Το Μάιο του 2025, μερικές χιλιάδες Ισραηλινών μελών ακροδεξιών συνόλων συμμετείχαν στη γνωστή «πορεία της σημαίας» που διέσχισε τη μουσουλμανική συνοικία της παλιάς πόλης της Ιερουσαλήμ. Οι ακροδεξιές ομάδες φώναζαν ρατσιστικά συνθήματα όπως «Η Γάζα είναι δική μας», «Θάνατος στους Άραβες» και «Να καούν τα χωριά τους». Ένα συγκεκριμένο πανό που κουβαλούσαν έγραφε: «Ιερουσαλήμ 1967, Γάζα 2025», υπονοώντας ουσιαστικά την πλήρη στρατιωτική προσάρτηση της Λωρίδας της Γάζας, ως αντίστοιχο της κατάληψης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ το 1967. Ένα άλλο ανέφερε: «Χωρίς Νάκμπα, δεν υπάρχει νίκη», κάνοντας αναφορά στον βίαιο εκτοπισμό περίπου 700.000 Παλαιστινίων κατά τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ το 1948.
Πρόκειται για ετήσια πορεία που χρηματοδοτείται και στηρίζεται ποικιλοτρόπως από τον δήμο Ιερουσαλήμ. Είναι εκδήλωση που γιορτάζει την κατοχή της Ανατολικής Ιερουσαλήμ από το Ισραήλ κατά τον πόλεμο του 1967 και εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα εκδηλώσεων για τον εορτασμό της «απελευθέρωσης» της πόλης. Όπως γίνεται κατανοητό η πορεία αυτή έχει έντονο ρατσιστικό περιεχόμενο και γίνεται αφορμή για κύματα βίας κατά των Παλαιστινίων. Κεντρική μορφή της πορείας, αλλά ιδιαίτερα των επιθέσεων κατά των Παλαιστινίων ήταν ο ακροδεξιός υπουργός εθνικής ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ, ο οποίος όχι μόνο προσπάθησε να προστατεύσει όσους έλαβαν μέρος στο μαζικό λιντσάρισμα αλλά επιπλέον τους είχε ενθαρρύνει. Η παρουσία Μπεν-Γκβιρ στο επίκεντρο της πορείας, ήταν ένας από τους πολλούς ιδεολογικούς συμβολισμούς που τα τελευταία χρόνια οδηγούν στην ενίσχυση του ενοποιητικού δεσμού μεταξύ του κράτους του Ισραήλ, των εποίκων και της ακροδεξιάς. Ήταν ακόμα μια έκφραση των ιδεολογικών μηχανισμών κανονικοποίησης του ακροδεξιού εποικιστικού φαινομένου.
Τον Απρίλιο του 2025, περίπου 300 Τούρκοι έποικοι – κυρίως υποστηριχτές του ακροδεξιού Ερχάν Αρικλι, προέδρου του Κόμματος Αναγέννησης – συγκεντρώθηκαν έξω από την πρεσβεία της Τουρκίας στα κατεχόμενα. Στόχος της εκδήλωσης ήταν η στήριξη της Άγκυρας απέναντι στις μαζικές κινητοποιήσεις των Τουρκοκυπρίων που διεκδικούσαν προστασία της κοσμικότητας της παιδείας. Δηλαδή τις κινητοποιήσεις εκείνες που ο Αρικλί και το κόμμα του ερμήνευσαν ως προβοκάτσιες ενάντια στη «μητέρα πατρίδα». Μερικά από τα χαρακτηριστικά συνθήματα της εκδήλωσης ήταν: «Η Κύπρος είναι τουρκική και τουρκική θα παραμείνει», «Ήρθαμε, εγκατασταθήκαμε, η μόνη μας προσπάθεια είναι η αδελφοσύνη», «Ευγνωμοσύνη σε σένα, Μητέρα Πατρίδα», «Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τη Μητέρα Πατρίδα». Στην ομιλία του ο Άρικλι υπογράμμισε πως οι επόμενες κινητοποιήσεις του κόμματος του θα έχουν στόχο να «δώσουν μηνύματα» σε όλους αυτούς που τολμούν να «βγάλουν γλώσσα» ενάντια στην Τουρκία. Το πολιτικό του υπονοούμενο στρεφόταν πρώτα ενάντια στους οργανωμένους Τουρκοκύπριους εκπαιδευτικούς που αντέδρασαν δυναμικά ενάντια στις νέες επιβολές της Άγκυρας, αλλά και σε όλους τους Τουρκοκύπριους που επιμένουν να θέτουν ερωτηματικά ενάντια στην αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας στα κατεχόμενα.
Τα δύο περιστατικά δεν έχουν σχεδόν καμιά σχέση μεταξύ τους σε επίπεδο πολιτικού πλαισίου. Ωστόσο συνδέονται σε επίπεδο ιστορικών φαινομένων και ιδεολογικών συνεχειών. Εκείνο που δημιουργεί την ανάγκη μιας συγκριτικής ανάλυσης λοιπόν είναι το ίδιο το φαινόμενο του εποικισμού και μάλιστα η ακροδεξιά εποικιστική πτυχή, η οποία φαίνεται να ωριμάζει εδώ και δεκαετίες τόσο στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη και Ανατολική Ιερουσαλήμ, όσο και στην κατεχόμενη Κύπρο. Ένας από τους βασικούς λόγους της ανάγκης για σύγκριση είναι η τάση ενίσχυσης του ακροδεξιού εποικιστικού φαινομένου σε σημείο που να επηρεάζει και μάλιστα σε καθοριστικό βαθμό τις αντίστοιχες εξουσίες.
Η εποικιστική ακροδεξιά στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη
Ο Μπεν-Γκβιρ υιοθέτησε τον εξτρεμισμό σε νεαρή ηλικία, σε σημείο μάλιστα που οι ισραηλινές υπηρεσίες εσωτερικής ασφάλειας του απαγόρευσαν να υπηρετήσει στον στρατό. Γεννημένος το 1976 σε μια μικρή πόλη έξω από την Ιερουσαλήμ, ανέπτυξε ακροδεξιά δράση ήδη από τα σχολικά του χρόνια, την οποία συνέχισε κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη νομική. Πριν καν φτάσει στα τριάντα του χρόνια, είχε ήδη καταδικαστεί για υποκίνηση σε ρατσισμό και για υποστήριξη τρομοκρατικής οργάνωσης. Οι καταδίκες αυτές δεν τον εμπόδισαν να γίνει δικηγόρος. Προσανατολίστηκε περισσότερο στην υπεράσπιση Ισραηλινών ακροδεξιών και εθνικιστών κατηγορούμενων για τρομοκρατικές ενέργειες. Για χρόνια, το σαλόνι του κοσμούσε το πορτρέτο του μακελάρη Μπαρούχ Γκολντστάιν, που το 1994 δολοφόνησε 29 Παλαιστίνιους μέσα σε τζαμί στη Χεβρώνα. Όπως ο ίδιος ο Μπεν-Γκβιρ, ο Γκολντστάιν υπήρξε θαυμαστής του ραβίνου Μεΐρ Καχάνε, γνωστού για τις εξτρεμιστικές του θέσεις.
Η αφοσίωση του στην πολιτική εποικισμού ξεκινά με την επίδειξη του δικού του προσωπικού παραδείγματος: Μέχρι σήμερα είναι κάτοικος Χεβρώνας, δηλαδή μιας από τις κρισιμότερες περιοχές του εποικιστικού προγράμματος του Ισραήλ. Αφού πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως περιθωριακή φυσιογνωμία της ισραηλινής πολιτικής, ο Μπεν-Γκβιρ ανέλαβε τελικά το χαρτοφυλάκιο της εσωτερικής ασφάλειας, όταν εντάχθηκε στην κυβέρνηση Νετανιάχου. Πλέον ως κρατικός αξιωματούχος και ηγέτης του κόμματος της Εβραϊκής Δύναμης είναι ένας από τους σημαντικούς εκπρόσωπους του ακροδεξιού ρεύματος εξουσίας. Είναι με ιδιαίτερη ευκολία που μπορεί πλέον όχι μόνο να εκφράζει, αλλά και να προσπαθεί για την υλοποίηση των θέσεων του όπως η συνέχιση του εκτοπισμού των Παλαιστινίων και η ολοκλήρωση της κατάργησης των όποιων πιθανοτήτων για παλαιστινιακό κράτος.
Που οφείλεται όμως η επιτυχία του και η ενίσχυση της ιδεολογικοπολιτικής επιρροής του συγκεκριμένου εποικιστικού φαινομένου; Η διαδρομή από το περιθώριο της πολιτικής ζωής στο επίκεντρο και η μετατροπή των νεοφασιστικών του αντιλήψεων σε «κανονικές» απόψεις.
Ο Μπεν-Γκβιρ και το κόμμα του κατάφεραν τα τελευταία χρόνια να αντλήσουν στήριξη των εργατικών και μικρομεσαίων στρωμάτων των Μιζραχί Εβραίων (γνωστοί και ως οι ανατολίτες Εβραίοι) που ουσιαστικά ένιωσαν να περιθωριοποιούνται εντός της προνομιούχας ισραηλινής-εβραϊκής κοινωνίας. Η αντίδραση τους αφορούσε περισσότερο σε αυτό που οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν ως τα προνόμια των Ασκενάζι Εβραίων (απογόνων εποίκων από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη). Το κόμμα Εβραϊκής Δύναμης λοιπόν κατάφερε, όπως άλλα κλασσικά ρατσιστικά σχήματα, να ενώσει όλα τα κοινωνικά, ταξικά, εθνοτικά, πολιτιστικά προβλήματα των κατώτερων στρωμάτων της εβραϊκής κοινωνίας σε μια ρατσιστική πλατφόρμα, η οποία βεβαίως αξιοποιεί την κοινωνική δυσαρέσκεια και τη διοχετεύει στη στήριξη πολιτικών όπως η συνέχιση του εποικισμού των παλαιστινιακών εδαφών και η τελική τους προσάρτηση.
Μπροστά στο χάος της οικονομικής αποσταθεροποίησης και την πόλωση που προκαλεί η επίθεση εναντίον των Παλαιστινίων, η ακροδεξιά του Μπεν-Γκβιρ εμφανίστηκε ως η «αντισυστημική» δύναμη που μπορεί να προσφέρει αποτελεσματικές, ριζικές λύσεις διασφάλισης της σταθερότητας μέσα από την ενίσχυση της εξουσίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το προεκλογικό σύνθημα του κόμματος της Εβραϊκής Δύναμης «Ποιος είναι εδώ ο άρχοντας της γης» δεν αντικατοπτρίζει μια γενικόλογη έννοια επιβολής εξουσίας ενάντια στους Παλαιστίνιους. Αντίθετα είναι μια συγκεκριμένη παραπομπή στην ανάγκη αναδιανομής των προνομίων του εποικισμού και ολοκλήρωσης της προσάρτησης ολόκληρης της Παλαιστίνης.
Η εποικιστική ακροδεξιά στην κατεχόμενη Κύπρο
Ο Ερχάν Αρικλι γεννήθηκε το 1962 στην πόλη Άρνταχαν του νομού Καρς της Τουρκίας. Το 1975 εγκαταστάθηκε στην Κύπρο ως έποικος μαζί με την οικογένεια του. Αυτή ήταν άλλωστε και η χρονιά που ξεκίνησε η πρώτη φάση του εποικισμού της Κύπρου, η οποία κράτησε περίπου μέχρι και το 1979. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα γνωστή προσωπικότητα στο χώρο της τουρκικής ακροδεξιάς των κατεχομένων. Είχε και διατηρεί μέχρι σήμερα σχέσεις με το παντουρκιστικό – ακροδεξιό κίνημα της Τουρκίας και ιδεολογικά ανήκει πιο κοντά στο χώρο του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης. Είναι μεταξύ των κατηγορούμενων για εμπλοκή στις δολοφονίες Ισαάκ και Σολωμού.
Ο Άρικλι δραστηριοποιήθηκε για πολλά χρόνια σε μια σειρά από ακροδεξιές – εθνικιστικές οργανώσεις και κόμματα στα κατεχόμενα. Για πολλά χρόνια ήταν επίσης ένας από τους εκπροσώπους των πιο ακραίων θέσεων Ντενκτάς στον Τύπο. Οι σοβινιστικές του απόψεις έφτασαν μέχρι και το σημείο να προτείνει το «σβήσιμο τσιγάρων στη γλώσσα» Τουρκοκυπρίων που εξέφραζαν απόψεις όπως του Σιενέρ Λεβέντ. Εννοείται ότι η κατηγορία του «προδότη» ενάντια στους οργανωμένους φορείς της τουρκοκυπριακής Αριστεράς και σε οποιονδήποτε εκφραζόταν θετικά στην επανένωση της Κύπρου, ήταν στην ημερήσια διάταξη του πολιτικού λόγου του Αρικλι.
Την περίοδο 2016-2017 προχώρησε στην ίδρυση του Κόμματος Αναγέννησης και το 2018 κατάφερε να εισέλθει στη «βουλή» των κατεχομένων με 7% και δύο έδρες. Στις εκλογές του 2022 εξέλεξε ξανά δύο «βουλευτές» με τον ίδιο να αναλαμβάνει «υπουργός» στη σημερινή «κυβέρνηση» συνεργασίας του κόμματος του με το Κόμμα Εθνικής Ενότητας και το Δημοκρατικό. Παρόλο που τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να αποδείξει ότι έχει απομακρυνθεί από τις ακροδεξιές του απόψεις και δράσεις, είναι γεγονός ότι τόσο στο Κόμμα Αναγέννησης όσο και στις οργανώσεις εποίκων με τις οποίες συνεργάζεται, το ακροδεξιό στοιχείο είναι ολοζώντανο. Πολλές από τις ενώσεις, συνδέσμους και οργανώσεις εποίκων που στηρίζουν τον Αρικλί, ήταν ανάμεσα στις πρωταγωνιστικές δυνάμεις της γνωστής επίθεσης κατά της «βουλής», του Ακιντζί και της εφημερίδας Αφρίκα το 2018.
Είναι αλήθεια ότι κανένας δε μπορεί να εγγυηθεί μια νέα επιτυχία του Κόμματος Αναγέννησης σε επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Εκείνο όμως που ξεχωρίζει το τελευταίο χρονικό διάστημα είναι η βαρύτητα που αποδίδεται στις δικές του ενέργειες στο πολιτικό σύστημα των κατεχομένων. Προσπαθεί να εκβιάσει το μεγάλο κόμμα της «κυβέρνησης» και θέτει συχνά-πυκνά θέμα πρόωρων «βουλευτικών» μετά την εκλογή του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη τον ερχόμενο Οκτώβριο. Πρόσφατα ο Άρικλι πρωταγωνίστησε στη συμμαχία της Δεξιάς για στήριξη της υποψηφιότητας Τατάρ αλλά δεν διστάζει να μιλά με κυνισμό και εμπάθεια για όλα όσα τον «ενοχλούν» και που προέρχονται από τις τουρκοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες συνεργάζεται.
Η επιτυχία του Κόμματος Αναγέννησης, όπως και του κόμματος Εβραϊκή Δύναμη στην περίπτωση του Ισραήλ, είναι η εργαλειοποίηση μιας έννοιας θυματοποίησης. Το Κόμμα Αναγέννησης δεν κατάφερε σε καμιά περίπτωση να γίνει κόμμα γενικά των «πολιτών της ΤΔΒΚ». Παρέμεινε το κόμμα των συντηρητικών – δεξιών Τούρκων εποίκων. Όμως πολιτεύτηκε και προσπάθησε να κινητοποιήσει τις μάζες στη βάση της αναπαραγωγής της περιθωριοποίησης των εποίκων από τους Τουρκοκύπριους. Επιδίωξε και σε πολλές φορές κατάφερε να εμφανιστεί ως ο εκφραστής των «καταπιεσμένων απλών πολιτών εκ Τουρκίας» που για δεκαετίες έχουν τεθεί στο περιθώριο της οικονομικής και πολιτικής ζωής των κατεχομένων.
Ομοιότητες εντός των «δήμων των εποίκων»
Η μελέτη της ακροδεξιάς ρητορικής και δράσης σε εποικιστικά φαινόμενα, όπως αυτή του Κόμματος Αναγέννησης στην Κύπρο και της Εβραϊκής Δύναμης στο Ισραήλ, αποκαλύπτει μια βαθύτερη μεταβολή: την εμβάθυνση της διαδικασίας αποικιοποίησης του ίδιου του πολιτικού σώματος, δηλαδή του δήμου. Στο σημείο αυτό ο «δήμος των εποίκων» δεν είναι ζήτημα που μπορεί να περιοριστεί ως ζήτημα κατάληψης εδαφών, στρατιωτικής επιβολής και εκτοπισμού των ιθαγενών. Αντίθετα πρόκειται για μια ευρύτερη διαδικασία αναδόμησης του πολιτικού συνόλου των εποίκων, των οποίων οι εκπρόσωπου προσπαθούν να αναγορευτούν σε θεμέλιο της εξουσίας.
Ο «δήμος των εποίκων» ή η διαδικασία «αποικιοποίησης του δήμου» δεν αναφέρεται μόνο στο ζήτημα της πληθυσμιακής πλειοψηφίας. Αναφέρεται περισσότερο στην προσπάθεια των κυρίαρχων να καθορίσουν ποιος έχει την πολιτική βούληση και ποιος είναι ο εθνικός προδότης. Στα κατεχόμενα της Κύπρου, το Κόμμα Αναγέννησης ενεργοποιεί την έννοια της θυματοποίησης και προβάλλει το σώμα των Τούρκων εποίκων ως το αυθεντικό σώμα του έθνους, δηλαδή τον «πραγματικό» εκφραστή της πολιτικής βούλησης, η οποία δεν είναι άλλη από την ευθυγράμμιση με την Άγκυρα. Στη Δυτική Όχθη, η Εβραϊκή Δύναμη μετασχηματίζει την εβραϊκή εθνοθρησκευτική κοινότητα των εποίκων σε φορέα νομιμοποίησης του ισραηλινού κράτους, ενάντια σε κάθε έννοια δημοκρατίας. Μέσα από αυτή τη μετάβαση τελικά προκύπτει ο κίνδυνος επικράτησης μιας ύπουλης νεοαποικιοκρατίας όπου η κυριαρχία επιβάλλεται στο όνομα της πλειοψηφίας που η ίδια κατασκεύασε.
Διαφορές των δύο περιπτώσεων
Παρά τις ουσιώδεις συγκλίσεις μεταξύ της Εβραϊκής Δύναμης και του Κόμματος Αναγέννησης ως οργανωμένες ακροδεξιές εκφράσεις εποίκων, οι διαφορές είναι εξίσου κρίσιμες για την κατανόηση του φαινομένου. Η Εβραϊκή Δύναμη φαίνεται να έχει ισχυρή επιρροή στο κράτος του Ισραήλ. Καθορίζει πολιτικές ενάντια στους Παλαιστίνιους. Οι έποικοι και οι δράσεις τους που αναλαμβάνει να εκπροσωπήσει ο Μπεν-Γκβιρ, ενσαρκώνουν το κράτος και την εξουσία. Η παρουσία τους στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη δεν είναι μόνο εθνικά θεμιτή, αλλά και θεολογικά νομιμοποιημένη. Αντιθέτως, το Κόμμα Αναγέννησης επιδιώκει να είναι ένας από τους εντολοδόχους της Άγκυρας στην Κύπρο, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι επηρεάζει την πολιτική της κυβέρνησης Ερντογάν. Η ελίτ των εποίκων στην Κύπρο δεν απέκτησε ποτέ το εύρος της ιδεολογικής νομιμοποίησης που απολαμβάνουν οι Ισραηλινοί έποικοι, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους. Ούτε καθόρισε σε απόλυτο βαθμό την πολιτική δομή στα κατεχόμενα. Λειτουργεί περισσότερο ως πειθαρχικός βραχίονας μιας μητροπολιτικής δύναμης με περιορισμένη αυτονομία. Επιπλέον, ενώ οι έποικοι στην Κύπρο συχνά βιώνουν ένταση, πολιτισμικό χάσμα ή ταξικό ανταγωνισμό με τους Τουρκοκύπριους, οι Εβραίοι έποικοι στη Δυτική Όχθη προστατεύονται σε ένα κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς εθνοθρησκευτικής ανωτερότητας απέναντι στους Παλαιστινίους, το οποίο αναπαράγεται από τις σε συνθήκες απαρτχάιντ.
Έτσι, ενώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εποικιστικό φαινόμενο και οι ακροδεξιές του εκφράσεις μπορούν να ενταχθούν σε πλαίσια μελέτης ως ιστορικά φαινόμενα με συνέχειες και ομοιότητες, η λειτουργία και οι σχέσεις που παράγουν επί του εδάφους διαφέρει. Σε τελική ανάλυση, οι Τούρκοι έποικοι στην Κύπρο είναι αναγκασμένοι να χειρίζονται πολύπλοκες σχέσεις που προκύπτουν από την ισχυρή παρουσία των ιθαγενών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Όμως οι έποικοι στη Δυτική Όχθη έχουν οργανώσεις που μπορούν να καθορίζουν μια μονοδρομική σχέση ανοιχτής βίας ενάντια στους Παλαιστίνιους, η οποία διαφέρει από την εξέλιξη του φαινομένου στην Κύπρο.
Νίκος Μούδουρος
Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Κύπρου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 29 Ιουνίου 2025
Μπορείτε να κατεβάσετε ολόκληρο το κείμενο σε pdf 👇
