Δυναμικές πίσω από την συζήτηση περί μονομερών μέτρων Άγκυρας και Τουρκοκυπρίων
Αμέσως μετά την αποτυχία της τελευταίας διάσκεψης για το Κυπριακό, απελευθερώθηκαν πολλές και σύνθετες δυναμικές, τόσο στην Άγκυρα, όσο και ιδιαίτερα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Το κεντρικό χαρακτηριστικό των δυναμικών αυτών βασίζονται στην αντιπαράθεση που διεξάγεται σε σχέση με το εάν θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η ιδέα για μια ομοσπονδιακή λύση στο Κυπριακό ή εάν θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια στις υφιστάμενες παραμέτρους του ΟΗΕ. Οι δύο αυτοί βασικοί άξονες της αντιπαράθεσης στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, δεν είναι βεβαίως νέοι. Αντίθετα εντάσσονται σε ένα σημαντικό ιστορικό πλαίσιο, η νεότερη φάση του οποίου ήταν η περίοδος που ακολούθησε την εισβολή του 1974. Παρόλο που οι δύο προαναφερθέντες άξονες όπως και οι εκπρόσωποι τους, δέχονται τις μετασχηματιστικές επιρροές του χρόνου, εντούτοις θα μπορούσε να λεχθεί ότι η σημερινή αντιπαράθεση φέρει μαζί της τα βασικά ιστορικά τους χαρακτηριστικά. Έτσι, σε γενικές γραμμές σημειώνεται ότι αμέσως μετά το Κράν Μοντάνα οι βασικές δυνάμεις της τουρκοκυπριακής δεξιάς συμφωνούν στην αλλαγή στρατηγικής και απομάκρυνσης από την ομοσπονδιακή προοπτική, ενώ οι βασικές δυνάμεις της ευρύτερης αριστεράς επιμένουν στην διατήρηση των προσπαθειών επίλυσης εντός του ομοσπονδιακού πλαισίου.
Όμως αξίζει να σημειωθεί ότι πέρα από τα όρια της παραδοσιακής έντασης μεταξύ φιλο-ομοσπονδιακών και αντι-ομοσπονδιακών δυνάμεων, στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα επανεμφανίζεται μια σημαντική κοινή αντίληψη. Αυτή της ομοφωνίας σχεδόν όλων των πολιτικών δυνάμεων ότι δεν θα πρέπει να επιδιωχθεί διευθέτηση του Κυπριακού που να περιλαμβάνει την επισημοποίηση της προσάρτησης των κατεχομένων στην Τουρκία υπό την μορφή ενός 82ου νομού. Σήμερα ακόμα το μεγαλύτερο μέρος του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, του Δημοκρατικού Κόμματος – δηλαδή των παραδοσιακών κομμάτων της δεξιάς – αλλά και των νεοϊδρυθέντων Κόμματος του Λαού (Κουντρέτ Όζερσαϊ) και Κόμματος της Αναγέννησης (έποικοι δεξιάς τάσης) τάσσονται εναντίον της ιδέας ένωσης με την Τουρκία και προωθούν πιο έντονα τον στόχο μιας συνομοσπονδίας δύο χωριστών και ανεξάρτητων κρατών. Στο ίδιο πλαίσιο θα μπορούσαν να προστεθούν και κάποιες ομάδες της τουρκοκυπριακής ακροδεξιάς, οι οποίες προωθούν ένα μοντέλο επισημοποίησης της «ΤΔΒΚ» ως προτεκτοράτο της Τουρκίας με ολοκληρωτική ενσωμάτωση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας, αλλά με μερική αυτονομία στις εσωτερικές υποθέσεις.
Τα προαναφερθέντα φάνηκε να αποκτούν νέες διαστάσεις και δυναμικές με την επίσκεψη του ΥΠΕΞ της Τουρκίας, Çavuşoğlu, στην Κύπρο στις 18 Ιουλίου 2017. Από τις συναντήσεις του με τον Τ/Κ ηγέτη και τα τέσσερα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα, επιβεβαιώθηκαν οι διαφωνίες σε σχέση με την ριζική αλλαγή των ομοσπονδιακών παραμέτρων της λύσης του Κυπριακού. Όμως φαίνεται να υπήρξε συναίνεση σε ένα άλλο επίπεδο. Αυτό της ανάγκης λήψης αποφάσεων και εφαρμογής μέτρων που θα συμβάλλουν στην σχετική έστω ομαλοποίηση της καθημερινής ζωής και την ίδια στιγμή θα μεταφέρουν πιέσεις στην Ελληνοκυπριακή ηγεσία. Από την τουρκοκυπριακή δεξιά τα μέτρα αυτά βεβαίως γίνονται αντιληπτά ως ένα πρώτο βήμα αλλαγής του στάτους κβο προς συνομοσπονδιακή κατεύθυνση. Από την τουρκοκυπριακή αριστερά αντίθετα, γίνονται κατανοητά ως μια προσπάθεια συντήρησης της προοπτικής για μια περιεκτική και συνολική λύση. Όμως θα πρέπει να σημειωθεί, ότι και σε αυτό το επίπεδο, παρά τις συναινέσεις καταγράφονται και αρκετές διαφοροποιήσεις εντός των δυνάμεων της δεξιάς και της αριστεράς.
Η ιδεολογική κατάρρευση της «ΤΔΒΚ» και η ανάγκη «επανίδρυσης»
Ο λόγος της σχετικής ομοφωνίας για την εφαρμογή μονομερών μέτρων ομαλοποίησης της κατάστασης βρίσκεται στην πλατιά αποδοχή της αρχής ότι η «ΤΔΒΚ» στη σημερινή της μορφή, υπό τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας, και την καταπιεστική ιεραρχική σχέση με την Τουρκία δεν είναι ούτε βιώσιμη, αλλά ούτε και εγγύηση για την κοινοτική ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων στο νησί. Την κρίσιμη δεκαετία του 1990 η πλήρης απονομιμοποίηση της χωριστής κρατικής οικοδόμησης εκφράστηκε από την αριστερά και επεκτάθηκε σε δυνάμεις του κέντρου. Σήμερα όμως η ανάγκη «αλλαγής» εκφράζεται και από τη δεξιά. Είναι και αυτό ένα δείγμα της σχεδόν απόλυτης ιδεολογικής κατάρρευσης των ιδρυτικών αξιών της «ΤΔΒΚ» του 1983. Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση της Άγκυρας ούτως ή άλλως δεν αντιμετωπίζει κανένα ιδεολογικό ταμπού στην υπόθεση αναδιαμόρφωσης και μετασχηματισμού της «ΤΔΒΚ». Άλλωστε είναι αυτή η κυβέρνηση που σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες προχώρησε σε μια βαθύτερη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση δομών και οικονομίας στα βόρεια της Κύπρου, ακριβώς διότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Έρντογαν υιοθετεί σχεδόν προγραμματικά την ιδέα ανατροπής του παλιού στάτους-κβο εκεί και όπου μπορεί.
Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε η αρχική βάση συναίνεσης για την εξαγγελία πολιτικών αποφάσεων μονομερών μέτρων. Όπως έχει μεταδοθεί επανειλημμένα, πέραν της επιστροφής Μαρωνιτών, οι σχεδιασμοί και σκέψεις που γίνονται περιλαμβάνουν τη διάνοιξη των Βαρωσίων, την αλλαγή της νομοθεσίας για την επιτροπή αποζημιώσεων με τρόπο που να επιταχύνει την λειτουργία και την αποτελεσματικότητα της, άλλα μέτρα που θα σχετίζονται με το αεροδρόμιο της Τύμπου, καθώς και νέα έργα υποδομής στον ενεργειακό τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο δεν θα πρέπει να αποκλειστεί και η πιθανότητα νέων συμφωνιών με την Άγκυρα σε θέματα ασφάλειας και άμυνας.
Από τα προαναφερθέντα η σημασία ενός νέου κύματος δομικών αλλαγών στην κοινωνία και εξουσία των κατεχομένων, επικεντρώνεται κυρίως στην αλλαγή της νομοθεσίας της επιτροπής αποζημιώσεων. Η ύπαρξη και η λειτουργία της συγκεκριμένης επιτροπής αφορά με ουσιαστικό τρόπο στον πυρήνα της χωριστής κρατικής οικοδόμησης που επιδιώχθηκε μετά το 1974 στα κατεχόμενα, δηλαδή στο περιουσιακό καθεστώς και το διαμοιρασμό των ελληνοκυπριακών κινητών και ακίνητων περιουσιών. Η επιτροπή μέχρι σήμερα παραχωρούσε κυρίως αποζημιώσεις σε Ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες περιουσιών. Η χρηματοδότηση των αποζημιώσεων προερχόταν από την Τουρκία. Από ένα σημείο και μετά η λειτουργία της εν λόγω επιτροπής αντιμετώπισε πάρα πολλά εμπόδια και δυσκολίες εξαιτίας της δραστικής μείωσης των κονδυλίων από την Άγκυρα. Ακριβώς σε αυτό το σημείο εισέρχεται και η σημασία της αλλαγής της νομοθεσίας της επιτροπής που συζητείται σήμερα και που αφορά στην ριζική αναδιαμόρφωση των τρόπων χρηματοδότησης της. Σύμφωνα με πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια, η νέα ρύθμιση για την επιτροπή θα διασφαλίζει ότι μέρος της αποζημίωσης που θα παραχωρείται σε Ελληνοκύπριο ιδιοκτήτη περιουσίας, θα προέρχεται από τον υπήκοο της «ΤΔΒΚ» που σήμερα χρησιμοποιεί την συγκεκριμένη περιουσία (είτε αυτός είναι Τουρκοκύπριος, είτε έποικος). Παράλληλα σχεδιάζεται η εμπλοκή του τουρκικού τραπεζικού τομέα, ο οποίος υπό τη μορφή δανείων θα «διευκολύνει» όσους θα πρέπει να αναλάβουν ένα κομμάτι της αποζημίωσης. Στη συνέχεια τα δάνεια θα αποπληρώνονται με τη μορφή ενοικίων από το πρόσωπο που βρίσκεται σήμερα στην περιουσία, η οποία έχει αποζημιωθεί από την επιτροπή.
Με αυτό τον τρόπο, προκύπτουν δύο εντελώς νέα στοιχεία που με τη σειρά τους μπορούν να δημιουργήσουν νέες κοινωνικές και οικονομικές δυναμικές επί του εδάφους. Σε ένα πρώτο επίπεδο με πιθανή έγκριση της νομοθεσίας, οι σημερινοί χρήστες ελληνοκυπριακών περιουσιών θα μετατραπούν άμεσα σε δομικό κομμάτι της αποζημίωσης. Λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους του κοινωνικού προβλήματος, αυτή η εξέλιξη είναι υποψήφια για ένα νέο κύμα κοινωνικής κρίσης. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η προοπτική περαιτέρω εμπλοκής του τουρκικού τραπεζικού κεφαλαίου αποτελεί μια πρώτη ένδειξη της δυναμικής που επιθυμεί η Άγκυρα να προσδώσει μελλοντικά στην επιτροπή διαμέσου του άμεσου νομικού και πολιτικού «ξεκαθαρίσματος» ελληνοκυπριακών περιουσιών. Πιο συγκεκριμένα, με την συνεπέστερη και χωρίς εμπόδια παραχώρηση των αποζημιώσεων σε Ελληνοκύπριους, η Άγκυρα υπολογίζει ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του περιουσιακού δεν θα αποτελεί πλέον ζήτημα διαπραγμάτευσης και την ίδια στιγμή μπορούν να γίνουν πιο εύκολα νέοι επενδυτικοί σχεδιασμοί τουρκικών και άλλων επιχειρήσεων. Υπό αυτή την έννοια, η αλλαγή της νομοθεσίας της επιτροπής αποζημιώσεων είναι μεταξύ των υπόλοιπων μονομερών μέτρων που δημοσιοποιούνται, η πιο ολοκληρωμένη από πλευράς στρατηγικής αναδιαμόρφωσης του χώρου και της οικονομίας πριν από την οριστική διευθέτηση του Κυπριακού.
Κυπριακό «χωρίς Ελληνοκύπριους»;
Όλα τα προαναφερθέντα μέτρα και σκέψεις που έχουν δημοσιοποιηθεί χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς βαθμούς δυσκολίας στην εφαρμογή τους. Όμως δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως μια απλή «μπλόφα» της Τουρκίας. Αντίθετα είναι όλα μέτρα και σενάρια που έτυχαν μελέτης από πλευράς της Άγκυρας στο πλαίσιο της βασικής της αντίληψης ότι η αμφισβήτηση των ομοσπονδιακών παραμέτρων λύσης μπορεί να επιταχυνθεί από την καλλιέργεια της θέσης περί μιας «ιστορικά επιβεβαιωμένης» άρνησης της Ελληνοκυπριακής ηγεσίας να αποδεχτεί βασικές αρχές διαμοιρασμού της εξουσίας με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Άλλωστε αυτή είναι και η κεντρική βάση της αναθεώρησης της λύσης του Κυπριακού από πλευράς ΑΚΡ: Δηλαδή η αναζήτηση μοντέλων διευθέτησης που να μην περιέχουν την αρχή του διαμοιρασμού της εξουσίας. Καθόλου τυχαία σε αυτή τη συγκυρία επιλέγονται πτυχές του Κυπριακού (Βαρώσια, Μαρωνίτες, επιτροπή αποζημιώσεων, κλπ) που δεν σχετίζονται άμεσα με το διαμοιρασμό της εξουσίας, αγγίζουν όμως αιτήματα των Ελληνοκυπρίων, καθώς και άλλων ομάδων του πληθυσμού και τα μεταφέρουν σε ένα εντελώς νέο πλαίσιο επίλυσης. Ή τουλάχιστον προσπάθειας επίλυσης τους.
Με αυτό τον τρόπο η δυναμική κινητοποίηση της Άγκυρας από τη μια σχετίζεται με την πίεση που δέχεται από την τουρκοκυπριακή αντιπολιτευτική απονομιμοποίηση της παρούσας διχοτομικής κατάστασης, ενώ από την άλλη επιδιώκει να αναπαράγει την αποδυνάμωση της επίσημης Ελληνοκυπριακής πλευράς στο τραπέζι του διαλόγου. Με λίγα λόγια, η «ακινησία» της μιας πλευράς, γίνεται αντιληπτή από την Άγκυρα και ως μια ευκαιρία αναπαραγωγής ενός είδους «εξοστρακισμού» ή «περιθωριοποίησης» της, από την ιδιότητα της «ενδιαφερόμενης πλευράς» σε πτυχές του προβλήματος. Η Τουρκία λοιπόν σε αυτή τη συγκυρία προσπαθεί να δημιουργήσει ή να ενισχύσει «νέους συνομιλητές» διευθέτησης ανοιχτών ζητημάτων του Κυπριακού. Προς το παρόν ανάμεσα σε αυτούς τους «νέους συνομιλητές» συμπεριλαμβάνονται μέρη της ελληνοκυπριακής κοινότητας, μέρη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και θρησκευτικές ομάδες. Η απουσία ουσιαστικού διαλόγου στο Κυπριακό, μπορεί να ενισχύσει στο άμεσο μέλλον το προαναφερθέν πλαίσιο, αλλά και να διευρύνει τον ορίζοντα των ανοιχτών ζητημάτων για τα οποία θα αποφασίζονται μονομερή μέτρα.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών