Η κάλπη ως επιβεβαίωση της αστάθειας
Συνήθως οι πρόωρες εκλογές αποτελούν ενδείξεις κορύφωσης των προσπαθειών επίλυσης μιας συγκεκριμένης κοινωνικο-οικονομικής ή/και πολιτικής κρίσης. Τέτοιες διαδικασίες ενεργοποιούνται και ως μηχανισμοί ξεπεράσματος κάποιων συγκυριακών αδιεξόδων. Όμως ανεξαρτήτως του υπόβαθρου της πραγματοποίησης πρόωρων εκλογών, στην σημερινή τουρκοκυπριακή περίπτωση η κάλπη της 7ης Ιανουαρίου 2018 αντι να επιλύσει, αύξησε περαιτέρω τις «γκρίζες ζώνες» και τα ερωτηματικά για την συνολική κρίση που αντιμετωπίζει το πολιτικό σύστημα στα κατεχόμενα. Το Κόμμα Εθνικής Ενότητας κατάφερε να αυξήσει τα ποσοστά του σε σύγκριση με το 2013, όμως η τελική αριθμητική ισορροπία που προέκυψε με την κατανομή των εδρών στην «Βουλή» μειώνει καθοριστικά τα περιθώρια συγκρότησης μιας σταθερής «κυβέρνησης». Με λίγα λόγια, τα αποτελέσματα της 7ης Ιανουαρίου στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα σηματοδοτούν ακόμα ένα κύκλο αποσταθεροποίησης, ο χρονικός ορίζοντας και η ποιότητα του οποίου δεν μπορούν εύκολα να καθοριστούν.
Μια κοινωνία σε «μόνιμο μεσοδιάστημα»
Ένα από τα δυσκολότερα στοιχεία της αποκωδικοποίησης των κοινωνικών δυναμικών στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, στηρίζεται στο γεγονός ότι αυτές αναπτύσσονται σε ένα «μη ομαλό» πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, το οποίο όμως δεν είναι καθόλου στατικό. Η «ΤΔΒΚ» δηλαδή το σύνολο των χωριστών δομών εξουσίας έτσι όπως διαμορφώθηκαν και μετεξελίχθηκαν σε όλη την περίοδο από τις διακοινοτικές ταραχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι και σήμερα, είναι μια παράνομη οντότητα χωρίς διεθνή αναγνώριση. Την ίδια στιγμή είναι ένα σύνολο θεσμών και δομών που διαθέτει όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά ενός κράτους, λειτουργεί ως κράτος, βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία «να γίνει κράτος». Επομένως αυτό το σύνολο δομών φέρει μαζί του δυναμικές ομαλοποίησης που σχεδόν ποτέ δεν φτάνουν στο επίπεδο ολοκλήρωσης αυτής της διαδικασίας. Η κοινωνία των Τουρκοκυπρίων, με έντονες εσωτερικές διαφοροποιήσεις και αντιπαραθέσεις, εξελίσσεται για δεκαετίες εκτός διεθνούς νομιμότητας και υπό αυτή την έννοια βρίσκεται σε μια μακρόχρονη «κατάσταση εξαίρεσης». Έτσι από τη μια η ανολοκλήρωτη διαδικασία ομαλοποίησης των δομών εξουσίας και από την άλλη η αίσθηση μονιμοποίησης μιας «εξαιρετικής» κατάστασης, δημιουργούν ένα περιβάλλον εγκλωβισμού των Τουρκοκυπρίων στο κατώφλι του μεσοδιαστήματος.
Η κοινότητα βρίσκεται στο σημείο εκείνο που βιώνει την σταδιακή σήψη και κατάρρευση μιας παλιάς κατάστασης πραγμάτων, αλλά δεν μπορεί να περάσει το κατώφλι της νέας, νόμιμης και πιο ομαλής κατάστασης πραγμάτων. Το καθεστώς διαβίωσης των Τουρκοκυπρίων σε ένα χώρο «μεσοδιαστήματος», σε ένα χώρο «μόνιμης προσωρινότητας» και «εξαίρεσης» επηρεάζει λοιπόν πτυχές της συλλογικής συνείδησης εξουσίας και τις αντιλήψεις του πληθυσμού για την διφορούμενη πολιτειακή του κατάσταση. Αυτές οι αντιλήψεις, οι πολιτικές και ιδεολογικές τοποθετήσεις χαρακτηρίζονται από ρευστότητα. Ιδιαίτερα σε περιόδους εντατικοποίησης της αποσταθεροποίησης ή σε εποχές ισχυροποίησης των αδιεξόδων και της απαισιοδοξίας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μπορεί είτε να μετακινηθεί προς ριζοσπαστικές αναζητήσεις ξεπεράσματος της διχοτόμησης, είτε στον συμβιβασμό με την «ασφάλεια» στάτους κβο, είτε ακόμα και σε μια σιωπηλή καταδίκη της κατάστασης εγκλωβισμού και των δημιουργών της. Με τη σειρά του, ο εγκλωβισμός της κοινωνίας σε ένα περιβάλλον «μόνιμης προσωρινότητας» δημιουργεί και αναπαράγει νέες κρίσεις, προκαλεί νέες διαφοροποιήσεις στα πολιτικά αιτήματα και τις διεκδικήσεις του πληθυσμού.
Στην τουρκοκυπριακή περίπτωση, σε συνθήκες επικράτησης προοπτικών μιας συνολικής λύσης του Κυπριακού η πλειοψηφική έκφραση διεκδικήσεων εκφράστηκε προς την κατεύθυνση της αυτονόμησης από την Τουρκία, της εκδημοκρατικοποίησης των σχέσεων με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα σε μια ομοσπονδιακή δομή και της ένταξης στη διεθνή νομιμότητα μέσα από την Ε.Ε. Αυτές ήταν σε γενικές γραμμές, τρεις από τις βασικότερες δυναμικές που εμφανίστηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέσα από σκαμπανεβάσματα κορυφώθηκαν κυρίως στα δημοψηφίσματα του 2004. Αντίθετα σε συγκυρίες μείωσης των προοπτικών συνολικής επίλυσης του Κυπριακού, σε συγκυρίες αύξησης των προβλημάτων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή/και σε συνθήκες εντατικοποίησης του καθεστώτος κηδεμονίας από την Τουρκία, οι αναζητήσεις ενός πολύ μεγάλου μέρους της κοινότητας για απεξάρτηση και αυτονομία δεν διακόπτονται αλλά χαρακτηρίζονται ίσως από διαφορετικό περιεχόμενο και διαφορετικά εργαλεία υλοποίησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον πραγματοποιήθηκαν και οι πρόωρες εκλογές της 7ης Ιανουαρίου 2018.
Τα προβλήματα και οι διεκδικήσεις σε «παράλληλη» θέση με το Κυπριακό
Τουλάχιστον σε ότι αφορά στην συγκεκριμένη περίπτωση των πρόσφατων πρόωρων εκλογών, ένα από τα σημεία που ξεχώρισαν ήταν η προσπάθεια σχεδόν όλων των κομμάτων – από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες και με διαφορετικούς τελικούς στόχους – να τοποθετηθούν επί των καθημερινών προβλημάτων και αιτημάτων της Τουρκοκυπριακής κοινότητας τοποθετώντας τα όμως σε θέση «παράλληλη» με το Κυπριακό. Με λίγα λόγια οι πρόωρες εκλογές χαρακτηρίστηκαν κυρίως από την εξής γενική θέση: «είτε υπάρξει, είτε δεν υπάρξει λύση, υπάρχουν πολλά που πρέπει να γίνουν» με στόχο τη βελτίωση της καθημερινότητας των Τουρκοκυπρίων.
Μια επιφανειακή ανάλυση της συγκεκριμένης θέσης θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι συνολικά το τουρκοκυπριακό πολιτικό σύστημα αφήνει πίσω του την προηγούμενη επίσης ισχυρή αντίληψη ότι «η μήτρα όλων των προβλημάτων είναι το Κυπριακό». Ωστόσο μια πιο προσεκτική ματιά στην ήδη πολύπλοκη κατάσταση φέρνει στην επιφάνεια διαφορετικές ανησυχίες και διεκδικήσεις ενός μέρους της κοινότητας. Η προσπάθεια να συζητηθούν τα προβλήματα των Τουρκοκυπρίων σε θέση «παράλληλη» με το Κυπριακό και όχι ως προϊόν του Κυπριακού, δείχνει από τη μια την κορύφωση της απογοήτευσης, αλλά από την άλλη δείχνει και την πορεία συνειδητοποίησης για την ανάγκη μιας συνολικής κοινωνικής αλλαγής. Όντως παραμένουν ερωτηματικά, αντιφάσεις και γκρίζες ζώνες αναφορικά με τις απαντήσεις για μια συνολική αλλαγή σε συνθήκες εκκρεμότητας του Κυπριακού. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί η πτυχή της ωρίμανσης της θέσης ότι η «ΤΔΒΚ» με τα σημερινά της ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν μπορεί να διασφαλίσει την κοινοτική ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων.
Η γενική εικόνα των αποτελεσμάτων της 7ης Ιανουαρίου 2018 υπογραμμίζει ότι το προαναφερθέν κεντρικό χαρακτηριστικό του πλαισίου που βιώνει η Τουρκοκυπριακή κοινότητα έχει διαφορετικές επιπτώσεις στα πολιτικά κόμματα και τις ισορροπίες. Μέσα σε αρνητικές συνθήκες σε σχέση με τις προσδοκίες επίλυσης του Κυπριακού, αλλά και εντατικοποίησης της τουρκικής παρουσίας, το αποτέλεσμα της κάλπης βγάζει στην επιφάνεια τρεις μεγάλους ιδεολογικούς-πολιτικούς πόλους. Αυτοί οι πόλοι χαρακτηρίζονται από τις μεταξύ τους διαφορές και συγκρούσεις, αλλά και από τις εσωτερικές τους αντιφάσεις. Δεν πρόκειται συνεπώς για τρεις πόλους απολύτως συγκροτημένους και ομοιογενείς. Αντίθετα πρόκειται για δείχτες ρευστότητας και συνέχισης των αλλαγών. Συγκεκριμένα με το αποτέλεσμα των εκλογών η ανομοιογενής ιδεολογική τριχοτόμηση διακρίνεται στους εξής πόλους:
Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα της αποχής
Ένα από τα σημαντικά στοιχεία της ψηφοφορίας της 7ης Ιανουαρίου 2018, ήταν η επανάληψη του φαινομένου της αποχής που χαρακτηρίζει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα ιδιαίτερα από το 2013 και μετά. Συγκεκριμένα στις 7 Ιανουαρίου 2018 από τους 190.553 ψηφοφόρους, προσήλθαν στις κάλπες 126.196, δηλαδή ποσοστό περίπου 66.2%. Στις επίσης πρόωρες εκλογές του 2013 από τους 175.258 ψηφοφόρους, συμμετείχαν 122.642, δηλαδή ποσοστό περίπου 69%. Στη δημοψήφισμα συνταγματικών αλλαγών που ακολούθησε το καλοκαίρι του 2014 από τους 172.803 ψηφοφόρους προσήλθαν στις κάλπες 119.940, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων καταψήφισε τις αλλαγές παρά την ομόφωνη απόφαση των πολιτικών κομμάτων για υπερψήφισή τους. Στις εκλογές για την ανάδειξη του Τουρκοκύπριου ηγέτη το 2015 προσήλθαν στις κάλπες 110.298 ψηφοφόροι στον πρώτο γύρο και 110.799 στο δεύτερο γύρο. Θα μπορούσε να σημειωθεί ότι παρά την αύξηση του εκλογικού σώματος τα τελευταία πέντε χρόνια στα κατεχόμενα, οι ψηφοφόροι που συμμετέχουν στις διαδικασίες σταθεροποιούνται μεταξύ 110 και 125 χιλιάδες περίπου.
Η αποστασιοποίηση ενός πολύ μεγάλου μέρους της κοινωνίας από το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα, αλλά και η σταθερή ύπαρξη ενός μικρότερου τμήματος που οργανωμένα και συνειδητά μποϊκοτάρει τις εκλογικές διαδικασίες είναι βεβαίως αποτέλεσμα σύνθετων παραγόντων. Δεν πρόκειται για μια ιδεολογικά μονολιθική μερίδα της κοινωνίας, όμως είναι γεγονός ότι ένα από τα βασικά της χαρακτηριστικά είναι μια απροσδιόριστη «διαμαρτυρία και αντιπολίτευση» προς την σημερινή πολιτική κατάσταση πραγμάτων. Πέραν της έννοιας της αποπολιτικοποίησης, ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων που δεν συμμετέχουν χαρακτηρίζεται από μια ευρύτερη απώλεια εμπιστοσύνης προς το τουρκοκυπριακό πολιτικό σύστημα. Αυτή η απώλεια με τη σειρά της αφορά σε ζητήματα μείωσης των προσδοκιών για επίλυση του Κυπριακού, αλλά και διαμαρτυρίας για την «αναξιοπρεπή» στάση των κομμάτων έναντι των παρεμβάσεων της Άγκυρας. Βεβαίως εφόσον πρόκειται για αποχή, σημαίνει ότι τουλάχιστον για αυτή την κοινωνική ομάδα στα κατεχόμενα στο παρόν στάδιο είναι πολύ δύσκολο να καταγραφούν επακριβώς οι ιδεολογικο-πολιτικές τάσεις και προτιμήσεις της.
Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα της αντιφατικής «ασφάλειας»
Σε αυτή την ομάδα θα μπορούσαν να ενταχθούν οι κοινωνικές δυνάμεις που στήριξαν τα τρία κόμματα με πιο ξεκάθαρους τους δεξιούς τους προσανατολισμούς. Το Κόμμα Εθνικής Ενότητας που κέρδισε 35.5%, το Δημοκρατικό Κόμμα που κέρδισε 7.8% και το Κόμμα Αναγέννησης (εποίκων) που κέρδισε 7%. Το σύνολο της εκλογικής τους δύναμης τουλάχιστον έτσι όπως εκφράστηκε την 7η Ιανουαρίου 2018 (περίπου 50,3%) ουσιαστικά δεν απομακρύνεται από τα παραδοσιακά ποσοστά της τουρκοκυπριακής δεξιάς. Εκτός των περιόδων δραματικών ανακατατάξεων στο Κυπριακό, αυτή η μερίδα της κοινωνίας κινείται πιο εύκολα στα πλαίσια του υφιστάμενου δικτύου πελατειακών σχέσεων. Αυτός ο χώρος, σε συνθήκες απουσίας ή κατάρρευσης οποιασδήποτε άλλης προοπτικής, μπορεί ευκολότερα να συσπειρωθεί στις δομές του κατεστημένου. Όμως θα πρέπει να καταγραφεί ότι στη σημερινή συγκυρία ακόμα και τα κατεξοχήν κόμματα του κατεστημένου, όπως το Εθνικής Ενότητας και το Δημοκρατικό, εξαναγκάστηκαν να υιοθετήσουν στα προγράμματά τους μια απροσδιόριστη έστω έννοια της ανάγκης για μεταρρύθμιση και αλλαγή της «ΤΔΒΚ».
Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα της «δύσκολης αλλαγής»
Ο τρίτος ισχυρός πόλος είναι ίσως ο πιο ανομοιογενής όλων και ο πιο αντιφατικός. Σε αυτή την κατηγορία θα μπορούσαν να ενταχθούν τα κόμματα της κεντροαριστεράς, όπως το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα που πήρε 21% και το Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας που κέρδισε 8.6%. Δίπλα τους όμως εμφανίζεται και το Κόμμα του Λαού με ποσοστό 17%. Παρόλο που οι έρευνες γνώμης που έγιναν με την ίδρυση του κόμματος του Όζερσαϊ κατέγραφαν ακόμα και ποσοστά που έφταναν το 25%, εντούτοις η παρουσία του στην πολιτική ζωή είναι ένδειξη κάποιων σημαντικών κοινωνικών αλλαγών. Ανεξαρτήτως της κομματικής τους έκφρασης, αυτές οι αλλαγές φαίνεται να μονιμοποιούνται. Συγκεκριμένα, το ποσοστό του Κόμματος του Λαού θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως μια κοινωνική συμμαχία μικροαστικών στρωμάτων της κοινότητας, τα οποία δεν μπορούσαν να εκφραστούν μέσα από τον «παλιό εθνικισμό» του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και του Δημοκρατικού. Νέοι άνθρωποι, ελεύθεροι επαγγελματίες, περισσότερο ενσωματωμένοι στο παγκόσμιο περιβάλλον και με μια διαφορετική συνείδηση χωριστής τουρκοκυπριακής εξουσίας, αυτά τα στρώματα βρίσκουν την δική τους προοπτική μέσα από τον λόγο του Όζερσαϊ. Με διαφορετικές αφετηρίες και με διαφορετικούς στόχους από την τουρκοκυπριακή Αριστερά, αυτή η μερίδα της κοινωνίας παρουσιάζεται σε θέση αντιπολίτευσης τόσο προς την Άγκυρα όσο και προς την κατεστημένη τουρκοκυπριακή τάξη. Για αυτό και υπογραμμίζει έντονα την ανάγκη συνολικής παλινόρθωσης/αυτονομίας της «ΤΔΒΚ». Το διαφορετικό της στοιχείο από την τουρκοκυπριακή Αριστερά, είναι ότι η τελευταία αναδείχθηκε ιστορικά μέσα από την αντίληψη ότι μόνο μια ομοσπονδιακή επίλυση του Κυπριακού μπορεί να ανατρέψει την υφιστάμενη ιεραρχική σχέση μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Άγκυρας. Η μεγάλη απώλεια ψήφων του Ρεπουμπλικανικού προς το Κόμμα του Λαού σε κάποια αστικά κέντρα, ίσως να σηματοδοτεί την προσπάθεια αυτονόμησης ευρύτερων κεντροδεξιών δυνάμεων που προηγουμένως λόγω συγκυριών λύσης να συμμάχησαν με την Αριστερά. Όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ομάδες αυτών των στρωμάτων συνεχίζουν να συμφωνούν με την ομοσπονδιακή προοπτική.
Η συνέχιση της αβεβαιότητας
Με βάση τις προαναφερθείσες δυναμικές και εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων του πολιτικού συστήματος στα κατεχόμενα, οι δυνάμεις εκείνες που χαρακτηρίζονται από μια ξεκάθαρη αντιομοσπονδιακή προσέγγιση είναι σε ισχυρότερη θέση. Όμως οι ισορροπίες είναι τέτοιες που δεν εγγυούνται ούτε την γενική σταθερότητα, ούτε και ένα είδος μονοκρατορίας τους. Η ρευστότητα που χαρακτηρίζει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα δημιουργεί ερωτηματικά για όλα τα πολιτικά κόμματα. Το Κόμμα Εθνικής Ενότητας και οι πιο κοντινοί ιδεολογικοί του πόλοι, φαίνεται να στηρίζονται περισσότερο στην «ακινησία» γύρω από το Κυπριακό και επομένως στον εξαναγκασμό του πολιτικού συστήματος στην εσωστρέφεια. Για αυτό το λόγο, το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα αναμένεται να χαρακτηριστεί από την δοκιμή του Κόμματος Εθνικής Ενότητας να δημιουργήσει είτε μια σχετικά αδύνατη «κυβέρνηση» συνασπισμού, είτε και να εκβιάσει σε νέες πρόωρες εκλογές εάν βεβαίως οι τάσεις οδηγούν προς περαιτέρω ενίσχυση της θέσης του. Από την άλλη, πιθανή θα είναι και η προσπάθεια των κομμάτων της αντιπολίτευσης για σχηματισμό μιας εναλλακτικής «κυβερνητικής» συνεργασίας. Μέσα σε αυτά τα δεδομένα και αναλόγως των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν θα είναι έκπληξη η εντατικοποίηση της αντιπαράθεσης εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σε τέσσερις συγκεκριμένους άξονες: η αλλαγή των παραμέτρων επίλυσης του Κυπριακού και η απομάκρυνση από την ομοσπονδία, το νέο τρίχρονο οικονομικό πρωτόκολλο με την Άγκυρα, η αναδιάρθρωση και οικονομική ενίσχυση της επιτροπής αποζημιώσεων, καθώς και η αντιπαράθεση για την υιοθέτηση του προεδρικού συστήματος στα κατεχόμενα.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 14 Ιανουαρίου 2018