
Ένα από τα στοιχεία που επηρεάζουν την πολιτική της Τουρκίας στο Κυπριακό ήταν διαχρονικά η «επανεφεύρεση» της Ανατολικής Μεσογείου. Η ιδεολογική κατασκευή της Ανατολικής Μεσογείου είναι σημαντική γιατί μπορεί να αποκαλύψει τη διαδικασία δημιουργίας ζητημάτων ασφάλειας ή και την αξιοποίηση πραγματικών απειλών μέσα από τις οποίες ο γεωπολιτικός προσανατολισμός ενός κράτους αναδιαμορφώνεται. Υπό αυτή την έννοια η «κατασκευή» μιας περιοχής – στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου – αποτελεί προσπάθεια της εξουσίας να αποκτήσει έλεγχο μέσα από τον οποίο θα «δημιουργήσει» πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά την περιοχή που επιθυμεί να επηρεάζει. Το ιδεολογικό υπόβαθρο και το πολιτικό πρόγραμμα μιας κυβέρνησης, καθώς και οι ευρύτερες τοπικές και διεθνείς συνθήκες έχουν το δικό τους ρόλο στο πώς μια εξουσία αντιλαμβάνεται μια περιοχή. Όλα τα πιο πάνω συγκροτούν ένα συγκεκριμένο γεωπολιτικό δόγμα μέσα από το οποίο τελικά προκύπτουν και νομιμοποιούνται οι πολιτικές εθνικής ασφάλειας.
Για να πετύχει το στόχο μετατροπής ενός ζητήματος σε «θέμα εθνικής ασφαλείας» μια εξουσία ή μια συγκεκριμένη κυβέρνηση θα πρέπει να έχει ένα βαθμό ηγεμονίας και να υποστηρίζεται από μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Όμως την ίδια στιγμή η συγκεκριμένη εξουσία θα πρέπει να υποβοηθείται και από την γεωπολιτική συγκυρία που μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και τις πράξεις του «απέναντι». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το ζήτημα της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο, σε συνδυασμό με διάφορες εξελίξεις των τελευταίων χρόνων στην περιοχή, έπαιξε δραστικό ρόλο στο πως η Τουρκία «ανακαλύπτει ξανά» την εν λόγω θάλασσα. Η ανακάλυψη υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο και η συζήτηση που αναπτύσσεται γύρω από την πιθανότητα οι ποσότητες φυσικού αερίου να είναι τέτοιες που να αλλάζουν τις ισορροπίες, ήταν διαδικασίες που ανανέωσαν το ενδιαφέρον της Τουρκίας για την περιοχή. Επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις γεωπολιτικές αντιλήψεις για την Κύπρο και επανέφεραν στο προσκήνιο της Άγκυρας τη συζήτηση για τα «δικαιώματα της χώρας» και την προοπτική «εχθρικής της περικύκλωσης».
Ιδιαίτερα κατά την περίοδο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, η Άγκυρα εντατικοποίησε τις προσπάθειες της για την συγκρότηση ενός νέου δόγματος εθνικής ασφάλειας. Παρόλο που πτυχές αυτού του δόγματος χαρακτηρίζονται ακόμα από πολλά ερωτηματικά και αδιευκρίνιστα σημεία, εντούτοις δύο πτυχές του φαίνεται να ξεδιπλώνονται στο πρακτικό επίπεδο: Η πρώτη είναι η αντίληψη περί «προληπτικής επέμβασης». Δηλαδή η αντιμετώπιση των απειλών που θεωρεί ότι δέχεται η Τουρκία πριν αυτές εισέλθουν σε τουρκικές περιοχές. Στο σημείο αυτό ξεχωρίζει η εξαγωγή της σκληρής ισχύος της χώρας εκτός συνόρων με το παράδειγμα των βόρειων περιοχών της Συρίας να είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό. Η δεύτερη πτυχή είναι η ιδεολογική ενοποίηση ενός τεράστιου γεωγραφικού χώρου στην περιφέρεια της Τουρκίας, ο οποίος σήμερα αντιμετωπίζεται ως «χώρος απειλών».
Όπως αναφέρει ο απόστρατος ναύαρχος Cem Gürdeniz, «Η Τουρκία σήμερα βρίσκεται ενώπιον μιας σχεδιασμένης πολιορκίας από την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, τόσο περιεκτικής όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Στην Ανατολική Μεσόγειο το μπλοκ του Ισραήλ, της Ελληνοκυπριακής Διοίκησης, της Ελλάδας και της Αιγύπτου ενώνει την αντιτουρκική του συνεργασία υπό την καθοδήγηση και την στρατηγική στήριξη των ΗΠΑ και της Ε.Ε και την αναβαθμίζει από πολιτική και οικονομική σε στρατιωτική».
Το πιο πάνω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό ενός ευρύτερου κλίματος που προωθείται μέσα από τον τουρκικό φιλοκυβερνητικό Τύπο. Η πολιτική που ακολουθούν οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές δυνάμεις στη Συρία, αλλά και οι συνεργασίες που αναπτύσσονται μεταξύ τους με κράτη της Ανατολικής Μεσογείου στο θέμα της ενέργειας, αποτελούν παραδείγματα που επιβεβαιώνουν τις προσπάθειες «εχθρικής περικύκλωσης» της Τουρκίας. Ως προέκταση του σκεπτικού της κυβέρνησης Έρντογαν, οι δρώντες της περιοχής είναι περίπου οι ίδιοι με διαφορετικές προτεραιότητες και συμφέροντα στη Συρία και στην Ανατολική Μεσόγειο, όμως με «εχθρικές διαθέσεις» έναντι της Τουρκίας. Σε αυτό το πλαίσιο έχουν σχηματιστεί δύο μέτωπα: Από τη μια πλευρά είναι οι ΗΠΑ, η Ε.Ε, το Ισραήλ, η Κυπριακή Δημοκρατία, η Ελλάδα και η Αίγυπτος. Από την άλλη πλευρά είναι η Τουρκία, η Ρωσία και το Ιράν. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Άγκυρας, το πεδίο των ανταγωνισμών έχει επεκταθεί από τα βόρεια εδάφη της Συρίας μέχρι και την Ανατολική Μεσόγειο. Για αυτό ακριβώς το λόγο, η Τουρκία καλείται να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις στη Συρία και στην Κύπρο, ως στοιχεία ενός ενιαίου γεωπολιτικού πεδίου της Ανατολικής Μεσογείου.
Μια παράλληλη διάσταση των πιο πάνω είναι η απουσία εξελίξεων στο Κυπριακό. Η αποτυχία που καταγράφηκε στην κορύφωση της προσπάθειας στο Κραν Μοντάνα και το πάγωμα των συνομιλιών που ακολούθησε, λειτουργούν έμμεσα ως νομιμοποιητικά στοιχεία μιας πιο επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας στα ενεργειακά θέματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «πολιτικό κενό» που συγκροτεί η απουσία προσπάθειας συνολικής επίλυσης του Κυπριακού δεν αντιμετωπίζεται ακριβώς ως «κενό» από την τουρκική κυβέρνηση. Αντίθετα αντιμετωπίζεται ως «ευκαιρία» για δημιουργία νέων ισορροπιών προς όφελος του τουρκικού κράτους ιδιαίτερα σε πεδία, όπως ο ανταγωνισμός στη θάλασσα, στα οποία συνειδητοποιεί την υπεροχή του.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών Σπουδών