«Κατάφερα να μπω για πρώτη φορά στην κλειστή πόλη των Βαρωσίων το 2000. Μέσα στην βαριά σιωπή κοίταζα τα σπίτια και φαντάστηκα τους αθώους ανθρώπους που τα εγκατέλειπαν πανικόβλητοι τρέχοντας εκείνες τις στιγμές του πολέμου… έγινα ράκος. Βλέποντας τώρα τις μεταδόσεις των συναδέλφων από το Βαρώσι, επαναφέρω στη μνήμη μου τους κατοίκους. Σε αυτούς τους δρόμους υπάρχουν άνθρωποι, τους ακούω… Ζητήστε συγγνώμη και επιστρέψτε την πόλη στους ιδιοκτήτες της. Αν θέλετε πραγματικά να σας ακούσει η διεθνής κοινότητα δώστε πίσω αυτό τον τόπο στους ιδιοκτήτες του. Ίσως έτσι λιγοστέψει ο πόνος». Αυτά μεταξύ άλλων έγραψε σε ανάρτηση της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η Αϊσιεμντέν Ακίν στις 29 Αυγούστου 2019, την μέρα της επίσκεψης Τουρκοκύπριων και Τούρκων δημοσιογράφων στην κλειστή πόλη των Βαρωσίων.
Οι αναφορές αυτές της Αϊσιεμντέν περιγράφουν χαρακτηριστικά τα αισθήματα ενός πολύ μεγάλου μέρους της Τουρκοκυπριακής κοινότητας για την κατάσταση που επικρατεί στην κλειστή περιοχή. Στο επίκεντρο των εξαιρετικά πολιτικοποιημένων συναισθημάτων αυτής της μερίδας των Τουρκοκυπρίων προκύπτουν δύο βασικά στοιχεία της ιστορίας και της πολιτικής γύρω από τα Βαρώσια. Το πρώτο στοιχείο είναι άμεσο και σχετίζεται με την έννοια της «πόλης φάντασμα» όπως περιγράφεται η κλειστή περιοχή τόσο από τους Ελληνοκύπριους όσο και από τους Τουρκοκύπριους. Το δεύτερο στοιχείο είναι έμμεσο και συνδέεται με την έννοια του «πλιάτσικου», δηλαδή της αρπαγής λαφύρων πολέμου και της εκμετάλλευσης τους για τη δημιουργία μιας ολόκληρης οικονομικής βάσης. Ωστόσο είναι ξεκάθαρο ότι τόσο η «πόλη φάντασμα», όσο και το πλιάτσικο του πολέμου – στοιχεία της καθημερινότητας της κοινότητας από το 1974 και μετά – συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, δημιουργούν ένα εκρηκτικό σύνολο ιδεολογικών προσεγγίσεων και συναισθημάτων.
Η επιστροφή των Βαρωσίων στους ιδιοκτήτες τους ως λύτρωση:
Η ιδεολογική και οικονομική βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το περιουσιακό καθεστώς των Τουρκοκυπρίων μετά την εισβολή, η έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας, καθώς και η έννοια του δικαιώματος στην περιουσία, αποτέλεσαν ένα «πολιτικό σύνολο» ορολογιών που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσαν να παράξουν συναίνεση ανάμεσα στον πληθυσμό. Μέχρι και σήμερα ο τρόπος αντιμετώπισης των Βαρωσίων και η μέθοδος της δημιουργίας οικονομικών δομών επί των λαφύρων του πολέμου, έστω και αν φαντάζουν χωριστά θέματα, επηρεάζουν πολιτικές συμπεριφορές, εκλογικές προτιμήσεις, ιδεολογικές στάσεις.
Καθόλου τυχαία η λέξη που χρησιμοποιούν πολλοί Τουρκοκύπριοι για να περιγράψουν την κατάσταση του περιουσιακού, αλλά και την σκοτεινή πλευρά της κλειστής περιοχής είναι το «πλιάτσικο». Στην τουρκική γλώσσα αποδίδεται με το «γκανιμέτ» (ganimet). Αυτή η λέξη εισήλθε δυναμικά στο πολιτικό λεξιλόγιο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας μετά το 1974. Επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Η επικράτηση της χρήσης αυτής της λέξης (και όχι οποιασδήποτε άλλης) από τους απλούς ανθρώπους είναι μια συνειδητή επιλογή κριτικής και αυτοκριτικής προσέγγισης. Περιγράφεται έτσι η κατάσταση στην οποία περιήλθε μεγάλο μέρος της κοινότητας μετά την εισβολή και υπογραμμίζει πάνω από όλα ένα ηθικό σχολιασμό των αρνητικών πτυχών της χρήσης ξένης περιουσίας. Με αυτό τον τρόπο η λέξη «γκανιμέτ – πλιάτσικο» πολιτικοποιήθηκε και ενεργοποιήθηκε για να αναλύσει ένας από τους κυριότερους πυρήνες της κοινωνικής οργάνωσης της κοινότητας μετά το 1974. Η λέξη αυτή ουσιαστικά αναλύει τον εξαναγκασμό μεγάλης μερίδας της κοινωνίας να αποκτήσει «κορμί» με τα «ρούχα» της άλλης κοινότητας. Για αυτό ακριβώς το λόγο εξακολουθεί να είναι εστία υπενθύμισης της μη κανονικής κατάστασης στην οποία ζει και αναπτύσσεται η Τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Όμως το κυριότερο είναι ότι η χρήση του συγκεκριμένου όρου επαναφέρει συνεχώς τα «φαντάσματα» των Ελληνοκυπρίων. Μέσα από περιουσιακό καθεστώς του πολέμου, οι ζωές των Τουρκοκυπρίων περνούν μέσα από την «παρουσία» και τις αναμνήσεις των Ελληνοκύπριων εκτοπισμένων. Διαμέσου αυτού ακριβώς του περιουσιακού καθεστώτος οι Ελληνοκύπριοι είναι καθημερινά «παρών». Η «πόλη φάντασμα» λοιπόν αποτελεί με έμμεσο τρόπο ένα είδος επιτομής στην επαναφορά των ελληνοκυπριακών «φαντασμάτων». Δηλαδή αυτών που εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους, αλλά ποτέ δεν «έφυγαν». Αυτών που η δημοσιογράφος Αϊσιεμντέν Ακίν «βλέπει» να τρέχουν πανικόβλητοι τις στιγμές του πολέμου και όπως ομολογεί, γίνεται ράκος.
Η διάνοιξη των Βαρωσίων ως φυσιολογικοποίηση των δύο κρατών:
Εάν για ένα κομμάτι της Τουρκοκυπριακής κοινότητας, η κλειστή περιοχή των Βαρωσίων είναι μια πληγή που πρέπει να κλείσει με την επιστροφή της στους ιδιοκτήτες της, για ένα άλλο κομμάτι είναι μια «πηγή ανωμαλίας» που δεν ταιριάζει στην ευρύτερη προσπάθεια φυσιολογικοποίησης της ύπαρξης δύο χωριστών – ανταγωνιστικών κρατών στην Κύπρο. Απέναντι στις αντιλήψεις της ευρύτερης κεντροαριστεράς που κάποτε σιωπηλά και κάποτε έντονα ζητά την λύτρωση από τα «φαντάσματα» μιας κλειστής πόλης μέσα από την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των Ελληνοκύπριων ιδιοκτητών, τώρα προωθείται η αντίληψη ενός μέρους της τουρκοκυπριακής δεξιάς που επιζητεί περισσότερο την απόδειξη ότι οι δύο κοινότητες μπορούν όντως να ζήσουν χωρίς πόλεμο, αλλά και χωρίς ιδιαίτερες επαφές.
Η προαναφερθείσα αντίληψη δείχνει να βρίσκεται σε σύμπνοια με την πολιτική της Άγκυρας. Η Τουρκία το 1974 ενεργοποίησε μιας αποικιοκρατικού τύπου πολιτική παρέμβαση, η οποία χαρακτηρίστηκε στην ίδια στιγμή από την βία της στρατιωτικής ισχύς αλλά και από την επιδίωξη να κανονικοποιήσει τον κατεχτημένο χώρο και να φυσιολογικοποιήσει την παρουσία της. Η διαδικασία της κανονικοποίησης της διχοτόμησης περιέλαβε τις μορφές εκτουρκισμού, όπως η αλλαγή των ονομάτων και η μεταφορά πληθυσμού, όμως μέχρι στιγμής δεν επεκτάθηκε μέχρι και την επίσημη προσάρτηση του χώρου στον πολιτικό κορμό της Τουρκίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ίδια η δημιουργία της «ΤΔΒΚ». Η «ΤΔΒΚ» εκτός όλων των άλλων είναι και μια υλική διαδικασία «φτιαξίματος», «δημιουργίας» κρατικών δομών. Είναι ένας χώρος αποτέλεσμα πολέμου, δεν είναι νόμιμος αλλά υπάρχει. Είναι παράνομος, αλλά συνεχίζει να λειτουργεί. Υλοποιείται επί του εδάφους και κατασκευάζεται σε επίπεδο ιδεολογίας. Δηλαδή γίνεται μια καθημερινή προσπάθεια για την «ύπαρξη» του. Ακριβώς σε αυτό το σημείο η κλειστή περιοχή των Βαρωσίων, η «πόλη φάντασμα», αποτελεί την πραγματικότητα που ανατρέπει την φυσιολογικοποίηση της διχοτόμησης. Είναι μια απτή, πραγματική πληγή στην καθημερινότητα της ζωής, στο φυσικό περιβάλλον της Αμμοχώστου και στο τοπίο της περιοχής. Η κλειστή πόλη εκφράζει με τον πιο χαρακτηριστικό και έντονο τρόπο την πρακτική υφή της διχοτομικής κατάστασης. Είναι το «πολεμικό τοπίο» που επαναφέρει το πρόβλημα και η υπενθύμιση αυτή απαιτεί την επίλυση του.
Αυτή η καθημερινή επαναφορά της βίας του πολέμου, της εγκατάλειψης και της λαφυραγωγίας, πλέον γίνονται εργαλεία πολιτικής για την αναζήτηση νέων μοντέλων λύσης του Κυπριακού. Σε αυτό το πλαίσιο ο Όζερσαϊ υπογράμμισε ότι «Δεν είναι καθόλου λογικό στις μέρες μας το Βαρώσι να παραμένει ως στρατιωτική περιοχή». Έτσι για τις δυνάμεις εκείνες που διαφωνούν με την ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού, ο σχεδιασμός για το Βαρώσι και η σταδιακή άρση της στρατιωτικοποιημένης του κατάστασης, μπορεί να ανοίξει και τις προοπτικές για «άλλα μοντέλα συνεργασίας» Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων.
Επεισόδια από την ιστορία για τη διάνοιξη της κλειστής πόλης:
Πέραν όμως των προαναφερθέντων ιδεολογικών διαφοροποιήσεων και αντιπαραθέσεων που προκαλούν οι πρωτοβουλίες γύρω από την κλειστή πόλη των Βαρωσίων, προκύπτουν ερωτήματα για την σημερινή συγκυρία και το πολιτικό περιεχόμενο των συγκεκριμένων κινήσεων. Πάντως αξίζει να σημειωθεί ότι πρωτοβουλίες για τη διάνοιξη της πόλης των Βαρωσίων εκτός των πλαισίων των αποφάσεων του ΟΗΕ, καθώς και επισκέψεις εκπροσώπων του Τύπου υπήρξαν και στο παρελθόν. Όπως θυμάται ο βετεράνος πολιτικός της τουρκοκυπριακής Δεξιάς, Χακκί Ατούν, την περίοδο που ακολούθησε την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ» επί της δικής του δεύτερης θητείας στο λεγόμενο υπουργείο εγκατάστασης, η τότε ηγεσία της κοινότητας ανέλαβε την πρωτοβουλία ανοίγματος μιας γειτονιάς. Ο Χακκί Ατούν μάλιστα ανέφερε σε συνέντευξη του στο κανάλι «Σίμ» στα τέλη Ιουνίου του 2019, ότι ξεκίνησε και η εγκατάσταση μικρού αριθμού πληθυσμού. Όμως μετά από οδηγίες του αρχηγείου των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, η απόφαση ακυρώθηκε, η γειτονιά έκλεισε και ο πληθυσμός μεταφέρθηκε σε άλλο χώρο.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διοργανώθηκε επίσκεψη δημοσιογράφων στο πλαίσιο της οποίας μάλιστα δημοσιοποιήθηκαν και μέρη της απογραφής περιουσιών που έγινε με πρωτοβουλία του τουρκικού στρατού. Ο δημοσιογράφος Τζενκ Μουτλούγιακαλι που τότε εργαζόταν στην εφημερίδα «Κίμπρις» δημοσιοποίησε μέρος της απογραφής: 45 ξενοδοχεία, 60 τουριστικά διαμερίσματα, 4.649 οικίες, 2.953 εμπορικά υποκαταστήματα, 99 χώροι διασκέδασης, 380 οικοδομές, 21 τράπεζες, 24 θέατρα και σινεμά, 1 αθλητικό στάδιο, 8 σχολεία, 1 νεκροταφείο, 1 μουσουλμανικό μνημείο, 8 εκκλησίες. Όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά έγραψε, στην απογραφή του στρατού δεν αναφερόταν κανένα στοιχείο λεηλασίας της πόλης.
Η σημασία της συγκυρίας των πρόσφατων πρωτοβουλιών:
Όπως είναι γνωστό οι πρόσφατες πρωτοβουλίες του Όζερσαϊ γίνονται στα πλαίσια απόφασης του «υπουργικού συμβουλίου» στα μέσα Ιουνίου 2019. Η συγκεκριμένη απόφαση αναφερόταν στην βούληση για δημιουργία ομάδας ειδικών που θα προχωρούσε στην καταγραφή της ακίνητης και κινητής περιουσίας εντός της κλειστής περιοχής, αλλά και την ευρύτερη περιβαλλοντική κατάσταση. Αυτή η απόφαση δεν ήταν ούτε μόνο μια τουρκοκυπριακή πρωτοβουλία, αλλά ούτε και μια απλή οδηγία της Άγκυρας. Μάλλον ήταν αποτέλεσμα διεργασιών που συνεχίζονταν εδώ και μερικά χρόνια, αλλά κορυφώθηκαν την περίοδο μετά την κατάρρευση στο Κραν Μοντάνα. Από τις εξελίξεις φαίνεται μάλιστα ότι το περιεχόμενο των πρωτοβουλιών προκαλούσε ποικίλες διαφωνίες ενώ η Άγκυρα έδειχνε να είναι πιο κοντά σε κοινές αντιλήψεις με ένα μεγάλο φάσμα της τουρκοκυπριακής Δεξιάς. Άλλωστε ο Όζερσαϊ ως υποψήφιος για την ηγεσία της κοινότητας το 2015 είχε από τότε διατυπώσει τη θέση για διάνοιξη της κλειστής πόλη των Βαρωσίων υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση ως μέτρο «ομαλοποίησης της κατάστασης». Το νέο στοιχείο που προκύπτει είναι και η σχετική συμφωνία του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Το κόμμα της παραδοσιακής τουρκοκυπριακής Δεξιάς διαβλέπει ότι η πρωτοβουλία αυτή εάν παραμείνει εκτός συνομιλιών μιας περιεκτικής λύσης μπορεί υπό προϋποθέσεις να βοηθήσει στην αμφισβήτηση της ομοσπονδιακής λύσης.
Από το πιο πάνω πλαίσιο προκύπτει και η σημασία μερικών τουλάχιστον πτυχών των ερωτημάτων σε σχέση με το «γιατί επιλέγεται η σημερινή συγκυρία;» για την εντατικοποίηση των σχεδιασμών. Όπως είναι γνωστό το τελευταίο διάστημα η Άγκυρα αντιμετωπίζει αυξανόμενες πιέσεις από υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του ΕΔΑΔ για περιουσίες στην κλειστή πόλη των Βαρωσίων. Το χρονικό περιθώριο που δίνεται στην Τουρκία μέχρι τον Νοέμβριο περιλαμβάνει την αλλαγή της απόφασης του 2005 του επαρχιακού δικαστηρίου Αμμοχώστου με βάση την οποία ολόκληρη η κλειστή περιοχή ανακηρύχθηκε ως βακουφική περιουσία. Παράλληλα αναμένονται και αλλαγές στους όρους λειτουργίας της επιτροπής αποζημιώσεων με τρόπο που να επεκτείνεται η αρμοδιότητα της και για περιουσίες σε στρατιωτικές περιοχές. Την ίδια στιγμή οι πρωτοβουλίες της «κυβέρνησης» στα κατεχόμενα πραγματοποιούνται σε μια ευαίσθητη συγκυρία μεταβατικής εποχής στις σχέσεις Τουρκοκυπρίων – Άγκυρας που προκαλείται κυρίως από την αυξανόμενη απαξίωση της κοινωνίας από το πολιτικό σύστημα και γενικά την τουρκική εμπλοκή στην καθημερινή ζωή. Όλα αυτά συμπυκνώνονται τέλος και στις αντιπαραθέσεις που ξεκίνησαν σε σχέση με την εκλογή του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη στις αρχές του 2020.
Η προτεραιότητα της «κυβέρνησης» Τατάρ – Όζερσαϊ στο παρόν στάδιο δεν περιλαμβάνει την υλοποίηση των σχετικών για τα Βαρώσια αποφάσεων του ΟΗΕ. Αντίθετα επιδιώκεται η σταδιακή αλλοίωση του σημερινού στάτους-κβο, η οποία χωρίς περιεκτική λύση του Κυπριακού μπορεί να οδηγήσει και σε ανατροπές στο ευρύτερο περιουσιακό πρόβλημα. Για αυτό το λόγο η Άγκυρα και η σημερινή «κυβέρνηση» στα κατεχόμενα επιδιώκουν να αφήσουν τόσο τον Ακιντζί, όσο και την ηγεσία των Ελληνοκυπρίων όσο πιο μακριά γίνεται από την αρχική φάση των πρωτοβουλιών. Το ίδιο επιδιώκεται και για τον ΟΗΕ. Ωστόσο στο σημείο αυτό η προσπάθεια είναι να δημιουργηθούν δεδομένα που δεν θα δημιουργήσουν νέες καταδικαστικές αποφάσεις για την Τουρκία, αλλά αντίθετα θα μειώνουν τις υφιστάμενες πιέσεις για το θέμα των περιουσιών. Άλλωστε δεν ήταν τυχαία και η πρόσφατη αναφορά του Όζερσαϊ ότι για τη διάνοιξη των Βαρωσίων ίσως απαιτηθεί και «η δημιουργία ενός ειδικού περιουσιακού καθεστώτος» διευθέτησης των αιτημάτων των Ελληνοκυπρίων που να συμπεριλαμβάνει και των διευκόλυνση πώλησης των περιουσιών.
Ποια τα ρήγματα που δημιουργούνται για το μέλλον;
Λαμβάνοντας υπόψη την ταχύτητα των εξελίξεων τουλάχιστον σε ότι αφορά στους αρχικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας για το Βαρώσι σήμερα, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η επαναφορά του ζητήματος της οικονομικής βιωσιμότητας της επιτροπής αποζημιώσεων το επόμενο χρονικό διάστημα. Η Άγκυρα επιδιώκει την συγκρότηση ενός νέου σχεδιασμού που να ενθαρρύνει ατομικά τους Ελληνοκύπριους να αποταθούν στην επιτροπή. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να εντατικοποιήσει την μετάθεση του περιουσιακού σε θέση «παράλληλη» μιας πιθανής περιεκτικής λύσης. Η κλειστή πόλη των Βαρωσίων φαντάζει ως στρατηγική εστία για ένα τέτοιο στόχο, ωστόσο αυτό μπορεί να γίνει μόνο εάν βρεθούν τρόποι επιπλέον χρηματοδότησης της επιτροπής. Πάντως είναι γεγονός ότι η «πόλη φάντασμα» επανέρχεται στο προσκήνιο σε ένα πλαίσιο πρωτοβουλιών για αλλαγές στο στάτους-κβο εκτός των παραμέτρων του ΟΗΕ. Τουλάχιστον από πλευράς της τουρκικής κυβέρνησης, η κλειστή πόλη επανέρχεται στην επικαιρότητα όχι για να ανοίξει την προοπτική της ομοσπονδιακής λύσης, αλλά για να ανοίξει την συζήτηση ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούν να ζήσουν «ειρηνικά», αλλά δίπλα – δίπλα και όχι μαζί.
Νίκος Μούδουρος
Λέκτορας, Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Κύπρου
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 8 Σεπτεμβρίου 2019