Οι επικείμενες πρόωρες εκλογές στα κατεχόμενα τον Ιανουάριο του 2018, αντικατοπτρίζουν την φορτική επανάληψης μιας «κλασσικής στιγμής» στην εξέλιξη της διχοτόμησης από το 1974 και μετά: Η Τουρκοκυπριακή κοινότητα βιώνει μια παρατεταμένη κρίση ηγεμονίας σε όλα τα επίπεδα της χωριστής πολιτειακής κατάστασης που προέκυψε ως αποτέλεσμα του πολέμου. Οι δομές εξουσίας στα βόρεια εδάφη της Κύπρου χαρακτηρίζονται κυρίως από την ολοκληρωτική αποτυχία του προγράμματος που φιλοδοξούσε να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες μιας κοινωνίας σε ένα πλαίσιο βίαιης εδαφικής και πληθυσμιακής διχοτόμησης. Η ανάγκη που οδήγησε στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών σήμερα, είναι απλά μια ιστορική επιβεβαίωση της συνέπειας που αναπαράγει η κατάρρευση του «κοινωνικού συμβολαίου», στο οποίο οι Τουρκοκύπριοι βρέθηκαν να είναι «ενδιαφερόμενη πλευρά» το 1974, αλλά και το 1983 με την ανακήρυξη της «ΤΔΒΚ».
Η αστάθεια ως «σταθερό φαινόμενο»:
Μια πιο απλουστευμένη προσέγγιση της πρόσφατης κρίσης στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, θα μπορούσε να οδηγήσει στο εξής συμπέρασμα: Οι πρόωρες εκλογές του 2018 είναι προϊόν ενός καθεστώτος κηδεμονίας, τα όρια του οποίου είναι απολύτως ξεκάθαρα. Η καθημερινή ζωή καθορίζεται και καθοδηγείται από την «άλλη πλευρά της θάλασσας» και συνεπώς η πολιτική αστάθεια είναι ένα σχεδόν «οντολογικό φαινόμενο» σε συνθήκες απόλυτης εξάρτησης. Η προαναφερθείσα προσέγγιση βεβαίως δεν είναι λανθασμένη. Ωστόσο δίπλα της θα πρέπει να προστεθούν κάποια πρόσφατα στοιχεία που υποδηλώνουν ταυτόχρονα ιστορικές συνέχειες και ρήξεις. Είναι μέσα από την προσεκτική αξιολόγηση αυτών των στοιχείων που μπορούν να εξαχθούν ίσως πιο ολοκληρωμένα συμπεράσματα για την κοινωνική και ιδεολογική κατάσταση των Τουρκοκυπρίων, τις δυναμικές που εμφανίζονται και που είναι πιθανόν να επηρεάσουν περαιτέρω την εξέλιξη του ίδιου του Κυπριακού προβλήματος.
Ένα από τα στοιχεία της ιστορικής συνέχειας είναι βεβαίως η «συνήθεια» της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σε πρόωρες εκλογές και συνεχής εναλλαγές «κυβερνήσεων» από το 1974 και μετά. Η πτυχή της αίσθησης ακυβερνησίας και γενικευμένης κρίσης, μετατράπηκε σε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του χωριστού τουρκοκυπριακού πολιτικού συστήματος μετά την εισβολή. Από το 1976, όταν για πρώτη φορά έγιναν εκλογές στο τότε «Τουρκοκυπριακό Ομόσπονδο Κράτος» μέχρι και σήμερα – δηλαδή μέσα σε περίοδο 42 σχεδόν χρόνων – σχηματίστηκαν συνολικά 38 «κυβερνήσεις». Ο τελευταίος συνασπισμός μεταξύ του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και του Δημοκρατικού Κόμματος που δημιουργήθηκε τον Απρίλιο του 2016, είναι το τρίτο «υπουργικό συμβούλιο» που σχηματίζεται μέσα στην περίοδο που ακολούθησε τις προηγούμενες επίσης πρόωρες εκλογές του Ιουλίου 2013. Αμέσως μετά τις εκλογές του 2013 προέκυψε η «κυβέρνηση» Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος και Δημοκρατικού, με την κατάρρευση της οποίας σχηματίστηκε η «κυβέρνηση» μεταξύ του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος και του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά ιστορικά που τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς και της Δεξιάς προσπάθησαν να συνεργαστούν. Όπως είναι γνωστό οι διαφωνίες των δύο κομμάτων σε σχέση με την λειτουργία του υποθαλάσσιου αγωγού μεταφοράς νερού και τις πρόνοιες του τρίχρονου οικονομικού πρωτοκόλλου με την Άγκυρα, προκάλεσαν ένα νέο κύκλο πολιτικής αστάθειας που συμπληρώθηκε φυσικά με την καλλιέργεια τεχνητών κρίσεων από πλευράς της τουρκικής κυβέρνησης στο δημοσιονομικό επίπεδο. Έτσι μέσα σε μια περίοδο μόλις τεσσάρων χρόνων και χωρίς καμιά ανανέωση της λαϊκής ψήφου, η κοινότητα διοικήθηκε από τρία διαφορετικά πολιτικό-ιδεολογικά σχήματα συνεργασιών.
Θα μπορούσε μάλιστα να λεχθεί ότι οι επικείμενες πρόωρες εκλογές ήταν αναμενόμενες, ιδιαίτερα εάν ληφθεί υπόψη ότι η σημερινή «κυβέρνηση» είναι μειοψηφία στηριζόμενη από την πλειοψηφία των ανεξάρτητων βουλευτών. Συγκεκριμένα, το Κόμμα Εθνικής Ενότητας και το Δημοκρατικό συγκεντρώνουν 23 έδρες από το σύνολο των 50 και υποστηρίζονται από τέσσερις εκ των πέντε ανεξάρτητων. Στη βάση αυτής ακριβώς της λεπτής ισορροπίας, το πολιτικό σύστημα στα κατεχόμενα απέκτησε μια ακόμα εστία αστάθειας αφού μια σειρά νομοσχεδίων ήταν αποτέλεσμα έντονων ανταλλαγμάτων και παρασκηνιακών διαβουλεύσεων διαφορετικών συνιστωσών. Πολλοί στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα θεωρούσαν ότι η συγκεκριμένη μορφή διακυβέρνησης «ούτως ή άλλως είχε ημερομηνία λήξης».
Η εξουσιαστική παρουσία της τουρκοκυπριακής Δεξιάς σε ιστορικό πλαίσιο:
Η συντριπτική πλειοψηφία των «κυβερνήσεων» σχηματίστηκαν είτε αποκλειστικά από το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, είτε σε συνεργασία με το συγκεκριμένο κόμμα. Συγκεκριμένα το Κόμμα Εθνικής Ενότητας που ιδρύθηκε το 1975, ήταν παρόν σε 23 από τις 38 «κυβερνήσεις», με συνολική διάρκεια 27 χρόνια από τα σχεδόν 42 που λειτουργεί το κοινοβουλευτικό σύστημα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το μεγάλο κόμμα της τουρκοκυπριακής Δεξιάς εμφανίζεται ως ο «πραγματικός ιδρυτής και ιδιοκτήτης» των χωριστών δομών εξουσίας.
Το Δημοκρατικό Κόμμα είναι επίσης ένα από τα «ιδιαίτερα φαινόμενα» της γενικής πολιτικής αστάθειας, της εμφάνισης αλλά και της κρίσης του δικτύου πελατειακών σχέσεων στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Το Δημοκρατικό Κόμμα ιδρύθηκε μόλις το 1992, υπό την παρασκηνιακή καθοδήγηση του Ραούφ Ντενκτάς. Ήταν μια από τις κορυφαίες εκφράσεις διάσπασης στο χώρο της τουρκοκυπριακής Δεξιάς, αφού τα ιδρυτικά του στελέχη αποχώρησαν από το Κόμμα Εθνικής Ενότητας. Το Δημοκρατικό Κόμμα, αν και με σχετικά μικρή σε διάρκεια πολιτική ζωή, κατάφερε να είναι παρόν σε 14 από τις 38 «κυβερνήσεις». Στα 25 χρόνια της ιστορίας του, το Δημοκρατικό Κόμμα διαθέτει κυβερνητική παρουσία λίγο περισσότερη από 12 χρόνια. Είναι και αυτό ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της πολιτικής εξέλιξης στα κατεχόμενα.
Σε αντίθεση με τα βασικά κόμματα της τουρκοκυπριακής Δεξιάς, η ευρύτερη Αριστερά δεν χαρακτηρίζεται από την έντονη της παρουσία στη διοίκηση των δομών εξουσίας. Το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα που ιδρύθηκε το 1970, πριν από όλα τα σημερινά τουρκοκυπριακά πολιτικά σχήματα, κατάφερε να βρίσκεται σε «κυβερνήσεις» συνεργασίας με διάρκεια 10 χρόνων. Το Κόμμα Κοινοτικής Σωτηρίας, από το οποίο προέκυψε το σημερινό Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας, ήταν σε «κυβερνητικά» σχήματα για περίοδο μόλις τριών χρόνων.
Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες των πρόωρων εκλογών:
Πέραν από τις πολιτικές, ιστορικές και ιδεολογικές πτυχές, οι οποίες μέσα από συνέχειες και ρήξεις οδήγησαν στην προκήρυξη των πρόωρων εκλογών του 2018, το σημερινό πλαίσιο χαρακτηρίζεται και από σημαντικές κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις. Οι προηγούμενοι δύο «κυβερνητικοί» συνασπισμοί κατέρρευσαν υπό το βάρος των πιέσεων της Άγκυρας για εφαρμογή του τρίχρονου οικονομικού πρωτοκόλλου και για υλοποίηση της συμφωνίας του υποθαλάσσιου αγωγού μεταφοράς νερού. Περίπου τις ίδιες πιέσεις αντιμετωπίζει και ο συνασπισμός του Κόμματος Εθνικής Ενότητας – Δημοκρατικού Κόμματος. Είναι γεγονός ότι ο νέος τρόπος διαχείρισης της οικονομικής ανάπτυξης των κατεχομένων από την Άγκυρα, έχει πολλαπλασιάσει αισθητά τον έλεγχο των δομών διοίκησης και οικονομίας.
Το νέο στοιχείο της «δημοσιονομικής πειθάρχησης» που εισάγει η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης μέσα από τα οικονομικά πρωτόκολλα, επηρεάζει ταυτόχρονα την λειτουργία, τις θέσεις και την δραστηριότητα των τουρκοκυπριακών πολιτικών κομμάτων. Σε μεγάλο βαθμό αφαιρεί από το τοπικό κομματικό σύστημα μέρος της αυτονομίας του και μετασχηματίζει την λειτουργία των κομμάτων με τρόπο που να αμφισβητούνται βασικές ιδιότητες τους όπως η αυτόνομη παραγωγή πολιτικής σκέψεις και δράσης σύμφωνα με τις τοπικές κοινωνικές δυναμικές. Αυτή η ακριβώς η «σκιά» της Άγκυρας και της τοπικής της έκφρασης, δηλαδή της τουρκικής πρεσβείας, τελικά λειτουργεί ως μηχανισμός διάψευσης των προσδοκιών και ελπίδων που καλλιεργούν είτε τα κόμματα, είτε ακόμα και οι ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας. Εντείνει συνεπώς και το φαινόμενο της αποξένωσης μέρους της κοινωνίας από την δημοκρατική συμμετοχή και γενικά το πολιτικό σύστημα.
Στη σημερινή συγκυρία, η ευρύτερη οικονομική κατάσταση των κατεχομένων συνδυάζει δύο βασικά στοιχεία: Το πρώτο είναι η σχεδόν από όλους παραδεκτή οικονομική στασιμότητα. Οι προβλέψεις της πρεσβείας της Τουρκίας για τους ρυθμούς ανάπτυξης του 2016 κατέγραφαν ποσοστό 5% που τελικά έμεινε πίσω από το 4%. Δηλαδή πίσω και από τα δεδομένα του 2015. Η βασική πρόβλεψη για τον πληθωρισμό το 2017 ήταν 4%, όμως από τα τέλη Σεπτεμβρίου ήδη κινείται σε επίπεδα άνω του 15%. Η αστάθεια της τουρκικής λίρας, επηρεάζει με καθοριστικό τρόπο τα εισοδήματα μεγάλου μέρους της κοινότητας, το οποίο ως γνωστό σε ένα μεγάλο μέρος των εξόδων του συναλλάσσεται με ευρώ ή και στερλίνες.
Το δεύτερο στοιχείο στο επίπεδο των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων είναι η ενόχληση της Άγκυρας από την απόδοση της «κυβέρνησης» της Δεξιάς σε θέματα υλοποίησης του πρωτοκόλλου. Για το 2016 η Τουρκία προέβλεπε χρηματοδοτήσεις για την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και των υποδομών της τάξη των 177 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών, από τα οποία χρησιμοποιήθηκε μόνο το 60.6%. Για το 2017, η Άγκυρα παραχώρησε 512 εκατομμύρια τουρκικές λίρες για επενδύσεις στις υποδομές, όμως μέχρι τις 4 Οκτωβρίου 2017 χρησιμοποιήθηκε μόνο το 24.6%. Σε όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί και το ότι η «ΤΔΒΚ» τα τελευταία δύο χρόνια έχει σταματήσει να πληρώνει τόκους που προκύπτουν από το εσωτερικό της χρέος. Έτσι τουλάχιστον για την περίοδο του 2016, τα νέα δάνεια που θα παραχωρούσε η Τουρκία με στόχο την κάλυψη του δημοσιονομικού ελλείμματος των κατεχομένων, δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου. Όπως γίνεται κατανοητό, μέσα από τέτοιες εξελίξεις φυσιολογικά μεταφέρονται επιπλέον οικονομικές αλλά και πολιτικές πιέσεις προς όλα τα στρώματα των δημοσίων υπαλλήλων ή όσων εξαρτώνται σε κάποιο βαθμό από πληρωμές της «ΤΔΒΚ». Επομένως, το ίδιο το τουρκοκυπριακό κομματικό σύστημα δεν θα μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστο από την όλη κατάσταση.
Η επαναφορά του προβλήματος του εποικισμού:
Στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο της κρίσης στα κατεχόμενα ξεχωρίζει για μια ακόμα φορά και το ζήτημα της αύξησης παραχώρησης υπηκοοτήτων σε έποικους. Το συγκεκριμένο ζήτημα, παρόλο που δεν συζητείται με τον ίδιο βαθμό από όλα τα ΜΜΕ στα κατεχόμενα, εντούτοις συνιστά ένα είδος κοινωνικού τραύματος. Η σημερινή συνεργασία των κομμάτων Εθνικής Ενότητας και Δημοκρατικού, όντως επέβαλε τη δική της διαφοροποίηση στο θέμα της αποδοχής παραχώρησης μεγάλου αριθμού υπηκοοτήτων. Μετά από συγκεκριμένες πιέσεις του τουρκικού κράτους, αλλά και προσωπικά του Έρντογαν – τουλάχιστον έτσι όπως αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας – η κατάρρευση των συνομιλιών στο Κυπριακό σηματοδότησε ταυτόχρονα και νέες δυναμικές προς αυτή την κατεύθυνση. Ο ίδιος ο «Υπουργός Εσωτερικών» του ψευδοκράτους, Κουτλού Εβρέν, αποκάλυψε στις αρχές Οκτωβρίου και μετά από έντονες πιέσεις της αντιπολίτευσης, ότι την περίοδο διακυβέρνησης του συνασπισμού Εθνικής Ενότητας – Δημοκρατικού (δηλαδή από τον Απρίλιο 2016 μέχρι σήμερα) παραχωρήθηκαν συνολικά 9.294 νέες υπηκοότητες. Από αυτές οι 2908 ήταν αποτέλεσμα «υπουργικής» απόφασης, ενώ άλλες 1014 ήταν προϊόν αποφάσεων του «υπουργικού συμβουλίου». Βεβαίως το πως θα αντικατοπτριστεί η προαναφερθείσα εξέλιξη στο αποτέλεσμα της κάλπης και στις ευρύτερες πολιτικές ισορροπίες που θα οικοδομηθούν, είναι άξονες που θα αποκαλυφθούν το βράδυ της καταμέτρησης. Αξιοσημείωτη εξέλιξη με συγκεκριμένα αναπάντητα ερωτηματικά στο ίδιο πλαίσιο παραμένει και η δυναμική που τελικά θα καταγράψει το Κόμμα της Αναγέννησης, δηλαδή το μεγαλύτερο από τα δύο κόμματα των εποίκων που ιδρύθηκαν πρόσφατα και το οποίο οι σημερινές έρευνες δείχνουν ότι έχει τις προοπτικές να μπει στη «Βουλή».
Οι αρνητικές πτυχές του ιδεολογικού περιβάλλοντος:
Το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικοοικονομικών παραγόντων που είτε αποτέλεσαν αιτίες για την προκήρυξη των εκλογών τον Ιανουάριο του 2018, είτε συνεχίζουν να αποτελούν βασικούς παράγοντες καθορισμού του τελικού αποτελέσματος, αντικατοπτρίζονται σε ένα σύνθετο ιδεολογικό περιβάλλον. Στο πυρήνα της σημερινής ιδεολογικής αντιπαράθεσης βρίσκεται με πολλούς τρόπους η μορφή της λύσης του Κυπριακού, αυτή τη φορά όμως υπό το βάρος του αρνητικού κλίματος που επικράτησε μετά την αποτυχία των πρόσφατων συνομιλιών. Οι αρνητικές δυναμικές αποδείχτηκαν ιδιαίτερα ευνοϊκές για την ανάπτυξη του πολιτικού λόγου των κομμάτων εκείνων που δεν αποδέχονται την ομοσπονδιακή λύση. Οι δυνάμεις αυτές θέτουν έντονα το ζήτημα της αναζήτησης «άλλων λύσεων», οι οποίες με όλες τους τις παραλλαγές οδηγούν σε μορφές συνομοσπονδίας και συμφωνημένης διχοτόμησης. Κεντρικό χαρακτηριστικό της επιχειρηματολογίας τους όμως είναι η καλλιέργεια της θέσης ότι «οι Ελληνοκύπριοι δεν επιθυμούν διαμοιρασμό της εξουσίας με τους Τουρκοκύπριους».
Η σημαντικότητα της συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας κρύβεται ακριβώς στο σημείο όπου η απάντηση δίνεται σε μορφές λύσης που δεν περιέχουν την πτυχή του διαμοιρασμού της εξουσίας. Με αυτό τον τρόπο, στο δημόσιο χώρο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας οικοδομείται σταδιακά ένα πόλος που δεν αφήνει ερωτηματικά για τις προθέσεις «των απέναντι» και με έμμεσο τρόπο σπρώχνει τη συζήτηση στο πως πρέπει να αντιδράσουν οι Τουρκοκύπριοι. Το συγκεκριμένο σκεπτικό συνεχίζει ως εξής: Εφόσον «οι απέναντι» δεν επιθυμούν διαμοιρασμό της εξουσίας – συνεπώς η ομοσπονδία έχει απορριφθεί οριστικά – τότε το μόνο που απομένει είναι η κοινότητα να αναζητήσει τρόπους διευθέτησης των σχέσεων της με την Τουρκία και τη διεθνή κοινότητα.
Συνεπώς, οι επικείμενες πρόωρες εκλογές – ίσως όχι τόσο έντονα όσο σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις – θα μετρήσουν από τη μια τις αντοχές των δυνάμεων εκείνων που στηρίζουν μέχρι σήμερα την ομοσπονδιακή επίλυση του Κυπριακού, αλλά και την επιρροή ή ρεαλιστικότητα των θέσεων της αντιομοσπονδιακής πτέρυγας του πολιτικού συστήματος. Βεβαίως το τελικό αποτέλεσμα δεν θα αφορά εξ’ ολοκλήρου στους κυρίαρχους προσανατολισμούς των Τουρκοκυπρίων για τη μορφή λύση του Κυπριακού και ούτε θα ανατρέπει βασικές ισορροπίες γύρω από τον Μουσταφά Ακιντζί, οι οποίες ήδη δημιουργούνται μετά την κατάρρευση των συνομιλιών. Ωστόσο η πορεία της προεκλογικής εκστρατείας, η δημόσια αντιπαράθεση που θα προκύψει για το Κυπριακό σε συνδυασμό με το τελικό αποτέλεσμα, μπορούν να φωτίσουν σημαντικές πτυχές για τις δυναμικές τουλάχιστον μέχρι και το 2020, χρονιά εκλογών για την ανάδειξη του Τουρκοκύπριου ηγέτη.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 12 Νοεμβρίου 2017