Η ιδιαιτερότητα και το διακύβευμα των «προεδρικών εκλογών» του ψευδοκράτους

Σε προεκλογικό αναβρασμό βρίσκονται τα κατεχόμενα, καθώς πλησιάζει ο πρώτος γύρος των «προεδρικών εκλογών» της 19ης Οκτωβρίου, με τη μάχη για την ηγεσία της τουρκοκυπριακής κοινότητας να λαμβάνει έντονα πολιτικό και γεωπολιτικό χαρακτήρα. Οι δυο βασικοί διεκδικητές της ηγεσίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι ο νυν ηγέτης Ερσίν Τατάρ, ο οποίος κατέρχεται με ξεκάθαρη στήριξη από την Άγκυρα, και ο Τουφάν Ερχιουρμάν, επικεφαλής του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος. Η αναμέτρηση διεξάγεται σε κλίμα πολιτικής ρευστότητας, με κρίσιμα ζητήματα να καθορίζουν την ψήφο μεταξύ των οποίων και η σχέση του ψευδοκράτους με την Τουρκία.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της εν λόγω εκλογικής αναμέτρησης είναι και η αξιοσημείωτη διόγκωση του εκλογικού σώματος. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του λεγόμενου «ανώτατου εκλογικού συμβουλίου», ο αριθμός των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων φτάνει πλέον τους 218.313 – αύξηση περίπου 18.000 από τις «προεδρικές εκλογές» του 2020. Η αύξηση αυτή ωστόσο φαίνεται να οφείλεται σε μία συστηματική παραχώρηση «υπηκοοτήτων» σε άτομα είτε τουρκικής είτε άλλης καταγωγής γεγονός το οποίο από μόνο του εγείρει μία σειρά από σοβαρά ερωτήματα.

Η παρέμβαση της Άγκυρας στην τουρκοκυπριακή πολιτική ζωή

Συζητώντας για τις «προεδρικές εκλογές» στα κατεχόμενα κεντρικό ζήτημα παραμένει και η πολυεπίπεδη παρέμβαση της Τουρκίας στις πολιτικές εξελίξεις του ψευδοκράτους. Η εμπλοκή της Άγκυρας σε κάθε εκλογική διαδικασία που λαμβάνει χώρα σε αυτό δεν αποτελεί μυστικό. Ωστόσο, η Τουρκία κατά την προεκλογική περίοδο των «προεδρικών» του 2020, εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια να διατηρήσει έστω τα προσχήματα παρεμβαίνοντας ξεκάθαρα και υποστηρίζοντας τον Ερσίν Τατάρ την ώρα που στοχοποιούσε απροκάλυπτα τον Μουσταφά Ακιντζί και τους υποστηρικτές του. Αν και η παρέμβαση στην «εκλογική» αυτή διαδικασία δεν χαρακτηρίζεται από την ίδια ένταση, η στήριξη προς τον Τατάρ παραμένει εμφανής, τόσο με πολιτικές δηλώσεις όσο και με την παρουσία τουρκικών κυβερνητικών στελεχών και επιτελείων στα κατεχόμενα.

Συζητώντας με τον Επίκουρο Καθηγητή στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, Νίκο Μούδουρο ο ίδιος εξηγεί ότι την τελευταία 5ετία, η Τουρκία αντιλαμβάνεται και διαχειρίζεται πλέον το κατεχόμενο τμήμα του νησιού όχι ως ένα «άλλο-εξαρτημένο κράτος» αλλά, ως ένα είδος «ημι-αποικίας», ενός «νομού» μη προσαρτημένου στο πολιτικό της σώμα. Σχολιάζοντας τον χαρακτήρα και τη βαρύτητα των «προεδρικών εκλογων» ο κ. Μούδουρος θα αναφέρει ότι «παρόλο που σε αυτή τη χρονική συγκυρία είναι σχετικά δύσκολο να εκτιμηθεί η βαρύτητα των «εκλογών» του 2025 σε σχέση με προηγούμενες, εντούτοις είναι γεγονός ότι σε αυτή τη ψηφοφορία καταγράφεται μια έντονη ιδιαιτερότητα» η οποία σύμφωνα με τον ίδιο «σχετίζεται πολύ περισσότερο με κάποια ποιοτικά χαρακτηριστικά της σχέσης Άγκυρας – κατεχομένων, έτσι όπως αυτά διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 στην Τουρκία» εξηγώντας ότι «η αλλαγή του συνασπισμού εξουσίας που ολοκληρώθηκε τότε στην Τουρκία, σε συνδυασμό με κάποιες σημαντικές αλλαγές στο γεωπολιτικό δόγμα της χώρας φαίνεται ότι επίδρασαν καταλυτικά προς την κατεύθυνση μιας εντονότερης εμπλοκής της κυβέρνησης Ερντογάν στην καθημερινή ζωή της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.

Η περίοδος από το 2020 με το πολιτικό πραξικόπημα εναντίον του πρώην ηγέτη των Τουρκοκυπρίων Μουσταφά Ακιντζί μέχρι και σήμερα, είναι ουσιαστικά μια περίοδος που η Άγκυρα επιδίωξε να διαχειριστεί τα κατεχόμενα όχι ως ένα «άλλο – εξαρτημένο κράτος», αλλά ως ένα είδος «ημι-αποικίας» και «νομού» που δεν έχει προσαρτηθεί τυπικά στο πολιτικό σώμα της Τουρκίας». Συνεπώς σύμφωνα με τον κ. Μούδουρο «οι αντιδράσεις τμημάτων της Τουρκοκυπριακής κοινότητας λοιπόν ξεφεύγουν πλέον από το στενό πλαίσιο των συνομιλιών στο Κυπριακό και μεταφέρονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ενός κυπριακού προβλήματος που υπάρχει μεταξύ της Άγκυρας και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Επομένως το αποτέλεσμα των «εκλογών» Οκτωβρίου 2025 θα κρίνει – μεταξύ πολλών άλλων – τις ισορροπίες και τους δρώντες που θα λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση είτε της αλλαγής, είτε της εμβάθυνσης των σημερινών σχέσεων Τουρκίας-κατεχομένων».


Εστιάζοντας στους λόγους που η Άγκυρα έχει εγκαταλείψει τα προσχήματα ως προς στον ρόλο και την παρουσία της στα κατεχόμενα, επεμβαίνοντας απροκάλυπτα στη διακυβέρνηση, ο κ. Μούδουρος εξηγεί ότι είναι κυρίως δομικοί. «Από το 2016 και μετά, αλλά ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κράνς Μοντάνα, ο συνασπισμός εξουσίας στην Άγκυρα φαίνεται ότι έχει εντατικοποιήσει την αντίληψη περί απειλών στην περιφέρεια. Η απάντηση σε αυτές τις κατασκευασμένες ή πραγματικές απειλές είχε δοθεί μέσα από μια νέα γεωπολιτική αντίληψη που υπογράμμιζε ότι η αντιμετώπιση των όποιων κινδύνων ενάντια στην Τουρκία θα πρέπει να αντιμετωπίζονται εκτός συνόρων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι διαδοχικές στρατιωτικές επεμβάσεις στα βόρεια της Συρίας.

Σε αυτό το πλαίσιο τα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη απέκτησαν μια πιο έντονη σημασία ως ένα είδος «προκεχωρημένου φυλακίου» στο οποίο όμως θα έπρεπε να κυριαρχήσουν συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις. Ο Ακιντζί και οι δυνάμεις στήριξης μιας ομοσπονδιακής επανένωσης της Κύπρου τέθηκαν στο περιθώριο. Ή τουλάχιστον έγινε προσπάθεια να περιθωριοποιηθούν. Αντιμετωπίστηκαν ως απειλή. Συνεπώς οι επικείμενες εκλογές θα απαντήσουν και σε αυτά τα διλήμματα» εξηγεί ο καθηγητής.

Ερωτηθείς για το ποια είναι τα ρεαλιστικά περιθώρια της τουρκοκυπριακής πλευράς να διεκδικήσει μεγαλύτερη αυτονομία από την Άγκυρα σε περίπτωση που εκλεγεί ο Τουφάν Ερχιουμάν, ο κ. Μούδουρος απαντά λέγοντας ότι «εκείνο στο οποίο θα υπάρξει αλλαγή είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της πολιτικής της Άγκυρας επί του εδάφους. Χωρίς να σημαίνει ότι αυτή η προοπτική είναι ικανή από μόνη της να ανατρέψει το διχοτομικό πλαίσιο, εκείνο που μπορεί να αλλάξει είναι η ένταση με την οποία η Τουρκοκυπριακή κοινότητα θα μπορεί να διεκδικεί εκδημοκρατισμό των σχέσεων της με την Τουρκία.

Εκείνο το οποίο εξελίσσεται στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα με πρωταγωνιστικό το ρόλο του Έρχιουρμαν και άλλων πιο νέων πολιτικών δεν είναι η τάση ανατροπής των σχέσεων με την Τουρκία. Αυτό δεν έχει κανένα ιστορικό υπόβαθρο για τα συγκεκριμένα ιδεολογικά ρεύματα. Όμως εκείνο που διεκδικείται είναι σίγουρα η αυτονομία της κοινότητας και η διασφάλιση του κυπριακού χαρακτήρα της ταυτότητας, στοιχεία δηλαδή που μπορούν να διασφαλιστούν μόνο μέσα από την οριστική λύση του Κυπριακού.

Όμως σε συνθήκες απουσίας συνομιλιών, σε συνθήκες μείωσης των προοπτικών λύσης του Κυπριακού δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη και ενίσχυση ενός πολιτικού προγράμματος ουσιαστικής απεξάρτησης της Κύπρου από την Τουρκία».

Τέλος, ερωτηθείς για το ποια θα ήταν η αντίδραση της Τουρκίας σε περίπτωση που η νέα πολιτική ηγεσία επιχειρήσει να ενισχύσει την πολιτική της αυτονόμηση ο καθηγητής εξηγεί λέγοντας ότι «Αυτό θα εξαρτηθεί από πολύπλοκους παράγοντες σε ένα σύνθετο περιβάλλον. Τόσο οι περιφερειακές, όσο και οι τοπικές εξελίξεις στην Τουρκία και στην Κύπρο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επηρεάσουν την αντίδραση της Άγκυρας σε μια ενδεχόμενη επικράτηση των δυνάμεων που η ίδια δεν επιθυμεί να κερδίσουν.

Ξεκινώντας από τις λεπτομέρειες πολιτικών και οικονομικών πιέσεων προς το τουρκοκυπριακό πολιτικό σύστημα, μέχρι και τη διατύπωση ξεκάθαρων διαφωνιών σε στρατηγικές επιλογές που σχετίζονται με τη θέση της Κύπρου στην ανατολική Μεσόγειο, αποτελούν ανοιχτά σενάρια. Εκείνο όμως που φαίνεται να προηγείται σε κάθε σενάριο και πάλι όμως με τη μορφή πιθανοτήτων, είναι το ότι θα ξαναζωντανέψει η «παράλληλη διαπραγμάτευση» του Κυπριακού, η οποία ιστορικά διεξάγεται μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Άγκυρα και αφορά τη σχέση των δύο.

Αυτή η διαπραγμάτευση συνήθως δεν διεξάγεται δημοσίως, ενώ τις επιπτώσεις της μπορούμε να τις δούμε αργότερα. Όμως δεδομένο παραμένει ότι οι ανοιχτές και απειλητικές παρεμβάσεις της Άγκυρας την προηγούμενη πενταετία έχουν δημιουργήσει ισχυρά υπόγεια ρεύματα αντίδρασης, τα οποία χωρίς ιδιαίτερη δημόσια έκθεση φαίνεται να εκφράζει ο συνασπισμός δυνάμεων που στηρίζει τον Έρχιουρμαν».


Μαίρη Λυμπέρη, Omega Live, 10 Οκτωβριου 2025

Σχολιάστε