Ο κορωνοϊός, ο φορτηγατζής και ο Έρντογαν

koronavirus 1

«Αν δεν δουλέψουμε θα πεινάσουμε. Πως να μείνουμε σπίτι; Αν δεν δουλέψω στο σπίτι δεν θα υπάρχει ψωμί, δεν θα πληρώσω το ρεύμα, ούτε το νερό, ούτε το ενοίκιο. Και αν δεν μπορέσω να τα πληρώσω αυτά ούτως ή άλλως καλύτερα να πεθάνω… Για αυτό πριν μας πείτε να μείνουμε σπίτι να λάβετε μέτρα για εμάς, ούτως ώστε και εμείς να μπορούμε να προστατευτούμε. Όμως να ξέρετε κάτι… εμένα δεν θα με πεθάνει ο κορωνοϊός, αλλά το σύστημα σας». Αυτά είχε πει σε βίντεο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις 29 Μαρτίου 2020, ο Μαλίκ Γιλμάζ. Φορτηγατζής στο επάγγελμα, παντρεμένος με ένα παιδί, ο Τούρκος εργάτης χρησιμοποίησε την προσωπική του εμπειρία και περιέγραψε – συνειδητά ή όχι – την κρίσιμη κατάσταση στην οποία περιήλθαν εκατομμύρια μισθωτοί στη χώρα ως αποτέλεσμα της πανδημίας του κορωνοϊού και των πολιτικών της κυβέρνησης Έρντογαν. Για να συμπληρωθεί η χαρακτηριστική ιστορία του Γιλμάζ, θα πρέπει να αναφερθεί ότι την επόμενη μέρα συνελήφθηκε με την κατηγορία ενθάρρυνσης του πληθυσμού σε μη εφαρμογή των νόμων του κράτους. Αφέθηκε ελεύθερος με απαγορεύσεις μετακίνησης και όπως ο ίδιος δήλωσε σε ΜΜΕ, τώρα φοβάται ότι θα μείνει άνεργος.

Η πολιτικοποίηση της αντίδρασης ενοχλεί περισσότερο από τον κορωνοϊό:

Το προαναφερθέν περιστατικό και η αντίδραση της εξουσίας παρουσιάζουν ειδικό ενδιαφέρον γιατί έβγαλαν στην επιφάνεια κάποιες «ανομολόγητες» δυναμικές στη χώρα. Η δημόσια τοποθέτηση του Μαλίκ Γιλμάζ ήταν μια αποκάλυψη πτυχών της κοινωνικής κρίσης που επιδεινώθηκε με την πανδημία. Αλλά ήταν και μια αποκάλυψη ότι τέτοιες τοποθετήσεις που επικεντρώνονται στους οικονομικούς και ταξικούς διαχωρισμούς της τουρκικής κοινωνίας, βρίσκουν πλέον μαζικότερη ανταπόκριση. Στηρίζονται και αναπαράγονται από πλατύτερα μέρη της κοινωνίας. Διαδίδονται ως μια εναλλακτική λογική που ξεπερνά τα όρια της σύγκρουσης πολιτιστικών ταυτοτήτων που επιβάλλει εδώ και χρόνια η κυβέρνηση Έρντογαν. Έστω και αν ο «ανώνυμος φορτηγατζής» περιέγραψε μια αντιπολιτευτική κινητοποίηση επί προσωπικού, η μαζική στήριξη που δέχτηκε ήταν ένδειξη ότι ένα μέρος της κοινωνίας πλέον μπαίνει στην διαδικασία πολιτικοποίησης της κοινωνικής αντίδρασης με διαφορετικούς τρόπους και ευκαιρίες. Όπως χαρακτηριστικά υπογράμμισε ο αρθρογράφος Αλί Τουράν Τοπούζ «η διάδοση μιας τέτοιας αντίδρασης ενοχλεί τον Έρντογαν περισσότερο από την διάδοση του κορωνοϊού». Παράλληλα όμως οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν από το συγκεκριμένο περιστατικό παρουσιάζουν γλαφυρά και τις μεθόδους που επιδιώκει να εφαρμόσει η τουρκική κυβέρνηση τόσο στις συνθήκες της πανδημίας, όσο και μακροπρόθεσμα.

Το πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της πανδημίας:  

Η κυβέρνηση της Τουρκίας φάνηκε αρχικά να εξαναγκάζεται στην αποκάλυψη των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων κορονωϊού στη χώρα, σε μια συγκυρία που ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (Π.Ο.Υ) ανακοίνωσε την διάσταση της πανδημίας. Συγκεκριμένα αργά το βράδι της 10ης Μαρτίου 2020 ο Υπουργός Υγείας της Τουρκίας, ανακοίνωσε το πρώτο κρούσμα, λίγες μόνο ώρες μετά την γνωστή ανακοίνωση του Π.Ο.Υ. Μέχρι και την 1η Απριλίου 2020, τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στην Τουρκία αυξήθηκαν σε 15.679, ενώ 277 άνθρωποι έχασαν την ζωή τους.

Η αργοπορία στην ανακοίνωση επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ήταν χαρακτηριστική πολλών ιδιοτήτων της εξουσίας στην Άγκυρα. Όμως είναι γεγονός ότι ήταν χαρακτηριστική και σε ότι αφορά στους αντιφατικούς υπολογισμούς, πάνω στους οποίους η κυβέρνηση αναπτύσει την πολιτική της. Η πιο χαρακτηριστική αντίφαση που διαπερνά το σύνολο των πολιτικών αποφάσεων του Έρντογαν εντοπίζεται στο εξής δίπολο: Από την μια πλευρά θεωρεί ότι η κρίση διαθέτει τέτοιο βάθος και ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία θα επηρεάσουν οριστικά το παγκόσμιο σύστημα τόσο σε επίπεδο πολιτικής διαχείρισης, όσο και σε επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης. Όπως χαρακτηριστικά υποστήριξε ο Έρντογαν στην ομιλία του στις 18 Μαρτίου 2020, «Είναι ξεκάθαρο πλέον ότι τίποτε δεν μπορεί να παραμείνει το ίδιο. Είναι ξεκάθαρο ότι εισήλθαμε σε μια περίοδο ριζικών αλλαγών». Επομένως αυτή η πτυχή της κρίσης παρουσιάζεται από την τουρκική εξουσία ως μια μορφή ευκαιρίας. Όμως από την άλλη πλευρά, θεωρεί ότι η κρίση της πανδημίας είναι «προσωρινή» και συνεπώς τα βασικά μέτρα κοινωνικής απομόνωσης θα πρέπει να αφήνουν περιθώρια οικονομικής δραστηριότητας. Σε αυτό το σημείο λοιπόν θα ήταν σημαντικό να αναλυθεί η βασική γραμμή σκέψης της κυβέρνησης της Τουρκίας, κυρίως στο επίπεδο των ιδεολογικών και πολιτικών επεξεργασιών που γίνονται.

Στο επίπεδο της αντίληψης ότι η κρίση αποτελεί ένα είδος ευκαιρίας για την χώρα, η κυβέρνηση στην Άγκυρα βασίζεται σε υπολογισμούς δύο αξόνων των διεθνών εξελίξεων. Ο πρώτος είναι η προσδοκία ότι εξαιτίας της πανδημίας η Κίνα θα δεχτεί ισχυρά πλήγματα ως ένα παγκόσμιο παραγωγικό κέντρο, εξέλιξη που θα έχει ως αποτέλεσμα να επωφεληθούν άλλες χώρες της ημιπεριφέρειας. Η Τουρκία προσδοκά ότι υπό προϋποθέσεις θα μπορέσει να προσελκύσει το ενδιαφέρον νέων πολυεθνικών και να δώσει βάρος στον δικό της βιομηχανικό τομέα. Ο δεύτερος άξονας βασίζεται στην επαναφορά της πολιτικής χαμηλών επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ. Ο Έρντογαν διαβλέπει ότι αυτή η εξέλιξη θα ενισχύσει την παγκόσμια ρευστότητα και συνεπώς θα συμβάλει στην αναπαραγωγή της πολιτικής του για διευκόλυνση της δανειοδότησης των επιχειρήσεων, αλλά ιδιαίτερα των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων του πληθυσμού.

Οι παγκόσμιες ανακατατάξεις, σύμφωνα με την κυβέρνηση της Τουρκίας, θα έχουν επιπτώσεις και στις επόμενες επιλογές ανάπτυξης των κρατών και των δομών τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κρίση της πανδημίας έθεσε ξανά στην επικαιρότητα τα ζητήματα της ανάγκης αυτάρκειας των κρατών, αλλά και της ενίσχυσης των δυνατοτήτων τους σε στρατηγικούς τομείς όπως η υγεία. Όμως πέραν αυτών, οι κύκλοι εξουσίας Έρντογαν θεωρούν ότι η κρίση οδηγεί και στην αναγκαιότητα περαιτέρω ενίσχυσης των κρατικών δομών. Υπό αυτή την έννοια, το κυβερνών κόμμα στην Τουρκία προωθεί την άποψη ότι η παγκόσμια τάση δεν είναι άλλη παρά η ενίσχυση των πολιτικών χαρακτηριστικών που η ίδια έχει επιλέξει ήδη μερικά χρόνια προηγουμένως. Δηλαδή η τάση ενίσχυσης της εκτελεστικής εξουσίας, της υπερσυγκέντρωσης της σε μια ισχυρή και αυταρχική ηγεσία και στην αποδυνάμωση των μηχανισμών ελέγχου και ισορροπιών.

Παράλληλα με την έννοια του «ισχυρού κράτους», ένα σημαντικό μέρος του ισλαμικού κινήματος της Τουρκίας προβλέπει και μια διαδικασία ιδεολογικής δικαίωσης της προσπάθειας περιχαράκωσης και αυτονομίας της χώρας από ισχυρά κέντρα της Δύσης. Ο Σιαχάπ Καβτζίογλου της εφημερίδας Γιενί Σιαφάκ υπογράμμισε ενδεικτικά ότι «Αυτή είναι μια κρίση στην οποία ο καθένας θα κοιτάξει το χάλι του. Είναι μια κρίση στην οποία κανένας δεν μπορεί να βοηθήσει κανένα άλλο». Σε αυτό το πλαίσιο οι επιχειρηματικοί κύκλοι που στηρίζουν τον Έρντογαν προετοιμάζονται για ένα νέο κύκλο σχεδιασμών που θα περιλαμβάνει την ενδυνάμωση της τοπικής βιομηχανικής παραγωγής, της ανάπτυξης της τεχνολογίας, καθώς και της αυτονόμησης σε θέματα ενέργειας.

Η αντίληψη της προσωρινότητας της κρίσης και οι οικονομικοί υπολογισμοί Έρντογαν:

Ανεξαρτήτως της ορθότητας των πολιτικών και οικονομικών υπολογισμών της κυβέρνησης στο κατά πόσο και με ποιο τρόπο η κρίση θα αποτελέσει ευκαιρία, είναι γεγονός ότι το πρώτο πακέτο οικονομικών μέτρων που εξάγγειλε έχουν έντονο το χαρακτήρα της προσωρινότητας. Δίνει την εντύπωση ότι τα μέτρα βασίστηκαν στο σενάριο μιας τρίμηνης κρίσης, η οποία ως ευκαιρία είναι αρκετή για να μονιμοποιήσει συγκεκριμένους προσανατολισμούς.

Το οικονομικό πακέτο ονομάστηκε «ασπίδα σταθερότητας» και προνοεί 100 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες σε διάφορες οικονομικές δραστηριότητες. Το πρώτο βασικό μέρος του πακέτου προσανατολίζεται περισσότερο στην αναστολή πληρωμών δανείων, καθώς και στην επιπρόσθετη οικονομική στήριξη των επιχειρήσεων από το κράτος. Η βασική του φιλοσοφία εδράζεται στην αποφυγή κλεισίματος εταιρειών σε διάφορους οικονομικούς τομείς. Το δεύτερο μέρος του πακέτου που είναι και το μεγαλύτερο, προσανατολίζεται στην διευκόλυνση και ενίσχυση της δανειοδότησης, ιδιαίτερα προς τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα του πληθυσμού. Σε αυτό το μέρος του πακέτου περιλήφθηκε και ο κατασκευαστικός τομέας. Δηλαδή ένας από τους βασικότερους βραχίωνες ενίσχυσης της κυβέρνησης Έρντογαν. Η χαρακτηριστικότερη πρόνοια είναι η δραματική αύξηση του ποσοστού δανειοδότησης οικιών μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων, το οποίο θα μπορεί πλέον να φτάσει μέχρι και το 90% της αξίας της οικοδομής.

Με την εξαίρεση της στήριξη των συνταξιούχων και του κατώτατου μισθού, το πρώτο πακέτο οικονομικών μέτρων δεν περιλαμβάνει κάτι ουσιαστικό για την προστασία των ευρύτερων στρωμάτων των μισθωτών. Αντίθετα υπάρχουν ξεκάθαρες πρόνοιες για την περαιτέρω θεσμοθέτηση της ευέλικτης εργασίας και την εμβάθυνσης της εργασίας εξ αποστάσεως. Για την ανασφάλιστη εργασία δεν γίνεται καμιά απολύτως αναφορά, όπως και για το ζήτημα των απολύσεων ή των εξαναγκασμών σε απλήρωτες άδειες εργαζομένων. Επομένως οι ανακατατάξεις στις εργασιακές σχέσεις που ήδη ξεκίνησαν να ισχύουν ντε φάκτο με την κορύφωση της κρίσης της πανδημίας, δεν αποτελούν καν ζήτημα ρύθμισης από την κυβερνητική πολιτική.

Ουσιαστικά το πακέτο μέτρων αποτελεί προς το παρόν μια επανάληψη βασικών επιλογών που εφαρμόστηκαν ήδη από την κρίση της περιόδου 2008-2009, αλλά και της περιόδου που ακολούθησε την πραξικοπηματική απόπειρα του Ιουλίου του 2016. Οι φορολογικές εκπτώσεις και διευκολύνσεις προς τις επιχειρήσεις συνδυάζονται με την δραματική διεύρυνση της δανειοδότησης προς τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Έτσι από την μια πλευρά επιχειρείται η δημιουργία προϋποθέσεων αναπαραγωγής της συστράτευσης της επιχειρηματικής τάξης με την πολιτική της κυβέρνησης, ενώ από την άλλη επιδιώκεται η απορρόφηση των κραδασμών των αντιδράσεων που προκαλούνται από την οικονομική στενότητα, κυρίως σε ότι αφορά στους μισθωτούς. Τα καταναλωτικά δάνεια στοχεύουν να αναπληρώσουν τα χαμένα εισοδήματα από την κρίση και να δώσουν την αίσθηση περί της βιωσιμότητας της οικονομικής πίεσης. Ωστόσο ακριβώς σε αυτό το σημείο εμβαθύνεται μια από τις βασικές αντιφάσεις.

Ολόκληρος ο προσανατολισμός των οικονομικών μέτρων, επικεντρώνεται στη διατήρηση ενός βαθμού οικονομικής δραστηριότητας και κατανάλωσης. Για την επιτυχία αυτού του στόχου όμως σημαίνει ότι μεγάλα μέρη των εργαζομένων θα πρέπει να συνεχίσουν την παραγωγική τους δραστηριότητα. Επομένως η κοινωνική απομόνωση, όχι μόνο δεν ισχύει στο βαθμό που θα έπρεπε, αλλά επιπλέον γίνεται μια «επιλογή πολυτελείας» για τα στρώματα εκείνα του πληθυσμού που όντως μπορούν να επιβιώσουν χωρίς εργασία το επόμενο χρονικό διάστημα. Είναι μέσα σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο που μαζικοποιήθηκαν οι αντιδράσεις τόσο από οργανωμένα σύνολα των εργαζομένων, όσο και από την ευρύτερη κοινωνική αντιπολίτευση. Το σύνθημα «μείνε σπίτι» που υιοθετήθηκε από τα μέσα Μαρτίου, φαινόταν πλέον ως ένα μήνυμα έντονου κοινωνικού διαχωρισμού και προνομίου.

Ιδεολογικός ανταγωνισμός μέσα από την φιλανθρωπία:

Παρόλο που τα κοινοβουλευτικά κόμματα αρχικά δεν κατάφεραν να προωθήσουν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αντιμετώπισης της κρίσης, εντούτοις είναι γεγονός ότι οι εν πολλής ανοργάνωτες αντιδράσεις τελικά οδήγησαν την κυβέρνηση σε ένα είδος αναδίπλωσης. Ο Έρντογαν εξήγγειλε μια νέα «εκστρατεία εθνικής αλληλεγγύης» – στην ουσία της φιλανθρωπική – δωρίζοντας μάλιστα τους επόμενους εφτά μηνιαίους μισθούς του. Το παράδειγμα του ακολούθησαν στη συνέχεια πολιτικά στελέχη του κυβερνητικού συνασπισμού, αθλητές, τραγουδιστές και άλλοι καλλιτέχνες. Η ουσία της εκστρατείας βρίσκεται στο ότι το κράτος θα μαζέψει χρήματα από τους πολίτες και στη συνέχεια μέσα από ένα τεράστιο δίκτυο συνεργασίας κρατικών δομών και φιλανθρωπικών οργανώσεων, τα ποσά θα διαμοιραστούν σε «όσους έχουν ανάγκη».

Μέσα από την «εκστρατεία εθνικής αλληλεγγύης», η κυβέρνηση Έρντογαν προσπάθησε να επαναφέρει στο προσκήνιο ένα τύπο «πολιτισμικοποίησης της πολιτικής», αλλά και της ίδιας της κρίσης της πανδημίας. Η επίλυση των προβλημάτων και η ενίσχυση των προοπτικών ξεπεράσματος της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία, είναι ζητήματα που τέθηκαν στο πλαίσιο ενός «ένδοξου πολιτισμού» που προάγει την αλληλεγγύη και τις παραδοσιακές αξίες της προσφοράς και του εθελοντισμού. Πολύ χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Έρντογαν τόνισε ότι «Κανένας ιός δεν είναι ισχυρότερος από την ενότητα και την αδελφοσύνη μας… διότι εμείς είμαστε η Τουρκία, διότι είμαστε το τουρκικό έθνος. Ο πολιτισμός και η κουλτούρα μας είναι χτισμένα στην αλληλοβοήθεια και την αλληλεγγύη. Ξεκινούμε αυτή την εκστρατεία με στόχο να βοηθήσουμε τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα των πολιτών μας». Η εκστρατεία αυτή λοιπόν ήταν το επιστέγασμα μιας ιδιαίτερης στόχευσης της εξουσίας Έρντογαν να μοιραστεί την ευθύνη εξόδου από το αδιέξοδο της πανδημίας με την ίδια την κοινωνία. Διαμέσου τέτοιων δομών πολιτικής κινητοποίησης ο Έρντογαν επισημοποίησε και την μετάβαση του από την αρχική θέση του τύπου «κάνουμε ότι είναι δυνατό για αντιμετώπιση της πανδημίας» προς την θέση ότι «όλοι έχουμε ευθύνη».

Η «εκστρατεία εθνικής αλληλεγγύης» φαίνεται ότι θα αποτελέσει το επίκεντρο των επόμενων αντιπαραθέσεων στην Τουρκία. Αυτή η διάσταση της εκστρατείας άλλωστε γίνεται ξεκάθαρη και από την λειτουργικότητα που προσφέρει στην αναπαραγωγή της πόλωσης των πολιτισμικών ταυτοτήτων στην χώρα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι μια μέρα μετά την επίσημη έναρξη της φιλανθρωπικής εκστρατείας της κυβέρνησης, ο Υπουργός Εσωτερικών εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγόρευσε στους Δήμους της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης να πραγματοποιήσουν τις δικές τους παράλληλες εκστρατείας βοήθειας.

Εάν συνυπολογιστεί το γενικότερο πλαίσιο που δημιουργήθηκε στην χώρα μετά τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του 2019, τότε γίνεται κατανοητό ότι ο Έρντογαν επιθυμεί να αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι των Δήμων που κέρδισε η αντιπολίτευση θέτοντας τους σε ανταγωνισμό με την κεντρική εξουσία. Επιπλέον σε συνθήκες ενίσχυσης της κοινωνικής κριτικής που δέχεται, η εκστρατεία μπορεί να συμβάλει σε ένα νέο γύρο κινητοποίησης της δικής του εκλογικής βάσης και με αυτό τον τρόπο να συντηρήσει την ιδεολογική αντιπαράθεση. Με αυτό τον τρόπο υπολογίζει ότι μπορεί να μετρήσει την αφοσίωση συγκεκριμένων τμημάτων της κοινωνίας προς τη δική του εξουσία. Με λίγα λόγια, η κρίση της πανδημίας δεν πρόκειται να εξελιχθεί χωρίς να επηρεάσει και να επηρεαστεί από τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες στοχεύσεις μιας κυβέρνησης που φαίνεται να μπορεί να αναπαράγει την εξουσίας της μέσα από περισσότερη καταστολή, παρά μέσα από συναινέσεις.

 

Νίκος Μούδουρος

Λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών

Πανεπιστήμιο Κύπρου

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 5 Απριλίου 2020

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: