Η δημόσια παρέμβαση Μουσταφά Ακιντζί – Κάποιες πτυχές της σημασίας της

hdp_es_baskanlari_ndan_kuzey_kibris_ta_secimi_kazanan_akinci_ya_tebrik_mesaji_h48203_4973f

Οι δημόσιες παρεμβάσεις του Τουρκοκύπριου ηγέτη αναφορικά με την τρίτη εισβολή της Τουρκίας στην Συρία είναι γνωστές. Δεν θα επαναληφθούν. Το κείμενο αφορά σε κάποιες από τις πτυχές που αυτές οι παρεμβάσεις αναδεικνύουν στο δημόσιο χώρο και ειδικότερα στον ιδεολογικό χώρο των μεταβαλλόμενων σχέσεων της Τουρκίας με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Χωρίς να μπορεί κάποιος να προβλέψει με ακρίβεια την συνέχεια της αντιπαράθεσης που κορυφώνεται μεταξύ μερών της κοινότητας και της Άγκυρας, εντούτοις είναι χρήσιμο να υπογραμμιστούν κάποιες πτυχές για την “στιγμή” που έγινε η παρέμβαση και για την γενική της σημασία, ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους στόχους – επιδιώξεις του προσώπου. Και αυτό θα πρέπει να γίνεται γιατί ακριβώς όποιοι και να ήταν οι προϋπολογισμοί του πρωταγωνιστή, οι παρεμβάσεις του προκάλεσαν μόνο μέσα σε μερικές ώρες την αναπαραγωγή παλαιότερων ιδεολογικών ρήξεων.

Αυτή είναι η δεύτερη φορά που ο Μουσταφά Ακιντζί υπογραμμίζει ότι η “Επιχείρηση Ειρήνης και Ευτυχίας” στην Κύπρο το 1974 ήταν “στην πραγματικότητα ένας πόλεμος”. Η πρώτη φορά έγινε κατά την ομιλία του στις 20 Ιουλίου 2015, δηλαδή στην 41η επέτειο της εισβολής. Η στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας ονομάστηκε “Επιχείρηση Ειρήνης και Ευτυχίας” γιατί ακριβώς επεδίωξε από την αρχή να δώσει το μήνυμα μιας αποικιοκρατικού τύπου επέκτασης και κατοχής χώρου. Σε τέτοια πλαίσια η ολική καταστροφή του πολέμου συνοδεύεται από την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανοικοδόμηση του χώρου. Η Τουρκία το 1974 δεν είχε ως μοναδικό στόχο την εδαφική διχοτόμηση της Κύπρου. Είχε τον στόχο της δημιουργίας μιας ολοκληρωτικά “νέας πατρίδας – νέας κοινωνίας” στα βόρεια εδάφη του νησιού. Στην πορεία της συγκεκριμένης “εκπολιτιστικής αποστολής” της Τουρκίας, δημιουργήθηκαν ισχυρές ρήξεις στις σχέσεις Άγκυρας και Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η “νέα πατρίδα”, η κρατική οικοδόμηση που επιχειρήθηκε και η επιβολή διαφορετικών οικονομικών μοντέλων, τελικά αποξένωσαν την κοινότητα. Δημιούργησαν τις προϋποθέσεις αμφισβήτησης της πτυχής της “ειρήνης και της ευτυχίας” της εισβολής. Η 20η Ιουλίου 1974 ως μια στιγμή “οριστικής” εξόδου των Τουρκοκυπρίων από τον εγκλωβισμό των θυλάκων μπορεί να πρόσφερε “ανακούφιση”. Όμως η “στιγμή” που ξεκινούσε αμέσως μετά και που χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας “μικρής τουρκικής πατρίδας”, ήταν αυτή που έβγαλε στην επιφάνεια την πολιτικοποιημένη πλέον μορφή της κυπριακότητας των Τουρκοκυπρίων.

Με την παρέμβαση του ο Ακιντζί “υπενθυμίζει” την ύπαρξη αυτής ακριβώς της ιστορικής φλέβας ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους. Αυτής δηλαδή που αντιμετωπίζει την “στιγμή” από την 20η Ιουλίου και μετά, εκτός των ορίων της ιδεολογίας του μιλιταρισμού. Της φλέβας που αν και δεν εκφράζεται με την ίδια ένταση διαχρονικά, συνεχίζει να εμποδίζει την φυσιολογικοποίηση της “μικρής τουρκικής πατρίδας”. Με λίγα λόγια, υπενθυμίζει την ύπαρξη της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης ενάντια στο πρόγραμμα της Διχοτόμησης (Taksim), η οποία με την οργανωμένη της μορφή έθετε στο δημόσιο χώρο την απαίτηση “επιστροφής” της κοινότητας στην “αληθινά” δική της πατρίδα και όχι στην κατασκευασμένη.

Η απογύμνωση της εισβολής και η αποβολή του μανδύα “ειρήνης και ευτυχίας” που επέβαλε αρχικά η ιδεολογία του μιλιταρισμού, σημαίνει ταυτόχρονα και την απογύμνωση του εθνο-σωτήριου ρόλου που διεκδικεί να έχει επί της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού συστήματος στην Άγκυρα. Η υπενθύμιση ότι η “στιγμή” της 20ης Ιουλίου του 1974 ήταν ένας πόλεμος, ουσιαστικά θέτει τα εξής όρια: η Τουρκία βρέθηκε στην Κύπρο για την προστασία των Τουρκοκυπρίων (επομένως για μια συγκεκριμένη συγκυρία), αλλά στη συνέχεια απέτυχε – ακριβώς λόγω της “νέας πατρίδας” – να πείσει για την “ειρήνη και την ευτυχία”. Η τεράστια ιδεολογική φόρτιση του “εθνο-σωτήριου” ρόλου της Τουρκίας είναι τέτοια που η παρέμβαση Ακιντζί δεν είναι καθόλου “αυτονόητη”. Γιατί χτυπά στον κεντρικό πυρήνα της ιδεολογίας της εισβολής και της κατασκευασμένης υπόθεσης ότι αυτή θα ήταν μια περίοδος “ειρήνης και ευτυχίας”.

Λαμβάνοντας υπόψη την αυταρχικού τύπου ομογενοποίηση της κοινωνίας, την οποία επιχειρεί ο Έρντογαν σε συνθήκες στρατιωτικής κινητοποίησης, η παρέμβαση από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη επαναφέρει τους “περιθωριακούς – ανυπότακτους”. Όπως συμβαίνει συνήθως σε συγκυρίες επικράτησης σοβινιστικού παροξυσμού και μιλιταρισμού, το κράτος και η εξουσία διεκδικούν να είναι το “απόλυτο μέτρο” της ορθής απόφασης. Η παραμικρή αμφιβολία για την ορθότητα της απόφασης εισβολής δεν θεωρείται απλά ανυπακοή και αντιπολίτευση, αλλά εθνική προδοσία. Η ένταση αυτή πολλαπλασιάζεται στην περίπτωση Τουρκίας – Τουρκοκυπρίων αφού η “ανυπακοή” των δεύτερων λειτουργεί σε ένα ήδη αυταρχικό ιεραρχικό πλαίσιο “μητέρας πατρίδας – κόρης πατρίδας”. Σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της πολιτικής ελίτ στην Άγκυρα οι Τουρκοκύπριοι πρέπει να είναι “ευγνώμονες”. Τα ερωτήματα που θέτουν – όπως ο Ακιντζί – για το περιεχόμενο του “εθνο-σωτήριου” ρόλου μετατρέπουν τους Τουρκοκύπριους σε “αγνώμονες”. ‘Έτσι προκύπτει πάντα η αναγκαιότητα της Άγκυρας να υπενθυμίζει – για παράδειγμα στην περίπτωση Ακιντζί – ότι “έχεις το αξίωμα αυτό, μόνο επειδή εμείς το έχουμε δημιουργήσει”.

Πέραν των προαναφερθέντων, η δημόσια παρέμβαση Ακιντζί δημιούργησε ανεπιθύμητες ιδεολογικές ρήξεις και σε ότι αφορά στο ευρύτερο γεωπολιτικό δόγμα που θέλει να αναπτύξει η Τουρκία στην περιφέρεια. Η “επιχείρηση ασπίδα του Ευφράτη”, η “επιχείρηση κλάδος ελαίας” και η “επιχείρηση πηγή ειρήνης” – οι τρεις που αφορούν στην Συρία – είναι τα διαφορετικά επίπεδα έκφρασης της κοινωνικής μηχανικής που θέλει να εφαρμόσει η Άγκυρα σε εδάφη μιας άλλης χώρας. Η σύνδεση των πιο πάνω και πιο συγκεκριμένα της τελευταίας με την απονομιμοποίηση του δόγματος της “ειρήνης και ευτυχίας” της κυπριακής περίπτωσης, υπενθυμίζει στον Έρντογαν ότι το δικό του “μοντέλο” σε επίπεδο αξιών και ιδεολογίας τραυματίζεται. Η σύνδεση της παρουσίας του στρατού στη Συρία με την εξέλιξη της “νέας πατρίδας” στην Κύπρο (και ειδικά από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη) επαναφέρει στον “κόσμο του Έρντογαν” το εξής δεδομένο: πέραν των “μετόχων του συστήματος” που δημιουργεί σε κάθε περίπτωση η στρατιωτική εισβολή, πέραν των τοπικών κύκλων που αναπαράγουν την εξουσία της Τουρκίας σε ξένα εδάφη, υπάρχουν τα “υπόλοιπα” που αντιδρούν και δεν προσαρμόζονται. Έτσι δημιουργούνται ερωτηματικά για το νέο δόγμα ασφάλειας του κράτους της Τουρκίας, το οποίο τα τελευταία χρόνια είναι ιδιαίτερα εξωστρεφές.

Τέλος, ανεξαρτήτως των στόχων του ίδιου του Ακιντζί, ανεξαρτήτως της δυνατότητας του να συνεχίσει την αντιπαράθεση, η συγκεκριμένη του παρέμβαση έχει ήδη επηρεάσει καθοριστικά τις ισορροπίες ενόψει των εκλογών του Απριλίου 2020. Βεβαίως οι υποψηφιότητες και οι δυναμικές τους δεν έχουν οριστικοποιηθεί. Όμως η συγκεκριμένη αντιπαράθεση που αναμένεται να κορυφωθεί τις επόμενες μέρες, έχει “στιγματίσει” τις επιλογές τουλάχιστον αναφορικά με το ερώτημα που θα αναγκαστούν όλοι πλέον να απαντήσουν: Ποιες θα είναι οι διεκδικήσεις της κοινότητας για την νέα σχέση της με την Τουρκία.

Ν.Μ (14 Οκτωβρίου 2019)

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: