
Η σημασία των νέων κοινωνικών εξελίξεων που φθείρουν την εξουσία του ΑΚΡ
Η ολοκλήρωση των δημοτικών εκλογών του 2019 στην Τουρκία σηματοδότησε και την λήξη της ηγεσίας του ισλαμικού κινήματος στην Κωνσταντινούπολη μετά από 25 συνεχόμενα χρόνια. Η εκλογική ήττα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στις 31 Μαρτίου 2019 με περίπου 13 χιλιάδες ψήφους διαφορά από τον Εκρέμ Ιμάμογλου, μετατράπηκε σε «συντριβή» 800 χιλιάδων ψήφων και περίπου 10%, μέσα σε περίοδο λιγότερη των τριών μηνών. Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο ήταν ότι έστω και σε περιορισμένο βαθμό, για πρώτη φορά ψηφοφόροι του κυβερνώντος ΑΚΡ έκαναν το μεγάλο βήμα της στήριξη υποψηφιότητας από την αντιπολίτευση. Μέσα στο προαναφερθέν πλέγμα, ξεχωρίζει η αμφισβήτηση του πολιτικού μύθου περί του «αήττητου Έρντογαν».
Μια πιο προσεκτική καταγραφή των συνολικών αποτελεσμάτων των δημοτικών εκλογών του 2019 που ξεπερνά την πραγματικότητα της Κωνσταντινούπολης, δείχνει ότι το κυβερνών κόμμα και η συμμαχία του με το ΜΗΡ έχασε στους σημαντικότερους μητροπολιτικούς δήμους της Τουρκίας. Συγκεκριμένα η συνεργασία της αντιπολίτευσης κατάφερε να κερδίσει την διοίκηση μητροπολιτικών δήμων σε συνδυασμό με αύξηση των ποσοστών κυρίως του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) στις περιοχές εκείνες που συγκεντρώνεται περίπου το 69% του συνολικού Ακαθάριστού Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας και το 57,7% του συνόλου του εκλογικού σώματος.
Συνεπώς το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας της Τουρκίας που αντέδρασε επικριτικά ενάντια στο μπλοκ εξουσίας στηρίζοντας αντιπολιτευτικές επιλογές συνδυάζει το φαινόμενο της αστικοποίησης και του τρόπου ζωής που καθορίζει το περιβάλλον της μεγάλης πόλης και της συγκεκριμένης οικονομικής δραστηριότητας. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, στα οποία οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης καταγράφονται πιο έντονα, συνυπάρχουν τα τμήματα της επιχειρηματικής ελίτ, των μεσαίων, αλλά και των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού της Τουρκίας. Επομένως η πολιτική διαδικασία είναι διαφορετική από την περιφέρεια της χώρας και φαίνεται ότι το πολιτικό πρόγραμμα του ΑΚΡ αντιμετωπίζει σοβαρές εστίες φυγόκεντρων δυναμικών. Αυτή ακριβώς η κοινωνική αλλαγή διαπερνά και κάποιες ομάδες των παραδοσιακών ψηφοφόρων του ΑΚΡ. Εξαιτίας του ότι καταγράφεται για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα αξίζει περαιτέρω ανάλυσης.
Οι αντιδράσεις της «γενιάς Έρντογαν»
Σκηνή πρώτη: Η Μέλντα είναι 25 χρονών απόφοιτη της Σχολής Ισλαμικών Επιστημών στην Κωνσταντινούπολη. Παιδί θρησκευόμενης πολυμελούς οικογένειας «φανατικών οπαδών του Έρντογαν». Μετά από κάποιο διάστημα στην ανεργία κατάφερε να βρει δουλειά ως πωλήτρια με τον κατώτατο μισθό… όπως και χιλιάδες νέοι στην Τουρκία της κρίσης. Δεν αποκαλύπτει ούτε το επίθετό της, αλλά ούτε και το πρόσωπο της στην κάμερα της ομάδας των νεαρών δημοσιογράφων. Άλλωστε ήταν μετά από αρκετές ώρες που τελικά πείστηκε να εκφράσει ανοιχτά τις απόψεις της σε ένα από τα εκατοντάδες πλέον εναλλακτικά διαδικτυακά ΜΜΕ της Τουρκίας που προσπαθούν να δημιουργήσουν ξανά εστίες ερευνητικής δημοσιογραφίας μακριά από την καταστολή της κυβέρνησης Έρντογαν. Η νεαρή κοπέλα λοιπόν λίγες μέρες πριν από την επαναληπτική εκλογή για τον μητροπολιτικό δήμο Κωνσταντινούπολης της 23ης Ιουνίου 2019, ομολογώντας ότι θα ψηφίσει τον Εκρέμ Ιμάμογλου υπογράμμισε την εξής διαφοροποίηση: «Δεν έθεσα αποστάσεις από την θρησκεία. Αντίθετα στη σχολή που φοιτούσα με περισσότερη έρευνα θεωρώ ότι έμαθα την θρησκεία μου πιο περιεκτικά και ορθά. Όμως εάν ρωτήσεις την οικογένεια μου θα σου πουν ότι δεν σκέφτομαι καθόλου σωστά. Φυσικά και για μένα, λάθος είναι η δίκη τους αντίληψη για την θρησκεία. Όντως ερευνώντας διαφοροποιήθηκαν οι απόψεις μου, αλλά δεν νομίζω ότι απομακρύνθηκα από τη θρησκεία».
Σκηνή δεύτερη: Ο Άλπ είναι 22 χρονών, πρόσφατα απόφοιτος από το τμήμα διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης. Παιδί χωρισμένων γονιών με σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Η οικογένεια της μητέρας του αφοσιωμένοι ψηφοφόροι του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης τα τελευταία 17 χρόνια. Όπως ο ίδιος λέει «δεν ανέχονται την παραμικρή κριτική ενάντια στον Έρντογαν». Ο Άλπ είναι από την εποχή των σπουδών του ημιαπασχολούμενος στο καθεστώς των νέων «ευέλικτων» ωραρίων και της ανασφάλιστης εργασίας. Ήταν ο μοναδικός τρόπος να σπουδάσει, αφού η οικογένεια δεν μπορούσε να τον στηρίξει. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του επέλεξε να μείνει σε μια από τις χιλιάδες φοιτητικές εστίες ισλαμικών οργανώσεων γιατί το μηνιαίο ενοίκιο ήταν μεταξύ 300-400 τουρκικών λιρών. Πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο των ενοικίων που ζητούν οι υπόλοιπες «συμβατικές» φοιτητικές εστίες. Σε αντίθεση με την Μέλντα δεν διστάζει καθόλου να αποκαλύψει τις πολιτικές του απόψεις. Διαφωνεί με το ΑΚΡ και στήριξε Ιμάμογλου. Προσπαθεί να εξηγήσει ότι δεν μπορεί να πειστεί από την επιχειρηματολογία της οικογένειας του για την «παλιά Τουρκία» των κεμαλιστών. Άλλωστε αυτή ήταν μια Τουρκία στην οποία ο ίδιος δεν έζησε ποτέ. Οι πολιτικές του απόψεις ωρίμασαν μέσα από τις εμπειρίες που απέκτησε στα προγράμματα ανταλλαγών του Πανεπιστημίου του. Το διάστημα που έμεινε στο εξωτερικό και ο βαθμός της πολιτικοποίησης του τον οδηγούν να συγκρίνει την Τουρκία με κάποια από τα ευρωπαϊκά πρότυπα και όχι με τα κριτήρια των γονιών του. Για τον Άλπ, ο Ιμάμογλου εκφράζει «την αλλαγή και το νέο» έστω και αν η οικογένεια του αντιλήφθηκε την πολιτική επιλογή του νεαρού ως περίπου «εθνική προδοσία».
Οι προαναφερθείσες «σκηνές» επαναλαμβάνονται κατά δεκάδες το τελευταίο χρονικό διάστημα, κυρίως στη διαδικτυακή καθημερινή ενημέρωση της Τουρκίας. Είναι μέσα από αυτά τα μικρά σε μέγεθος, αλλά μεγάλης σημασίας περιστατικά, που μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει με σχετική συνέπεια τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις και τις φυγόκεντρες δυναμικές που φθείρουν την εξουσία Έρντογαν τα τελευταία χρόνια. Στο παράδειγμα της Μέλντα και του Άλπ μπορεί κάποιος να διακρίνει τους εσωτερικούς τριγμούς στο μπλοκ των ψηφοφόρων του ΑΚΡ, οι οποίοι βασίζονται τόσο στην οικονομική κρίση, όσο και στην γενικότερη ιδεολογική κρίση που αντιμετωπίζει τα τελευταία χρόνια το ισλαμικό κίνημα της Τουρκίας.
Παράλληλα, στο προαναφερθέν παράδειγμα της Μέλντα και του Άλπ, ουσιαστικά εκπροσωπείται σε κάποιο βαθμό η «γενιά Έρντογαν». Πρόκειται για τον νεαρό πληθυσμό της Τουρκίας, ο οποίος δεν γνώρισε άλλη κυβέρνηση εκτός από αυτήν του ΑΚΡ. Είναι εκείνο το κομμάτι της κοινωνίας που δεν κατανοεί τι θέλει να πει ο Έρντογαν όταν καταγγέλλει στις σχεδόν καθημερινές του ομιλίες την «παλιά Τουρκία», το «αυταρχικό κατεστημένο» των δυτικότροπων ελίτ, «την καταστροφική νοοτροπία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος» και των «ξένων δυνάμεων» που δεν επιθυμούν μια «ισχυρή Τουρκία». Περίπου 31 εκατομμύρια ψηφοφόροι απέκτησαν τα εκλογικά τους δικαιώματα ως ενήλικες στη διάρκεια της εξουσίας Έρντογαν. Δηλαδή περίπου το 40% του εκλογικού σώματος της χώρας έχει ελάχιστες ή και καθόλου μνήμες από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της Τουρκίας.
Ρήξεις στη συναίνεση που απολάμβανε το ΑΚΡ;
Είναι γεγονός ότι ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της μακρόχρονης εξουσίας του ΑΚΡ ήταν η διατήρηση της στήριξης και της συναίνεσης των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού. Η προσωπικότητα του Έρντογαν έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο πιο πάνω. Ο ίδιος γεννημένος και μεγαλωμένος σε μια φτωχή, εργατική συνοικία της Κωνσταντινούπολης στήριξε την πολιτική του άνοδο στην κοινωνική και πολιτισμική εκπροσώπηση των οικονομικά περιθωριοποιημένων θρησκευόμενων μαζών. Των μαζών εκείνων ενάντια στις οποίες η Τουρκίας της εποχής ύψωνε κάθε είδους εμπόδια ενάντια στην πολιτική και οικονομική τους καταξίωση. Με λίγα λόγια, ο Έρντογαν ήταν ο υπερασπιστής των «κοινών θνητών και υποδεέστερων» απέναντι στο αυταρχικό – κοσμικό κατεστημένο της Άγκυρας.
Την ίδια στιγμή η μακροχρόνια εξουσία του ΑΚΡ πέτυχε και την δημιουργία νέων εστιών οικονομικής και πολιτικής εξουσίας τόσο σε τοπικό, όσο και σε πανεθνικό επίπεδο. Οι Δήμοι ήταν μέχρι πρόσφατα ένας τεράστιος μηχανισμός διαμοιρασμού πηγών κερδοφορίας σε «κομματικούς» επιχειρηματικούς κύκλους. Ήταν την ίδια στιγμή και βάσεις νέων υποδομών ενίσχυσης του καταναλωτισμού των συντηρητικών και θρησκευόμενων στρωμάτων του πληθυσμού. Με αυτό τον τρόπο η εξουσία Έρντογαν κατάφερε σταδιακά να δημιουργήσει μια νέα μεσαία τάξη, αλλά και νέους επιχειρηματικούς κύκλους, συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή της ηγεμονίας του.
Όμως η δημιουργία μιας ισχυρής κοινωνικής βάσης «ολοκληρωτικά» συσπειρωμένης γύρω από την ηγεσία Έρντογαν, τελικά σηματοδοτεί και την έναρξη της φθοράς της εξουσίας του. Με ένα αντιφατικό τρόπο η δημιουργία και η θεμελίωση των νέων κέντρων οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, είναι και η ένδειξη μιας ιστορίας αλλαγής. Γιατί εάν για τις οικογένειες των χιλιάδων «Μέλντα και Άλπ» το ΑΚΡ ήταν το σημάδι της ρήξης με το παλιό κεμαλικό κατεστημένο, για την «γενιά Έρντογαν» η κυβέρνηση πλέον αποτελεί το στάτους-κβο.
Στις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα της Τουρκίας, η συναίνεση προς την εξουσία φαίνεται να μειώνεται. Η αδυναμία αναπαραγωγής των δικτύων διαμοιρασμού πηγών, σταδιακά προκάλεσε και την εμφάνιση επικριτικών αντιλήψεων για την πορεία του κυβερνώντος κόμματος. Όλα αυτά συνδυασμένα με την εντεινόμενη τάση αυταρχισμού, συνέβαλαν στην συγκρότηση ενός φαινομένου στρατηγικής σημασίας για τους επόμενους προσανατολισμούς της χώρας: Στις δημοτικές εκλογές Μαρτίου 2019, αλλά και στην επαναληπτική εκλογή για τον μητροπολιτικό δήμο Κωνσταντινούπολης στις 23 Ιουνίου για πρώτη φορά μετά από 17 χρόνια ένα μέρος των ψηφοφόρων του ΑΚΡ μετακινήθηκε προς τους υποψήφιους της αντιπολίτευσης.
Ιδιαίτερα σε ότι αφορά στην Κωνσταντινούπολη το ποσοστό των ψηφοφόρων του ΑΚΡ που στήριξαν τον Ιμάμογλου καταγράφεται σε 3,5%. Αριθμητικά το ποσοστό αυτό φαντάζει μικρό, ωστόσο η στρατηγική του σημασία βασίζεται στις εξής δυναμικές: Είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται συγκεκριμένη και ξεκάθαρη μετακίνηση ψήφων από το μπλοκ της εξουσίας απευθείας στο μπλοκ της αντιπολίτευσης και όχι μόνο σε αποχή από την κάλπη. Η ξεκάθαρη αυτή μετακίνηση καταγράφηκε σε συνθήκες δημιουργίας τεχνητής πόλωσης από την κυβέρνηση και σε ένα περιβάλλον που το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης δεν φαίνεται εφικτό. Συνεπώς έστω και μικρό κομμάτι των ψηφοφόρων του ΑΚΡ προσπέρασε τους πολιτισμικούς κώδικες του ισλαμικού κινήματος και ένιωσε για διαφορετικούς λόγους πιο κοντά στον υποψήφιο της «άλλης γειτονιάς». Τέλος, η μετακίνηση ψήφων στην συγκεκριμένη μεγαλούπολη με δεδομένη την δημογραφική της δομή σημαίνει μια ευρύτερη ρήξη εντός του συντηρητικού μπλοκ των ψηφοφόρων σε πανεθνική κλίμακα. Η Κωνσταντινούπολη συνεχίζει να θεωρείται μια «μικρή περιγραφή» ολόκληρης της Τουρκίας. Έστω και αν οι δυναμικές της – λόγω μεγέθους και οικονομικής δραστηριότητας – είναι διαφορετικές από άλλες περιοχές της χώρας, εντούτοις είναι γεγονός ότι το εκλογικό αποτέλεσμα καταγράφει τάσεις μιας μεγαλύτερης κλίμακας.
Ένα νέο μεταβατικό στάδιο στην Τουρκία
Παρόλο που ο ίδιος ο Έρντογαν επιδίωξε να μετατρέψει τις δημοτικές εκλογές του 2019 σε ένα ακόμα δημοψήφισμα έγκρισης της εξουσίας του και εξήλθε «τραυματισμένος», εντούτοις δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι η πολιτική του ήττα καταγράφηκε στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Τα μηνύματα της κάλπης και οι κοινωνικές δυναμικές είναι όντως πολυσύνθετες. Εξαιτίας της πολυπλοκότητας της κατάστασης, η μετατροπή των απωλειών της εξουσίας από το επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης σε μια ολοκληρωτική ανατρεπτική δυναμική σε πανεθνική κλίμακα είναι μια προοπτική που πρέπει να συνδυάσει όλες τις πτυχές μιας δομικής κρίσης. Δηλαδή για να ανατραπεί η εξουσία Έρντογαν θα πρέπει προηγουμένως να συνδυαστούν οι παράγοντες της οικονομικής κρίσης με την πολιτική και ιδεολογική οπισθοχώρηση του σημερινού μπλοκ εξουσίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ενίσχυση της αντιπολίτευσης στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι σημαντική αλλά από μόνη της και στατικά δεν μπορεί να πυροδοτήσει τις ευρύτερες αλλαγές. Ακριβώς για αυτό το λόγο, το επόμενο χρονικό διάστημα η Τουρκία αναμένεται να χαρακτηριστεί από διλήμματα τα οποία θα κρίνουν την έναρξη ή όχι μιας συγκυρίας βαθύτερης αμφισβήτησης της κυβέρνησης Έρντογαν. Ο τρόπος που θα αξιοποιήσει η αντιπολίτευση και κυρίως το CHP την τοπική εξουσία είναι παράγοντας που θα κρίνει τη διεύρυνση του προς το μπλοκ των παραδοσιακών ψηφοφόρων της εξουσίας, αλλά και την ικανότητα του να συνεργαστεί πιο μόνιμα με το κουρδικό κίνημα και μέρος των Κούρων ψηφοφόρων. Την ίδια στιγμή, στρατηγική σημασία αποκτούν οι επόμενες κινήσεις του Έρντογαν στο επίπεδο της ανασυγκρότησης του ΑΚΡ, αλλά και σε ότι αφορά στο μέλλον της συμμαχίας του με το ΜΗΡ. Σε αυτό το επίπεδο, τη δική της σημασία θα έχει και η προσπάθεια κάποιων αλλαγών που να βελτιώνουν το προεδρικό σύστημα. Τέλος, σημαντικές επιρροές στην τελική αναδιαμόρφωση των πολιτικών ισορροπιών στην Τουρκία θα έχει ο βαθμός επιτυχίας ή αποτυχίας του εγχειρήματος για νέα κόμματα στο χώρο της κεντροδεξιάς από πρώην στελέχη του ΑΚΡ όπως οι Αμπτουλλάχ Γκιουλ και Αλί Μπαμπατζιάν, αλλά και ο Αχμέτ Νταβούτογλου. Τα ερωτηματικά που καλούνται να απαντήσουν οι προσπάθειες των παλιών στελεχών του ΑΚΡ επικεντρώνονται στο εάν θα δημιουργήσουν απλά ένα «δεύτερο ΑΚΡ» ή αν θα προχωρήσουν σε ένα εντελώς νέο πολιτικό πρόγραμμα. Σε συνδυασμό με το προαναφερθέν, σημαντικές θα είναι και οι ενδείξεις των προσπαθειών αυτών αναφορικά με το ποιες κοινωνικές ομάδες και συμφέροντα θα επιδιώξουν να εκπροσωπήσουν.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών Σπουδών