Οι δημοτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου 2019 σηματοδοτούν την όγδοη εκλογική αναμέτρηση στην Τουρκία μέσα σε διάστημα δέκα χρόνων. Από το 2010 μέχρι σήμερα οι ψηφοφόροι στη χώρα καλέστηκαν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα σε δημοτικές, βουλευτικές, προεδρικές εκλογές και δημοψηφίσματα έγκρισης ή απόρριψης αλλαγών στο σύνταγμα. Ωστόσο η διαφορετικότητα της εκλογικής διαδικασίας σε κάθε χωριστή περίπτωση της τελευταίας δεκαετίας υπερκαλύφθηκε από ένα κοινό ιδεολογικοπολιτικό άξονα: Αυτό της αναπαραγωγής της διακυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Ανεξαρτήτως του θεσμικού πλαισίου, όλες οι εκλογικές διαδικασίες της περιόδου τέθηκαν σε ένα πλαίσιο στο οποίο η κοινωνία καλέστηκε να εγκρίνει (ή να απορρίψει) την συνέχιση, την επιβίωση και τη διεύρυνση της εξουσίας του Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν. Υπό αυτή την έννοια, οι δημοτικές εκλογές του 2019 δεν αποτέλεσαν διαφοροποίηση. Αντίθετα χαρακτηρίστηκαν από τις βασικές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της περιόδου, αλλά και από την κύρια σχεδόν υπαρξιακή αγωνία του Έρντογαν να συγκρατήσει τις φυγόκεντρες δυναμικές που εμφανίστηκαν εξαιτίας της βαθιάς οικονομικής αποσταθεροποίησης.
Η «επιβίωση του κράτους» ως εργαλείο πόλωσης της κοινωνίας
Στις αρχές Μαρτίου 2019, ο επικεφαλής της κομματικής οργάνωσης του ΑΚΡ στην πόλη Κιουτάχια μιλώντας σε συγκέντρωση των τοπικών στελεχών ανέφερε: «Στις 31 Μαρτίου η συμμαχία του κακού, αυτοί που πολιτεύονται ενάντια στις αξίες του έθνους, δεν θα έχουν την ευκαιρία ούτε καν να περπατούν σε αυτές τις γειτονιές και αυτά τα σοκάκια». Λίγες μέρες μετά στις 19 Μαρτίου 2019 το φιλοκυβερνητικό κανάλι «Ακίτ» μετέδωσε ρεπορτάζ από το μουσείο των φυλακών «Ουλούτζανλαρ». Μπροστά από την αγχόνη – έκθεμα του μουσείου, ο δημοσιογράφος Μεχμέτ Οζμέν ισχυρίστηκε ότι η κοινωνία αναμένει τον απαγχονισμό του Οτζαλάν, του Γκιουλέν, αλλά και όλων όσων συνεργάζονται μαζί τους όπως ο πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Η εισαγγελία ξεκίνησε έρευνες εναντίον του μόνο μετά από ισχυρές διαμαρτυρίες του κόμματος της αντιπολίτευσης. Τα προαναφερθέντα περιστατικά δυστυχώς δεν αποτέλεσαν τις εξαιρέσεις στην προεκλογική περίοδο για τις δημοτικές του 2019. Εάν συνδυαστούν με τις καθημερινές λεκτικές επιθέσεις και ένα είδος πολιτικού λιντσαρίσματος που αντιμετώπισαν οι υποψήφιοι δήμαρχοι της αντιπολίτευσης στις εκστρατείες τους ιδιαίτερα σε μητροπολιτικούς δήμους, τότε είναι ξεκάθαρο ότι η τεχνητή πόλωση που επιδίωξε να καλλιεργήσει η εξουσία τουλάχιστον ως ένα βαθμό διευρύνθηκε στην κοινωνία.
Ήδη από τους τελευταίους μήνες του 2018, ο Έρντογαν προσπάθησε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ούτως ώστε οι δημοτικές εκλογές Μαρτίου 2019 να κριθούν στην λαϊκή έγκριση ενός προγράμματος αντιμετώπισης πραγματικών ή κατασκευασμένων απειλών ενάντια στην Τουρκία. Απειλών και κινδύνων που προέρχονται είτε από εξωτερικούς είτε από εσωτερικούς εχθρούς. Όπως υπογράμμισε στις 7 Δεκεμβρίου 2018 «Ιδιαίτερα αυτές οι δημοτικές εκλογές έχουν πολύ μεγάλη σημασία αφού γίνονται σε μια περίοδο που όλος ο κόσμος επιτίθεται εναντίον του έθνους και της χώρας μας». Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η αντιπολίτευση παρουσιάστηκε ως μια «συμμαχία δυνάμεων που παρεκκλίνουν από τις ορθές εθνικές αρχές», που παίζει τον ρόλο της «εσωτερικής πέμπτης φάλαγγας» και που με την «προδοτική της στάση» μετατρέπει τις δημοτικές εκλογές σε «εκλογές για την επιβίωση» της Τουρκίας.
Σε όλη την προεκλογική περίοδο ενόψει των δημοτικών του Μαρτίου λοιπόν η έννοια της «επιβίωσης» (στα τουρκικά εκφράζεται με την λέξη beka), απέκτησε στρατηγική σημασία. Παρουσιάστηκε και προωθήθηκε σε τέτοια ένταση που μετατράπηκε στο «μαγικό ξόρκι» της συμμαχίας του κυβερνώντος κόμματος με το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) για την παγίωση των εκλογικών της ποσοστών. Όπως ο ίδιος ο Έρντογαν υπογράμμισε σε συλλαλητήριο στην πόλη Ντένιζλι: «Αρχίζοντας από τους νέους θα πρέπει να εξηγήσουμε σε όλους τη σημασία που έχουν οι εκλογές της 31ης Μαρτίου για το έθνος και το μέλλον μας. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε σε κάθε συμπολίτη μας ότι αυτές οι εκλογές δεν είναι μόνο δημοτικές, αλλά είναι εκλογές επιβίωσης». Η επιλογή της έννοια της «επιβίωσης» φυσικά δεν ήταν τυχαία. Αυτός είναι ένας όρος με ισχυρό ιστορικό υπόβαθρο στο χώρο της τουρκικής δεξιάς. Εκφράζει έντονα πολιτικά και κοινωνικά ένστικτα που σχετίζονται με τη σημασία της κρατικής εξουσίας. Την ίδια στιγμή διαμέσου αυτής της έννοιας καλλιεργείται η ύπαρξη μιας – σε πολλές περιπτώσεις – αδιευκρίνιστης απειλής σε πανεθνικό επίπεδο. Έτσι επιδιώκεται η συσπείρωση των ψηφοφόρων ιδεολογικά συγγενικών κομμάτων, ο σχηματισμός ενός κοινωνικού μπλοκ πλειοψηφίας και η παγίωση του ως βάση αναπαραγωγής της κρατικής εξουσίας. Εφόσον οι απειλές είναι «πανεθνικές» και όχι «κομματικές», τότε η στήριξη του Έρντογαν μετατρέπεται σε ένα είδος «εθνικής αποστολής» για την προστασία της εξουσίας. Οι δυνάμεις εκείνες που αντιδρούν στο εν λόγω πλαίσιο μπαίνουν αυτόματα στη μαύρη λίστα των «εστιών της προδοσίας». Ταυτόχρονα μετατρέπονται από την σημερινή εξουσία και σε ένα «πρόβλημα εθνικής ασφάλειας» για τη χώρα. Επομένως η καταστολή εναντίον τους δεν μπορεί παρά να παρουσιάζεται όχι μόνο ως επιβεβαίωση ενός ισχυρού κράτους, αλλά και ως αναγκαία για την αντιμετώπιση του «κινδύνου» που συνιστούν.
Η οικονομική κρίση και η αναζήτηση συναινέσεων προς την εξουσία
Ένας από τους σημαντικότερους λόγους που εξανάγκασαν τον Έρντογαν να μετατρέψει τις δημοτικές εκλογές σε ένα είδος δημοψηφίσματος υπέρ της «επιβίωσης του κράτους» (ουσιαστικά επιβίωση της εξουσίας του), είναι οι συνέπειες της οικονομικής αποσταθεροποίησης που βιώνει η Τουρκία ιδιαίτερα από το καλοκαίρι του 2018. Διαμέσου της κατασκευής εσωτερικών και εξωτερικών απειλών, η κυβέρνηση επικεντρώθηκε στην συντήρηση του φόβου και της αγωνίας σε ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης το αίσθημα του φόβου πηγάζει κυρίως από τα ερωτηματικά που φέρνει μαζί της η πιθανότητα «άγνωστων» πολιτικών αλλαγών και ρηγμάτων. Ο Έρντογαν συνειδητοποιεί ότι σε τέτοιες συνθήκες μπορεί τελικά να επικρατήσει η τάση έγκρισης μιας ήδη κακής κατάστασης παρά η ενδυνάμωση μιας «άγνωστης» προοπτικής από την αντιπολίτευση. Καθόλου τυχαία από ένα σημείο της προεκλογικής εκστρατείας ο πρόεδρος της χώρας επαναλάμβανε φορτικά ότι η κάλπη της 31η Μαρτίου «δεν θα εκλέξει μόνο τις τοπικές αρχές, αλλά θα κάνει μια κρίσιμη επιλογή. Ή θα πούμε συνέχιση στην σταθερότητα και την ενίσχυση της Τουρκίας ή θα ανοίξουμε την πόρτα στην αβεβαιότητα».
Είναι γεγονός ότι η μετατροπή του ΑΚΡ σε ένα ιδιότυπο «κόμμα – κράτος» και η μακροχρόνια κυριαρχία του στο πολιτικό σύστημα, σταδιακά επέβαλαν ένα αμυντικό προσανατολισμό στο πολιτικό του πρόγραμμα. Εδώ και αρκετά χρόνια ο Έρντογαν έχει αφαιρέσει από την πολιτική του δραστηριότητα κάθε έννοια αλλαγής και προσανατολίστηκε περισσότερο στην ανάδειξη της ανάγκης για «προστασία των κεκτημένων». Η έντονη εργαλειοποίηση της «σταθερότητας» και η προώθηση του διλήμματος της «αντιπολιτευτικής αβεβαιότητας», είναι στοιχεία που απευθύνονται στα «ένστικτα επιβίωσης» του συντηρητικού μέρους της κοινωνίας. Δηλαδή των κοινωνικών τάξεων και ομάδων του πληθυσμού που την τελευταία εικοσαετία κατάφεραν να εξέλθουν από το οικονομικό και πολιτιστικό περιθώριο, κυρίως λόγω της στήριξη τους προς την εξουσία Έρντογαν. Άλλωστε ένα από τα καθοριστικά κίνητρα της μεγάλης μερίδας των συντηρητικών ψηφοφόρων που έδειξαν αφοσίωση στο ΑΚΡ όλα αυτά τα χρόνια, ήταν η πραγματοποιήσιμη και εφικτή υπόθεση του «ανοίγματος πεδίου» προς όφελος τους. Με τη διακυβέρνηση Έρντογαν, αυτή η μερίδα της κοινωνίας είχε την ευκαιρία συμμετοχής στην εξουσία, οικονομικά πλεονεκτήματα, άνοδο του βιοτικού της επιπέδου και συμμετοχή στο πελατειακό δίκτυο, όσο ποτέ προηγουμένως. Το αμάλγαμα των στοιχείων που οδήγησαν στην καθιέρωση της εξουσίας Έρντογαν περιλάμβανε τον συνδυασμό των οικονομικών προνομίων με την ενίσχυση του πολιτιστικού στάτους της συντηρητικής ταυτότητας. Στις σημερινές συνθήκες της πίεσης ενάντια στο βιοτικό επίπεδο αυτού του τμήματος της κοινωνίας, ο συνασπισμός εξουσίας γύρω από τον Έρντογαν επιδιώκει να «εισπράξει» για μια ακόμα φορά τα πλεονεκτήματα της αφοσίωσης και της εξάρτησης που δημιούργησε η μακροχρόνια διακυβέρνηση.
Το βασικότερο νέο στοιχείο της σημερινής κατάστασης σε σχέση με την αναζήτηση συναινέσεων για την διατήρηση της μονοκρατορίας Έρντογαν, είναι ότι η οικονομική αποσταθεροποίηση φέρει χαρακτηριστικά που επηρεάζουν με καθοριστικό τρόπο την καθημερινότητα των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων του πληθυσμού. Ήδη από την περίοδο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου 2018 ο πληθωρισμός αυξήθηκε από το 10% στο 25% και συνεχίζει την ανοδική του πορεία. Τα επιτόκια στα καταναλωτικά δάνεια εκτινάχθηκαν στο 38%, ενώ στις αρχές του 2019 η ανεργία σκαρφάλωσε στο 13%. Πολλοί αναλυτές στη χώρα εκτιμούν ότι μόνο στην Κωνσταντινούπολη υπάρχουν σήμερα σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια άνεργοι νέοι. Τα στοιχεία της περιόδου μέχρι και τις αρχές του 2019 ανεβάζουν τον αριθμό των ανθρώπων που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας σε περίπου 11 εκατομμύρια. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα σχεδόν κανένα από τα πολιτικά μέτρα της κυβέρνησης δεν έφερε ουσιαστική ανακούφιση, ενώ οι προβλέψεις για την εξέλιξη της οικονομίας το 2019 είναι στο σύνολο τους αρνητικές. Ακριβώς αυτή η δύσκολη οικονομική συγκυρία αντικατοπτρίζεται και στις έρευνες γνώμης σχετικά με τις αντιλήψεις γύρω από τα κυριότερα προβλήματα της Τουρκίας. Εδώ και ένα χρόνο ο πληθωρισμός, η ακρίβεια και η ανεργία καταγράφονται ως τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Αντίθετα, ο κίνδυνος επιβίωσης του κράτους και η τρομοκρατία παρόλο που απασχολούν την κοινωνία, εντούτοις δεν φαίνονται στην προτεραιότητα της κοινής γνώμης.
Επομένως ένα από τα μεγάλα διλήμματα των δημοτικών εκλογών θα είναι και η καταγραφή των αντοχών της τακτικής συνειδητής πόλωσης της κοινωνίας με πολιτισμικούς και ιδεολογικούς κώδικες. Η κάλπη των δημοτικών θα δείξει το βαθμό επιτυχίας ή αποτυχίας του Έρντογαν στην προσπάθεια του να εμποδίσει την διαρροή ψήφων προς την αντιπολίτευση μέσα από την ενεργοποίηση της «ανάγκης» για διατήρηση των ποσοστών της συμμαχία ΑΚΡ-ΜΗΡ ως μορφή σταθερότητας της χώρας ενάντια στην «αβεβαιότητα» των πολιτικών ανατροπών.
Η θεμελίωση των κομματικών συνασπισμών
Ένα επίσης σημαντικό δίλημμα των δημοτικών εκλογών του 2019 θα είναι η καταγραφή της εξέλιξη του νέου φαινομένου των κομματικών συνασπισμών και συνεργασιών, κάτι που αναμένεται να σημαδέψει το τουρκικό πολιτικό σύστημα στα επόμενα χρόνια. Όπως και στις προηγούμενες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές Ιουνίου 2018, στο επίπεδο των συμμαχιών ξεχωρίζει η Συμμαχία του Λαού, δηλαδή του ΑΚΡ και του ΜΗΡ. Η κυβερνώσα συμμαχία συμφώνησε σε κοινές υποψηφιότητες σε 51 νομούς της χώρας. Από αυτούς οι 44 προέρχονται από το ΑΚΡ και οι 7 από το ΜΗΡ. Οι μητροπολιτικοί δήμοι στους οποίους η Συμμαχία του Λαού έχει κοινές υποψηφιότητες είναι 30, από τους οποίους οι 27 υποψήφιοι προέρχονται από το ΑΚΡ και οι υπόλοιποι 3 από το ΜΗΡ. Στο πλαίσιο της αντιπολίτευσης δεν υπήρξε κατάληξη σε θεσμική συμμαχία παρόμοια με τις εκλογές Ιουνίου 2018. Όμως το CHP και το Καλό Κόμμα αποφάσισαν να συνεργαστούν ως αυτόνομα κόμματα σε διάφορες περιοχές με κοινές υποψηφιότητες. Συγκεκριμένα κατέληξαν σε συνεργασία για 50 νομούς. Οι 23 από αυτούς είναι μητροπολιτικοί δήμοι και το CHP έχει 13 υποψήφιους, ενώ το Καλό Κόμμα υπέδειξε τους 10. Οι υπόλοιποι 27 νομοί δεν είναι μητροπολιτικοί δήμοι και σε αυτούς το CHP έχει 16 υποψήφιους και το Καλό Κόμμα έχει 11. Το κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) έχει αποκλειστεί από επίσημες συνεργασίες με τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Όμως σε ορισμένες πόλεις δεν έχει υποδείξει κομματικούς υποψηφίους και υπό αυτή την έννοια οι ψηφοφόροι του είναι μια στρατηγική πηγή για τη διεκδικούμενη αλλαγή πολιτικών ισορροπιών στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι η μεγαλύτερη βαρύτητα του κουρδικού κινήματος φυσιολογικά προσανατολίστηκε στις νοτιοανατολικές – κουρδικές περιοχές. Εκεί το HDP συμμετέχει με ολοκληρωμένα κομματικά ψηφοδέλτια και με βασικό στόχο να ξανακερδίσει τους δήμους στους οποίους το κράτος διόρισε επίτροπο εκδιώκοντας ουσιαστικά τους εκλεγμένους δημάρχους του κόμματος.
Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη: Οι «συμβολικοί» μητροπολιτικοί δήμοι
Η πορεία της προεκλογικής εκστρατείας και η ολοκληρωτική παρουσία του Έρντογαν φανέρωσαν μεταξύ άλλων και την αγωνία με την οποία αντιμετωπίζει τις δημοτικές εκλογές σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη. Θα μπορούσε μάλιστα να αναφερθεί ότι ιδιαίτερα τα ερωτηματικά των δημοτικών εκλογών του 2019 επικεντρώθηκαν σε αυτούς τους δύο μητροπολιτικούς δήμους. Η προσοχή που έδωσε στις δύο μεγαλουπόλεις ο Έρντογαν δεν είναι τυχαία. Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη τα τελευταία 25 χρόνια διοικούνται από δημάρχους προερχόμενους από το ισλαμικό κίνημα. Ο ίδιος ο Έρντογαν άνοιξε διάπλατα τις πόρτες τις πολιτικής του κυριαρχίας από την εποχή της θητείας του ως δήμαρχος Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα το οικονομικό, πολιτικό και δημογραφικό βάρος των δύο αυτών μητροπολιτικών δήμων, είναι τέτοια στοιχεία που υπό προϋποθέσεις μπορούν να εκφράσουν γενικότερες τάσεις και αλλαγές σε πανεθνικό επίπεδο. Το κεντρικό χαρακτηριστικό όλων σχεδόν των ερευνών γνώμης για τις εκλογές σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη ήταν η καταγραφή πιθανοτήτων επικράτησης της αντιπολίτευσης. Η δυναμική αυτή σε ένα μεγάλο μέρος της προεκλογικής περιόδου αφορούσε ιδιαίτερα στην Άγκυρα. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι μια πιθανή απώλεια της συμμαχίας του ΑΚΡ με το ΜΗΡ σε μητροπολιτικούς δήμους τέτοιας εμβέλειας, δεν μπορεί από μόνη της να ανατρέψει τις γενικές ισορροπίες στη χώρα. Αντίθετα θα πρέπει να συνδυαστεί με μια συνολική απώλεια εκλογικής δύναμης του κυβερνητικού συνασπισμού, η οποία είτε θα επιβεβαιωθεί, είτε θα ανατραπεί την αμέσως επόμενη περίοδο με επίκεντρο τον άξονα της οικονομίας.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών Σπουδών