινιακό λαό και το παλαιστινιακό έδαφος».

Τους τελευταίους μήνες το Κατάρ αναμειγνύεται δραστήρια σε όλη την περιοχή: χρηματοδότησε τους εξεγερμένους στη Λιβύη συμμαχώντας με το ΝΑΤΟ για την ανατροπή Καντάφι, τροφοδοτεί με όπλα (μαζί με τη Σαουδική Αραβία) τους ισλαμιστές στη Συρία, ενώ διατηρεί στενούς δεσμούς με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι εισήλθε στη Λωρίδα της Γάζας από τα σύνορα με την Αίγυπτο. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι η επίσκεψη αυτή έγινε αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης από τη Χαμάς – μια οργάνωση που προήλθε από τη γόνιμη μήτρα των Αδελφών Μουσουλμάνων. Το μήνυμα που θέλησε να περάσει η ισλαμιστική οργάνωση ήταν κάτι παραπάνω από σαφές και απευθυνόταν στο σύνολο της αραβικής κοινής γνώμης: «Το μέλλον είμαστε εμείς και όχι η Παλαιστινιακή Αρχή». Η επίσκεψη έλαβε χώρα σε μια κρίσιμη περίοδο, καθώς η Χαμάς έκλεισε τα γραφεία της στη Δαμασκό, με την οποία διατηρούσε στενές σχέσεις.

Η επίσκεψη δεν κράτησε παρά έξι ώρες, είναι σίγουρο όμως ότι θα μείνει αξέχαστη στους έγκλειστους κατοίκους της Λωρίδας, ενώ ήταν και η πρώτη φορά που έκανε τόσο δημόσια εμφάνιση η σύζυγος του Χανίγια, Αμάλ, η οποία συνόδευσε τη σύζυγο του εμίρη Μόζαχ Μπιντ Νάσερ κατά την επίσκεψή της στο προσφυγικό στρατόπεδο Χαν Γιούνις και τη συνάντησή της με χήρες και συζύγους φυλακισμένων στο Ισραήλ.

Μια επίσκεψη που επιβεβαιώνει ότι το μικρό Κατάρ διατηρεί και διευρύνει τις γεωπολιτικές του φιλοδοξίες…

 

Τσερεζόλε Ε.

Εφημερίδα Αυγή 04/11/2012

ΣΥΡΙΑ: Προς ανακατατάξεις σε διάφορα «συμμαχικά» επίπεδα

Τουρκικός στρατός στη μεθόριο με τη Συρία

Σειρά ανακατατάξεων, που μπορεί να οδηγήσουν και στη διαμόρφωση νέων «συμμαχιών», φαίνεται ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ εκείνων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που έχουν συνταχθεί με τους αντικαθεστωτικούς. Οι ανακατατάξεις αυτές λίγο – πολύ είχαν προδιαγραφεί, τις τελευταίες βδομάδες, από την έντονη κινητικότητα που χαρακτήριζε τους κόλπους των αντικαθεστωτικών δυνάμεων.

Και επιβεβαιώθηκαν από τις πρόσφατες δηλώσεις της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, που ανοιχτά υποστήριξε ότι θα πρέπει «η συριακή αντιπολίτευση να γίνει πιο αντιπροσωπευτική, για να αντιμετωπίσει και τον κίνδυνο των εξτρεμιστών ισλαμιστών». Η Κλίντον άφησε να εννοηθεί ότι το «Εθνικό Συριακό Συμβούλιο», που στήθηκε μετά από πολύμηνες τουρκικές προσπάθειες με κορμό τους ισλαμιστές «Αδελφούς Μουσουλμάνους», δεν εκπροσωπεί την πλειοψηφία των ενόπλων οργανώσεων που δρουν εντός Συρίας και κατέστησε σαφές ότι οι ΗΠΑ θα προωθήσουν «νέες οργανώσεις και πρόσωπα», προκειμένου να συμμετάσχουν στη λεγόμενη πολιτική ηγεσία των αντικαθεστωτικών, με τρόπο τέτοιο που να εκφράζονται σε αυτήν όλες οι θρησκευτικές και εθνοτικές κοινότητες της χώρας.

Οι δηλώσεις Κλίντον, και μάλιστα 24ωρα πριν από άλλη μια συνάντηση αντικαθεστωτικών στην Ντόχα του Κατάρ όπου έχει προγραμματιστεί να εκλεγεί νέα ηγεσία του «Εθνικού Συριακού Συμβουλίου», πυροδότησαν έντονες αντιδράσεις από εκπροσώπους του. Ο επικεφαλής του, κουρδικής καταγωγής, Αμπντελμπασέτ Σεϊντά, κατηγόρησε την Κλίντον ότι προσπαθεί να μεταθέσει στους αντικαθεστωτικούς την «ευθύνη που έχει η διεθνής κοινότητα για το χάος που επικρατεί στη Συρία, εξαιτίας της απουσίας της και θρέφει τον εξτρεμισμό». Σκληρότερη γλώσσα χρησιμοποίησε ο εκπρόσωπος των Σύρων «Αδελφών Μουσουλμάνων», Ζουχάιρ Σάλεμ, ο οποίος «ανακάλυψε» προφανώς τώρα ότι «οι ΗΠΑ προσπαθούν να υπαγορεύσουν στους Σύρους αντικαθεστωτικούς τι πρέπει να κάνουν και να τους φτιάξουν κοστούμι».

«Αγκάθι» οι μισθοφόροι εξτρεμιστές

Εδώ και βδομάδες στους κόλπους των αντικαθεστωτικών ενόπλων δυνάμεων επικρατεί κινητικότητα. Το πρώτο σαφές δείγμα ήταν η κίνηση των εξτρεμιστικών ισλαμιστικών οργανώσεων να ανακοινώσουν ότι ενώνουν τις δυνάμεις τους υπό ένα κοινό μέτωπο συντονισμού και διοίκησης. Η δράση των οργανώσεων αυτών, στο συριακό έδαφος πλέον, είναι κοινός τόπος ακόμη και για τα κυρίαρχα ειδησεογραφικά δίκτυα, όπως είναι το BBC και το «Reuters», τα οποία ολοένα και περισσότερο θίγουν τη δυνατότητά τους να κυριαρχήσουν επί των άλλων ενόπλων οργανώσεων λόγω της εμπειρίας και της πειθαρχίας των μισθοφόρων τους.

Τα ακραία αυτά μορφώματα, που ελάχιστη σύνδεση έχουν με την ίδια τη συριακή κοινωνία, λαμβάνουν εξοπλισμό, χρήματα, επιμελητεία μέσα από δίκτυα που ελέγχουν κατά κύριο λόγο οι πετρελαιομοναρχίες του Κόλπου. Η ολοένα πιο εκτεταμένη και ισχυρή παρουσία τους, καθώς και η απόφασή τους για συντονισμό, έδωσαν σε πολλούς την εντύπωση ότι ως ένα βαθμό επιδιώκουν να υπερκεράσουν τις ομάδες εκείνες των αντικαθεστωτικών που είτε εκφράζονται μέσα από το λεγόμενο Ελεύθερο Συριακό Στρατό, είτε από τα λεγόμενα Τοπικά Συντονιστικά Συμβούλια, δυνάμεις, που με τη σειρά τους, δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στο Εθνικό Συριακό Συμβούλιο, παρά το γεγονός ότι το τελευταίο έχει, με δηλώσεις του, αποπειραθεί να «υιοθετήσει» ιδιαίτερα τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό ως «ένοπλο σκέλος» του.

Απόπειρα ξεχωριστής διείσδυσης από το Παρίσι

Το πεδίο επιρροής του στους αντικαθεστωτικούς προσπαθεί ξεκάθαρα να σταθεροποιήσει και να διευρύνει, με ολοένα δυναμικότερο τρόπο, και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός. Στα μέσα του περασμένου μήνα, το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε τα «πολιτικά διοικητικά συμβούλια που εκλέχτηκαν» σε περιοχές κυρίως της βόρειας Συρίας, όπου εδώ και μήνες βρίσκονται εκτός του ελέγχου της Δαμασκού, τα οποία ανέλαβαν, κατά τις επίσημες ανακοινώσεις πάντα, την αντιμετώπιση των καθημερινών ζητημάτων στις περιοχές αυτές: δηλαδή τη λειτουργία σχολείων, νοσοκομείων, τη χορήγηση τροφίμων, φαρμάκων κ.λπ.

Πώς προέκυψαν τα συμβούλια αυτά, τι είδους εκλογές έγιναν και πώς «διοικούν» τις περιοχές αυτές, όπως επίσης, και το αν έχουν ή όχι ένοπλα σκέλη δεν έχει αποσαφηνιστεί. Είναι, όμως, σαφές ότι με τις πρωτοβουλίες αυτές ο γαλλικός ιμπεριαλισμός αποπειράται να αποκτήσει έρεισμα ξεχωριστό και διακριτό στους κόλπους των συριακών αντικαθεστωτικών, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερο λόγο όχι μόνο στην όποια «επόμενη μέρα» στη Συρία – κάτι που δεν κατάφερε απαραίτητα να κάνει στη Λιβύη παρά το ότι αποπειράθηκε να θέσει εαυτόν στην πρώτη θέση της ιμπεριαλιστικής επέμβασης – αλλά και πιο βαρύνουσα άποψη εντός και των κόλπων ακόμη και των, στην παρούσα φάση, «φίλιων» ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

Η «στροφή» της Ουάσιγκτον

Η δήλωση της Χίλαρι Κλίντον, πάντως, δεν ήρθε ως «κεραυνός εν αιθρία». Η δυσφορία των ΗΠΑ, και άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, για την αδυναμία των συριακών αντικαθεστωτικών να σχηματίσουν ένα «ενιαίο μέτωπο» το οποίο, προφανώς, θα διευκόλυνε την προώθηση των σχεδιασμών τους για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με όχημα τις εξελίξεις στη Συρία, αφού, εκτός της επίλυσης σειράς πρακτικών ζητημάτων, θα ήταν και πολύ πιο ελεγχόμενο, έχει διατυπωθεί πολλάκις. Όπως αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα οι αντικαθεστωτικές οργανώσεις στη Συρία έχουν διαφορετικά κίνητρα και στόχους η καθεμία.

Στη δυστοκία αυτή έρχεται, τους τελευταίους μήνες, να προστεθεί η εντεινόμενη δράση των εξτρεμιστών ισλαμιστών μισθοφόρων – τζιχαντιστών – οι οποίοι θεωρούνται από πολλούς η κύρια δύναμη που συγκρούεται με τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις. Η παρουσία τους, αν και στο στρατιωτικό επίπεδο αποδεικνύεται κρίσιμης σημασίας, προκαλεί πονοκέφαλο σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ ή η Γαλλία που θέλουν να αποφύγουν το ενδεχόμενο να ελέγχουν τέτοιες δυνάμεις την «επόμενη μέρα» στη Συρία, καθώς με δεδομένη τη στρατιωτική τους υπεροχή θα έχουν και αυξημένο «λόγο» στα τεκταινόμενα, θέτοντας επί τάπητος τα δικά τους σχέδια τόσο για τη Συρία όσο και για την ευρύτερη περιοχή. Και για την ακρίβεια όχι απαραίτητα τα δικά τους σχέδια αλλά εκείνων που τις χρηματοδοτούν και που εντάσσονται στο ευρύτερο αντι-Ασαντ «στρατόπεδο», αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μοιράζονται και τις ίδιες φιλοδοξίες με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες.

Στις εξελίξεις αυτές χαμηλούς τόνους, προς το παρόν, διατηρεί η Τουρκία, η οποία αν και αποτέλεσε τον οργανωτή, εμπνευστή και υποστηρικτή του «Εθνικού Συριακού Συμβουλίου», ενώ παρείχε το έδαφός της ως ορμητήριο και καταφύγιο στους αντικαθεστωτικούς ενόπλους, έχει αρχίσει να συναισθάνεται τις συνέπειες της ενεργότατης αυτής εμπλοκής μέσα από τους δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες, τους τζιχαντιστές που παρεισφρέουν στο έδαφός της, την αναθέρμανση της δράσης των Κούρδων του ΡΚΚ. Έτσι, παρά την απροκάλυπτη «υπόσκαψη» του δημιουργήματός της – Συμβούλιο – από τις δηλώσεις Κλίντον, η Αγκυρα απέφυγε, αρχικώς, να αντιδράσει.

Αντίθετα, η Μόσχα έσπευσε να επαναλάβει τις καταγγελίες ότι οι ΗΠΑ «δίνουν εντολές» για το πώς πρέπει να εξελιχθούν τα πράγματα, υποσκάπτοντας κάθε προσπάθεια πολιτικής λύσης. Η ρωσική ηγεσία, από τις αρχές της βδομάδας, είχε επιρρίψει την ευθύνη για την κατάρρευση της ολιγοήμερης εκεχειρίας που είχε προτείνει ο Μπραχίμι «στις δυνάμεις εκείνες που στηρίζουν τους αντικαθεστωτικούς, αλλά δεν άσκησαν την επιρροή τους για σεβασμό της κατάπαυσης πυρός». Είναι μάλλον προφανές ότι αρχίζει ένας νέος κύκλος κλιμάκωσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων με αιχμή τη Συρία και στόχο ολόκληρη την περιοχή, ο οποίος θα εκδηλωθεί και διπλωματικά, με αφορμή την κινεζική πρόταση για «σταδιακή ανά περιοχή εκεχειρία» και φαίνεται πολύ πιθανό να χαρακτηριστεί από όξυνση των διαγκωνισμών και μεταξύ «φίλιων δυνάμεων».

Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ

Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 4 Νοεμβρίου 2012

Τουρκία – Ε.Ε: Σε νέα φάση;

 

«Η επίδοση της Τουρκίας αποτυπώθηκε σε όλες τις επισκέψεις»

ΣΑΜΠΑΧ, 2.11.2012
Άρθρο Τουλού Γκιουμουστεκίν

Το πιο κάτω άρθρο παρουσιάζει τη «νέα πρόταση» που έθεσε ο Πρωθυπουργός Έρντογαν αναφορικά με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Συγκεκριμένα στο περιθώριο της επίσκεψής του στη Γερμανία τις προηγούμενες μέρες, ο Έρντογαν ανέφερε ότι η χώρα του δεν ενδιαφέρεται να ενταχθεί στο ευρώ και προτιμά τη δημιουργία μιας διζωνικής/διπεριφερειακής Ε.Ε. Η Τουρκία, κατά τον Πρωθυπουργό, μπορεί να ενταχθεί σε μια τέτοια κοινότητα, έχοντας όμως και το πλεονέκτημα της δημιουργίας ελεύθερων εμπορικών ζωνών στη «δική της γεωγραφία», καθώς και τη δημιουργία μιας ξεχωριστής νομισματικής ένωσης. Μια τέτοια εξέλιξη – σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό – θα οδηγήσει σε μια στρατηγική συνεργασία μεταξύ της Ε.Ε και περιοχών από τα Βαλκάνια μέχρι τη Μέση Ανατολή, διαμέσου Τουρκίας. Ακολουθεί ολοκληρωμένη μετάφραση του άρθρου.

«Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού Ερντογάν στην Γερμανία μπορεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα σημαντικών εξελίξεων. Η πρώτη μου εντύπωση είναι ότι η γερμανική πολιτική ελίτ, φαίνεται να άρχισε πλέον να αντιμετωπίζει την Τουρκία ως «ίσο εταίρο». Αρχές του έτους, η Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας αποφάσισε επισήμως για πρώτη φορά μετά από μια 50ετή διαδικασία, ότι η ‘αναπτυξιακή στήριξη’ που παρείχε στην Τουρκία, έχασε πλέον την σημασία της και ότι η τουρκική οικονομία αποτελεί μια ‘ανεπτυγμένη οικονομία’.

Η επίδοση της τουρκικής οικονομίας και της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής αποτυπώθηκε σε όλες τις επισκέψεις και συναντήσεις… Η ανθρώπινη πολιτική που ακολουθείται στο θέμα της φιλοξενίας πέραν των 100 χιλιάδων προσφύγων από την Συρία, ανέβασε πολύ την εικόνα και το κύρος της Τουρκίας. Ο Ερντογάν, τόσο με τη στήριξη της οικονομικής επίδοσης που παρουσιάζεται, όσο και με την εμπειρία της εξουσίας η οποία σταθεροποιείται σε κάθε εκλογή εδώ και 10 χρόνια, έδειξε ότι έχει γενικά αυτοπεποίθηση και ότι είναι ο κρατικός ηγέτης.

Το άνοιγμα του Ερντογάν

Ένα από τα στοιχεία που ανησυχούν περισσότερο ήταν το ποια θα είναι η στάση του Πρωθυπουργού όσον αφορά το θέμα των σχέσεων με την Ε.Ε. το οποίο δε συζητήθηκε καθόλου στο συνέδριο του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης. Εδώ ο Ερντογάν υπογράμμισε μια ενθαρρυντική και εποικοδομητική όψη της Ε.Ε. η οποία ξάφνιασε ακόμα και τους πιο πιστούς οπαδούς της Ε.Ε.. Ο Πρωθυπουργός επεσήμανε ότι η ενοποίηση της Ε.Ε. κατάφερε εξαιρετικά πράγματα, όπως το μοντέλο της ειρήνης και της ενοποιημένης κοινότητας,προσθέτοντας ότι η Ε.Ε. θα βγει πιο δυνατή από την κρίση του Ευρώ και ότι πρέπει να αναγνωριστεί η ανιδιοτέλεια που επιδεικνύουν οι ηγέτες της Ε.Ε. όσον αφορά στη διαχείριση αυτής της κρίσης. Δήλωσε επίσης ότι το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης έπρεπε να είχε δοθεί στην Ε.Ε. από το στάδιο ακόμα της ενοποίησης της Ανατολικής με τη Δυτική Ευρώπη. Η προσέγγιση αυτή του Πρωθυπουργού, εκτός από το ότι είναι εποικοδομητική και τελείως αντίθετη με την γενική στάση που επικρατεί στα ΜΜΕ της Ε.Ε. η οποία επικρίνει κάθε βήμα γίνεται ενόψει της κρίσης, είναι εκθαμβωτική και έχει δημιουργήσει μια ωραία έκπληξη.
 
Το πραγματικό μήνυμα που έδωσε ο Πρωθυπουργός, συμβόλιζε ένα πολύ σημαντικό άνοιγμα στο οποίο πρέπει να σταθούμε. Ο Ερντογάν με το να πει ότι η Τουρκία δεν είναι υποψήφιο μέλος στην Ευρωζώνη αλλά υποψήφιο μέλος στην Ε.Ε., εξέφρασε μιαν πραγματικότητα την οποία όλοι είχαν σκεφτεί αλλά κανένας δεν μπόρεσε να δηλώσει επίσημα.
 
Στην πράξη δημιουργείται μια διζωνική/διπεριφερειακή Ε.Ε. Η Τουρκία, όπως και η Βρετανία, δεν έχει πρόθεση να εισέλθει στην Οικονομική Νομισματική Ένωση (Ο.Ν.Ε.) η οποία αποτελεί τον πυρήνα της Ε.Ε. Σκοπεύει να χρησιμοποιήσει αυτό το σταθερό και εύπορο κέντρο της Ε.Ε. με σκοπό την δημιουργία μιας ζώνης Τουρκικής Λίρας ως μέρος μιας αποκλειστικής αγοράς και της Ε.Ε., για να αναπτύξει εμπορικούς δεσμούς με τα Βαλκάνια, την Μέση Ανατολή, τον Καύκασο και τελικά με την κεντρική Ασία, καθώς επίσης για την διάδοση της δημοκρατίας και της ειρήνης.
 
Λόγω του ότι κανείς εντός της Ε.Ε. δεν είναι σίγουρος εάν η Βρετανία επιθυμεί να παραμείνει στην ενιαία αγορά, δεν έγινε ακόμη κατορθωτό να αρχίσουν σοβαρές θεσμικές διεργασίες για αυτό το σχέδιο της «διζωνικής Ε.Ε.».  Όπως και να έχουν τα πράγματα, τις περασμένες βδομάδες, οι δύο «ιδρυτικοί πατέρες» της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, ο  93χρονος πρώην Καγκελάριος, Helmut Schmidt και ο 86χρονος πρώην Πρόεδρος, V. Giscard d´Estaing, σε δηλώσεις τους στο περιοδικό Der Spiegel, είπαν, με την μεγάλη εμπειρία που διαθέτουν, ότι οι δηλώσεις του Ερντογάν περί αρχιτεκτονικής μιας διζωνικής Ε.Ε., είναι η μοναδική διέξοδος.

Δύο κρίσιμες επισκέψεις

Η πρόταση του Πρωθυπουργού θα ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη. Οι κύκλοι εντός της Ε.Ε. που αντιτίθενται στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., υπολόγιζαν ότι σε περίπτωση που η Τουρκία εντασσόταν στην Ε.Ε., τότε θα λάμβανε ισχυρή οικονομική στήριξη. Κάποιοι υπολογισμοί που έχουν γίνει μέχρι σήμερα καταδεικνύουν ότι η Τουρκία θα λαμβάνει ετησίως καθαρά ένα ποσό της τάξης μεταξύ 10 έως και 14 δις ευρώ, από τον προϋπολογισμό. Αντιπαραβάλλοντας το ποσό αυτό με τις εκατοντάδες δις ευρώ που διατέθηκαν για στήριξη των χωρών της Ε.Ε. που έχουν χρεοκοπήσει και τα τραπεζικά δάνεια που διαγράφηκαν με το ίδιο σκεπτικό, τότε η συμβολή αυτή στον προϋπολογισμό χάνει σήμερα τη σημασία της (υποβαθμίζεται). Όποιοι υπολογισμοί και να γίνουν από οικονομικής άποψης, θεωρείται επί τάπητος μια πολύ δυνατή πρόταση, βάσει της οποίας η Τουρκία δημιουργώντας ζώνες ελεύθερου εμπορίου στο έδαφός της, διευρύνει την αγορά της Ε.Ε. και παράλληλα δεν φιλοδοξεί την ένταξή της στο ευρώ, αλλά την απορρίπτει. Ο Πρωθυπουργός είπε ότι και αυτή η πρόταση δεν θα βρίσκεται αιωνίως στο τραπέζι, τονίζοντας ότι το 2023 θα είναι πολύ αργά.
 
Η Merkelσε σχέση με τις προηγούμενες επισκέψεις και δημοσιογραφικές διασκέψεις, χρησιμοποίησε διαφορετικό και πιο θετικό ύφος. Είπε ότι η Γερμανία δεν αλλάζει και δεν θα αλλάξει «την άποψη της περί συνέχισης των διαπραγματεύσεων». Ο τερματισμός της περιόδου διακυβέρνησης του Sarkozy στην Γαλλία, σηματοδότησε την εγκατάλειψη και της ανελέητης αντιπολίτευσης στην Τουρκία. 
 
Αυτή την περίοδο που οι δύο κινητήριες χώρες της Ε.Ε μοντάρουν, υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων εκ νέου την πολιτική τους για την Τουρκία, μπορεί τα τελευταία ανοίγματα του Πρωθυπουργού της Τουρκίας, να θέσουν σε εγρήγορση νέες εξελίξεις. Πιθανόν να μας δοθεί η ευκαιρία να δούμε τα πρώτα βήματα ως απτά αποτελέσματα στις επισκέψεις που αναμένεται να πραγματοποιήσει στην Γαλλία η Merkel το 2013».

Η Τουρκία και η συριακή κρίση

Συνέντευξη του Σωτήρη Ρούσσου
στην Αυγή της Κυριακής στις 14/10/2012

Οι σχέσεις Τουρκίας-Συρίας έχουν περάσει από διάφορες φάσεις. Αλήθεια, ποιο είναι το υπόβαθρο αυτών των σχέσεων;

Η Τουρκία αντιμετωπίζει τη Συρία ως “επιτηρούμενο” κράτος. Τα κύρια ζητήματα αντιπαράθεσης είναι το Κουρδικό και η διαχείριση των υδάτινων πόρων. Η Συρία δέχεται τα ύδατα του Ευφράτη από την Τουρκία, επομένως όλες οι τουρκικές “παρεμβάσεις” στη ροή των υδάτων (φράγματα κ.λπ.) έχουν άμεσο αντίκτυπο στους υδάτινους πόρους της Συρίας, ιδιαίτερα σε περιοχές πολύ σημαντικές για το καθεστώς, όπως οι πεδιάδες του Βορρά γύρω από το Χαλέπι που κατοικούνται κυρίως από σουνίτες. Η Δαμασκός απ’ την πλευρά της, μέχρι και τη σύλληψη του Οτσαλάν, χρησιμοποιούσε ως μέσο πίεσης της Άγκυρας τους Κούρδους του PKK που έβρισκαν καταφύγιο στο έδαφός της ή στην κοιλάδα Μπεκαά του Λιβάνου. Υπάρχει επίσης μια εδαφική διένεξη στην περιοχή της Αλεξανδρέτας, στα μεσογειακά παράλια της Συρίας, μια περιοχή που οι Γάλλοι παραχώρησαν το 1939 στους Τούρκους. Ωστόσο, μετά τη δεκαετία του ’90 η διένεξη αυτή ατόνησε.

Υπάρχει δηλαδή συγκρουσιακό υπόβαθρο, μια σχέση αμοιβαίας εχθρότητας;

Δεν είναι πάντα συγκρουσιακή η σχέση. Τουρκία και Συρία έχουν αναπτύξει ένα πολύ μεγάλο εμπόριο μεταξύ τους, παράνομο και νόμιμο, ενώ διέρχονται και αγωγοί πετρελαίου από και προς τις δύο χώρες. Η Τουρκία ωστόσο θέλει να είναι “πατερναλιστική” απέναντι στη Δαμασκό, θέλει να “ελέγχει” τις κινήσεις της. Θεωρώντας ότι η Συρία και η Ιορδανία είναι ένας “ζωτικός χώρος” για τη σύνδεση της Τουρκίας με τον αραβικό κόσμο, η κυβέρνηση Ερντογάν – Νταβούτογλου προχώρησε στη δημιουργία ζώνης ελευθέρων συναλλαγών με τις δύο χώρες, σε μια ενέργεια που ενίσχυσε σημαντικά την τουρκική οικονομία. Το όφελος αυτό έχει εξανεμιστεί πλέον για την Τουρκία μετά τον συριακό εμφύλιο.

Η Άγκυρα ισχυρίστηκε αμέσως ότι τα πυρά εναντίον της προέρχονταν από τις δυνάμεις του Άσαντ, όχι από εκείνες των αντικαθεστωτικών. Γιατί το καθεστώς του Άσαντ να θέλει να προκαλεί τώρα την Τουρκία; Επιθυμεί επέκταση της σύγκρουσης;

Όχι, δεν νομίζω. Είναι μια προειδοποίηση του Άσαντ προς την Τουρκία να μην εμπλέκεται στη σύγκρουση στο εσωτερικό της χώρας του. Το καθεστώς και αρκετοί αναλυτές θεωρούν πως η Τουρκία δημιουργεί ή επιτρέπει στο έδαφός της τη λειτουργία στρατοπέδων εκπαίδευσης του “Ελεύθερου Συριακού Στρατού”. Η προειδοποίηση του Άσαντ δεν σημαίνει ότι θα επιτεθεί στην Τουρκία. Θέλει να καταστήσει σαφές ότι η γειτονική χώρα θα υποστεί το κόστος σε περίπτωση που εμπλακεί περισσότερο στον συριακό εμφύλιο. Σαν να θέλει να πει «μπαίνετε σε μια μάχη με τον διάβολο και αυτή η μάχη θα γίνει και για σας κόλαση»… Όμως σ’ έναν πόλεμο σαν τον συριακό εμφύλιο δεν έχουμε σαφή εικόνα για τις ενέργειες των αντιμαχόμενων. Πιθανόν δεν πρόκειται για προβοκάτσια των αντικαθεστωτικών, αλλά δεν αποκλείεται πίσω από τις επιθέσεις κατά των Τούρκων να κρύβονται παραστρατιωτικές ομάδες αλεβιτών, πιστών στον Άσαντ, που δρουν αυτόνομα και θέλουν να εκδικηθούν την Τουρκία για την πιθανολογούμενη υποστήριξη που παρέχει στους αντάρτες. Άλλωστε, απ’ τη φύση των πυρών, όλμοι κι όχι πυρά πυροβολικού, φαίνεται ότι πρόκειται για όπλα που μπορεί να κατέχει οποιοδήποτε ομάδα.

Τι θα κερδίσει η Τουρκία από μια πιθανή πτώση του Άσαντ; Τι σχέσεις μπορεί να έχει με τη συριακή αντιπολίτευση και με τις πολιτοφυλακές που πολεμούν το καθεστώς;

Το ερώτημα αυτό έβαλαν και οι Τούρκοι στους εαυτούς τους… Στην αρχή η Τουρκία τήρησε επιφυλακτική στάση απέναντι στην εξέγερση. Ζήτησε από τον Άσαντ να προχωρήσει σε γενναίες μεταρρυθμίσεις ή ν’ αποχωρήσει. Με την πλήρη στρατιωτικοποίηση της σύγκρουσης, η Τουρκία κατανόησε ότι δεν μπορεί να υπάρξει Άσαντ μετά το τέλος της κρίσης. Εφόσον λοιπόν δεν “υπάρχει Άσαντ” την επόμενη ημέρα, δεν υπάρχει τίποτε που να κάνει την Άγκυρα να τον υποστηρίξει. Οι Τούρκοι θεωρούν πιθανά δύο σενάρια για την επόμενη φάση: ή ότι θα εκδηλωθεί εσωτερικό πραξικόπημα στο Μπάαθ και θ’ ανατραπεί ο Άσαντ ή ότι θα επικρατήσουν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι που βρίσκονται εγγύτερα ιδεολογικά στο κυβερνών AKP και δεν υποστηρίζονται από τη Σαουδική Αραβία, το Κατάρ ή το Ιράν. Οι μόνοι φυσικοί σύμμαχοί των Αδελφών Μουσουλμάνων στη Συρία σε περίπτωση επικράτησής τους, θα είναι οι Τούρκοι και οι Αμερικανοί. Πέρα απ’ την αντιαμερικανική ρητορική τους και ζητήματα θρησκευτικής συμπεριφοράς στην κοινωνία, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι τάσσονται όπως και το AKP του Ερντογάν υπέρ της ελεύθερης οικονομίας και των ξένων επενδύσεων…

Πιστεύουν οι Τούρκοι ότι τυχόν επικράτηση των Αδελφών Μουσουλμάνων στη Συρία θα τους διευκόλυνε στην αντιμετώπιση του Κουρδικού;

Ναι, γιατί οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι είναι σουνίτες Άραβες, θέλουν να επικρατήσουν πολιτικά σε μια ενιαία και όχι διαμελισμένη Συρία και γι’ αυτό δεν έχουν καμία διάθεση να εμπλακούν σ’ έναν ανταγωνισμό με την Τουρκία για το Κουρδικό. Άλλωστε, ένα πιθανό μελλοντικό κουρδικό κράτος θα περιελάμβανε οπωσδήποτε κι ένα τμήμα της Συρίας…

Υπάρχει η άποψη ότι η απόφαση του ΝΑΤΟ να υπερασπιστεί την Τουρκία έναντι του Άσαντ ανοίγει το παράθυρο της θερμής εμπλοκής της Β.Α. Συμμαχίας στο συριακό εμφύλιο μέσω παράπλευρης οδού. Πόσο βάσιμη είναι η άποψη αυτή;

Είναι πολύ βάσιμη. Θα μας ανησυχούσε σοβαρά αυτό το ενδεχόμενο αν δεν υπήρχαν άμεσα οι αμερικανικές εκλογές. Ουδείς πρόεδρος που διεκδικεί επανεκλογή και βρίσκεται στον τελευταίο μήνα της προεκλογικής εκστρατείας του θα τολμούσε ένα τέτοιο βήμα, το οποίο έχει πιθανότητες 10%-20% να γυρίσει μπούμερανγκ εναντίον του, ειδικά τις πρώτες ημέρες. Σύμφωνα με πληροφορίες, ναυτικές δυνάμεις της Γαλλίας και των ΗΠΑ πέρασαν πρόσφατα το Γιβραλτάρ με κατεύθυνση τη βάση της Σούδας. Δεν γνωρίζουμε φυσικά αν θα χρησιμοποιηθούν σε πιθανή επέμβαση στη Συρία. Πάντως, η Ελλάδα δεν έχει πραγματικά κανέναν λόγο να εμπλακεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία ή στο Ιράν. Οι Τούρκοι, από την πλευρά τους θα ήθελαν να δημιουργήσει το ΝΑΤΟ μια αποστρατικοποιημένη ζώνη στα σύνορα με τη Συρία που θα τους απέμπλεκε από τα θερμά μέτωπα και θα τους βοηθούσε να ελέγξουν τις κινήσεις των Κούρδων.

Την επομένη μιας πιθανής επίθεση του ΝΑΤΟ, θα υπάρχει ενιαία Συρία κι ένα νέο καθεστώς στη Δαμασκό;

Είναι σαφές ότι μια επίθεση του ΝΑΤΟ θα τελειώσει στρατιωτικά τον συριακό εμφύλιο στη σημερινή μορφή του. Οι δυνάμεις του Άσαντ είναι αδύνατο να αντιμετωπίσουν την αμερικανική στρατιωτική ισχύ. Όμως, η στρατιωτική ήττα του καθεστώτος δεν σημαίνει ότι θα τελειώσει οριστικά και ο πόλεμος. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η σύγκρουση να συνεχιστεί και να πάρει τη μορφή του πολέμου στον Λίβανο. Θα επηρεάσει αναμφίβολα και τη χώρα αυτή όπως και τη φιλοϊρανική Χεζμπολάχ που θα στριμωχθεί άσχημα, σε σημείο που θα πρέπει να δώσει μάχη μέχρις εσχάτων…

Πόσο πιθανό είναι το ενδεχόμενο ενός γενικευμένου πολέμου στη Μέση Ανατολή;

Είναι πιθανό εφόσον υπάρξει αμερικανο-ισραηλινή στρατιωτική επέμβαση στο Ιράν. Το Ισραήλ δεν μπορεί να δράσει μόνο του, αλλά και να το κάνει, δεν θα έχει αποτέλεσμα. Θα πρέπει να υπάρξουν εκτεταμένοι βομβαρδισμοί μακράς διαρκείας με την άμεση εμπλοκή των ΗΠΑ.

“Sıfır sorun politikası”nın gerçek yüzünün ortaya çıkması

İstanbul’daki Topkapı Saray’ının ana giriş kapılarından biri olan Bab-ı Hümayun’un sağ tarafında “Hakk’ın yeryüzündeki gölgesi”, sol tarafında ise “mazlumların sığınağı” yazılıdır. Osmanlı Sarayı’nın bu mermer kitabeleri Bâb-ı Âli’nin birkaç asır önce yaygınlaşmasını üstlenmiş olduğu “adalet ve ahlak” hakkında imparatorluğun yayılmacı bir anlayışına doğrudan gönderme yapmaktadır. Türk dış politikasının geniş ideolojik çerçevesi içerisinde ele alındığında, bu ifadelerin, daha öncesine nazaran çok daha güncel oldukları görülmektedir. Ancak Türk dış politikasının ve ülkemiz açısından bu politikanın sonuçlarının yol açtığı çıkmazların yorumlanmasına yönelik bir çabada, çoğunun hatta somut bir içerik dahi vermeksizin “yeni Osmanlıcılık” diye adlandırdıkları kavramın tek çerçeve olarak kullanılması yanlış olur. Eğer hedef Türk dış politikasının yapısal sorunlarının çok yönlü bir biçimde incelenmesi ise, o zaman başka hususların yanı sıra, son yıllarda Türkiye’yi yöneten siyasi İslam’ın temel dünya görüşünün analizinin de yapılması gerekir. 

AKP Türkiyesi’nin en önde gelen taleplerinden biri küresel yapıların, İslamcı kültürü ve onun coğrafyasını içerecek bir biçimde yeniden biçimlenmesidir. Yani Türk hükümetine göre kendisinin temsil edebileceği görüşünde olduğu bölgeleri içerecek bir biçimde yeniden biçimlenmesidir.  Bu hedefin iki temel ekseni vardır. Birinci eksende, Ankara 21. Yüzyılın yeni güçler dengesini yansıtacak şekilde dünya tarihinin yeni bir “yorumunu” hedeflemektedir. Kısacası İslam kültürünün ve Doğu’nun çağdaş evrensel kültürün bir parçası olarak öne çıkmasını talep etmektedir. Kısa bir süre önce İstanbul Küresel Forumu’nda Erdoğan bunu “İnsanlığın geçmişi Avrupa’dan, Amerika’dan ibaret değildir. Asya, Afrika, Orta Doğu, Balkanlar, Latin Amerika ve dünyanın diğer bölgelerindeki insanların da tarih anlatımında adaletli bir şekilde yerlerini almaya hakları var” diyerek vurgulamıştır.

İkinci eksende ise, Türkiye İslami dünyanın, en azından kendisinin temsil ettiğini ileri sürdüğü kısmın küresel siyasi ve ekonomik süreçlere entegre edilmesini talep etmektedir. Bu yaklaşımda, Batı’nın artık dünyanın merkezini teşkil etmediği inancı saklıdır. Sanayi üretimi ve ticaret, dolayısıyla da uluslararası sermayenin önemli bir kısmı güç dengelerini beraberinde sürükleyerek ve “eski periferi”de yeni iktidar merkezleri yaratarak, Doğu’ya doğru kaymaktadır. Son yıllarda Türkiye’nin, G-20’ler örneğini öne sürerek, BM’nin yapısının değiştirilmesi gerektiğini vurgulaması hiç de tesadüfî değildir. Dolayısıyla Ankara’nın talebi uluslararası ilişkilerin ve ekonominin içeriğinin değiştirilmesi değil, İslami dünyanın entegrasyonu ile genişletilmesidir.

Bu iki temel eksen teorik düzeyde kalmadı. Tam aksine, “sıfır sorun” sloganı altında Türkiye bunları özellikle eski Osmanlı coğrafyasında, Orta Doğu’da, Kuzey Afrika’da ve Balkanlar’da, yani tarihsel ve kültürel erişimlere sahip olduğu görüşünde olduğu somut bir bölgede uygulamaya sokmayı hedefledi. “Yumuşak güç” (soft power) aracılığıyla, askeri dayatmanın yerini açık diplomasi ve geniş Orta Doğu bölgesinde bir “Türk rüyasının” alınıp satılmasının almasıyla, yaptıklarının meşrulaştırılmasını arttırarak, Türk hükümeti “kendi” sosyoekonomik ve siyasi çağdaşlaşma modelini ihraç etmek için önündeki tüm engelleri kaldırmayı hedefledi.

Bu noktada bazı çelişkiler ortaya çıktı. Sıfır sorun doktrini komşularla barış doktrini değildi, bilakis nüfuzunu arttırmak için bir araçtı. Bölgedeki değişikliklerin ve aynı zamanda Ankara’yı artık karakterize eden kibirliliğin yeni engeller yaratması sonucunda, “yumuşak gücün” ardından şimdi Türkiye-Suriye sınır bölgesinde “sert” askeri ifadenin ortaya çıktığı görülüyor.

Maalesef bölgede rekabetler derinleşiyor. “Resmi” açıklamalarla koyulmaya çalışılan çerçevelerin dışında ve ötesinde, kurbanları yine bölge halkları olan ilan edilmemiş bir savaş yaşanıyor.  Tüm bu nedenlerden dolayı, Türkiye’de hâkim olan anlayışları anlamak için bugün daha yoğun bir çaba gösterilmelidir. Böylesi bir çaba ülkemizin ve halkımızın yeniden birleşmesi hedefine olumlu yönde katkıda bulunarak, işgal altındaki bölgede hâkim olan karmaşık süreçlerin gerçek yüzünün ortaya çıkarılmasında da yardımcı olacaktır.

 

Νikos Muduros

Yeni Düzen Gazetesinde yayınlanmıştır, 29.10.2012

Τουρκική πολιτική στη Συρία: Θεωρία, πράξη και αντιφάσεις

Το Θεωρητικό Πλαίσιο

Μιλώντας στη σύνοδο της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΑΚΡ στις 26 Ιουνίου 2012, ο Έρντογαν, υποστήριξε ότι: «Η Τουρκία κατάφερε να ξεπεράσει ένα-ένα τα εικονικά σύνορα και τα ψυχολογικά εμπόδια και να μεταφέρει το μήνυμα της αλληλεγγύης και της συνεργασίας σε κάθε χώρα και λαό που έφτασε…Υπάρχουν κάποιοι που ενοχλούνται από το γεγονός ότι η Τουρκία αγκάλιασε τα αδέλφια της, ενοχλούνται από το ότι έδωσε τέλος σε μια νοσταλγία 100 χρόνων». Με αυτά τα λόγια, ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας συμπυκνώνει το ιδεολογικό περίβλημα μέσα από το οποίο η Άγκυρα προωθεί την εξωτερική της πολιτική. Μια πολιτική που μέσα από την ακύρωση των «εικονικών συνόρων» επιδιώκει την μετατροπή της Τουρκίας σε φορέα ενσωμάτωσης του ισλαμικού κόσμου στον παγκόσμιο καπιταλισμό.
Εξετάζοντας το σημερινό στάδιο αντιπαράθεσης μεταξύ Τουρκίας-Συρίας, είμαστε υποχρεωμένοι να αποκωδικοποιήσουμε το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται ολόκληρη η τουρκική εξωτερική πολιτική. Δηλαδή, να αποκωδικοποιήσουμε το πρίσμα μέσα από το οποίο το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ αντιλαμβάνεται τον κόσμο.
Το ΑΚΡ διεκδικεί τη δημιουργία μιας νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων που να αντικατοπτρίζει τις σημερινές παγκόσμιες ισορροπίες. Αυτή η τάξη πραγμάτων βασίζεται σε μια νέα θεώρηση για την παγκόσμια ιστορία στο επίκεντρο της οποίας θα ακυρώνεται ο ρόλος του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης ως των δυναμικών που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τις σχέσεις ιστορίας-γεωγραφίας, χώρου-χρόνου, ορθολογισμού-πίστης, ατόμου-κοινωνίας, κέντρου-περιφέρειας. Μια θεώρηση στην οποία ακυρώνεται αυτό που το τουρκικό πολιτικό Ισλάμ αντιλαμβάνεται ως δυτικο-κεντρική ανάγνωση του κόσμου.
Ο καθηγητής Αχμέτ Νταβούτογλου τον Σεπτέμβριο του 2001, κατέγραψε τη θεωρία για μια παγκοσμιοποίηση που «δεν ξεκινά και τελειώνει» στη Δύση, ως εξής: «Εάν πρόκειται να δημιουργηθεί ένας δίκαιος κόσμος με την παγκοσμιοποίηση, τότε θα πρέπει να διασφαλιστεί η συμμετοχή όλων των πολιτισμικών δεξαμενών σε αυτή τη δομή. Συνεπώς, η κοινωνιολογία της θρησκείας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με μια απλή μεταφορά της κοινωνιολογίας της Δύσης πάνω στις άλλες κοινωνίες, αλλά με τις άλλες κοινωνίες να τη διαμορφώνουν για τον εαυτό τους κατόπιν συναίνεσης. Για παράδειγμα, κατά την εποχή της αποικιοκρατίας ήταν ευνόητο ότι σε όλο τον κόσμο η φιλοσοφία, η οικονομική και πολιτική σκέψη άρχιζαν με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, συνέχιζαν με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τον χριστιανισμό και τέλειωναν με την Αναγέννηση και τον μοντερνισμό. Όμως, σήμερα, εάν επιδιώξεις να διαδώσεις αυτή την αντίληψη μέσω βιβλίων για το μάθημα ιστορίας, τότε όλοι οι πολιτισμοί εκτός Δύσης, δηλαδή τα τρία τέταρτα (3/4) του κόσμου, σπρώχνονται εκτός ιστορίας…»[1]

Σύμφωνα με την πιο πάνω προσέγγιση, η κατανόηση της παγκόσμιας ιστορίας και της επιδιωκόμενης τάξης πραγμάτων θα πρέπει να προκύπτει μέσα από την παρουσία της Ανατολής, της Ασίας, συνεπώς και του ισλαμικού πολιτισμού. Ο κόσμος πρέπει να αναλύεται και υπό το πρίσμα μιας νέας «γεωγραφικής φαντασίας» όπου η πρώην περιφέρεια (ισλαμική) διεκδικεί να είναι μέρος του κέντρου (πρώην δυτικού).
Ο Ιμπραχίμ Καλίν, επικεφαλής σύμβουλος του Τούρκου Πρωθυπουργού στην εξωτερική πολιτική, ισχυρίζεται ότι η Τουρκία των απαρχών του 21ου αιώνα, επιβεβαιώνει ακριβώς την αμφισβήτηση της μέχρι τώρα δυτικο-κεντρικής ερμηνείας του κόσμου. Επιβεβαιώνει την αναγέννηση της Ανατολής, του ισλαμικού πολιτισμού. Τώρα, λέει ο Καλίν, υπάρχει μια «νέα τουρκική ιστορία» που θα πρέπει να προωθηθεί, εκπροσωπώντας την περιφέρεια. Στο επίκεντρο αυτής της νέας τουρκικής ιστορίας βρίσκεται η ικανότητα της χώρας να αποφύγει το δίλημμα παγκοσμιοποίηση ή τοπικότητα και να λειτουργήσει στα πλαίσια του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού κινητοποιώντας τις παραδοσιακές αξίες της κοινωνίας.
Συνεπώς θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική στον ισλαμικό κόσμο χαρακτηρίζεται από μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης ηγεμονίας στα πρότυπα ανάλυσης του Γκράμσι: Η ηγεμονία χτίζεται εφόσον οι νόρμες και οι αξίες του ισχυρότερου εσωτερικεύονται από τον αδύνατο.
Όμως η εφαρμογή αυτών των αντιλήψεων προϋποθέτει την ακύρωση των «εικονικών συνόρων» κατά την έκφραση Έρντογαν. Στο σημείο αυτό και πάλι ο Ιμπραχίμ Καλίν είναι διαφωτιστικός. «Ο καλύτερος τρόπος για να προστατεύσεις το εθνικό κράτος είναι να δρας λες και δεν υπάρχει, να σέβεσαι τα σύνορα των άλλων και τα δικά σου, αλλά να δραστηριοποιείσαι λες και έχουν εξαφανιστεί». Μια σαφέστατη δήλωση επεκτατισμού, από την οποία εάν αφαιρεθούν οι στρατιωτικές βλέψεις, τότε μένει η επιδίωξη κατάργησης των λεγόμενων οικονομικών και πολιτιστικών συνόρων.
Έτσι το ΑΚΡ επιδιώκει να επανεξετάσει τα πραγματικά, καθώς και τα «φαντασιακά» σύνορα της Τουρκίας προς τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο. Προσθέτει στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση μια γερή δόση πολιτισμικών αναφορών και ξαναδιαβάζει την γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας. Η νέα αυτή «γεωγραφική φαντασίωση» της Τουρκίας, προσθέτει στους υλικούς όρους της γεωγραφίας, όπως τα σύνορα, την εγγύτητα, την περιοχή και νέα συστατικά όπως την ταυτότητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση την ισλαμική ταυτότητα.
Ο σχετικός αντικεμαλισμός στην πιο πάνω θεώρηση βρίσκεται στο σημείο που το ΑΚΡ υποστηρίζει ότι ο κεμαλικός εκσυγχρονισμός απέκοψε την Τουρκία από την σύγχρονη ιστορία της Μέσης Ανατολής. Επομένως τώρα η χώρα είναι αναγκασμένη να επιστρέψει στην «οθωμανική πίσω αυλή», να αναγεννήσει το οθωμανικό-ισλαμικό της παρελθόν, αλλά να θέσει αυτές τις διαδικασίες στο εντελώς νέο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Επομένως δεν γίνεται λόγος για ένα μονοδιάστατο νέο-οθωμανισμό, αλλά για μια συγκεκριμένη ηγεμονία στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Η Τουρκία λοιπόν διεκδικεί να είναι ο διαμεσολαβητής και ο φορέας των αξιών ενσωμάτωσης του ισλαμικού κόσμου στην παγκόσμια καπιταλιστική δομή. Επιδιώκει να εντάξει ένα τουλάχιστον μέρος αυτού του κόσμου στις παγκόσμιες διαδικασίες ως ένα περιεκτικό πολιτισμικό-ισλαμικό σύνολο και όχι ως έκφραση δημοκρατικής διεύρυνσης.
Η θεωρία στην πράξη και οι αντιφάσεις που προκαλεί

Η πολιτική της Τουρκίας στη Συρία επί διακυβέρνησης του ΑΚΡ, τουλάχιστον μέχρι και το καλοκαίρι του 2011, παρουσίαζε ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πιο πάνω θεωρητικού πλαισίου. Η κυβέρνηση Έρντογαν επέλεξε την αναβάθμιση των διμερών σχέσεων σε επίπεδα πρωτοφανούς ενσωμάτωσης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η ίδρυση του Ανώτερου Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας με τις κοινές συνόδους των Υπουργικών Συμβουλίων, η κατάργηση θεωρήσεων βίζας, η αύξηση των οικονομικών και εμπορικών συμφωνιών[2]. Οι δύο χώρες προχώρησαν στην εμβάθυνση των σχέσεων τους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, με την Άγκυρα να στοχεύει περισσότερο στην ενίσχυση της επιρροής της στο Λίβανο και στην Ανατολική Μεσόγειο, τον περιορισμό του Ισραήλ, τη διασφάλιση ανοίγματος για το εξαγωγικό της εμπόριο από τη Συρία προς την ευρύτερη Μέση Ανατολή, αλλά και την μερική έστω αναβάθμιση του ψευδοκράτους (απευθείας θαλάσσια δρομολόγια Λατάκειας-Αμμοχώστου).
Αυτή η προσπάθεια της Τουρκίας στόχευε στην προώθηση της ως «ήπιας δύναμης» (soft power). Ουσιαστικά υπογράμμιζε τα οικονομικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά μιας «συντηρητικής-δημοκρατικής» κοινωνίας που θα μπορούσε να γίνει «πηγή έμπνευσης» στην περιφέρεια. Η συμπερίληψη του συνθήματος «μηδενικά προβλήματα», αντικατοπτρίζει ακριβώς την επιδίωξη της Τουρκίας να θέσει στη δική της σφαίρα επιρροής, χώρες όπως η Συρία και να μετατραπεί σε φορέα ενσωμάτωσής τους στην παγκόσμια αγορά. Μάλιστα οι σχέσεις «μοντέλο» που δημιούργησε με τη Συρία, έγιναν σταδιακά ένα από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς του δόγματος που ακολουθούσε η χώρα στην εξωτερική πολιτική[3].
Στο σημερινό στάδιο και κατά ένα «ειρωνικό» τρόπο, η Συρία μετατρέπεται σε σημείο αποκάλυψης του περιεχομένου της πολιτικής «μηδενικών προβλημάτων» και όχι κατάρρευσης της. Μέσα από τις μεταβολές που προκαλεί η αντιπαράθεση με τη Συρία, η Άγκυρα αντιμετωπίζει νέους ανταγωνισμούς με το Ιράν, κίνδυνο μείωσης της επιρροής της στο Λίβανο, εμπλοκή της στην εσωτερική διαμάχη σουννιτών-σιιτών στο Ιράκ[4], την ενίσχυση του ένοπλου και πολιτικού κουρδικού κινήματος εντός Συρίας και εντός των δικών της εδαφών. Σε όλα αυτά θα μπορούσε να προστεθεί και η ανησυχία που προκαλεί στην Τουρκία η πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφορικά με την ενέργεια στην Ανατολική Μεσόγειο.
Μέσα από αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να χωρίσουμε σε δύο φάσεις την τουρκική πολιτική στη Συρία από το ξέσπασμα της λεγόμενης αραβικής άνοιξης μέχρι σήμερα.
Η πρώτη φάση ξεκινά με τις πρώτες κινητοποιήσεις στη Συρία. Η Τουρκία επέλεξε την καθοδήγηση εσωτερικών πολιτικών μεταρρυθμίσεων, αφού διέβλεπε ότι λόγω καλών σχέσεων θα μπορούσε να προωθήσει το «τουρκικό μοντέλο» εκσυγχρονισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούσε η προσπάθεια της Άγκυρας να πείσει για την αναγκαιότητα περάσματος στο πολυκομματικό σύστημα κατά τα δικά της πρότυπα τη δεκαετία του 1950. Δηλαδή με σαφέστατες βλέψεις προς μια αλλαγή που θα διασφάλιζε την σταδιακή ενίσχυση των συντηρητικών ρευμάτων στη Συρία και την μεταβίβαση της εξουσίας στις «πραγματικές δυνάμεις» της κοινωνίας, στην σουνιτική ισλαμική πλειοψηφία.
Η πολιτική «εσωτερικής αλλαγής» με φορέα τον Άσσαντ (τουλάχιστον στα αρχικά στάδια), κράτησε μέχρι και τον Αύγουστο του 2011, όταν ο Σύριος Πρόεδρος απέρριψε οριστικά τις τουρκικές προτάσεις.
Από το σημείο αυτό αρχίζει η δεύτερη φάσητης τουρκικής πολιτικής στη Συρία. Από τον Αύγουστο του 2011, η κυβέρνηση Έρντογαν υιοθετεί την πολιτική της «εσωτερικής αλλαγής υπό τις τοπικές δυναμικές» και χωρίς τον Άσσαντ. Στο πλαίσιο αυτής της θεωρητικής προσέγγισης, η συριακή αντιπολίτευση εκπροσωπούσε τις τοπικές δυναμικές, την καταπιεσμένη βούληση του (ισλαμικού) έθνους, η οποία με την κινητοποίησή της μπορούσε να ανατρέψει τον Άσσαντ. Η δεύτερη πτυχή της κινητοποίησης «τοπικών δυναμικών» ήταν η συμπερίληψη σε αυτές, της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, της Οργάνωσης Ισλαμικής Συνεργασίας και του Αραβικού Συνδέσμου. Συνεπώς η Τουρκία επιδίωκε σε συνεργασία με ένα μεγάλο μέρος του περιφερειακού σουνιτικού Ισλάμ να μετατραπεί σε παράγοντα «εσωτερικής αλλαγής» στη Συρία και συνεπώς υπό κάποιες προϋποθέσεις και σε ολόκληρη την περιοχή. Με λίγα λόγια η Άγκυρα προσπάθησε μέσα από την «περιφερειοποίηση» της πολιτικής της να ενισχύσει τη θέση της ως ενδιαφερόμενο μέρος στη συριακή κρίση. Έτσι η συριακή κρίση μετατράπηκε σε εσωτερικό τουρκικό πρόβλημα, το οποίο μάλιστα επηρεάζει με καθοριστικό τρόπο.
Οι επιπτώσεις 

Η εμπλοκή της Άγκυρας στη συριακή κρίση γίνεται πλέον «εντός συριακών εδαφών», λόγω της τουρκικής βοήθειας προς τον λεγόμενο ελεύθερο συριακό στρατό. Η παρουσία μάλιστα ριζοσπαστικών ισλαμικών ομάδων της ένοπλης αντιπολίτευσης σε τουρκικές περιοχές, δημιουργεί κοινωνική πόλωση στην τουρκο-συριακή μεθόριο. Για παράδειγμα, οι Αλεβίτες και οι Κούρδοι αυτών των περιοχών εκφράζουν έντονες ανησυχίες από την ελεύθερη διακίνηση ένοπλων συνδεδεμένων με την Αλ-Κάϊντα στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Τουρκίας.
Το γεγονός αυτό ενισχύει περαιτέρω και την αντίληψη ότι η Τουρκία προτιμά την οικοδόμηση ενός σουνιτικού άξονα στην περιφέρεια, ο οποίος συμπεριλαμβάνει τις διάφορες εκδοχές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, καθώς και τις μοναρχίες της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ.
Η αντιπαράθεση με τη Συρία και οι γεωπολιτικές μεταβολές που προκαλεί γενικά η λεγόμενη αραβική άνοιξη, έφεραν στο προσκήνιο ακόμα πιο δυναμικά τη λεγόμενη κουρδική άνοιξη. Δηλαδή την αναβαθμισμένη παρουσία του ΡΚΚ σε όλα τα επίπεδα. Το ΡΚΚ αναδεικνύεται ξανά σε μια οργάνωση που μπορεί να αξιοποιεί το πολιτικό κενό, να αναπτύσσει συνεργασίες και να διατηρεί κοινωνική στήριξη. Αυτή τη στιγμή καθόλου τυχαία έχει ενισχυμένη παρουσία τόσο στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας, όσο και στα βόρεια της Συρίας. Συνεπώς αναγεννά τον εφιάλτη της Τουρκίας: την προοπτική εμφάνισης ενός δεύτερου συριακού αυτή τη φορά Κουρδιστάν, δίπλα από το Ιρακινό.
Παράλληλα δε θα πρέπει να υποτιμηθούν οι οικονομικές επιπτώσεις που έχει η Τουρκία. Σχεδόν σε ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία περιοχές όπως το Γκαζίαντεπ, Χατάϊ και Ούρφα, γνώρισαν σημαντικότατη οικονομική ανάπτυξη κυρίως διαμέσου του τουρισμού και του εξαγωγικού εμπορίου βιομηχανικών προϊόντων. Ενδεικτικά, το 2000 επισκέφθηκαν την Τουρκία 122 χιλιάδες τουρίστες και το 2011 αυξήθηκαν στις 924 χιλιάδες. Τους πρώτους πέντε μήνες του 2012 καταγράφεται ήδη μείωση της τάξης του 33.1% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2011. Οι εξαγωγές από την πόλη Γκαζίαντεπ τον Αύγουστο του 2010 ήταν 10,5 εκατομμύρια δολάρια, ενώ τον Αύγουστο του 2012 μειώθηκαν στα 2.874 εκατομμύρια δολάρια.
Τέλος, μια επίσης σοβαρή επίπτωση είναι η ένταση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Ακριβώς λόγω των ποιοτικών χαρακτηριστικών που φέρουν οι συνέπειες της συριακής κρίσης για την Τουρκία, επηρεάζεται συνολικά η περιοχή μας. Για παράδειγμα, τα ερωτήματα σε σχέση με τη μελλοντική ηγεσία της Συρίας, επεκτείνονται και στις σχέσεις που θα αναπτυχθούν (μέσω Τουρκίας) με το ψευδοκράτος. Κρίσιμο σημείο για τη θέση που θα έχουν τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη στις νέες ισορροπίες της Ανατολικής Μεσογείου, αποτελεί η προοπτική συμβιβασμού δυνάμεων της Δύσης με τον άξονα Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας-Κατάρ σε μια μελλοντική συριακή εξουσία που να φέρει έντονο το στίγμα του σουνιτικού πολιτικού Ισλάμ. Μια τέτοια προοπτική θα αλλάξει σε μεγάλο βαθμό τη θέση της Τουρκίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Σε αυτό το πλέγμα καθοριστικός θα είναι και ο ρόλος της Αιγύπτου.



Νίκος Μούδουρος
Το κείμενο αυτό βασίζεται σε ομιλία που κατατέθηκε σε εκδήλωση-συζήτηση των Ενθεμάτων της εφημερίδας Αυγή στην Αθήνα στις 24 Οκτωβρίου 2012, με θέμα «Η Τουρκία και οι εξελίξεις στην περιοχή μας».


[1] «Huntington Asla Haklı Çıkmayacak», εφημ. Yeni Şafak, 24 Σεπτεμβρίου 2001.
[2] Sedat Ergin, “Suriye politikasında nerede hata yapıldı? — 1”, Hürriyet, 29.8.2012.
[3] Erol Cebeci, Kadir Üstün, “The Syrian Quagmire: What’s Holding Turkey Back”, Insight Turkey, Vol. 14, No. 2, 2012, σ. 16.
[4] Serhat Erkmen, “Change in Iraqi Politics: From Ethnic-Sectarian Lines to Centralization Question”, Ortadoğu Etütleri, Volume 4, No 1, July 2012, σσ.143–164. Bilgay Duman, “Dışişleri Bakanı Ahmet Davutoğlu’nun Kerkük Ziyareti Üzerinden Türkmen Stratejileri”, ORSAM, 9.8.2012.

ΣΥΡΙΑ: Εκεχειρία – ελιγμός για επανεξέταση «συμμαχιών» και τακτικής

Από τη συνάντηση του προέδρου της Συρίας Μπασάρ Ασαντ με τον Λακχντάρ Μπραχίμι στη Δαμασκό 

Μια δοκιμαστική και σύντομη κατάπαυση πυρός τέθηκε σε εφαρμογή, τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων, στη Συρία, αρχής γενομένης από χτες τα ξημερώματα, πρώτη ημέρα της τριήμερης μουσουλμανικής γιορτής Αϊντ αλ Αντχα. Πρόκειται για το αποτέλεσμα ενός μαραθωνίου διπλωματικών επαφών στις οποίες προχώρησε τις τελευταίες εβδομάδες ο ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ και του Αραβικού Συνδέσμου, Λακχντάρ Μπραχίμι, επισκεπτόμενος σειρά χωρών στην περιοχή που ασκούν επιρροή στις εξελίξεις εντός Συρίας και έχουν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, συμπαραταχθεί είτε με το συριακό καθεστώς είτε με τις αντικαθεστωτικές οργανώσεις (Σ. Αραβία, Ιράκ, Τουρκία, Ιορδανία, Λίβανος, Ιράν, Αίγυπτος και Συρία).

Την υποστήριξή τους στον Μπραχίμι έσπευσαν να εκφράσουν όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είτε η κάθε μία μόνη της είτε μέσα από τα όργανα στα οποία συμμετέχουν, όπως είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και ο Αραβικός Σύνδεσμος. Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια εκεχειρία, η οποία δεν έχει διαμορφωμένο πολιτικό πλαίσιο, ούτε μηχανισμό εφαρμογής πέραν των διακηρυγμένων προθέσεων τήρησής της από τη Δαμασκό και από τμήμα των αντικαθεστωτικών οργανώσεων, αν και οι δύο πλευρές διακηρύσσουν το δικαίωμά τους να «απαντήσουν σε προκλήσεις». Παράλληλα, δεν είναι καθόλου σαφές ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της εκεχειρίας αυτής, που τυπικώς λήγει τη Δευτέρα τα ξημερώματα, και υπό ποιες προϋποθέσεις ή με ποιον τρόπο αυτό θα εφαρμοστεί.

Τα στοιχεία αυτά δημιουργούν έντονα την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια επανάληψη της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί με το σχέδιο εκεχειρίας που είχε προωθήσει ο προκάτοχος του Μπραχίμι, Κόφι Ανάν, αλλά προς το χειρότερο. Επί της ουσίας, εκείνο το σχέδιο ουδέποτε εφαρμόστηκε κανονικά από τον περασμένο Απρίλη οπότε θεωρητικώς τέθηκε σε ισχύ μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού, οπότε και κατέρρευσε τυπικώς.

Επιπλέον, εκείνο το σχέδιο προέβλεπε ότι η εκεχειρία θα χρησιμοποιηθεί ως έδαφος για την έναρξη ενός πολιτικού διαλόγου ανάμεσα στη συριακή ηγεσία και τους αντικαθεστωτικούς, με στόχο την εξεύρεση ενός κοινά αποδεκτού πλαισίου μετάβασης στο οποίο θα μπορούσε να εμπεριέχεται η αποχώρηση Ασαντ από την εξουσία, αλλά χωρίς να είναι προαπαιτούμενο. Αυτό άλλωστε ήταν το σημείο που είχε προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση αρκετών αντικαθεστωτικών οργανώσεων, με αιχμή το -προβαλλόμενο ως ναυαρχίδα των αντικαθεστωτικών- Εθνικό Συριακό Συμβούλιο, του οποίου κορμός είναι οι ισλαμιστές «Αδελφοί Μουσουλμάνοι». Τώρα, το σχέδιο Μπραχίμι πέρα από ευχολόγια και γενικολογίες περί αναγκαιότητας έναρξης πολιτικού διαλόγου δεν εμπεριέχει τίποτε συγκεκριμένο ή τουλάχιστον τίποτα τέτοιο δεν έχει έρθει στο φως της δημοσιότητας.

 

Επανεκτίμηση τακτικής και ανακατατάξεις

Η ασάφεια αυτή δημιουργεί έντονα την εντύπωση ότι η όλη διαμεσολαβητική πρωτοβουλία του Μπραχίμι, δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν ελιγμό στον οποίο συναινούν ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που εμπλέκονται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στα τεκταινόμενα στη Συρία, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο και να αποτιμηθεί η κατάσταση ως έχει διαμορφωθεί μέχρι σήμερα, περίπου 20 μήνες μετά την έναρξη των συγκρούσεων. Σε ένα τέτοιο συμπέρασμα οδηγεί και το γεγονός ότι ιδιαίτερα τις τελευταίες ημέρες παρατηρείται εντονότατη κινητικότητα στους κόλπους των αντικαθεστωτικών και περισσότερο από ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, δημοσιοποιούνται διαφωνίες και διαφοροποιήσεις.

Προφανώς, δεν είναι διόλου τυχαίο το ότι μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία και δίκτυα, όπως το «Ασοσιέιτεντ Πρες» και το «αλ Αραμπίγια», όχι μόνο αναφέρονται πια σαφώς στη δράση ισλαμιστικών οργανώσεων που αποτελούνται κυρίως από ξένους μισθοφόρους τζιχαντιστές (μαχητές του λεγόμενου ιερού πολέμου), αλλά τους διαχωρίζουν από άλλες ένοπλες ομάδες αντικαθεστωτικών με θρησκευτικό μανδύα, καταγράφοντας, μάλιστα, και επιφυλάξεις, αν όχι ανησυχία, για τη στάση των «έμπειρων και φανατικών αυτών μαχητών» την «επόμενη μέρα». Και αυτό παρά το ότι μέχρι πρότινος ακόμη και οι καταγγελίες για την παρουσία τους και τον εξοπλισμό τους, κυρίως από πετρελαιομοναρχίες του Κόλπου, χαρακτηρίζονταν ως προπαγάνδα της Δαμασκού.

Η αλλαγή αυτή πιθανότατα αντανακλά τη δυσφορία των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων από την αποτυχία ένωσης των αντικαθεστωτικών οργανώσεων υπό μία διοίκηση, γεγονός που θα τις καθιστούσε πιο εύκολα ελεγχόμενες και πιο εύκολα χειραγωγήσιμες στην κατεύθυνση της προώθησης των σχεδιασμών τους. Πιθανότατα να αντανακλά και τις έντονες επιφυλάξεις που έχουν δημιουργηθεί από το χάος που πρακτικά επικρατεί στη Λιβύη, περισσότερο από ένα χρόνο μετά την ανατροπή του καθεστώτος Καντάφι διά της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, παρά το γεγονός ότι εκεί οι αντικαθεστωτικοί «εντάχθηκαν σε ενιαία συμμαχία».
Επιδίωξη για μη επανάληψη του χαοτικού σεναρίου της Λιβύης

Όπως, όμως, αποδείχτηκε στην περίπτωση της Λιβύης η κάθε οργάνωση είχε διαφορετικά κίνητρα και στόχους -ιδιαίτερα οι οργανώσεις με θρησκευτικό μανδύα- τους οποίους συνεχίζει ενόπλως να επιδιώκει μέχρι σήμερα παρατείνοντας τα μαρτύρια του λιβυκού λαού και προκαλώντας πονοκέφαλο στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και τα μονοπώλιά τους καθώς παρατείνεται η αστάθεια στη χώρα και δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς και αποδοτικές επενδύσεις. Μια τέτοια προοπτική δεν ενθουσιάζει καμία από τις ξένες δυνάμεις που εμπλέκονται στη Συρία, με τον οποιονδήποτε τρόπο, γιατί το ενδεχόμενο επικράτησης χάους στη χώρα είναι ξεκάθαρο ότι εγκυμονεί πολύ περισσότερες συνέπειες για την ευρύτερη περιοχή από ό,τι η κατάσταση στη Λιβύη, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης και λόγω της ποικιλίας εθνοτικών και θρησκευτικών κοινοτήτων στο έδαφός της.

Ήδη, η παρατεινόμενη και κλιμακούμενη ένταση εντός Συρίας μοιάζει σταδιακά να περνά τα σύνορα της χώρας τόσο προς βορρά στην Τουρκία όσο και προς τα δυτικά στο Λίβανο. Για ορισμένους η όξυνση στην τουρκο-συριακή μεθόριο και η αναζωπύρωση της δράσης των Κούρδων μαχητών του ΡΚΚ μπορεί, ίσως, να θεωρηθεί συνέπεια της άμεσης εμπλοκής της Άγκυρας στα τεκταινόμενα στη Συρία, λόγω της απροκάλυπτης στήριξής της προς τους Σύρους «Αδελφούς Μουσουλμάνους», το Εθνικό Συριακό Συμβούλιο και όποιες οργανώσεις μπορούν να χαρακτηριστούν ένοπλο σκέλος τους.

Όμως, η αιματηρή βομβιστική επίθεση, την περασμένη εβδομάδα, σε «χριστιανική» συνοικία στο κέντρο της Βηρυτού με στόχο τον αρχηγό της υπηρεσίας Πληροφοριών και Εσωτερικής Ασφάλειας, συνεργάτη των πολιτικών συμμάχων των ιμπεριαλιστών εντός Λιβάνου και αντίπαλο του συριακού καθεστώτος και όσων δυνάμεων το στηρίζουν, όπως π.χ. η σιιτική «Χεζμπολάχ» που αποτελεί τον κορμό του νυν υπουργικού συμβουλίου, έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την ευρύτερη περιοχή. Ο Λίβανος έχει ιστορικούς δεσμούς με τη Συρία από την εποχή της αποικιοκρατίας, λειτουργεί σαν καθρέφτης των εξελίξεων στη γείτονα χώρα, και το κυριότερο σε κοινωνικό επίπεδο αποτελεί, όπως, η Συρία και άλλες γειτονικές χώρες, π.χ. το Ιράκ, το Μπαχρέιν κ.ά., ένα μωσαϊκό θρησκευτικών κοινοτήτων, στη βάση των οποίων συχνά οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στήριξαν την προώθηση των σχεδιασμών τους αναζωπυρώνοντας διχαστικές λογικές, για παράδειγμα ο 15ετής εφιαλτικός εμφύλιος στο Λίβανο.

Η διάχυση των, με θρησκευτικό μανδύα, συγκρούσεων εκτός των συριακών συνόρων απειλεί να τινάξει στον αέρα ολόκληρη την ευρύτερη περιοχή και αν όχι να δυσχεράνει, τουλάχιστον να περιπλέξει την ταχύτερη προώθηση των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών με επίκεντρο το Ιράν, μαλακό υπογάστριο της Συρίας και απώτερο στόχο τη διασφάλιση μεγαλύτερου ελέγχου και σημαντικότερων ερεισμάτων στη, γεωστρατηγικά και ενεργειακά, πολύτιμη ευρεία Μέση Ανατολή. Μια τέτοια προοπτική, καθώς και η αναγκαιότητα επανεξέτασης συμμαχιών και αντιμετώπισης αναδυόμενων παραγόντων που επιδιώκουν να παίξουν ρόλο ανεξέλεγκτα, όπως π.χ. οι ισλαμιστικές οργανώσεις των ξένων τζιχαντιστών στο εσωτερικό της Συρίας, είναι πιθανότατα ο λόγος της αγαστής συναίνεσης που όλοι επέδειξαν στην, παντελώς έωλη και ασαφή, «πρωτοβουλία» εκεχειρίας του Μπραχίμι. Μια εκεχειρία που είναι εξαιρετικά αβέβαιο τελικά αν θα επιβιώσει έστω και αυτές τις τρεις ημέρες της μουσουλμανικής γιορτής Αϊντ αλ Αντχα.

 

Ελένη ΜΑΥΡΟΥΛΗ

Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 27 Οκτωβρίου 2012
 

 

Ένα παράδειγμα νεοφιλελεύθερου εθνικισμού: η Τουρκία του Ερντογάν

 
της Σιας Αναγνωστοπούλου

Ένα από τα σημαντικά χτυπήματα που καταφέρει η οικονομική κρίση δεν είναι μόνο ότι στερεί την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνεια μιας κοινωνίας, αφήνοντάς την έρμαιο στα χέρια είτε πολιτικών δυνάμεων που διαχειρίζονται ως ιεραπόστολοι την κρίση –για να μην έρθει η κόλαση– είτε φασιστικών μορφωμάτων που επωφελούνται για να παίξουν τον ρόλο του Μπάτμαν. Είναι και ότι την εγκλωβίζει στα προβλήματά της, στερώντας της το δικαίωμα να οραματίζεται τον εαυτό της σε σχέση με τον κόσμο γύρω της. Αυτή η εσωστρέφεια, την οποία υποδαυλίζουν πολιτικές και μιντιακές ελίτ που αναπαράγουν την εξουσία τους μέσα από τον φόβο και τον επαρχιωτισμό («να κάνουμε αυτό, για να είμαστε Ευρωπαίοι») αποκόπτει την κοινωνία από την επαφή με τον κόσμο στον οποίο ανήκει, της στερεί το δικαίωμα να διεκδικεί δυναμικά το μέλλον της. Τη γνώση και το πεπρωμένο της κοινωνίας το αναλαμβάνουν προνομιακά και αδιαφανώς πολιτικές και πνευματικές ελίτ οι οποίες, όπως διαχειρίζονται την οικονομική κρίση, διαχειρίζονται και την ένταξη μιας αποκαμωμένης από τα προβλήματα κοινωνίας στον κόσμο γύρω της: μέσα από μια διαδικασία υποταγής στο όραμα ενός νέου κόσμου που άλλοι ετοίμασαν γιʼ αυτήν.

Στον άμεσο περίγυρό μας διαφαίνεται η σύγκρουση Τουρκίας-Συρίας. Για να αντιληφθούμε τις πιθανές συνέπειές της, πρέπει να ξανασκεφτούμε τους γείτονές μας και τις αλλαγές που υφίστανται ή προωθούν. Ας ξανασκεφτούμε λοιπόν καταρχάς τον άμεσο γείτονα, την Τουρκία, και μέσα από αυτήν την ευρύτερη γειτονιά μας. «Τα παιδιά των Οθωμανών δεν μπορούν να καταδικαστούν να μένουν στην Άγκυρα» δήλωνε ο Ταγίπ Ερντογάν τον Φεβρουάριο του 2010, ενώ τον Ιούνιο του 2011 διαπίστωνε ότι «το Σαράγεβο, η Βαγδάτη, η Καμπούλ, η Δαμασκός, το Κάιρο, η Βεγγάζη και ολόκληρος ο κόσμος έχουν στραμμένα τα μάτια τους στην Κωνσταντινούπολη». Σε αυτά τα λόγια αναδεικνύονται συμβολικά οι μεγάλες αλλαγές στην πολιτική της Τουρκίας. Πρώτον, μετατόπιση του κέντρου βάρους από την Άγκυρα στην Κωνσταντινούπολη, μετατόπιση που σηματοδοτεί μια ευθεία και βαθιά ρήξη με τον κεμαλισμό, που είχε επίκεντρο την Άγκυρα. Δεύτερον, μετάβαση από τον ρεπουμπλικανικό, κεμαλικό εθνικισμό σε ένα αυτοκρατορικού τύπου μεγαλείο, το οποίο μόνο μια πάλαι ποτέ αυτοκρατορική πρωτεύουσα μπορεί να ενσαρκώσει. Η επαναφορά της Κωνσταντινούπολης έπειτα από 100 σχεδόν χρόνια ως κέντρου αναφοράς, όχι μόνο της Τουρκίας αλλά κι ενός ευρύτερου χώρου, σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία διεκδικεί ενός νέου τύπου ηγεμονία, σε ένα νέο χώρο. Πρόκειται για σημαντική αλλαγή, η οποία αποκαλείται συνήθως νεο-οθωμανισμός· επί της ουσίας όμως πρόκειται για έναν τουρκικό, νεοφιλελεύθερο εθνικισμό, ο οποίος διεκδικεί ιστορική νομιμοποίηση από το οθωμανικό παρελθόν, για την παραγωγή ενός εν δυνάμει τουρκικού γεωπολιτισμικού, ίσως και γεωπολιτικού χώρου.

Ο τουρκικός νεο-εθνικισμός του μεγαλείου, στον οποίο για πρώτη φορά συνυπάρχουν αρμονικά ο τουρκισμός και ο ισλαμισμός και με τον οποίο εκτουρκίζεται το οθωμανικό παρελθόν, χρονολογείται από την εποχή του Τουργκούτ Οζάλ (δεκαετία 1980), κωδικοποιήθηκε το 2001 με το βιβλίο του Αχμέτ Νταβούτογλου (Στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας) και η εκπλήρωσή του διεκδικείται από το ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν (ΑΚΠ). Ο νεο-εθνικισμός του ΑΚΠ δεν επιδιώκει την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με όρους παραδοσιακής επεκτατικής πολιτικής· με το συμβολικό και ιστορικό οπλοστάσιο που αυτή προσφέρει, επιδιώκεται η ηγεμονία της Τουρκίας σε μια μεγάλη περιοχή. Με άλλα λόγια, ο νεο-εθνικισμός του ΑΚΠ αποτελεί μεταφορά του νεοφιλελευθερισμού στην τουρκική διάλεκτο. Μέσα από την επανεπινόηση και επικαιροποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το ΑΚΠ κατασκευάζει ένα νέο τουρκικό όραμα, στο οποίο εμπερικλείεται το κεμαλικό (αλλά είναι πιο μεγαλειώδες από αυτό), παράγοντας έναν μεγάλο πολιτισμικό και οικονομικό χώρο προς εξάπλωση: έναν παγκόσμιο μουσουλμανικό χώρο, με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Η μηχανή προώθησης αυτού του οράματος είναι η οικονομία, ενώ ο δίαυλος ηθικής και ιστορικής νομιμοποίησης της ομογενοποίησης του χώρου υπό την ηγεμονία της Τουρκίας είναι το οθωμανικό παρελθόν και το Ισλάμ. Η Τουρκία του Ερντογάν επαναπροσδιορίζει έναν φυσικό, ως εκ της Ιστορίας και της θρησκείας, ιδιαίτερο χώρο, του οποίου διεκδικεί την ένταξη, υπό την ηγεσία της, στην παγκόσμια νεοφιλελεύθερη οικονομία. Σύμφωνα με τον Ερντογάν, «σήμερα η Τουρκία είναι η 17η οικονομία του κόσμου. Λίγα χρόνια πριν ήταν η 26η. Ως μέλος των G20, συμμετέχουμε στο σχεδιασμό του οικονομικού μέλλοντος του πλανήτη». Ως εκ τούτου «είναι μεγάλη χώρα και [γιʼ αυτό] πρέπει να έχουμε μεγάλες ιδέες και υψηλούς στόχους». Προς εκπλήρωση του υψηλού στόχου –της παγκόσμιας οικονομικής δύναμης– το τουρκικό κράτος αναλαμβάνει μια νέα αποστολή: να λειτουργεί ως εμπορικό κράτος, μέρος μιας παγκόσμιας στρατηγικής για την παραγωγή ενός ιδιαίτερου γεωπολιτικού χώρου, του οποίου η Τουρκία εγγυάται την ομογενοποίηση, την ειρήνη και τη σταθερότητα για την απρόσκοπτη εμπορευματοποίησή του.

Στο πλαίσιο των υψηλών στόχων, η τουρκική εξωτερική πολιτική συγκροτείται με άξονα τη νέα αποστολή του τουρκικού έθνους: να συμβάλει ηγεμονικά στον «εκπολιτισμό» του μουσουλμανικού κόσμου, στην πολιτική και πολιτισμική μεταρρύθμισή του. Η Τουρκία λοιπόν, ως προστάτιδα δύναμη των λαών μουσουλμανικού θρησκεύματος, τίθεται στο πλευρό των «καταδυναστευόμενων εναντίον των δυναστών» –κατά τη διατύπωση του Ερντογάν– και ενισχύει την προώθηση στον μουσουλμανικό κόσμο ενός παγκόσμιου, δημοκρατικού και οικονομικού πολιτισμού. Σύμφωνα με αυτή την αποστολή, υπερασπίζεται τα αντικαθεστωτικά κινήματα στη Μέση Ανατολή αλλά και τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο απέναντι στους «απίστους» — κυρίως το Ισραήλ.

Η ρήξη με το Ισραήλ σηματοδοτεί τη ρήξη του παραδοσιακού «δυτικού άξονα» στη Μέση Ανατολή (Τουρκία-Ισραήλ): η Τουρκία, με όχημα το Ισλάμ και το οθωμανικό παρελθόν, διεκδικεί τον ρόλο της προστάτιδας δύναμης στην περιοχή, της ήπιας δύναμης (soft power), σʼ έναν κόσμο σε πλήρη μετάβαση και αναταραχή. Ωστόσο, ενώ ο νεοφιλελεύθερος εθνικισμός εμφανίζεται ως φορέας δημοκρατίας, ειρήνης και σταθερότητας υπό την ηγεμονία μιας πολιτικής-οικονομικής δύναμης, για να λειτουργεί ως τέτοιος, πρέπει να εμπεριέχει την έννοια της «σκληρής δύναμης» (hard power). Ας δούμε το παράδειγμα των Κούρδων στην Τουρκία. Στην αρχή αντιμετωπίστηκαν ως μια εθνοτική κοινότητα της Τουρκίας στην οποία αναγνωρίστηκαν ιδιαιτερότητες (γλώσσα) και, μέσω του προγράμματος για την οικονομική ανάπτυξη, επιδιώχθηκε η ένταξή τους στην πλειοψηφία. Όταν ωστόσο τα μέτρα δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα, η κυβέρνηση Ερντογάν έκανε χρήση της παλιάς δοκιμασμένης μεθόδου: της «σκληρής δύναμης». Η διαφαινόμενη σύγκρουση Τουρκίας-Συρίας καταδεικνύει ότι η παραγωγή ενός μεγάλου, γεωπολιτισμικού, γεωπολιτικού χώρου δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς συγκρούσεις. Για να εκπολιτιστεί ο μουσουλμανικός κόσμος υπό την προστάτιδα ηγεσία της Τουρκίας, η τελευταία πρέπει να είναι έτοιμη να δράσει όχι μόνο ως ήπια αλλά και ως σκληρή δύναμη.

Από αυτό το σημείο αρχίζουν τα δύσκολα. Η μεταμοντέρνα αντίληψη περί αυτοκρατοριών, που θεωρεί ότι αποτέλεσαν παράγοντες ειρήνης, σταθερότητας και αρμονικής συνύπαρξης των πληθυσμών, είναι ανιστόρητη. Καμιά αυτοκρατορία δεν επιβλήθηκε ως φορέας ενότητας ενός μεγάλου χώρου χωρίς όπλα, και επομένως την υποταγή των ντόπιων πληθυσμών σε αυτή: είτε πρόκειται για τις παραδοσιακές αυτοκρατορίες είτε για τις αποικιακές. Επομένως, σήμερα, η επανεπινόηση αυτοκρατορικών σχημάτων –πολιτικών, πολιτισμικών ή οικονομικών– δεν συνεπάγεται ειρήνη και σταθερότητα, τον επαναπροσδιορισμό των λαών και της πολιτικής με όρους εθνο-θρησκευτικούς και φυλετικό-πολιτισμικούς, με όρους δηλαδή ενός «εκδημοκρατισμένου» αυταρχισμού. Ο νεοφιλελεύθερος εθνικισμός, όπως αυτός του ΑΚΠ, στον οποίο απαραιτήτως εμπεριέχεται και ο παραδοσιακός, σκληρός εθνικισμός, είναι εκ των πραγμάτων φορέας, εσωτερικού καταρχάς, αυταρχισμού, έστω και μέσα από δημοκρατικά σχήματα. Στον νεοφιλελεύθερο εθνικισμό λοιπόν, όπου η πολιτική αντιμετωπίζεται με αυτοκρατορικούς όρους, ο λαός ορίζεται ως νεο-μιλέτ (κοινότητα με εθνοθρησκευτικές, πολιτισμικές ιδιαιτερότητες), που η επιβίωσή του –πολιτική, πολιτισμική, οικονομική– εξαρτάται από τον βαθμό υπακοής και υποταγής.

Η αντίσταση σε αυτό τον κλιμακούμενο νεο-εθνικισμό δεν είναι ο παραδοσιακός εθνικισμός, ο οποίος άλλωστε συμμερίζεται τη φυλετική, εθνοθρησκευτική διάκριση του κόσμου. Αντίσταση σημαίνει μάχη με όρους ταξικής και ιδεολογικής επανοριοθέτησης του έθνους και της εθνικής κυριαρχίας. Η εξέγερση, στη Μέση Ανατολή ή αλλού, η οποία απολήγει σε θρησκευτικών αναφορών πολιτική, μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπή του παλαιού αυταρχικού καθεστώτος, αλλά ξαναμπάζει από το παράθυρο, αφού αφήνει ελεύθερο τον δρόμο για άλωση από τον νεοφιλελευθερισμό. Η δημοκρατία, όταν διεκδικείται με θρησκευτικούς ή εθνικιστικούς όρους, στο βάθος δείχνει και πάλι νεοφιλελευθερισμό. Στην αυτοκρατορική λογική του νεοφιλελευθερισμού, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε εθνικιστική ούτε θρησκευτική, αλλά μόνο διεθνιστική. Η διεθνιστική «παραγωγή» χώρων κοσμικής, εθνικής πολιτικής συνιστά, κατά τη γνώμη μου, το μοναδικό όπλο αντίστασης στον νεοφιλελεύθερο εθνικισμό.
Η Σία Αναγνωστοπούλου διδάσκει ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Δημοσίευση: Ενθέματα εφημερίδας Αυγή στις 21 Οκτωβρίου 2012

Βολικές εκρήξεις, επιλεκτικές σιωπές και μάχες από τη Λιβύη μέχρι το Λίβανο

 

Οι άξονες των αντιπαραθέσεων στον αραβικό κόσμο κινήθηκαν και πάλι γύρω από την Λιβύη και τον ευρύτερο πια χώρο της Συρίας-Λιβάνου. Αξίζει, πάντως, να αναφερθεί και η αυξανόμενη ένταση σε Κουβέιτ και Ιορδανία.

Στη Λιβύη, οι δυνάμεις του καθεστώτος και οι ένοπλοι της Μισράτα συνέχισαν την πολιορκία της Bani Walid, η οποία είναι και κέντρο των κανταφικών, αλλά και το συμβολικό λίκνο μια από τις μεγαλύτερες φυλές της χώρας, της Warfalla. Η πολιορκία συμπεριλάμβανε τόσο αποκλεισμό των προμηθειών ιατροφαρμακευτικών ειδών, όσο και βομβαρδισμό της περιοχής. Τα δυτικά ΜΜΕ δεν είδαν, δεν άκουσαν. H Human Rights Watch οδήγησε τον παραλογισμό στα άκρα: λόγω της επέμβασης της υπέρ των ισλαμιστών στη Συρία, θεώρησε, προφανώς, ότι έπρεπε να πει και κάτι για τη Λιβύη, για να μην φανεί εξόφθαλμα όργανο της δυτικής πολιτικής. Έτσι, την ίδια στιγμή κατά την οποία  η Bani Walid ήταν υπό πολιορκία, η Human Rights Watch αναγνώρισε ότι η δολοφονία του Καντάφι και περισσότερων από 60 υποστηρικτών του, που ήταν μαζί του την στιγμή της σύλληψης του πέρσι, ήταν έγκλημα πολέμου. Και κουβέντα για την πολιορκία της πόλης σήμερα.

Το καθεστώς της Τρίπολης φαίνεται να έσπρωξε, κάπως, την πολιορκία εν μέρει, γιατί οι ένοπλοι της Μισράτα ήθελαν εκδίκηση, μετά τον θάνατο του ατόμου που συνέλαβε τον Καντάφι, αλλά και γιατί, προφανώς, νοιώθουν ότι μεγάλες περιοχές είναι πλέον ανεξέλεγκτες. Έτσι, ξαφνικά, η Λιβύη ξανάζησε τα σενάρια του περσινού πολέμου με θεαματικές ανακοινώσεις που μετά διαψεύδονται: στην αρχή ανακοινώθηκε και πάλι ότι συνελήφθη ο εκπρόσωπος τύπου του Καντάφι, Ι. Μούσα. Μετά, αφέθηκε να νοηθεί ότι ήταν ψέμα και τελικά, ο ίδιος ο Μούσα δημοσιοποίησε διάψευση μέσω του ίντερνετ. Μετά, ανακοινώθηκε για μια ακόμα φορά ότι σκοτώθηκε ο Χαμίς Καντάφι (ο θάνατος του πρέπει να έχει ανακοινωθεί τουλάχιστον πέντε φορές μέχρι στιγμής). Δεν υπήρξε και πάλι τεκμηρίωση. Αντίθετα, όταν προβλήθηκαν από μη-δυτικά ΜΜΕ, καταγγελίες για χρήση απαγορευμένων όπλων από τους επιτιθεμένους στην BaniWalid, τα δυτικά ΜΜΕ το έκαναν γάργαρα. Ενώ στην Συρία… Το αποκορύφωμα της δυτικής υποκρισίας ήταν την Τρίτη όταν οι ΗΠΑ μπλόκαραν εισήγηση της Ρωσίας για έκκληση από το Συμβούλιο Ασφαλείας για ειρηνική λύση της πολιορκίας της πόλης.

http://rt.com/news/us-russia-libya-statement-068/

Σε σχέση με τις αντιπαραθέσεις στην Λιβύη αξίζουν δυο αναφορές: τα έξτρα μέτρα που πήρε το καθεστώς στην Τρίπολη, φοβούμενο έκρηξη επεισοδίων, λόγω της πολιορκίας της κανταφικής πόλης, αλλά και μια έκρηξη οργής… στη Βεγγάζη. Διαδηλωτές μπήκαν στα γραφεία τηλεοπτικού σταθμού, ο οποίος υποστήριζε την επίθεση ενάντια στην Bani Walid και τα έκαναν γυαλιά καρφιά. Προφανώς, οι κανταφικοί δεν βρίσκονται μόνο στην Bani Walid.

http://rt.com/news/libya-benghazi-tv-storm-947/

Στην άλλη πλευρά του αραβικού κόσμου, η πιο ενδιαφέρουσα και ύποπτη είδηση ήταν η δολοφονία με αυτοκίνητο-βόμβα ενός αξιωματικού των μυστικών υπηρεσιών του Λιβάνου, ο οποίος ήταν κοντά  στην σουνιτική αντιπολίτευση. Η επίθεση στη χριστιανική συνοικία της Βηρυτού ήταν, από μόνη της, ύποπτη. Τί θα είχε να κερδίσει, είτε η Συρία, είτε οι υποστηρικτές της στο Λίβανο, από μια τέτοια επίθεση;

Έμοιαζε, μάλλον, με μια προβοκάτσια που προσπαθούσε να αναδημιουργήσει ένα κλίμα, όπως μετά την δολοφονία του Χαρίρι. Το ότι οι ΗΠΑ προθυμοποιήθηκαν, αμέσως, να «βοηθήσουν» στην έρευνα, ενώ η Γαλλία κατηγόρησε, χωρίς τεκμήρια, τη Συρία ήταν εκφραστικές κινήσεις. Όπως, όμως ,παρατήρησε και ο σχολιαστής στο Angry ArabNews, η εικόνα στην κηδεία ήταν άβολη για τα δυτικά ΜΜΕ. Ναι, έγιναν επεισόδια, αλλά έπρεπε οι κάμερες να είναι προσεκτικές. Υπήρχαν πολλές σημαίες της Αλ Κάιντα, τις οποίες, προφανώς, δεν έπρεπε να δουν τα δυτικά ακροατήρια – και είναι αμφίβολο αν το λιβανέζικο χριστιανικό ακροατήριο ενθουσιάστηκε, επίσης.

Ενώ στο Λίβανο, η ένταση ανέβηκε και πάλι, στη Συρία η ένοπλη αντιπολίτευση συνέχισε να προσπαθεί να υπονομεύσει τις προσπάθειες του μεσολαβητή. Η τακτική δεν είναι νέα – η ισλαμική αντιπολίτευση θέλει επέμβαση, ακριβώς, διότι δεν μπορεί, ούτε στρατιωτικά, ούτε με βάση τη στήριξη του πληθυσμού να επικρατήσει. Και οι επεμβάσεις δεν γίνονται επικρατήσει εκεχειρία και διάλογος. Οπότε, όπως κάνει από την αρχή της κρίσης, η ισλαμική αντιπολίτευση υπονομεύει κάθε προσπάθεια για ανεξάρτητους παρατηρητές και μεσολαβητές. Η εικόνα που θέλει να μεταδώσει, προφανώς, είναι μόνο αυτή που κατασκευάζεται από τα ΜΜΕ των εμιράτων και ότι αναπαράγεται από τα δυτικά ΜΜΕ. Το ότι μια έκρηξη βόμβας στο κέντρο της Δαμασκού, σκότωσε ανάλογο αριθμό ανθρώπων, όπως η έκρηξη στη Βηρυτό δεν αρκούσε, φυσικά, για να καταδικαστεί από την Δύση. Υπάρχει, προφανώς, καλή και κακή έκρηξη αυτοκινήτου βόμβας και καλά και κακά θύματα.

Στο κόσμο των μοναρχιών και των εμιράτων συνεχίζονται οι τριγμοί. Στην Ιορδανία, η κυβέρνηση ανακοίνωσε με φανφάρες ότι συνέλαβε ισλαμιστές – δηλαδή τους ίδιους που αν πολεμούσαν στη Συρία θα τους ονόμαζε ήρωες. Πιο ενδιαφέρουσα ήταν η κατάσταση στο Κουβέιτ, όπου άρχισαν να γίνονται και μαζικές διαδηλώσεις. Την περασμένη εβδομάδα, μερικοί διαδηλωτές παραβίασαν ένα ταμπού – πρόσβαλαν δημόσια τον εμίρη, μιλώντας για αυτόν «χωρίς σεβασμό». Η Μοναρχία αντέδρασε, βέβαια, αλλά το ίδιο και η αντιπολίτευση – ένα αμάλγαμα ισλαμιστών, φιλελεύθερων και μελών διαφόρων φυλών-: έτσι οργανώθηκαν διαδηλώσεις, παρά την απαγόρευση. Και παρά την προσπάθεια της αστυνομίας να διαλύσει τις συγκεντρώσεις, εντούτοις οι διαδηλωτές άρχισαν να εφαρμόζουν τις πρακτικές άλλων χωρών – να διαλύονται από ένα μέρος και να ανασυγκροτούνται σε άλλο. Οι αναφορές έκαναν λόγο για δεκάδες χιλιάδες σε διάφορα σημεία της πόλης, οπότε, ίσως, εδώ έχουμε το δεύτερο σημείο μαζικών κινητοποιήσεων, μετά το Μπαχρέιν τον κόσμο των αραβικών μοναρχιών.

http://www.euronews.com/newswires/1698974-policefireteargasatkuwaitprotesters/
 

Δημοσίευση: Δέφτερη Ανάγνωση 23 Οκτωβρίου 2012

Μάχη ενάντια στην ισλαμική απειλή στην Αίγυπτο

 

ΜΟΑΤΑΖ ΜΑΧΜΟΥΝΤ ΖΑΚ ΕΛ ΧΕΦΝΑΟΥΙ

Δίνουμε μάχη ενάντια στην ισλαμική απειλή στην Αίγυπτο

Πρώτιστο μέλημα του ΚΚ Αιγύπτου η σφυρηλάτηση ενός κοσμικού μετώπου έναντι του ισλαμικού φασιστικού σκοταδισμού για ολοκλήρωση της εθνικο-δημοκρατικής επανάστασης

 

Προτεραιότητα για τους κομμουνιστές στην Αίγυπτο είναι η πάλη ενάντια στην ισλαμική απειλή των «Αδερφών Μουσουλμάνων» υπογραμμίζει στη «Χ» ο Μοατάζ Μαχμούντ Ζακ Ελ Χεφναουί, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Αιγύπτου. Ο Αιγύπτιος κομμουνιστής τονίζει ότι στόχος είναι η σφυρηλάτηση ενός κοσμικού ενωμένου μετώπου ενάντια στον ισλαμικό φασιστικό σκοταδισμό με στόχο την ολοκλήρωση της εθνικο-δημοκρατικής επανάστασης που ξεκίνησε με την εξέγερση ενάντια στο καθεστώς του Χόσνι Μουμπάρακ. Ο Ελ Χεφναουί επισημαίνει ότι αυτή η επανάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί και ότι απλά οι ισλαμιστές αντικατέστησαν τον Μουμπάρακ συμμαχώντας με τις ΗΠΑ και συνεχίζοντας την ίδια νεοφιλελεύθερη και αντιλαϊκή πολιτική. Το στέλεχος του ΚΚ Αιγύπτου αναλύει επίσης την πολιτική κατάσταση στη χώρα του και τους συνεχιζόμενους ταξικούς αγώνες των εργαζομένων για δικαίωση της περσινής επανάστασης, δίνοντας έμφαση στη συγκρότηση του κοσμικού μετώπου της αριστερής συμμαχίας μαζί με φιλελεύθερους και εθνικούς νασσεριστές.
 
Συνέντευξη στον Νικόλα Νικόλα

Με ποια αισθήματα βρεθήκατε στην Κύπρο;

Θέλω να ευχαριστήσω το ΑΚΕΛ για την πρόσκλησή του να συμμετέχουμε στις «Ημέρες Μελέτης» της GUE/NGL στη Λευκωσία. Μας δόθηκε η ευκαιρία να πούμε τις απόψεις μας για την εκρηκτική κατάσταση στη Μέση Ανατολή και να εκφράσουμε την κάθετη αντίθεσή μας ενάντια στις ιμπεριαλιστικές μεθοδεύσεις και την ξένη εισβολή στην όποια κυρίαρχη χώρα υπό την όποια πρόφαση. Ηταν πολύ σημαντική ευκαιρία για μας επίσης να δούμε από κοντά και να ενημερωθούμε για τη δράση του ΑΚΕΛ και να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας στον αγώνα σας για απαλλαγή από την κατοχή και επανένωση της Κύπρου στη βάση των ψηφισμάτων των ΗΕ.

Ποια είναι σήμερα η πολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο μετά την ανατροπή του Μουμπάρακ και τη νίκη των ισλαμιστών στις εκλογές;

Προτού αναφερθώ στη σημερινή κατάσταση πρέπει να ξεκαθαρίσω κάποια πράγματα σε σχέση με την επανάσταση του λαού ενάντια στο καθεστώς Μουμπάρακ. Από την αρχή της επανάστασής μας, στην πρωτοπορία του αγώνα βρέθηκαν οι αριστερές και δημοκρατικές εθνικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των κομμουνιστών. Ο λαός γέμισε τις πλατείες και τους δρόμους απαιτώντας την πτώση του Μουμπάρακ και την εγκαθίδρυση ενός νέου δημοκρατικού και κοινωνικά δίκαιου καθεστώτος. Καθυστερημένα οι ισλαμιστές θυμήθηκαν να κινητοποιηθούν και επιδίωξαν να ποδηγετήσουν την επανάσταση και να καρπωθούν τη λαϊκή πάλη ενάντια στο καθεστώς. Οι ισλαμιστές των «Αδερφών Μουσουλμάνων» έκαναν μια κρυφή συμφωνία με την ηγεσία του στρατού για να ανέλθουν στην εξουσία αντικαθιστώντας τον Μουμπάρακ. Μέσα από αυτή τη συμφωνία ανακοινώθηκε ότι μετά την πτώση του Μουμπάρακ η πορεία θα ξεκινούσε άμεσα με εκλογές. Η θέση του ΚΚ και της συμμαχίας της Αριστεράς ήταν αντίθετη. Θα έπρεπε να αρχίσουμε με την αντιπροσωπευτική σύσταση μιας συνταγματικής συνέλευσης, η οποία θα δημιουργούσε ένα νέο σύνταγμα που θα τίθετο στο λαό προς έγκριση. Δημιουργώντας νέες δημοκρατικές δομές θα έπρεπε να οδηγηθούμε σε γενικές εκλογές. Όμως στρατός και ισλαμιστές αρνήθηκαν και έγιναν πρώτα εκλογές.

Οι ισλαμιστές ήταν το πιο οργανωμένο κίνημα στην Αίγυπτο. Δεν είναι απλά ένα κόμμα. Εχουν περίπλοκες δομές και μυστικές ένοπλες δυνάμεις. Στις εκλογές κέρδισαν 76% των εδρών της Βουλής, ενώ οι εθνικές και αριστερές δυνάμεις κέρδισαν 22% με το υπόλοιπο 2% να μένει σε δυνάμεις του προηγούμενου καθεστώτος. Ως ΚΚ Αιγύπτου αρνηθήκαμε να συμμετάσχουμε αφού από θέση αρχής διακηρύτταμε ότι δεν ήταν ορθή η προσφυγή στις κάλπες πριν να συγκροτηθεί το νέο σύνταγμα. Ζητήσαμε από το λαό να απέχει. Αλλες αριστερές δυνάμεις συμμετείχαν στις εκλογές μέσα από τη συμμαχία «Η Επανάσταση συνεχίζεται» και πήραν 9 έδρες.

Μέσα από το νέο κοινοβούλιο εξέλεξαν μια 100μελής συνταγματική επιτροπή με τη συντριπτική πλειοψηφία των ισλαμιστών. Οι δημοκρατικές δυνάμεις προσφύγαμε στο δικαστήριο και ακυρώσαμε ως μη νόμιμη αυτή την επιτροπή. Δημιούργησαν μια νέα επιτροπή στην οποία και πάλι έχουν την πλειοψηφία, αν και μικρότερη. Αυτή η επιτροπή λειτουργεί τώρα αλλά έχουμε προσφύγει ξανά στη δικαιοσύνη και ευελπιστούμε ότι η απόφαση θα είναι εκ νέου ακυρωτική. Είναι πολύ σημαντική για μας η σύνταξη του νέου συντάγματος. Αγωνιζόμαστε για να μην επιτραπεί η συγγραφή ενός θρησκευτικού ισλαμικού συντάγματος.

Πέραν αυτών των διεργασιών, ακολούθησαν οι προεδρικές εκλογές με τις οποίες ανήλθε στην εξουσία ο ισλαμιστής Μοχάμεντ Μόρσι. Δεν επιτρέπουν την αντίθεση στο ισλαμικό πρόγραμμα που προωθεί ό,τι πιο αντιδραστικό και σκοταδιστικό στην Αίγυπτο. Παρόλη την προσπάθειά τους για να μην υπάρξει αντίδραση και αμφισβήτηση έχουμε στην Αίγυπτο καθημερινά δεκάδες απεργίες και διαδηλώσεις στα εργοστάσια, στους δρόμους και έξω από τα Υπουργεία. Επιμένουμε να λέμε ότι οι ισλαμιστές είναι ίδιοι με το καθεστώς Μουμπάρακ και συνεχίζουμε τον αγώνα μας ενάντια στην οικονομική και κοινωνική πολιτική τους. Ακολουθούν την ίδια νεοφιλελεύθερη πολιτική με το προηγούμενο καθεστώς.

Πώς βλέπετε τη στάση των ΗΠΑ ως προς τους ισλαμιστές;

Γνωρίζουμε ότι οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τους ισλαμιστές στην Αίγυπτο. Έχουν προωθήσει την αντικατάσταση του συμμάχου τους Μουμπάρακ με τους ισλαμιστές. Εμείς αντιστεκόμαστε σε αυτό και αγωνιζόμαστε καθημερινά ενάντια στους ισλαμιστές. Από την αρχή της επανάστασης, οι Αμερικανοί σε μια κίνηση ελιγμού δήλωσαν ότι ο Μουμπάρακ πρέπει να φύγει. Οι ΗΠΑ δεν αρνήθηκαν την άνοδο των «Αδερφών Μουσουλμάνων» στην εξουσία. Αντίθετα απλά τους έθεσαν κάποιους όρους, πριν ακόμη την πτώση του Μουμπάρακ. Αυτοί οι όροι αφορούσαν τις συμφωνίες της Αιγύπτου με τις ΗΠΑ και την ειρηνευτική συμφωνία με το Ισραήλ. Αμέσως την επόμενη μέρα οι ισλαμιστές διακήρυξαν ότι ουδέποτε θα αμφισβητήσουν αυτές τις συμφωνίες! Μέσα σε μια νύκτα οι «Αδερφοί Μουσουλμάνοι» άλλαξαν μια διαχρονική θέση τους ενάντια στη συμφωνία με το Ισραήλ… Λίγο πριν την επανάσταση οι «Αδερφοί Μουσουλμάνοι» δήλωναν ότι οι «ΗΠΑ είναι ο διάβολος», το «Ισραήλ πρέπει να καταστραφεί» και η συμφωνία πρέπει να ακυρωθεί! Αυτή η σημαντικότατη αλλαγή κατεύθυνσης καταδεικνύει ότι οι ισλαμιστές για να ανέλθουν στην εξουσία δήλωσαν υποταγή στις ΗΠΑ και παραδέχθηκαν ότι χωρίς την έγκριση και την υποστήριξη της Ουάσινγκτον δεν μπορούσαν να πάρουν το κοινοβούλιο.

Δική μας θέση είναι η αναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας με το Ισραήλ. Να κρατήσουμε και να ενισχύσουμε όσα υπερασπίζονται την ασφάλεια του λαού μας και να αλλάξουμε τα αρνητικά που στρέφονται ενάντια στους Παλαιστίνιους. Παράλληλα εμείς αντιστεκόμαστε στις αμερικανικές μεθοδεύσεις και απαιτούμε πραγματική ανεξαρτησία της Αιγύπτου χωρίς τις ΗΠΑ να ποδηγετούν την πατρίδα μας.

Ευρύτερα οι εξεγέρσεις των αραβικών λαών ενάντια σε τυραννικά καθεστώτα έχει αλλάξει κατά πολύ την κατάσταση στην όλη περιοχή. Οι αλλαγές δεν έφεραν αλλαγές στον κοινωνικο-οικονομικό τομέα και στην υπόταξη στον ιμπεριαλισμό, αφού ΗΠΑ και ΕΕ συντάσσονται πλέον με φασιστικές και αντιδραστικές θρησκευτικές δυνάμεις σε Αίγυπτο, Τυνησία, Λιβύη και Υεμένη προς αντικατάσταση των παλιών τους συμμάχων. Οι ίδιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις τώρα στηρίζουν αντιδραστικές ισλαμικές δυνάμεις στη Συρία με εξοπλισμούς και εισαγωγή ξένων τζιχαντιστών στη χώρα.

Τελικά η επανάσταση των Αιγυπτίων πέτυχε, απέτυχε ή συνεχίζεται;

Δεν είναι αλήθεια ότι οι ισλαμιστές έκλεψαν την επανάσταση του λαού. Επιχειρούν να το πράξουν, αλλά ο αγώνας των λαϊκών δυνάμεων συνεχίζεται για να αποτραπεί κάτι τέτοιο.

Αυτοί που λένε ότι η επανάσταση πέτυχε είναι οι ισλαμιστές. Θεωρούν ότι η σημερινή κατάσταση είναι το αποτέλεσμα της εξέγερσης του λαού. Για το ΚΚ η επανάσταση δεν έχει ολοκληρωθεί. Οι στόχοι μας δεν έχουν υλοποιηθεί. Δεν είναι αρκετή η αντικατάσταση του Μουμπάρακ από τους ισλαμιστές. Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα δημοκρατικό κράτος. Η επαναστατική δράση συνεχίζεται καθημερινά στους δρόμους και τις πλατείες για ολοκλήρωση της εθνικής δημοκρατικής επανάστασής μας. Αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο. Στόχος μας για την ώρα δεν είναι η κοινωνική επανάσταση. Προέχει η υπεράσπιση της πραγματικής ανεξαρτησίας και η δημιουργία μιας πραγματικής δημοκρατίας που θα ολοκληρώνει το στάδιο της εθνικο-δημοκρατικής επανάστασης.

Ενας άλλος κίνδυνος που έχουμε να αντιμετωπίσουμε πέραν της απειλής του ισλαμικού κράτους είναι οι μεθοδεύσεις για αξιοποίηση από ξένους και ντόπιους των θρησκευτικών διαχωρισμών. Με όλα αυτά στοχεύουν στο διχασμό του λαού της Αιγύπτου. Τρανταχτό παράδειγμα είναι ότι κάθε φορά που εντείνεται η ταξική πάλη, δημιουργείται τεχνητή ένταση και επεισόδια ανάμεσα σε μουσουλμάνους και κόπτες χριστιανούς. Τα παραδείγματα είναι πολλά και μιλούν από μόνα τους. Οι ισλαμιστές προωθούν το θρησκευτικό σεκταρισμό για να αποφύγουν την κριτική για τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές τους.

Πώς προχωράτε για να αντιμετωπίσετε τους ισλαμιστές;

Πρόσφατα οι αριστερές δυνάμεις ανακοινώσαμε επίσημα τη σύσταση μιας αριστερής συμμαχίας, ενώ βρισκόμαστε σε διάλογο για ένα ευρύτερο μέτωπο με τη συμμετοχή των εθνικών δυνάμεων και των φιλελεύθερων. Στόχος μας είναι να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τους ισλαμιστές στις επόμενες κάλπες. Οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν όταν ολοκληρωθεί το νέο σύνταγμα και εγκριθεί με δημοψήφισμα. Πιστεύουμε ότι οι νέες εκλογές θα γίνουν στους επόμενους 6 με 8 μήνες. Για αυτό προετοιμαζόμαστε για να ενισχύσουμε τη δύναμη των κοσμικών δυνάμεων σε αυτό το μικρό διάστημα.

Πρέπει να πω ότι ήδη έχουμε συμφωνήσει σε ένα κοινό εκλογικό πρόγραμμα για το μέτωπο των κοσμικών δυνάμεων με τη συμμετοχή των πατριωτικών εθνικών δυνάμεων, των φιλελεύθερων και της αριστερής συμμαχίας. Είναι το κοσμικό πρόγραμμα έναντι των ισλαμιστών. Η πρόκληση που έχουμε τώρα μπροστά μας είναι το δύσκολο έργο να διαμοιράσουμε τις θέσεις των υποψηφίων στις κοινές εκλογικές μας λίστες. Μιλάμε για πολλά κόμματα σε κάθε ομάδα ή συνασπισμό που συμμετέχουν σε ένα ακόμη πιο ευρύ τριμερές μέτωπο. Οπότε μιλούμε για μια πολύ περίπλοκη προσπάθεια. Πιστεύω όμως ότι θα πετύχουμε γιατί είναι αναγκαιότητα να αντισταθούμε. Εάν το πετύχουμε θα κατεβούμε μαζί στις εκλογές με στόχο να κερδίσουμε το 40% των εδρών στη Βουλή και κάτι περισσότερο στη γερουσία. Κάτι τέτοιο θα μας επιτρέψει να έχουμε μια καλύτερη ισορροπία δυνάμεων για να αντισταθούμε στους ισλαμιστές.

Ποια είναι η σύσταση της αριστερής συμμαχίας που έχει συμφωνηθεί;

Πέραν από το ΚΚ Αιγύπτου, στην Αίγυπτο έχουμε ακόμη τρία κύρια μαρξιστικά κόμματα. Πρόκειται για το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το Κόμμα Σοσιαλιστικής Λαϊκής Συμμαχίας και το Κόμμα Εθνικής Προοδευτικής Ενότητας (Ταγκάμου). Το Ταγκάμου δημιουργήθηκε το 1977 ως νόμιμη βιτρίνα των κομμουνιστών που ήταν στην παρανομία, αλλά αργότερα συνέχισε τη δράση του χωριστά από το ΚΚ. Αυτά τα τέσσερα κόμματα είναι η ραχοκοκκαλιά του αριστερού «Επαναστατικού Δημοκρατικού Συνασπισμού» που συγκροτήθηκε πριν λίγες μέρες στις 19 Σεπτεμβρίου. Σε αυτό το συνασπισμό συμμετέχουν ακόμη έξι μικρότερα κόμματα.

Αυτά τα δέκα κόμματα μέσα από το συνασπισμό τους είναι για μας το πρώτο βήμα για τη σύσταση ενός ευρύτερου συνασπισμού κοσμικών δυνάμεων με στόχο την ολοκλήρωση της εθνικο-δημοκρατικής επανάστασης. Ως ΚΚ Αιγύπτου πρωτοστατούμε στην προσπάθεια για συνεργασία με τους φιλελεύθερους και τις εθνικές πατριωτικές δυνάμεις.

Ποιοι είναι οι διαχωρισμοί και η φύση των υπόλοιπων δύο συνιστωσών του ευρύτερου δημοκρατικού μετώπου;

Στο στρατόπεδο των φιλελεύθερων υπάρχουν τρία κύρια κόμματα. Το σημαντικότερο είναι το παλαιότερο και σε ιστορία. Πρόκειται για το «Κόμμα Νέα Εκπροσώπηση» που είναι ένα κεντροδεξιό εθνικιστικό κοσμικό κόμμα. Εμείς θέλουμε συνεργασία με τα δύο κόμματα των φιλελευθέρων, αλλά όχι με το τρίτο που ιδρύθηκε πρόσφατα. Θεωρούμε το νέο φιλελεύθερο κόμμα επικίνδυνο και έτοιμο να συνεργαστεί με τους ισλαμιστές ξεγελώντας μας.

Στο δε στρατόπεδο των εθνικών δυνάμεων βρίσκουμε πέντε κυρίως κόμματα των νασσεριστών και των σοσιαλδημοκρατών. Τα πέντε κόμματα έχουν κατορθώσει πρόσφατα να συνενωθούν σε ένα συνασπισμό.

Πρέπει λοιπόν να υλοποιήσουμε αυτό το κοινό μέτωπο αριστεράς, φιλελεύθερων και εθνικών και σε συνεργασία με τα συνδικάτα, το κίνημα των αγροτών και άλλες κοινωνικές οργανώσεις και κινήματα και να ριχθούμε στη μάχη των εκλογών ενάντια στην ισλαμιστική απειλή. Κοινός μας στόχος είναι μια κοσμική Αίγυπτος ενάντια στον ισλαμικό σκοταδισμό.

Οπως έχω αναφέρει προηγουμένως έχουμε συμφωνήσει στο πρόγραμμα και απομένει η συμφωνία για τη συμμετοχή στις εκλογικές λίστες. Εμείς ως ΚΚ Αιγύπτου θέτουμε ως όρο για αυτή τη διαδικασία την ικανότητα των υποψηφίων, την εισήγηση της κάθε υποψηφιότητας από τουλάχιστον ένα άλλο κόμμα πέραν του δικού του και το να γίνει η συμφωνία σε εθνικό επίπεδο. Δηλαδή να υπάρξει συμφωνία όχι μόνο για το κοινοβούλιο, αλλά και για τη γερουσία και για τις τοπικές Αρχές. Ετσι θα λυθούν και τα όποια προβλήματα. Οταν ένα στέλεχος ενός κόμματος έχει απέναντί του στην περιφέρειά του ένα πιο ικανό στέλεχος άλλου κόμματος, τότε θα μπορεί να διεκδικήσει έδρα αντί για τη Βουλή, για τη Γερουσία ή να υπηρετήσει από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ετσι θεωρούμε ότι είναι πιο εύκολο να έχουμε μια διευθέτηση ανάμεσα σε τόσα πολλά διαφορετικά κόμματα.

Ποια είναι η κατάσταση με τη νομιμότητα του ΚΚ Αιγύπτου σήμερα μετά από δεκαετίες παρανομίας;

Το κόμμα μας ιδρύθηκε το 1921 λίγο πριν τερματιστεί η βρετανική κατοχή. Ηταν νόμιμο για τρία χρόνια όταν κηρυχθήκαμε παράνομοι από τη μοναρχική κυβέρνηση. Ο ηγέτης του κόμματός μας συνελήφθη και δολοφονήθηκε. Από το 1924 το ΚΚ λειτούργησε σε αντίξοες παράνομες συνθήκες μέχρι το 1952 χωρίς να λυγίσει. Είχαμε επαφές με προοδευτικούς αξιωματικούς του στρατού για ανατροπή του καθεστώτος και δημιουργία ενός σοσιαλιστικού κράτος. Με το κίνημα του Νάσσερ η συμφωνία αυτή ανατράπηκε και η νομιμότητά μας ήταν πολύ μικρή. Μόλις μερικούς μήνες Το 1958 εξαπολύθηκε μαζική επίθεση ενάντια στα μέλη μας. Συνελήφθηκαν 1000 κομμουνιστές και ρίχθηκαν στα κελιά. Περισσότεροι από 50 κομμουνιστές εκτελέστηκαν. Το 1963 ο Νάσσερ μάς ανακοίνωσε ότι εάν θέλαμε θα έπρεπε να ενταχθούμε στο δικό του κόμμα που ήταν το μόνο νόμιμο στη χώρα. Μερικοί το έπραξαν και άλλοι αρνήθηκαν και συνέχισαν τη δράση του ΚΚ στην παρανομία. Στον πόλεμο του 1967 με το Ισραήλ τα πράγματα χαλάρωσαν κάπως αφού ο Νάσσερ διακήρυξε ότι δεν είναι ώρα για πολιτικές αντιπαραθέσεις, αλλά ώρα ενότητας. Δεν διστάσαμε ούτε στιγμή να αγωνιστούμε για την πατρίδα μας και για δύο χρόνια λειτουργήσαμε νόμιμα. Την περίοδο του καθεστώτος του Σαντάτ που ακολούθησε το 1970 εξαπολύθηκε νέα καταδίωξη των κομμουνιστών. Το 1975 αποφασίσαμε να ανασυγκροτήσουμε στην παρανομία το ΚΚ. Οι καταδιώξεις και η παρανομία συνεχίστηκαν και επί του καθεστώτος Μουμπάρακ που διαδέχθηκε τον Σαντάτ. Με το ξέσπασμα της περσινής επανάστασης ανακοινώσαμε δημόσια ότι θα λειτουργούμε πλέον νόμιμα.

Πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι δεν έχουμε ζητήσει άδεια για να λειτουργούμε ως νόμιμο πολιτικό κόμμα. Είμαστε εδώ, έχουμε τα γραφεία μας, έχουμε την εφημερίδα μας και έχουμε δράση ανάμεσα στους εργαζόμενους και το λαό. Οι ηγέτες μας είναι στο προσκήνιο και δραστηριοποιούνται όπως όλα τα μέλη μας ανοικτά στους αγώνες του λαού μας. Κάποιοι σύντροφοί μας λένε ότι πρέπει να αποταθούμε και επίσημα για να νομιμοποιηθούμε μέσα από αίτημα μας για να πάρουμε άδεια λειτουργίας ως κόμμα. Το ζήτημα είναι ότι για να γίνει αυτό θα πρέπει σύμφωνα με το νόμο να παραδώσουμε μια λίστα με 5000 μέλη μας. Δεν έχουμε πρόβλημα με τον αριθμό των μελών μας που ξεπερνούν τα 5000. Το ζήτημα είναι εάν πρέπει να δώσουμε στον εχθρό τα στοιχεία 5000 μελών μας. Η πρότερη πείρα μας θέτει κινδύνους ότι σε ενδεχόμενη νέα καταδίωξη των κομμουνιστών απλά θα έχουμε παραδώσει στους διώκτες μας 5000 συντρόφους.

Το όλο ζήτημα για το εάν θα αποταθούμε για επίσημη άδεια λειτουργίας, δηλαδή για κρατική αναγνώριση της νομιμότητάς μας, θα τεθεί στο επερχόμενο συνέδριο του ΚΚ Αιγύπτου που θα πραγματοποιηθεί μάλλον τον Ιανουάριο. Εμείς διακηρύσσουμε όμως ότι είτε με αυτό το χαρτί είτε χωρίς αυτό, το ΚΚ είναι νόμιμο μέσα στο λαό και λειτουργεί κανονικά σπάζοντας στην πράξη την πολυετή παρανομία του.

Αναδημοσίευση από Χαραυγή, 21 Οκτωβρίου 2012