Η αναδιαμόρφωση των ευρω-τουρκικών σχέσεων

1031075147

 Πως κατασκευάζει η Άγκυρα το πλαίσιο διαπραγμάτευσης με την Ε.Ε

«Κακόμοιρη Ευρώπη» ήταν ο τίτλος του άρθρου του Γιηίτ Μπουλούτ στην εφημερίδα Σταρ στις 8 Μαΐου 2016. Ο σύμβουλος του Προέδρου της Τουρκίας για θέματα οικονομίας φρόντισε να δώσει συνέχεια στο κλίμα αντιπαράθεσης με την Ε.Ε και να συμβάλει με το δικό του τρόπο στο πλαίσιο μέσα στο οποίο η Άγκυρα επιδιώκει να διαπραγματευτεί το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα το ζήτημα της κατάργησης θεωρήσεων βίζας για Τούρκους πολίτες. Ο Μπουλούτ, μεταξύ άλλων, έγραψε τα εξής: «Ακούστε καλά Ευρωπαίοι ούτω καλούμενοι πολιτικοί. Στις χώρες σας μπορεί να μην υπάρχει ηγέτης και οι κυβερνήσεις σας μπορεί να στέκονται στα πόδια τους με δυσκολία. Όμως εδώ δεν είναι έτσι τα πράγματα. Εδώ υπάρχει ένας ηγέτης που εκλέγηκε με 52% και αυτός ο λαός εμπιστεύθηκε το κράτος στον ηγέτη του. Ο εκλεγμένος Πρόεδρος σε αυτή τη χώρα είναι το αρμόδιο αξίωμα που εκπροσωπεί το κράτος και την εθνική βούληση. Είναι το πρόσωπο που θα πει την τελευταία λέξη αυτής της χώρας… Να γνωρίζετε τα όρια σας». Το απόσπασμα του συγκεκριμένου κειμένου αποκτά σημασία μόνο εάν τεθεί εντός του ευρύτερου περιβάλλοντος των ευρω-τουρκικών σχέσεων και πιο συγκεκριμένα των ιδεολογικών πτυχών που η Άγκυρα προσπαθεί να προσθέσει στις σχέσεις της με την Ε.Ε.

Είναι γεγονός ότι ένα από τα βασικότερα διλήμματα που επανέρχονται στην επικαιρότητα αναφορικά με την πορεία των σχέσεων Τουρκίας-Ε.Ε είναι και η εντεινόμενη αναπαραγωγή αρνητισμού στο δημόσιο χώρο. Πέραν του ουσιαστικού επιπέδου που αφορά φυσικά στο τι συμφωνείται μεταξύ των δύο πλευρών και στο ποιες κοινωνικές δυνάμεις πρωταγωνιστούν σε αυτή την πορεία, η πολιτική ρητορική, ο δημόσιος λόγος αξίζουν προσοχής ιδιαίτερα μέσα σε ένα συγκριτικό πλαίσιο. Γιατί είναι αλήθεια ότι εάν συγκριθεί ο δημόσιος λόγος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) για τα θέματα της Ε.Ε την πρώτη περίοδο της διακυβέρνησης του με τη σημερινή πραγματικότητα, τότε προκύπτουν σημαντικά συμπεράσματα αναφορικά όχι μόνο με το τι θέλει να πετύχει η Τουρκία, αλλά και σε σχέση με το πώς θέλει να τα πετύχει. Για παράδειγμα, τουλάχιστον από πλευράς του Έρντογαν και άλλων αξιωματούχων της Τουρκίας, ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις πλέον που η Ε.Ε. παρουσιάζεται με θετικό πρόσημο εντός της χώρας.

Για τη σημασία του δημόσιο λόγου του ΑΚΡ

Ο δημόσιος λόγος που αναπτύσσεται στην Τουρκία για ζητήματα που άπτονται της Ε.Ε έχει τη δική του σημασία, ιδιαίτερα ενώπιον μιας ιδιαίτερα κρίσιμης περιόδου μέχρι και τον Ιούνιο. Συνήθως ο δημόσιος λόγος, η ρητορική των πολιτικών παραγόντων, αποτελούν σε ένα μεγάλο βαθμό τον αντικατοπτρισμό μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πραγματικότητας και ισορροπίας σε μια χώρα. Αλλά την ίδια στιγμή ο λόγος που εκφράζεται μπορεί διαλεκτικά να επηρεάσει και ως ένα βαθμό να μετασχηματίσει τις ισορροπίες μιας δεδομένης συγκυρίας. Η προσπάθεια ανάλυσης του δημόσιου λόγου των πολιτικών προσώπων έχει τη δική της αξία στο σημείο ακριβώς που τέμνεται ο αντικατοπτρισμός μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας και η δημιουργία νέων χώρων διαχείρισης της εν λόγω πραγματικότητας. Συνεπώς οι δημόσιες δηλώσεις μπορεί να μην είναι η αιτία για κάτι, όμως μπορούν αν γίνουν παράγοντες για τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μια εξέλιξη πραγματοποιείται ή εμποδίζεται. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι δημόσιες τοποθετήσεις του Έρντογαν για τις εξελίξεις με την Ε.Ε είναι σημαντικές στο βαθμό που μπορούν να οδηγήσουν σε σφαιρικά συμπεράσματα για την προσπάθεια αναπαραγωγής μιας ταυτότητας και μιας σχέσης.

Επομένως η πρόσφατη κριτική του Προέδρου της Τουρκίας ενάντια στην Ε.Ε μπορεί να μην αποκαλύπτει ολοκληρωμένα τη στρατηγική της Άγκυρας, όμως η δημόσια έκθεση της κριτικής αυτής στις δοσμένες συγκυρίες επηρεάζει τον καθορισμό της πολιτικής θέσης και δέσμευσης. Με λίγα λόγια, οι ανακοινώσεις, δηλώσεις, ομιλίες και άλλα στοιχεία της ρητορικής που αναπτύσσει η τουρκική εξουσία σε σχέση με την Ε.Ε, συμβάλλουν με το δικό τους τρόπο στην αποκάλυψη μιας ιδεολογικής ταυτότητας για την ίδια την Τουρκία, αλλά και για την επιδιωκόμενη σχέση της με την Ε.Ε. Περαιτέρω, συμβάλλουν στη δημιουργία ή την αναπαραγωγή των ορίων μέσα στα οποία η μία πλευρά θα επιδιώξει ένα πολύ συγκεκριμένο πολιτικό αποτέλεσμα.

Η πρώτη «φιλοευρωπαϊκή» περίοδος του ΑΚΡ

Η αίτηση ένταξης της Τουρκίας έγινε το 1987 και από τότε όλες οι κυβερνήσεις της χώρας δεσμεύονται σε αυτό το στόχο. Η ένταξη στην Ε.Ε για πάρα πολλές δεκαετίες αποτελούσε ένα σημαντικό κομμάτι της διαδικασίας εκδυτικισμού της χώρας. Δηλαδή μιας διαδικασίας με βαριά κληρονομιά από την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η πλήρης ενσωμάτωση στην Ε.Ε ήταν μια πράξη απόδειξης των δυτικών προσανατολισμών της Τουρκίας, αλλά και μια ιδεολογική ταύτιση με τις έννοιες της ανάπτυξης και της ευημερίας. Η μονομανία του κεμαλισμού να αποκόψει την κοινωνία από το ευρύτερο πολιτιστικό πλαίσιο της Ανατολής, αντικατοπτριζόταν ως ένα βαθμό και από την μακρά και δύσκολη πορεία ενίσχυσης των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων με την Ευρώπη. Το ΑΚΡ έκανε την εμφάνιση του στον κομματικό χάρτη της Τουρκίας μέσα από τη διάσπαση του ισλαμικού κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Όμως η δημιουργία του εντάχθηκε σε ένα περιβάλλον που χαρακτηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά από την κορύφωση της δημοφηλίας της Ε.Ε ανάμεσα στην κοινωνία της Τουρκίας, καθώς και της σταθεροποίησης υψηλών ποσοστών στήριξης προς το αίτημα για πλήρη ένταξη. Για την κοινωνία της Τουρκίας στις απαρχές του 21ου αιώνα, η Ε.Ε ήταν περίπου το «φάρμακο» για όλες τις πληγές και τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος και της οικονομίας. Εμφανιζόταν ως μια προοπτική που μπορούσε να συνθέσει πολλά και διαφορετικά αιτήματα και διεκδικήσεις. Σχεδόν όλοι ήθελαν την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε γιατί θεωρούσαν ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα επιλύονταν τα ξεχωριστά, ιδιαίτερα προβλήματα του καθενός. Ήταν η σχετικά εύκολη απάντηση που έδινε η πλειοψηφία στα ερωτήματα που σχετίζονταν με την οικονομική κατάρρευση και τη μετάβαση της χώρας σε ένα μετα-πραξικοπηματικό πλαίσιο.

Ο συγκεκριμένος πολιτικός παροξυσμός για ένταξη στην Ε.Ε, συνέπεσε τότε με την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από το ΑΚΡ. Το νεοσύστατο κόμμα κατάφερε να επικρατήσει σε ένα ιδεολογικό περιβάλλον όπου η ιδέα της Ε.Ε ήταν συστατικό μέρος του ηγεμονικού λόγου. Έτσι το πολιτικό πρόγραμμα του ΑΚΡ επιδίωξε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε να υπογραμμίσει την ταύτιση του κόμματος με οικουμενικές αξίες, κάτω από τον τίτλο «συντηρητική δημοκρατία». Η έννοια της Ευρώπης ήταν αναγκαία ούτως ώστε το ΑΚΡ να συμπληρώσει δημιουργικά το περιεχόμενο που ήθελε να δώσει στη διακυβέρνηση της Τουρκίας. Επιπρόσθετα ήταν αναγκαία ως συστατικό εισαγωγής νομιμοποίησης από το εξωτερικό μέσα σε ένα ιδιαίτερα δύσκολο εσωτερικό περιβάλλον. Με αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση της Τουρκίας κατάφερε να διευρύνει την κοινωνική της συμμαχία με στρώματα του επιχειρηματικού κόσμου και της φιλελεύθερης διανόησης. Μέσα από την αστραπιαία υιοθέτηση μεταρρυθμιστικών πακέτων εναρμόνησης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, καθώς και με τις τότε κινήσεις της στο Κυπριακό, τελικά πέτυχε την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Από τη «συντηρητική» στην «προηγμένη» δημοκρατία   

Μετά τις εκλογές του 2007 στις οποίες το ΑΚΡ κέρδισε 47%, αλλά ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 2011 στις οποίες το κυβερνών κόμμα έφτασε στο 49%, η πολιτική πλατφόρμα του Έρντογαν άρχισε να εμφανίζει βαθύτερες αλλαγές. Ο τίτλος των προγραμμάτων πλέον μετονομάστηκε σε «προηγμένη δημοκρατία». Η αλλαγή του τίτλου συνοδεύτηκε φυσικά και από την σταδιακή αλλαγή του περιεχομένου των προγραμματικών δεσμεύσεων, εξέλιξη που εντάσσεται στην αλλαγή του περιφερειακού, αλλά και του διεθνούς περιβάλλοντος. Στα νέα δεδομένα που δημιουργούσε τότε η παγκόσμια οικονομική κρίση και η λεγόμενη αραβική άνοιξη, το ΑΚΡ εσωτερικά είχε ήδη θεμελιώσει σε μεγάλο βαθμό την ηγεμονία του. Κατάφερε να ταυτίσει το κόμμα με το κράτος, ενώ παράλληλα πέτυχε να κεφαλαιοποιήσει τη σχετική ευημερία των μεσαίων στρωμάτων και τη διευρυμένη συναίνεση των φτωχότερων ομάδων του πληθυσμού μέσα από τη δημιουργία ενός τεράστιου δικτύου κρατικής φιλανθρωπίας.

Αυτή η δεύτερη περίοδος συνοδευόμενη από το πάγωμα των κεφαλαίων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις, την οικονομική αστάθεια της Ε.Ε και την αναδιάταξη δυνάμεων στην περιφέρεια της Τουρκίας, στιγματίστηκε από τη σταδιακή κατάρρευση της δημοτικότητας του αιτήματος για πλήρη ένταξη. Η «περιφερειακή ηγεσία» της Τουρκίας, η ενίσχυση της ως καθοδηγήτριας δύναμης στον εκσυγχρονισμό του μουσουλμανικού κόσμου, ήταν έννοιες που εισήλθαν για τα καλά στο πολιτικό λεξιλόγιο της περιόδου. Η υπόθεση πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε δεν έπαψε να αποτελεί διακηρυγμένο στόχο της κυβέρνησης, όμως πλέον είχε εμφανώς τεθεί σε ένα άλλο πλαίσιο ηγεμονικής διαπραγμάτευσης. Ο στόχος αυτός αναφερόταν μόνο για να νομιμοποιήσει ακόμα περισσότερο τη ρητορική περί περιφερειακής ηγεσίας στην οικοδόμησης μιας νέας τάξης πραγμάτων. Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, η ένταξη στην Ε.Ε θα ήταν αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης του γεωπολιτικού βάρους της Τουρκίας από πλευράς των Ευρωπαίων ηγετών. Έτσι η ανάγκη της Τουρκίας να ενταχθεί στην Ε.Ε παρουσιαζόταν ως να είναι η ίδια – ίσως και μικρότερη – από την ανάγκη της ίδιας της Ε.Ε να δεχτεί την Τουρκία.

Με αυτό τον τρόπο η έννοια της «προηγμένης δημοκρατίας» και η εισαγωγή του στόχου για περιφερειακή ηγεμονία έδωσαν τέλος στο φετιχισμό των μεταρρυθμίσεων της πρώτης περιόδου. Επιπρόσθετα όμως εγκαθίδρυσαν την έννοια της «απόλυτης ισοτιμίας» μεταξύ Τουρκίας και Ε.Ε. Πλέον στο δημόσιο λόγω των κυβερνώντων της Τουρκίας καθιερώθηκε η παραγωγή της αντίληψης ότι μεταξύ της Άγκυρας και των Βρυξελλών υπάρχει σχέση «δύο ίσων», η οποία πρέπει να διατηρείται και να ενισχύεται, αλλά την ίδια στιγμή οφείλει να διακρίνεται από σοβαρά ανταλλάγματα. Στην προέκταση της όμως, η συγκεκριμένη ρητορική που αναπτύσσει το ΑΚΡ οδηγεί και στην αποκάλυψη αντιπαραθετικών τάσεων και ανταγωνισμών ισχύος. Για παράδειγμα η πρόσφατη δήλωση Έρντογαν με την οποία επιδίωξε να θέσει όρια σε σχέση με τον καθορισμό της έννοιας της τρομοκρατίας που ζητά η Ε.Ε, δεν είναι μόνο η έκφραση μιας διαφωνίας σε σχέση με το πώς αντιμετωπίζεται το κουρδικό πολιτικό και κίνημα και το ΡΚΚ. Είναι ταυτόχρονα και μια προσπάθεια από πλευράς της Άγκυρας να κατασκευάσει μια εντελώς «δική της» εσωτερική διακυβέρνηση, την οποία η Ε.Ε καλείται να σεβαστεί. Η «ανωτερότητα» της Τουρκίας σε σχέση με τα ζητήματα τρομοκρατίας, δεν υπονοείται από τον Έρντογαν ως μια απλή αξιολόγηση. Καταγράφεται δημόσια ως ένα απόλυτο γεγονός.

Η κατασκευή ενός δυαδικού κόσμου και η επόμενη διαπραγμάτευση

Οι τελευταίες δηλώσεις Έρντογαν συνοδευόμενες από την επιχειρηματολογία πολλών κρατικών και κομματικών αξιωματούχων του ΑΚΡ, αναπαράγουν την προαναφερθείσα σχέση «απόλυτης ισοτιμίας» σε ένα περιβάλλον ύπαρξης δύο διαφορετικών κόσμων, αυτόνομων, χωριστών, αλλά ίσων με όρους γεωπολιτικής σημασίας. Από τη μια πλευρά βρίσκεται η Τουρκία και από την άλλη Ε.Ε. Η κατασκευή τέτοιων σχέσεων μέσα από την επιχειρηματολογία του Έρντογαν υπηρετεί δύο πολύ σημαντικούς στόχους ενόψει της κρίσιμης διαπραγμάτευσης για τα ζητήματα της κατάργησης θεωρήσεων βίζας. Ο πρώτος στόχος είναι η απλοποίηση ενός πολύπλοκου κόσμου και ενός συνόλου αντιφατικών σχέσεων στα μάτια των απλών ανθρώπων. Στο σημείο αυτό κρύβεται η προσπάθεια λαϊκής στήριξης σε ένα κεφαλαιώδες ζήτημα εξωτερικής πολιτικής. Ο δεύτερος στόχος είναι η ενεργοποίηση αυτού του τύπου αντιπαραθετικών σχέσεων Τουρκίας-Ε.Ε ως κατασκευάστριες διαλόγου μεταξύ δύο πόλων. Στο σημείο αυτό κρύβεται η εγκαθίδρυση σχέσεων ισχύος και ανταγωνισμού και άρα κατάργησης του προηγούμενου πλαισίου ταύτισης της Ε.Ε με θέματα δημοκρατίας και ευημερίας.

Είναι γεγονός ότι το ΑΚΡ και ο Έρντογαν αντιλαμβάνονται πλήρως τη σημασία που έχει η κατάργηση των θεωρήσεων βίζας σε Τούρκους πολίτες. Άλλωστε το ζήτημα αυτό δεν είναι καθόλου νέο. Οι διαδικασίες έκδοσης βίζας είναι για τους περισσότερους Τούρκους πολίτες το πρώτο και σημαντικότερο εμπόδιο στις σχέσεις τους με την Ε.Ε. Εκείνοι που βιώνουν περισσότερο το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι φυσικά οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας. Συνεπώς η τουρκική κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι με την κατάργηση των θεωρήσεων εισόδου, μπορεί να κάνει περαιτέρω βήματα στο πεδίο της οικονομικής συνεργασίας. Στο παρελθόν πολλές χώρες της Ε.Ε ήταν όντως πολύ αρνητικές στο ενδεχόμενο αυτό. Όμως φαίνεται ότι η προσφυγική κρίση δημιούργησε τέτοια κοινωνικά δεδομένα που λόγω της ευρύτερης αναποτελεσματικότητας της Ε.Ε, πολλοί κύκλοι αντιλαμβάνονται πλέον ότι δεν έχουν πολλά περιθώρια έναντι της Τουρκίας σε αυτό το θέμα.

Στο σημείο αυτό ακριβώς είναι που επενδύει και η Άγκυρα μέσα από την εντατικοποίηση της αντιπαραθετικής σχέσης. Από πλευράς Έρντογαν το ζήτημα της αναδιαμόρφωσης της έννοιας της τρομοκρατίας και της αλλαγής της συγκεκριμένης νομοθεσίας, συνεχίζουν να διατηρούν το χαρακτήρα «κόκκινων γραμμών» γιατί σχετίζονται απόλυτα με τους επόμενους στόχους σε σχέση με την αλλαγή του Συντάγματος. Επομένως θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι τουλάχιστον σε ότι αφορά στην Τουρκία, το θέμα αυτό θα συνεχίσει μέχρι και την τελευταία στιγμή των συνομιλιών με την Ε.Ε να αποτελεί εστία καλλιέργειας κρίσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το σενάριο μερικών υποχωρήσεων από την Άγκυρα με στόχο να πετύχει την οριστική διευθέτηση της κατάργησης θεωρήσεων βίζας δεν είναι απομακρυσμένο. Όμως είναι γεγονός ότι η διαπραγματευτική τακτική της Τουρκίας θα επιδιώξει να εμποδίσει τη μετατροπή του θέματος της βίζας σε «εξέταση» την οποία θα πρέπει να περάσει η ίδια. Αντίθετα θα επιδιώξει να παρουσιάσει το θέμα ως μια «εξέταση» της Ε.Ε στο ευρύτερο και καθοριστικότερο ζήτημα των εξελίξεων στην Συρία και του συνεχιζόμενου πολέμου στη Μέση Ανατολή.

 

Νίκος Μούδουρος

Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 15 Μαΐου 2016

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: