Η πτώση της τουρκικής λίρας σε συνδυασμό με την καχεξία της τουρκικής οικονομίας, ποιες επιπτώσεις έχει στην οικονομία των κατεχομένων; Ποιοι τομείς επηρεάζονται άμεσα;
Οι αρνητικές επιπτώσεις της υποτίμησης της αξίας της τουρκικής λίρας στα κατεχόμενα σε ορισμένους τομείς ήταν πιο έντονες σε σύγκριση με την Τουρκία. Παρόλο που απουσιάζουν ολοκληρωμένα στοιχεία για τους τομείς της οικονομίας εντούτοις μπορούν να εξαχθούν συγκεκριμένα συμπεράσματα στη βάση του πληθωρισμού, της ανεργίας, των εμπορικών σχέσεων και της γενικότερης δομής της οικονομίας των κατεχομένων. Συγκεκριμένα στα τέλη του 2018 ο πληθωρισμός στα κατεχόμενα έφτασε το 38%. Το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο σε ολόκληρη την περίοδο των τελευταίων 17 χρόνων. Την ίδια περίοδο στην Τουρκία ο πληθωρισμός ήταν περίπου 25%. Η διαφορά που καταγράφηκε οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες στα κατεχόμενα διεξάγονται με άλλα νομίσματα, όπως ευρώ, αγγλική στερλίνα και δολάρια. Την ίδια στιγμή η οικονομία των κατεχομένων είναι εξαρτημένη από τις εισαγωγές, οι οποίες επίσης γίνονται σε δολάρια, συμπεριλαμβανομένων των εισαγωγών από την Τουρκία. Συνεπώς η πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, είχε μεταφραστεί με πολλαπλάσιες επιπτώσεις, ιδιαίτερα στα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα.
Σε ένα άλλο επίπεδο, ακριβώς λόγω της κατακόρυφης πτώσης της αξίας της τουρκικής λίρας καταγράφηκε άμεσα αύξηση του ελλείμματος στον προϋπολογισμό των κατεχομένων. Σύμφωνα με υπολογισμούς για τον προϋπολογισμό του 2019, το έλλειμμα αρχικά υπολογίστηκε στα 825 εκατομμύρια τουρκικές λίρες. Όμως εξαιτίας της προοπτικής μη καταβολής ορισμένων ποσών από την χρηματοδότηση της Τουρκίας, το έλλειμα μπορεί να αυξηθεί μέχρι και 1.3 δισεκατομμύρια τουρκικές λίρες περίπου. Το σημείο αυτό όμως είναι κρίσιμης σημασίας. Λαμβανομένου υπόψη της σχέσης μεταξύ μεταβολής δημόσιου χρέους και ελλείματος, στην περίπτωση της «ΤΔΒΚ» έχουν ενταθεί οι εξής δυναμικές: Η αδυναμία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας να αποπληρώσει μέρος του δημόσιου χρέους σε συνθήκες υποτίμησης της τουρκικής λίρας, αυξάνει την ανάγκη χρηματοδότησης από την Τουρκία. Η χρηματοδότηση από την Τουρκία σε ότι αφορά στο δημόσιο χρέος όμως γίνεται ήδη από το 1997 με τη μορφή δανείων και όχι εισφορών. Επομένως μόνο μερικά εικοσιτετράωρα τον Αύγουστο του 2018 με την κατακόρυφη πτώση της αξίας της τουρκικής λίρας έναντι ξένου συναλλάγματος, ήταν αρκετά για να επιδεινώσουν τον φαύλο κύκλο του μηχανισμού εξάρτησης των κατεχομένων από την Τουρκία. Ένας φαύλος κύκλος που επικεντρώνεται στην αδυναμία παραγωγής τοπικών εσόδων σταδιακής έστω αποπληρωμής του δημόσιου χρέους και στην αναπαραγωγή της «ανάγκης» για δάνεια από την Άγκυρα.
Γιατί η Τουρκία καθυστερεί την υπογραφή του λεγομένου νέου τρίχρονου οικονομικού «πρωτοκόλλου» (2019 – 2021) με τα κατεχόμενα; Τι επιδιώκει να πετύχει;
Από τις μέχρι σήμερα πληροφορίες που έχουν διαρρεύσει σε ένα μέρος του τουρκοκυπριακού και του τουρκικού Τύπου, φαίνεται να υπάρχουν διαφωνίες σε σχέση με συγκεκριμένες πτυχές του νέου τρίχρονου οικονομικού πρωτοκόλλου. Ανάμεσα σε αυτές ξεχωρίζει το ζήτημα της πλήρους αναδιάρθρωσης του τομέα παραγωγής και πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας. Όπως είναι γνωστό η Άγκυρα έχει ήδη σχεδιάσει την υλοποίηση υποθαλάσσιου αγωγού μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στα κατεχόμενα, ως συνέχεια του προηγούμενου έργου υποθαλάσσιας μεταφοράς νερού. Για την υλοποίηση του νέου έργου η τουρκική κυβέρνηση έχει θέσει ζητήματα στρατηγικής σημασίας όπως η έναρξη της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης του τομέα του ηλεκτρισμού. Στο επίπεδο αυτό στόχος είναι η υποβοήθηση της εμπλοκής τουρκικού κεφαλαίου στην παραγωγή ηλεκτρισμού στα κατεχόμενα σε διασύνδεση με την λειτουργία της νέας υποδομής που σχεδιάζεται στη βάση του υποθαλάσσιου αγωγού. Σε αυτό το πλαίσιο μερίδες της τουρκοκυπριακής Αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος αντιδρούν αρνητικά. Η τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση σε αυτό το θέμα προκάλεσε σχετικές καθυστερήσεις στην όλη διαδικασία συζητήσεων για το πρωτόκολλο. Πέραν αυτού, καθυστερήσεις σημειώθηκαν και εξαιτίας της δυσαρέσκειας της Άγκυρας για τη μη υλοποίηση συγκεκριμένων όρων του προηγούμενου τρίχρονου πρωτοκόλλου που κανονικά έληξε το 2018. Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι βασικές πιέσεις της Άγκυρας μάλλον κατευθύνονται προς το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα, το οποίο πέραν από το βασικό στην «κυβέρνηση» είναι και το κόμμα με τις περισσότερες διασυνδέσεις με το συνδικαλιστικό κίνημα. Η ισχυρή παρουσία συνδικαλιστών του κόμματος στον τομέα του ηλεκτρισμού, λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, δημιουργεί έντονες δυναμικές πολιτικών κρίσεων που επηρεάζουν καθοριστικά τις τουρκοκυπριακές πολιτικές ισορροπίες. Δεν είναι τυχαία η «σιωπηλή» αλλά αναπαραγώμενη διαφωνία που καταγράφεται εντός της τουρκοκυπριακής Αριστεράς μεταξύ μερών που παρουσιάζονται έτοιμα να αποδεχτούν τη συνολική φιλοσοφία του πρωτοκόλλου και αυτών που αντιδρούν.
Ποιες εκτιμάται ότι θα είναι οι (πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές) προεκτάσεις του νέου «πρωτοκόλλου»;
Πτυχές του νέου οικονομικού πρωτοκόλλου έχουν ήδη δημοσιευθεί στον τουρκοκυπριακό Τύπο. Ιδιαίτερη συζήτηση καταγράφεται για θέματα όπως η επιδίωξη διεύρυνσης των ιδιωτικοποιήσεων στον τομέα του ηλεκτρισμού στη βάση της συμφωνίας που έγινε τον Οκτώβριο του 2016, στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, αλλά και η έναρξη σχεδιασμών για σταδιακή ιδιωτικοποίηση των λιμανιών. Η δραστική μείωση των δήμων, η ενσωμάτωση των μηχανισμών στατιστικών στοιχείων του τουρισμού των κατεχομένων με τον αντίστοιχο της Τουρκίας, καθώς και μέτρα βελτίωσης της ιδιωτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αποτελούν επίσης ζητήματα που τέθηκαν στο επίκεντρο των συζητήσεων. Ωστόσο οι ευρύτερες προεκτάσεις θα πρέπει να αναζητηθούν στις συνέχειες που δημιουργούνται στη βάση της φιλοσοφίας των τρίχρονων οικονομικών πρωτοκόλλων. Αυτή η πολιτική βασίζεται σε ένα πιο ολοκληρωμένο στόχο της Άγκυρας σε σχέση με τον νεοφιλελεύθερο μετασχηματισμό της οικονομικής δομής των κατεχομένων.
Οι προσπάθειες με τον συγκεκριμένο προσανατολισμό ξεκίνησαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Τόσο οι οργανωμένες αντιδράσεις της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης, όσο και η πολιτική και οικονομική αποσταθεροποίηση στην Τουρκία αποτέλεσαν εμπόδια προς την υλοποίηση ενός περιεκτικού νεοφιλελεύθερου ανοίγματος της τουρκοκυπριακής οικονομίας. Όμως οι ισορροπίες άρχισαν να αλλάζουν μετά τα δημοψηφίσματα του 2004, εξέλιξη που σχετίζεται και με την ισχυροποίηση της τουρκικής κυβέρνησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τα τρίχρονα οικονομικά πρωτόκολλα από το 2004 και μετά είναι πιο ολοκληρωμένα και πιο ξεκάθαρα στις βασικές τους κατευθύνσεις. Περιληπτικά διακρίνονται οι εξής δυναμικές μέσα από τα κείμενα των πρωτοκόλλων: η διεύρυνση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας των κατεχομένων τους οποίους η Άγκυρα διεκδικεί να ελέγξει ολοκληρωτικά. Για παράδειγμα μετά τον έλεγχο του τραπεζικού τομέα ξεκίνησε η σταδιακή συρρίκνωση τομέων με μεγάλη εργοδότηση, αλλά και ο περιορισμός της τοπικής παραγωγικής ικανότητας. Στη συνέχεια επιδιώχθηκε ο έλεγχος του νερού, ενώ σήμερα το νέο στάδιο είναι ο ηλεκτρισμός. Επομένως στον πυρήνα της φιλοσοφίας των πρωτοκόλλων δεν βρίσκεται μόνο ένα «συμβατικό – κανονικό» άνοιγμα της οικονομίας των Τουρκοκυπρίων. Αντίθετα η δομική εξάρτηση που δημιουργεί η μη επίλυση του Κυπριακού, παρουσιάζεται ως βάση «μονοδρομικού ανοίγματος» της οικονομίας των κατεχομένων προς την Τουρκία.
Πως αυτές οι εξελίξεις μπορεί να επηρεάσουν τις προσπάθειες για λύση του κυπριακού;
Το ευρύτερο πλαίσιο των συνεπειών στο Κυπριακό ξεφεύγει από τα «στενά όρια» της διαδικασίας των συνομιλιών. Ο κοινωνικοοιοκονομικός μετασχηματισμός που καταγράφεται στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα τις τελευταίες δεκαετίες σχετίζεται – μεταξύ άλλων – και με την μελλοντική θέση της κοινότητας στην επίλυση του πολιτικού προβλήματος. Η οικονομική σχέση που αναπτύσσει η Άγκυρα με τα κατεχόμενα έχει κάποια χαρακτηριστικά στρατηγικής σημασίας σε ότι αφορά την αμφισβήτηση των Τουρκοκυπρίων ως ισότιμων εταίρων των Ελληνοκύπριων σε μια πιθανή λύση του Κυπριακού. Γιατί η οικονομική στρατηγική και οι εξαρτήσεις που δημιουργήθηκαν στις διχοτομικές συνθήκες αποστέρησαν από την Τουρκοκυπριακή κοινότητα την ικανότητα ενδυνάμωσης τοπικής παραγωγής. Αμφισβήτησαν έτσι την αποτελεσματικότητα των πολιτικών – οργανωμένων συνόλων στην αντιπαράθεση για αυτονόμηση από την Τουρκία. Με αυτό τον τρόπο η κοινότητα εγκλωβίστηκε σε ένα «παρασιτικό» οικονομικό περιβάλλον αναπαραγωγής ελλειμμάτων, τα οποία με τη σειρά τους γεννούν «όρους και προϋποθέσεις» χρηματοδότησης τους από την Άγκυρα. Με την διατήρηση της διχοτομικής κατάστασης διευρύνθηκε η δυνατότητα της Τουρκίας να επηρεάζει το πολιτικό σύστημα των Τουρκοκυπρίων διαμέσου των «οικονομικών όρων και προϋποθέσεων» χρηματοδότησης των ελλειμάτων, αλλά και η ικανότητα της να πιέζει τις τουρκοκυπριακές δυνάμεις που διαχρονικά υποστήριζαν την ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού. Τα οικονομικά πρωτόκολλα συνεπώς μπορούν να βοηθήσουν και στην μερική αποκωδικοποίηση της αγωνίας που εκφράζουν μέρη της κοινότητας γύρω από την αντιπαράθεση «ύπαρξη ή εξαφάνιση». Στο σημείο αυτό η έννοια της «εξαφάνισης» που χρησιμοποιείται από την τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση παραπέμπει περισσότερο στην «πολιτική εξαφάνιση» των Τουρκοκυπρίων ως εταίρων των Ελληνοκυπρίων. Παραπέμπει στον κίνδυνο ανατροπής των ισορροπιών με τρόπο που η Ελληνοκυπριακή κοινότητα να βρεθεί «ενώπιος ενωπίω» με την ίδια την Άγκυρα σε μια άνιση σχέση.
Πως ερμηνεύεται το αποτέλεσμα των δημοτικών εκλογών στην Τουρκία; Η ήττα του κυβερνώντος κόμματος στα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης ή οφείλειται (και) σε άλλους παράγοντες;
Η οικονομική κρίση ήταν σίγουρα ένας βασικός παράγοντας για την απώλεια μεγάλων δήμων από το κυβερνών ΑΚΡ, όμως δεν είναι ο μοναδικός. Ήδη από το 2015 και μετά καταγράφεται μιας ευρύτερη δυσαρέσκειας σε συντηρητικά – θρησκευόμενα στρώματα του πληθυσμού που παραδοσιακά στηρίζουν κόμματα του ισλαμικού κινήματος. Τόσο η πίεση ενάντια στο βιοτικό τους επίπεδο, όσο και φαινόμενα αναξιοκρατίας, ευνοιοκρατίας και ενός μεγάλου δικτύου πελατειακών σχέσεων, είναι παράγοντες που δημιούργησαν αμφισβητήσεις. Οι αμφισβητήσεις όμως δεν είχαν μια ολοκληρωμένη έκφραση. Θα μπορούσε να σημειωθεί ότι τόσο το δημοψήφισμα του 2017 με την δύσκολη επικράτηση του ΝΑΙ, όσο και οι δημοτικές του 2019 αποτέλεσαν επιβεβαίωση ότι υπάρχουν κοινωνικές δυναμικές αλλαγής στην Τουρκία. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά στις απώλειας του ΑΚΡ σε μεγάλους μητροπολιτικούς δήμους θα πρέπει να υπογραμμιστεί το φαινόμενο της έντονης αστικοποίησης και όλων των νέων φαινομένων που δημιουργεί. Οι πόλεις στις οποίες το ΑΚΡ έχασε στις δημοτικές εκλογές συγκεντρώνουν περίπου το 40% του πληθυσμού της Τουρκίας, χαρακτηρίζονται ως οι κινητήριες μηχανές της τουρκικής οικονομίας. Επομένως ο πληθυσμός κινητοποιείται διαμέσου διαφορετικών πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων σε σύγκριση με την περιφέρεια της Τουρκίας. Έχει διαφορετικές ανησυχίες και διαφορετική σχέση με την κρατική εξουσίας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο αναπτύσσεται μεγαλύτερη κριτική ενάντια στον αυταρχισμό της εξουσίας.
Ωστόσο θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι δυναμικές αυτές στο παρόν στάδιο δεν έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα. Ο Έρντογαν συνεχίζει να διατηρεί την επιρροή του σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Σε μερικές περιπτώσεις πετυχαίνει στην υπενθύμιση της «αναγκαιότητας» διατήρησης της εξουσίας του με τρόπο που να κινητοποιεί τα προηγουμένως περιθωριοποιημένα στρώματα της συντηρητικής μερίδας της κοινωνίας προς την υπεράσπιση των κεκτημένων της τελευταίας 17ετίας. Επομένως το μεγάλο δίλημμα της επόμενης περιόδου θα είναι ο βαθμός αντοχής της πόλωσης που καλλιεργεί ο Έρντογαν βασισμένος σε ιδεολογικές και πολιτισμικές πτυχές μπροστά στις νέες δυναμικές που γεννά η οικονομική κρίση και η πίεση στο βιοτικό επίπεδο ειδικά των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων του πληθυσμού.
Πως αυτό το αποτέλεσμα επηρεάζει την πολιτική Ερντογάν εντός και εκτός Τουρκίας;
Το αποτέλεσμα των δημοτικών αποτέλεσε μια ισχυρή προειδοποίηση προς τον Έρντογαν. Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων από τον ίδιο τον πρόεδρο της Τουρκίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το επόμενο χρονικό διάστημα θα ακολουθήσει ένα δεύτερο μεγάλο κύμα αναδιάρθρωσης του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και ενίσχυσης της συνεργασίας με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης. Δεν αποκλείεται να προωθηθούν νομοθετικά αλλά και κατασταλτικά μέτρα στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης με τρόπο που να υψώνουν εμπόδια προς τους δημάρχους της αντιπολίτευσης. Σε αυτό το επίπεδο η κρίση στην οικονομία δεν αποκλείεται να μετατραπεί σε «εργαλείο» της κυβέρνησης για πιέσεις ενάντια σε δήμους στρατηγικής σημασίας. Είναι επίσης δεδομένο ότι ενώπιον του Έρντογαν πλέον βρίσκεται μια πιο οργανωμένη αντιπολίτευση που κατάφερε να σπάσει το «ψυχολογικό όριο» του μύθου του αήττητου Έρντογαν. Όμως είναι γεγονός ότι ούτε για την αντιπολίτευση θα είναι εύκολη η κατάσταση. Διότι ο Έρντογαν χαρακτηρίζεται κυρίως από την αποφασιστικότητα να «κατακτήσει όση περισσότερη εξουσία γίνεται». Χαρακτηρίζεται από την θέληση για «κατάκτηση όλων των διαθέσιμων ψήφων». Την ίδια στιγμή αναζητά μηχανισμούς αναπαραγωγής της εξουσίας του μέσα από διευρυμένες κοινωνικές συμμαχίες. Συνεπώς είναι πιθανό το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα να θέσει στο επίκεντρο του την οικονομία και να αναζητήσει νέες και πιο ομαλοποιημένες σχέσεις στο εξωτερικό που να συμβάλλουν στην μερική έστω αντιμετώπιση της κρίσης.
Η μετακίνηση της Τουρκίας από το φιλοδυτικό στρατόπεδο και το φλερτ με τη Μόσχα αλλά και το Ιράν, είναι συγκυριακή κατάσταση ή αποκτά πιο βαθιά χαρακτηριστικά, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικής αλλά και σε επίπεδο λαού;
Είναι γεγονός ότι η κριτική στάση έναντι της Δύσης αποτελεί ένα ενδιαφέρον κοινωνικό φαινόμενο στην Τουρκία. Πολλά διεθνή ζητήματα αποτέλεσαν ιστορικά εστίες κριτικής, πηγές πολιτικής και ιδεολογικής κινητοποίησης ενάντια στη Δύση. Μάλιστα αυτό αφορά σε διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα στη χώρα. Στη σημερινή φάση ωστόσο η κριτική αντιμετώπιση της Δύση εμπλουτίζεται γενικότερα από την αναζήτηση ενός πολυπολικού κόσμου στο διεθνές σύστημα. Ενός κόσμου που δεν θα χαρακτηρίζεται σε απόλυτο βαθμό από τις επιλογές ισχυρών χωρών της Δύσης, αλλά περισσότερο από τον ανταγωνισμό που προκαλούν αναδυόμενες δυνάμεις. Τα τελευταία 30 χρόνια, σε διαφορετικό βαθμό και ένταση, η Τουρκία μπαίνει δυναμικά στο προαναφερθέν πλαίσιο. Επιδιώκει να πάρει θέσει στο μπλοκ των δυνάμεων εκείνων που διεκδικούν την αυτονόμηση τους και τη δυνατότητα τους υπό προϋποθέσεις να υλοποιούν «δικές» τους πολιτικές στην περιφέρεια. Εκείνο που σήμερα παρουσιάζεται ως «φλερτ» με τη Μόσχα είναι μια πτυχή αναζητήσεων για εναλλακτικές συνεργασίες και για δημιουργία πεδίων σχετικής αυτονόμησης. Έντονα προβλήματα και διαφωνίες συνεχίζουν να υπάρχουν μεταξύ Τουρκίας-Μόσχας, όπως και μεταξύ Τουρκίας – ΗΠΑ. Ωστόσο η Άγκυρα φαίνεται να επιδιώκει να προωθεί περισσότερο τα ζητήματα εκείνα στα οποία μπορούν να σημειωθούν συγκλίσεις, παρά αυτά στα οποία υπάρχουν ήδη διαφωνίες. Συνεπώς οι μελλοντικές δυναμικές είναι εκείνες που μπορούν να εξηγήσουν κατά πόσο η Άγκυρα θα διατηρήσει την προαναφερθείσα ικανότητα τήρησης τόσο λεπτών ισορροπιών.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών Σπουδών