Διαφορετικές αναγνώσεις της πρωτομαγιάς στην Τουρκία
Για ακόμα μια φορά φέτος, η κυβέρνηση του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ήταν ιδιαίτερα «γρήγορη» στην απαγόρευση των πρωτομαγιάτικων εκδηλώσεων των συνδικάτων στην πλατεία Τάξιμ. Ήδη από τις 16 Απριλίου 2016, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Νουμάν Κουρτουλμούς, ανακοινώνοντας την εν λόγω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπογράμμισε με νόημα: «Δεν είναι δυνατό να γίνουν εκδηλώσεις στη συγκεκριμένη πλατεία. Ο κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης μάλλον θα υποδείξει την πλατεία Γιενίκαπι». Την ίδια μέρα και ως απάντηση στην κυβερνητική απόφαση, η Συνομοσπονδία Επαναστατικών Εργατικών Συνδικάτων (DİSK) ανακοίνωσε την πρόθεσή της να γιορτάσει την πρωτομαγιά με πορείες και εκδηλώσεις στην πλατεία Τάξιμ. Γιατί τόση επιμονή από πλευράς κυβέρνησης να απαγορεύει τις συγκεντρώσεις στη συγκεκριμένη πλατεία; Ποια ανάγκη την οδηγεί στην υπόδειξη ενός άλλου χώρου για την πραγματοποίηση των εκδηλώσεων; Αλλά και γιατί αυτή η επιμονή των συνδικάτων να παραβλέπουν τα τελευταία χρόνια τις αποφάσεις της κυβέρνησης και να μην ακολουθούν τις «υποδείξεις» προς ένα άλλο «νόμιμο» χώρο; Τελικά, γιατί τόση φασαρία για μια πλατεία κάθε πρωτομαγιά στην Κωνσταντινούπολη; Μια απάντηση που στον ένα ή στον άλλο βαθμό αφορά συνολικά τα προαναφερθέντα ερωτήματα θα ήταν ότι πολύ απλά η αντιπαράθεση δε γίνεται «μόνο για την Τάξιμ», αλλά και γιατί η συγκεκριμένη όντως από πολλές απόψεις δεν είναι μόνο μια πλατεία με συμβατικούς όρους. Με λίγα λόγια, η πρωτομαγιά στην πλατεία Τάξιμ, είναι μια στιγμή που συμπυκνώνει τις μεγαλύτερες ανοιχτές αντιπαραθέσεις, αλλά και πληγές στη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας.
Μια πλατεία πολλών και διαφορετικών πολιτικών συμβολισμών
Η ελευθερία της έκφρασης είναι ταυτισμένη μεταξύ άλλων και με το δικαίωμα πρόσβασης στους δημόσιους, κοινούς χώρους. Το ζήτημα της ηγεμονίας επίσης σχετίζεται σε πάρα πολλές περιπτώσεις με το δημόσιο χώρο, τη χρήση του και την πρόσβαση σε αυτόν. Μια ηγεμονική δύναμη αναζητεί νέες πηγές νομιμοποίησης της εξουσίας της ακόμα και μέσα από το χώρο, τις αναπαραστάσεις του και τις εκεί εμπειρίες της κοινωνίας. Εάν η ηγεμονική δύναμη κρίνει ότι ο υφιστάμενος χώρος και οι μνήμες που αναπαράγει τόσο πολεοδομικά, όσο και ιδεολογικά, δεν ταιριάζουν με το δικό της όραμα, τότε παράγει ένα διαφορετικό πεδίο. Όπως συμβαίνει και σε άλλα παραδείγματα, έτσι και στην Τουρκία της εξουσίας του ΑΚΡ, οι κοινοί χώροι δεν είναι πάντα «ανοιχτοί». Δεν παραμένουν στατικοί στο χρόνο, ούτε από πολεοδομικής άποψης, αλλά ούτε και από συμβολικής. Όπως ακριβώς και το δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης, έτσι και το δικαίωμα στους δημόσιους χώρους πολλές φορές περιορίζεται, αναστέλλεται, κάποτε και με τη βία. Ο συνδυασμός αυτών των δύο διλημμάτων, δηλαδή η αμφισβήτηση της ελευθερίας έκφρασης και η αμφισβήτηση της πρόσβασης στο δημόσιο χώρο, αποκτά μια εκρηκτική έκφραση κάθε πρωτομαγιά στην ιστορική πλατεία Τάξιμ της Κωνσταντινούπολης. Είναι ακριβώς αυτός ο συνδυασμός των διλημμάτων που θέτει την 1η Μαΐου στην Τουρκία σε ευρύτερα ιστορικά και κοινωνικά πλαίσια. Είναι ακριβώς αυτή η εκρηκτική συνταγή που ενεργοποιεί διαφορετικά αναλυτικά εργαλεία τα οποία με τη σειρά τους συμβάλλουν στην βαθύτερη κατανόηση της προσπάθειας ολοκληρωτικής επικράτησης της συγκεκριμένης εξουσίας και της εμφάνισης ρηγμάτων που προκαλεί η κοινωνική αντιπολίτευση. Με αυτό το πρίσμα λοιπόν μπορεί κάποιος να συνειδητοποιήσει σφαιρικότερα ότι η πλατεία Τάξιμ δεν είναι μόνο «μια πλατεία», ούτε για το ισλαμικό κίνημα, αλλά ούτε και για την κοινωνική αντιπολίτευση.
Η «κεμαλική» πλατεία Τάξιμ
Η πλατεία Τάξιμ είναι αδιάσπαστο κομμάτι της ταυτότητας της Κωνσταντινούπολης. Αποτελεί ένα από τα πιο έντονα σύμβολα της σύγχρονης ιστορίας του τουρκικού κράτους. Δε θα ήταν υπερβολή να σημειωθεί ότι σε ιδεολογικό και ιστορικό επίπεδο, η πλατεία αυτή είναι η πιο σημαντική ολόκληρης της χώρας αφού συγκεντρώνει τις εμπειρίες των πιο δύσκολων αντιπαραθέσεων και σημείων καμπής της Τουρκίας. Το όνομα της πλατείας προέρχεται από την αρχική της χρήση. Κατά την εποχή του Σουλτάνου Μαχμούτ Α΄, στο συγκεκριμένο χώρο μαζεύονταν τα νερά από τα βόρεια της πόλης και «διχοτομούνταν», διαμοιράζονταν στις υπόλοιπες περιοχές. Βεβαίως στη συλλογική μνήμη της σύγχρονης εποχής της Τουρκίας, η πλατεία χαρακτηρίζεται από το εμβληματικό μνημείο της Δημοκρατίας που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο της. Το σημείο ανέγερσης του μνημείου το 1928 δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Βρίσκεται στο άνοιγμα της περιοχής του Πέρα, δηλαδή μιας περιοχής που διακρινόταν κυρίως για το συμβολισμό του κοσμοπολιτισμού και της πολυπολιτισμικότητας του αυτοκρατορικού παρελθόντος. Κάτι πέραν και έξω από τη σύγχρονη εθνική ομογενοποίηση που ήθελε να επιβάλει ο κεμαλισμός. Το μνημείο της πλατείας Τάξιμ λοιπόν τοποθετήθηκε σε χώρο που βοηθούσε στην ανάδειξη των νέων συμβολισμών του εθνικού, κοσμικού καθεστώτος. Του ανοίγματος μιας νέας εποχής κυριαρχίας του τουρκικού εθνικισμού σε βάρος των «περιπετειών» μιας αυτοκρατορίας.
Στο πλαίσιο της ιδεολογικής ανοικοδόμησης της Κωνσταντινούπολης, η τότε δημαρχία του μονοκομματικού καθεστώτος κάλεσε τον αρχιτέκτονα-πολεοδόμο Ανρί Πρόστ το 1936 για να «τακτοποιήσει» την κατάσταση έτσι όπως είχε δημιουργηθεί μετά την μεταφορά της πρωτεύουσας του νέου κράτους στην Άγκυρα. Ο Πρόστ όντως ασχολήθηκε γενικότερα με την πολεοδομία και την αρχιτεκτονική αλλαγή της Κωνσταντινούπολης και υπέδειξε για παράδειγμα τη μεταφορά βιοτεχνιών στις βορειοδυτικές όχθες του Κεράτιου. Όμως είναι επίσης γεγονός ότι κατά τη διάρκεια των εργασιών του μέχρι και το 1951 έδωσε ιδιαίτερο βάρος στη δημιουργία της «κεμαλικής» πλατείας Τάξιμ. Σε αντίθεση και σύγκρουση με το αυτοκρατορικό παρελθόν, ο σύγχρονος σχεδιασμός της πλατείας στόχευε στην ανάδειξη μιας συγκεντρωτικής πόλης, μιας πόλης με ένα και μοναδικό κέντρο. Τα οθωμανικά διοικητικά κτίρια θα έπρεπε να «κρυφτούν» στη σκιά της νέας φιλοσοφίας που αντικατοπτριζόταν στην αναδιαμόρφωση της πλατείας Τάξιμ, στο μνημείο της Δημοκρατίας και στο διπλανό, τότε μεγαλοπρεπές κτίριο όπερας του Πολιτιστικού Κέντρου Ατατούρκ. Επί της διακυβέρνησης του Ινονού, η πλατεία ήταν ο χώρος διοργάνωσης πολλών κρατικών εκδηλώσεων και πρωτοκόλλων των προξενείων. Αλλά και αργότερα ήταν ένας χώρος που φιλοξενούσε τα κέντρα της νέας δυτικότροπης διασκέδασης, της μουσικής και του καταναλωτισμού. Μέχρι και οι εμπνευσμένοι από τη Δύση διαγωνισμοί κατανάλωσης αλκοόλ, διοργανώνονταν στην πλατεία Τάξιμ και τα περίχωρά της.
Η αριστερόστροφη πλατεία Τάξιμ
Η πλατεία Τάξιμ δεν εξέφραζε μόνο το ιδεολογικό ρεύμα του κεμαλισμού. Σταδιακά η ιστορική εξέλιξη της χώρας έφερε στο προσκήνιο της πλατείας την πρωτομαγιά και όλα τα κοινωνικά κινήματα του ευρύτερου χώρου της τουρκικής Αριστεράς. Ο ακτιβιστής Ιλκάν Ακγκιουλ εξηγώντας την επιμονή των συνδικάτων να μην «παραδώσουν» την πλατεία στις πολιτικές της κυβέρνησης ΑΚΡ, σημειώνει: «Η κεντρική διεύθυνση των εορτασμών αυτής της γιορτής κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες είναι η πλατεία Τάξιμ. Γιατί σε αυτή την πλατεία δολοφονήθηκαν εργάτες. Γιατί σε αυτή την πλατεία γεννήθηκε το κακό… Για αυτό το λόγο, η πλατεία Τάξιμ είναι η συλλογική μνήμη της εργατικής τάξης της Τουρκίας». Ήδη από το 1924 όταν απαγορεύτηκε για πρώτη φορά, η πρωτομαγιά στην Τουρκία κινείται στο περιθώριο και την καταστολή. Ο νόμος απαγόρευσης της πρωτομαγιάς επαναβεβαιώθηκε το 1927 και για τα επόμενα σχεδόν 50 χρόνια καμιά πορεία και καμιά εκδήλωση συνδικάτων και κομμάτων για τη συγκεκριμένα μέρα δεν μπορούσε να γίνει νόμιμα. Μόνο το 1975 η DİSK μετά από πολλά χρόνια προσπαθειών, κατάφερε να διοργανώσει μια μικρή σύναξη σε κλειστό χώρο στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η εκδήλωση τελικά αποτέλεσε το πρώτο βήμα.
Τις επόμενες χρονιές το συνδικαλιστικό κίνημα της χώρας, όντας σε ένα πλαίσιο βαθιάς πολιτικής κρίσης και καταπίεσης, επιδίωξε να εκφράσει τα πολιτικά του αιτήματα στο συγκεκριμένο χώρο. Αυτή ήταν και μια περίοδος σημαδεμένη από τα πραξικοπήματα και τις πολιτικές δολοφονίες αριστερών, Κούρδων και γενικά αντιφρονούντων. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, η πρωτομαγιά του 1977 καταγράφηκε στη σύγχρονη ιστορία της χώρας ως η πιο αιματοβαμμένη. Εκείνη τη μέρα, περίπου μισό εκατομμύριο άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Τάξιμ και στους γύρο δρόμους. Τη στιγμή που ο γενικός γραμματέας της DİSK, Κεμάλ Τουρκλέρ, εκφωνούσε την ομιλία του, μέλη παρακρατικών οργανώσεων από την οροφή του ξενοδοχείου Intercontinental πυροβόλησαν στο πλήθος. 37 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, 200 τραυματίστηκαν και περίπου 500 συνελήφθησαν. Ο δρόμος για την επικράτηση του σκληρότερου πραξικοπήματος στην ιστορία της Τουρκίας, αυτού της 12ης Σεπτεμβρίου 1980 άνοιξε για τα καλά. Το πραξικόπημα του 1980 ακολούθησε σχεδόν την ίδια τακτική, απαγορεύοντας την πρόσβαση στην πλατεία Τάξιμ, ειδικά για τη συγκεκριμένη επέτειο. Ο επικεφαλής της Χούντας, στρατηγός Κενάν Εβρέν, σε ομιλία του από την πλατεία στις 3 Νοεμβρίου 1982 προσπάθησε να εξηγήσει το σκεπτικό του στρατιωτικού καθεστώτος: «Αυτή η πλατεία πολύ πριν από εμάς γνώρισε πάρα πολλές συγκεντρώσεις και πορείες. Εάν δεν κάναμε την επιχείρηση της 12ης Σεπτεμβρίου και εάν αυτοί οι τύποι κατακτούσαν αυτό που ήθελαν την πρωτομαγιά, ξέρετε αγαπητοί μου πολίτες τι θα ήταν το όνομα αυτής της πλατείας; Θα την ονόμαζαν Κόκκινη Πλατεία!».
Ο Έρντογαν από την αναγνώριση στην καταστολή
Στα αρχικά της στάδια η διακυβέρνηση του ΑΚΡ απέφυγε τη βίαιη καταστολή των εκδηλώσεων της πρωτομαγιάς. Στα πλαίσια της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας μάλιστα προχώρησε και στην αναγνώριση της 1ης Μάη ως δημόσιας αργίας. Ωστόσο το 2008 συνέχισε να απαγορεύει τη χρήση της πλατείας, εξέλιξη που οδήγησε μια ομάδα συνδικαλιστικών οργανώσεων να κινηθεί νομικά. Τελικά η υπόθεση στη βάση του «περιορισμού του δικαιώματος της συγκέντρωσης» κατέληξε στο ΕΔΑΔ και τον επόμενο χρόνο, η τουρκική κυβέρνηση αναγκάστηκε να επιτρέψει τις πορείες στην πλατεία Τάξιμ. Το 2009 ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που το κράτος συναινούσε στη χρήση του χώρου για τη συγκεκριμένη επέτειο. Μέχρι και το 2012 επικράτησε το συγκεκριμένο καθεστώς πραγμάτων γεγονός που επέτρεψε την ανανέωση όχι μόνο των αριστερών παραδόσεων της πλατείας, αλλά και τη συσπείρωση πολιτικών αιτημάτων κοσμικού και δημοκρατικού χαρακτήρα ενάντια στον αυξανόμενο θρησκευτικό συντηρητισμό της κυβέρνησης. Οι εκδηλώσεις της πρωτομαγιάς τη συγκεκριμένη τετραετία κατάφερναν να συγκεντρώσουν από 100 μέχρι και 200 χιλιάδες ανθρώπους σε ένα κατά τα άλλα «αντικυβερνητικό συναπάντημα».
Η εξέλιξη αυτή ήταν κάτι που ενοχλούσε την εξουσία Έρντογαν, η οποία και το 2013 επέστρεψε στις απαγορεύσεις. Μετά την βίαιη καταστολή της πρωτομαγιάς εκείνης της χρονιάς, ο τότε Πρωθυπουργός ανακοίνωσε τη νέα απόφαση της κυβέρνησης του: «Από τούδε και στο εξής δε θα γίνονται συγκεντρώσεις στην πλατεία Τάξιμ… όπου υποδειχθεί, εκεί είσαι υποχρεωμένος να κάνεις συγκεντρώσεις γιατί εδώ υπάρχει κράτος δικαίου», ήταν η φραστική περιγραφή του νέου καθεστώτος από τον Έρντογαν. Αν η μαζικότητα της πρωτομαγιάς του 2013 ήταν ένα σημάδι της ρήξης στην ηγεμονία του ΑΚΡ, τότε στα τέλη του μήνα η εξεγερσιακή κατάσταση που επικράτησε με αφορμή το πάρκο Γκεζί της πλατείας, ήταν το σημείο καμπής για την ανατροπή του χώρου συνολικά. Το ΑΚΡ εισήλθε πλέον και επίσημα σε μια διαδικασία «περικύκλωσης» της πλατείας με τρόπο που να την αποκόπτει από τις μνήμες και το παρελθόν, με τρόπο που να την εμποδίζει από του να γίνεται βάση έκφρασης συλλογικών πολιτικών, αντιπολιτευτικών αιτημάτων. Στα πλαίσια της προσπάθειας εξαφάνισης της μνήμης και των παραδόσεων της πλατείας Τάξιμ, το ΑΚΡ ανακοίνωσε το 2013 τα σχέδια ενός ολοκληρωτικού μετασχηματισμού του τοπίου. Πεζοδρομοποίηση, υπόγειοι δρόμοι, σταθμοί τρένων και μετρό, ανοικοδόμηση του οθωμανικού στρατώνα του πυροβολικού επί του πάρκου Γκεζί, ήταν μερικές από τις «ευφάνταστες» ιδέες του Έρντογαν. Ουσιαστικά εκείνο που επιδίωξε και επιδιώκει μέχρι σήμερα η τουρκική κυβέρνηση είναι η αναμόρφωση της πλατείας Τάξιμ με τρόπο που να εμποδίζει την «αυθόρμητη» πολιτική σύναξη, με τρόπο που να αποκόπτει την επαφή του κόσμου με τα κοινωνικά κινήματα και γενικά με την αντιπολίτευση. Η πλατεία σε λίγα χρόνια θα είναι κλειστή για τις κινητοποιήσεις και ορθάνοιχτη στα φεστιβάλ τύπου «Αγοράς της Κωνσταντινούπολης», όπου και αποθεώνεται ο νέος τύπος καταναλωτισμού.
Γιενίκαπι: Η πλατεία της «νέας Τουρκίας» και η ηγεμονία στο δημόσιο χώρο
Το ΑΚΡ όμως δεν έμεινε μόνο στην αναμόρφωση της πλατείας Τάξιμ για να εμποδίσει την ανάπτυξη της «αντιπολίτευσης του δρόμου». Φρόντισε να ξεκινήσει νέα έργα υποδομής με στόχο τον πλήρη έλεγχο του δημόσιου χώρου και των στοιχείων που αναπαριστά. Η οικοδόμησης της πλατείας Γιενίκαπι, χωρητικότητας ενός εκατομμυρίου ανθρώπων είναι το νέο δημιούργημα του ΑΚΡ που λειτούργησε το 2014 λίγο πριν τις δημοτικές εκλογές. Η συγκεκριμένη πλατεία που βρίσκεται στα όρια μιας από τις πιο συντηρητικές περιοχές της Κωνσταντινούπολης, τη Φάτιχ, είναι ίσως το πληρέστερο παράδειγμα της επιχείρησης καταστολής των πολιτικών μηνυμάτων της πλατείας Τάξιμ. Αποκομμένη από το κέντρο της πόλης, απομονωμένη από τη μάζα του κόσμου, ένα «μεγαθήριο» 725 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων, η πλατεία Γιενίκαπι μπορεί να φιλοξενήσει συγκεκριμένες εκδηλώσεις οργανωμένων συνόλων με πολύ συγκεκριμένες οργανωτικές δυνατότητες. Για παράδειγμα, ένα τέτοιο χώρο μόνο ένα οργανωμένο μέγεθος όπως το κυβερνών κόμμα μπορεί τελικά να αξιοποιήσει.
Επομένως η απαγόρευση της πολιτικής δράσης και της έκφρασης σε δημόσιους χώρους σήμερα από το ΑΚΡ, δεν εκφράζεται μόνο με τη βία και την καταστολή. Εκφράζεται με την τεχνολογία και την αρχιτεκτονική, αλλά και με άλλους επιστημονικούς τρόπους παρεμπόδισης της καλλιέργειας μιας εναλλακτικής πολιτικής συνείδησης. Εκείνο λοιπόν που θέλει εναγωνίως να απαγορεύσει το ΑΚΡ δεν είναι απλά η αναπαραγωγή των συμβολισμών της πλατείας Τάξιμ μια φορά το χρόνο. Εκείνο που με ουσιαστικό τρόπο θέλει να καταστείλει και συνεπώς εκείνο που διευρύνουν τη σημασία της πλατείας πέραν από το αρχιτεκτονικό της ενδιαφέρον, είναι η διεύρυνση του πεδίου της πολιτικής αντιπαράθεσης και της δημοκρατίας μέσα από τη χρήση των κοινών χώρων.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 3 Μαΐου 2016