Ανασκόπηση των προσεγγίσεων Άγκυρας και Τουρκοκυπρίων
Είτε υπάρξει συνέχιση των προσπαθειών στο Κυπριακό, είτε όχι, ένα σοβαρό δεδομένο που προκύπτει στη σημερινή συγκυρία αναφορικά με τις σχέσεις Τουρκίας και Τουρκοκυπριακής κοινότητας είναι οι πολυσύνθετες δυναμικές που απελευθέρωσε η πρόσφατη αποτυχία της Διάσκεψης στο Κραν Μοντάνα. Οι δυναμικές της σημερινής συγκυρίας, δύσκολες στην αποκωδικοποίηση, αφορούν κυρίως στις ιδεολογικές και πολιτικές αναζητήσεις της Τουρκοκυπριακής κοινότητας για το μελλοντικό της καθεστώς. Υπό αυτή την έννοια, αγγίζουν τα ζητήματα της συνεργασίας και συμβίωσης με τους Ελληνοκύπριους καθώς και τα θέματα της μελλοντικής πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής παρουσίας της Τουρκίας στα βόρεια εδάφη του νησιού. Για αυτούς ακριβώς τους λόγους μια προσπάθεια συνεπούς παρακολούθησης της εξέλιξης των τουρκοκυπριακών αναζητήσεων, καθίσταται αναγκαία αφού αυτές θα επηρεάζονται σταδιακά τόσο από το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον και τη στάση της Τουρκίας, όσο και από τα μηνύματα που θα εκπέμπει η Ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Αναδιπλώσεις και αντιφάσεις της Άγκυρας
Οι δυναμικές που απελευθέρωσε η πρόσφατη αποτυχία στο Κυπριακό μπορούν να διακριθούν σε δύο διαφορετικά επίπεδα, τουλάχιστον σε ότι αφορά στις μεταβαλλόμενες σχέσεις Τουρκίας-Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Το πρώτο επίπεδο είναι αυτό της Τουρκίας. Μια προσεκτική καταγραφή των δημόσιων τοποθετήσεων της Άγκυρας σε σχέση με τη μορφή λύσης του Κυπριακού μετά τη διαδικασία της Ελβετίας αναδεικνύει κάποιες φαινομενικές αντιφάσεις. Την ίδια στιγμή όμως υπογραμμίζει έντονα τον γενικό προσανατολισμό της πολιτικής της Τουρκίας σε σχέση με την αναδιάταξη του στάτους κβο που δημιουργήθηκε το 1974 στην Κύπρο. Όπως είναι γνωστό αμέσως μετά την λήξη της Διάσκεψης στο Κραν Μοντάνα, ο Υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσιαβούσιογλου φρόντισε να προωθήσει την αναγκαιότητα αλλαγής των υφιστάμενων παραμέτρων επίλυσης του Κυπριακού. Ουσιαστικά επιδίωξε να ανοίξει την συζήτηση για αμφισβήτηση της ομοσπονδιακής λύσης ως της μέχρι σήμερα διεθνώς κατοχυρωμένης μορφής επίλυσης του προβλήματος. Ακολούθως στις 8 Ιουλίου 2017, ο Πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Έρντογαν στο κλείσιμο της Συνόδου των G20 υπογράμμισε ότι «Η εικόνα στην οποία φτάσαμε μετά από τόσες προσπάθειες στο Κυπριακό πρόβλημα, θέτει επί τάπητος το ανέφικτο της λύσης εντός του πλαισίου των παραμέτρων των καλών υπηρεσιών του ΟΗΕ. Πλέον δεν υπάρχει νόημα στο να επιμένουμε σε αυτές τις παραμέτρους». Στη συνέχεια της ομιλίας του αναφέρθηκε σε «σχέδια Β και Γ» για την οριστική διευθέτηση του προβλήματος.
Μερικές μέρες μετά στις 17 Ιουλίου και ενώ μεσολάβησαν έντονες αντιπαραθέσεις εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας σε σχέση με την διεκδικούμενη μορφή λύσης, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας (ΣΕΑ) της Τουρκίας αρκέστηκε στην τοποθέτηση ότι «αξιολογήθηκαν τα αποτελέσματα της Διάσκεψης για την Κύπρο». Η ανακοίνωση του ΣΕΑ έδωσε περισσότερο βάρος στις εξελίξεις γύρω από το φυσικό αέριο και τις γεωτρήσεις, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά το σενάριο πρόκλησης μιας ελεγχόμενης κρίσης στη θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου. Η συγκεκριμένη αναδίπλωση συνεχίστηκε με νέες δηλώσεις του Τσιαβούσιογλου λίγο πριν από την επίσκεψη του στην Κύπρο το απόγευμα της 18ης Ιουλίου 2017, με τις οποίες αντικατέστησε τις «νέες παραμέτρους» με τις «νέες διαδικασίες». Συγκεκριμένα ανέφερε: «Από τούδε και στο εξής στην Κύπρο θα υπάρξουν νέες διαδικασίες».
Τι μπορεί να σημαίνει αυτή η αλλαγή τουλάχιστον σε επίπεδο δημόσιου λόγου; Παρόλο που τα στοιχεία που προκύπτουν από τουρκικές πηγές δεν είναι ολοκληρωμένα, εντούτοις φαίνεται ότι προς το παρόν δύο είναι τα δεδομένα που παίζουν ρόλο στην «συγκράτηση» που δείχνει η Άγκυρα σε σχέση με την πιθανότητα προσπάθειας ανατροπής των υφιστάμενων ομοσπονδιακών παραμέτρων λύσης. Το πρώτο δεδομένο είναι οι δυσκολίες στο διεθνές επίπεδο. Η κυβέρνηση στην Άγκυρα γνωρίζει ότι η αλλαγή των παραμέτρων του ΟΗΕ σε τυπικό επίπεδο απαιτεί μια ευρεία συναίνεση μεγάλων δυνάμεων και αλλαγή των ισορροπιών στο Συμβούλιο Ασφαλείας του διεθνούς οργανισμού. Σε πολιτικό επίπεδο συνειδητοποιεί ότι πρέπει να αναπτύξει τέτοιες συμμαχίες, τα συμφέροντα των οποίων να σπρώχνουν προς την υιοθέτηση των δικών της θέσεων. Και τα δύο προαναφερθέντα φαίνεται να συνδέονται με επόμενες εξελίξεις τόσο στο πλαίσιο των ευρω-τουρκικών σχέσεων, όσο και στο πλαίσιο των ανακατατάξεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Το δεύτερο δεδομένο που προκύπτει είναι η ισχυρή αντίδραση από ένα μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Παρόλο που η απογοήτευση για τη νέα αποτυχία στο Κυπριακό ήταν διάχυτη σε πλατιά στρώματα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας από την πρώτη στιγμή της λήξης του Κραν Μοντάνα, εντούτοις σε κομματικό επίπεδο εξίσου φανερές ήταν οι διαχρονικές διαφωνίες μεταξύ φιλο-ομοσπονδιακού και αντι-ομοσπονδιακού μπλοκ. Μάλιστα η δήλωση Τσιαβούσιογλου πριν από την τελευταία επίσκεψη του στην Κύπρο ότι «πρέπει να αναζητηθεί συμβιβαστική γραμμή» με τους Τουρκοκύπριους, έδειχνε μια πρώτη συνειδητοποίηση ότι η τουρκοκυπριακή αριστερά και κεντροαριστερά δεν θα πειστούν εύκολα σε εγκατάλειψη του ομοσπονδιακού στόχου. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι «αμφιβολίες» της Άγκυρας στο παρόν στάδιο δεν συνιστούν άρση της προσπάθειας για μια νέα στρατηγική στο Κυπριακό. Η επιδίωξη κατάκτησης διεθνούς και τοπικής-τουρκοκυπριακής νομιμοποίησης για μια τέτοια στροφή θα συνεχιστεί. Άγνωστη παραμένει η ένταση καθώς και οι μέθοδοι της εν λόγω προσπάθειας.
Η πόλωση και οι διαφοροποιήσεις στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα
Το δεύτερο επίπεδο των δυναμικών που απελευθέρωσε η αποτυχία στο Κραν Μοντάνα, θα πρέπει να μελετηθεί εντός της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Στο σημείο αυτό παρατηρούνται πολύπλοκες διαδικασίες. Η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στα κατεχόμενα διαμορφώνεται στη βάση της αντιπαράθεσης δύο παλιών σχολών σκέψης, οι οποίες ωστόσο παρουσιάζουν σήμερα «γκρίζες ζώνες», νέους πρωταγωνιστές και διαφοροποίηση αιτημάτων. Η πρώτη σχολή σκέψης για το μέλλον του Κυπριακού εκπροσωπείται κυρίως από τις δυνάμεις της τουρκοκυπριακής αριστεράς και κεντροαριστεράς. Υπογραμμίζει την ανάγκη αναζωογόνησης της προοπτικής για μια περιεκτική ομοσπονδιακή λύση. Η δεύτερη σχολή σκέψης εκπροσωπείται κυρίως από την παραδοσιακή τουρκοκυπριακή δεξιά και ακροδεξιά, αλλά και από νέες πολιτικές δυνάμεις και συνδυασμούς ιδεολογικών τάσεων που εμφανίστηκαν πρόσφατα. Συνεπώς σε αυτή τη σχολή σκέψης εντάσσονται πλέον πέραν του Κόμματος Εθνικής Ενότητας και του Δημοκρατικού Κόμματος, το Κόμμα του Λαού του Κουντρέτ Όζερσαι, παράγοντες της σοσιαλδημοκρατίας, το Κόμμα της Αναγέννησης (δεξιάς απόκλισης εποίκων), καθώς και κύκλοι της ακροδεξιάς. Αυτή η ανομοιογενής ομάδα υπογραμμίζει ότι η αποτυχία της πρόσφατης Διάσκεψης δεν ήταν μόνο μια συγκυριακή εξέλιξη, αλλά μια ιστορική στιγμή κατάρρευσης της ομοσπονδιακής προοπτικής στην Κύπρο. Όμως όπως έχει προαναφερθεί, η γενική περιγραφή δύο σχολών σκέψης αποτελεί απλούστευση μιας σύνθετης κατάστασης. Πιο ωφέλιμη θα ήταν μια πιο προσεκτική ματιά στις «λεπτομέρειες» αυτών των ομάδων, στις διαχωριστικές τους γραμμές και στους προσανατολισμούς τους με βάση τις κοινωνικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών.
Οι διάφορες πλευρές της τουρκοκυπριακής αριστεράς
Η τουρκοκυπριακή αριστερά και κεντροαριστερά φαίνεται καταρχήν πιο ξεκάθαρη στην αντιμετώπιση της κατάστασης. Επιμένει ότι η αλλαγή παραμέτρων λύσης του Κυπριακού είναι ανεπιθύμητη αλλά και ανέφικτη. Σε κυπριακό επίπεδο, το ανέφικτο της άρσης της ομοσπονδιακής λύσης – σύμφωνα με αυτές τις δυνάμεις – έγκειται στο γεγονός ότι χρειάζεται η συναίνεση και των δύο κοινοτήτων, οι ισορροπίες των οποίων αυτή τη στιγμή δεν επιτρέπουν μια τέτοια αλλαγή. Όμως τα κόμματα της αριστεράς και κεντροαριστεράς, όπως το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό, το Κοινοτικής Δημοκρατίας, το Ενωμένης Κύπρου, μια μεγάλη μερίδα του προοδευτικού συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και το Κόμμα Νέας Κύπρου, αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες δυσκολίες σε ότι αφορά στην ιδέα μιας «συνολικής περιεκτικής λύσης». Η αρχή ότι «τίποτα δεν είναι συμφωνημένο εάν δεν συμφωνηθούν όλα», έχει δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα μετά την τελευταία αποτυχία. Σε πλατιά στρώματα της κοινότητας η αρχή αυτή άρχισε να φαντάζει ως ένας μηχανισμός αναπαραγωγής του εγκλωβισμού τους στον κλοιό της Άγκυρας, αφού τίποτε δεν φαίνεται εφικτό να συμφωνηθεί «για να συμφωνηθούν όλα». Ακριβώς σε αυτό το σημείο εισέρχεται η «νέα άποψη» περί της επιδίωξης λύσης «κομμάτι – κομμάτι». Δηλαδή μιας προσπάθειας των δύο κοινοτήτων να επιλύουν βασικά θέματα της εσωτερικής πτυχής του Κυπριακού και να τα εφαρμόζουν, χωρίς να περιμένουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο λύσης. Αυτή η πρόταση παραπέμπει σε ένα νέο τύπο μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης που να μπορούν αν παραστεί ανάγκη να εφαρμόζονται μονόπλευρα και που να οδηγούν στην ντε φάκτο ενίσχυση της συνεργασίας και της επαφής των δύο κοινοτήτων.
Η διαφοροποίηση στην τουρκοκυπριακή δεξιά
Ο μεγάλος και ανομοιογενής χώρος της τουρκοκυπριακής δεξιάς φαίνεται επίσης να ανακαλύπτει νέες πολιτικές γραμμές και αιτήματα στη βάση τόσο της πρόσφατης ανατροπής στη Διάσκεψη για το Κυπριακό, όσο και της κοινωνικής αλλαγής των τελευταίων δεκαετιών. Η κοινή αντίληψη σε αυτή την ομάδα εντοπίζεται στην προώθηση της «ανάγκης για απομάκρυνση από την ομοσπονδία». Η διαφοροποίηση όμως εντοπίζεται στους τελικούς στόχους και το περιεχόμενο των νέων μοντέλων λύσης που προτείνονται, καθώς και στην σύνθεση των πολιτικών πρωταγωνιστών. Ομάδες από το Κόμμα Εθνικής Ενότητας επαναφέρουν το παραδοσιακό αίτημα της «διατήρησης και ενίσχυσης της ΤΔΒΚ». Στην δική τους αντίληψη υπερέχει περισσότερο η διατήρηση της σημερινής ισορροπίας μεταξύ Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων. Δηλαδή η διατήρηση ενός πελατειακού συστήματος στο οποίο η χρηματοδότηση της Άγκυρας θα συμβάλλει στην αναπαραγωγή των ίδιων δικτύων εξουσίας εντός της κοινότητας. Όμως αυτό είναι ακριβώς και το στοιχείο που δέχτηκε την ισχυρότερη απονομιμοποίηση τα τελευταία χρόνια. Η συνέχιση της σημερινής κατάστασης δεν συναντά λαϊκή στήριξη. Το Δημοκρατικό Κόμμα επαναφέρει τη θέση περί ισότητας κρατών μεταξύ Τουρκίας, Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων. Σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία και η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να σεβαστούν την κυριαρχία και ανεξαρτησία της «ΤΔΒΚ». Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, οι Τουρκοκύπριοι δεν αποδέχονται την μετατροπή τους ούτε σε νομό της Τουρκίας, αλλά ούτε και την υποβάθμιση τους σε ομοσπονδιακή πολιτεία με τους Ελληνοκύπριους. Πάντως το Δημοκρατικό Κόμμα δεν έχει καταφέρει να συγκεκριμενοποίησει μέχρι στιγμής τα προαναφερθέντα.
Το σημαντικό νέο στοιχείο που προκύπτει από τις αλλαγές στο χώρο της τουρκοκυπριακής δεξιάς είναι η εντατικοποίηση αιτημάτων που παραπέμπουν περισσότερο στην ιδέα «επανίδρυσης τουρκοκυπριακού κράτους». Σε αυτό το πλαίσιο καταγράφεται ένας δυναμικός τουρκοκυπριακός αναθεωρητισμός, του οποίου η επιρροή θα καθορίζεται από τις αμέσως επόμενες εξελίξεις. Ένας από τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους αυτής της γραμμής είναι ο Κουντρέτ Όζερσαϊ και το Κόμμα του Λαού. Όμως το τελευταίο χρονικό διάστημα εμφανίζονται και νέοι υποστηριχτές αυτής της ιδέας, οι οποίοι προέρχονται από την ακροδεξιά, τις οργανώσεις δεξιάς απόκλισης των εποίκων, ακόμα και από σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους. Η βασική αντίληψη που υποστηρίζουν είναι η αναγκαιότητα για εξεύρεση μοντέλων λύσης του Κυπριακού που να μην περιέχουν την πτυχή του διαμοιρασμού της εξουσίας αφού – σύμφωνα με τους ίδιους – αυτή έχει απορριφθεί επανειλημμένα από τους Ελληνοκύπριους. Οι προτάσεις που καταθέτουν συμπεριλαμβάνουν ζητήματα όπως: η δημιουργία μιας νέας «ιδρυτικής βουλής», αλλαγή του ονόματος της «ΤΔΒΚ», προσαρμογή όλων των νομοθεσιών στο διεθνές δίκαιο, συμφωνίες άμυνας με την Τουρκία που να προνοούν τη μείωση των στρατευμάτων, μεταφορά της εξουσίας της «ΤΔΒΚ» σε όλους τους θεσμούς των κατεχομένων και μείωση της παρεμβατικότητας της Άγκυρας, ανάπτυξη σχέσεων «καλής γειτονίας» με την Κυπριακή Δημοκρατία στη βάση της προοπτικής μιας συνομοσπονδίας και απόρριψη της προσάρτησης στην Τουρκία. Παράλληλα υποστηρίζουν τη διάνοιξη των Βαρωσίων υπό τουρκοκυπριακή διοίκηση, καθώς και τον εκσυγχρονισμό της επιτροπής αποζημιώσεων με στόχο την ταχύτερη διεκπεραίωση αιτήσεων Ελληνοκυπρίων για αποζημιώσεις. Υπογραμμίζουν ότι με αυτό τον τρόπο, το νομικό «ξεκαθάρισμα» περιουσιών θα υποβοηθήσει στην ανάπτυξη νέων επενδυτικών σχεδιασμών. Ανεξαρτήτως του πόσο εφικτά είναι στο παρόν στάδιο αυτά που προτείνονται, είναι γεγονός ότι τέτοιες διεκδικήσεις μαρτυρούν μια βαθιά τουρκοκυπριακή συνείδηση χωριστής εξουσίας. Και για αυτό ακριβώς το λόγο, σε συνθήκες απογοήτευσης και αποξένωσης, μπορούν να γίνουν ελκυστικές σε διάφορα στρώματα της κοινότητας.
Ερωτήματα που προκαλούν οι συνθήκες «στασιμότητας»
Οι συνθήκες στασιμότητας στις διαπραγματεύσεις, καθόλου δεν οδηγούν σε στασιμότητα των κοινωνικών εξελίξεων στα κατεχόμενα. Αντίθετα, η πιθανότητα μονιμοποίησης της αίσθησης της οριστικής αποτυχίας στο Κυπριακό, είναι δυνατό να επιταχύνει πτυχές της προαναφερθείσας ιδεολογικής αλλαγής και αναζήτησης από τα διαφορετικά μέρη της τουρκοκυπριακής κοινωνίας. Η σημερινή κατάσταση πάντως δημιουργεί προβληματισμό και ερωτήματα σε σχέση με τη βιωσιμότητα των λύσεων που προτείνονται από ολόκληρο το τουρκοκυπριακό πολιτικό φάσμα. Από τη μια πλευρά η «κλασσική» αντιμετώπιση της φιλο-ομοσπονδιακής μερίδας για μια συνολική λύση, αντιμετωπίζεται πλέον ως προοπτική εγκλωβισμού στο «μεσοδιάστημα» της παρανομίας, των πελατειακών σχέσεων και της εξάρτησης. Ο κύριος λόγος είναι η επικράτηση της αντίληψης ότι η συνολική συμφωνία προϋποθέτει την συμπερίληψη της αρχής ότι «τίποτε δεν είναι συμφωνημένο εάν δεν συμφωνηθούν όλα». Δηλαδή μιας αρχής που γίνεται πλέον κατανοητή ως εμπόδιο στην βελτίωση της καθημερινής ζωής. Από την άλλη πλευρά, οι προτάσεις περί της κανονικοποίησης της «ΤΔΒΚ» ή ακόμα και η ιδέα της πλήρους ανεξαρτητοποίησης των Τουρκοκυπρίων τόσο από την Τουρκία όσο και από την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, πάσχει από την αδυναμία έκφρασης ενός ολοκληρωμένου διπλωματικού, πολιτικού και οικονομικού προγράμματος. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα τρείς φαίνεται να είναι οι παράγοντες που θα επηρεάσουν την ενδυνάμωση ή αποδυνάμωση των αναζητήσεων για μια ομοσπονδιακή λύση στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα: Οι χειρισμοί της Άγκυρας σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, η στάση της Ελληνοκυπριακής κοινότητας με κορύφωση το αποτέλεσμα των επικείμενων προεδρικών εκλογών, καθώς και οι μεταβαλλόμενες πολιτικές ισορροπίες μεταξύ των τουρκοκυπριακών κομμάτων.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 23 Ιουλίου 2017