Η αντιπολίτευση προς τον Έρντογαν που δύσκολα καταγράφεται
Στο ανατολικότερο άκρο των ακτών της Μαύρης Θάλασσας στην Τουρκία, βρίσκεται η μικρή πόλη Άρτβιν. Η Άρτβιν, με πληθυσμό περίπου 100 χιλιάδων ανθρώπων, είναι γνωστή για το σχετικά υψηλό βιοτικό της επίπεδο, για το σπάνιο περιβάλλον της, αλλά και για την έντονη ροπή προς τον αριστερό ακτιβισμό. Σε συγκεκριμένες συγκυρίες η Άρτβιν, πολιτικά και πολιτιστικά, δε μοιάζει σχεδόν καθόλου με την υπόλοιπη ευρύτερη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας που επιλέγει πλειοψηφικά στήριξη προς το κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Μια τέτοια συγκυρία είναι και η σημερινή. Το τελευταίο χρονικό διάστημα, η μικρή πόλη βρίσκεται σε «εξεγερσιακή» κατάσταση λόγω της επιμονής της κυβέρνησης να υλοποιήσει την απόφαση δημιουργίας ενός μεγάλου εργοταξίου εξόρυξης χαλκού. Είναι ακριβώς αυτή η «εξεγερσιακή» κατάσταση της εν λόγω περιοχής που μετατρέπει το περιβαλλοντικό ζήτημα σε ένα από εκείνα τα θέματα των οποίων το επίκεντρο δεν είναι ο Έρντογαν και το ΑΚΡ, αλλά αυτοί που αντιπολιτεύονται το συντηρητικό όραμα των κυβερνώντων. Με λίγα λόγια, η πόλη Άρτβιν σήμερα συμβολίζει την «άλλη Τουρκία», η οποία δύσκολα ή και καθόλου δεν μπορεί να εκφραστεί μέσα από τα μεγαλύτερα ΜΜΕ της χώρας.
Ο φυσικός πλούτος και τα διαφορετικά οράματα που παράγει
Η μαζική αντιπολίτευση των κατοίκων της περιοχής, εκφρασμένη με διάφορους πρωτότυπους τρόπους, μοιάζει να έρχεται από το παρελθόν. Ανανεώνει το ιδιότυπο τοπικό πείσμα των Μαυροθαλασσιτών για την προστασία του φυσικού τους περιβάλλοντος. Οι άνθρωποι της περιοχής ζουν για εκατοντάδες χρόνια σε αρμονία με τη «σκληρή» γεωγραφία και το φυσικό πλούτο του τόπου τους. «Καταδικασμένοι» στα ψηλά ολοπράσινα βουνά, οι κάτοικοι της Άρτβιν αντιλαμβάνονται αμέσως ως ξένη εισβολή αυτή την «αναπτυξιακή μονομανία» του ΑΚΡ, στο πέρασμα της οποίας ισοπεδώνονται τεράστιες εκτάσεις δασικών περιοχών και όχι μόνο.
Η σημασία που αποδίδουν οι κάτοικοι της Άρτβιν στο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν, δεν είναι τυχαία. Τα γραφικά δάση της περιοχής κατατάσσονται ανάμεσα στα εκατό σημαντικότερα παγκοσμίως εξαιτίας της τοποθεσίας τους ως το κέντρο των διαδρόμων των αποδημητικών πουλιών, του ποικιλόμορφου οικοσυστήματος και της φιλοξενίας σπάνιων ειδών χλωρίδας, τέτοιας που ξεπερνά τα μεγέθη της Τουρκίας. Η Άρτβιν επιβιώνει και αναπτύσσεται λόγω της περιβαλλοντικής σημασίας και του εξαίρετου της τοπίου. Συγκεντρώνει εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες ακριβώς επειδή καταφέρνει να προστατεύει το φυσικό της πλούτο. Από το 2010 μέχρι σήμερα, η πόλη φιλοξενεί ετησίως σε σταθερή βάση περίπου 1 εκατομμύριο τουρίστες, τόσο από περιοχές εντός Τουρκίας, όσο και από το εξωτερικό. Όμως στο σημείο αυτό υπάρχει η σύγκρουση των οραμάτων. Γιατί η κυβέρνηση του ΑΚΡ και πολλοί επιχειρηματικοί κύκλοι του τομέα των κατασκευών, βλέπουν ότι κάτω από την επιφάνεια της μικρής πόλης βρίσκονται πολλά εκατομμύρια δολάρια υπό τη μορφή ανεκμετάλλευτων μεταλλευμάτων. Είναι αυτή η διάσταση απόψεων και στόχων που το τελευταίο χρονικό διάστημα μετέτρεψε την Άρτβιν των 100 χιλιάδων κατοίκων σε επίκεντρο μιας ολόκληρης χώρας των 80 εκατομμυρίων.
Βεβαίως η αντιπαράθεση για το φυσικό πλούτο της Άρτβιν δεν είναι καθόλου νέα. Ήδη από το 1988 μια μεγάλη καναδική εταιρεία άρχισε τις προσπάθειες για δημιουργία ενός τεράστιου εργοταξίου εξόρυξης, μετά την ανακάλυψη σημαντικών ποσοτήτων χαλκού και χρυσού στο βουνό Τζεράτεπε, το οποίο «βλέπει» ακριβώς το κέντρο της μικρής πόλης σε απόσταση μόλις 4 χιλιομέτρων. Η μακρόχρονη αντίσταση των κατοίκων της περιοχής εξανάγκασε την εταιρεία να αποσυρθεί από το έργο το 2003. Παράλληλα και μετά από συνεχόμενες προσφυγές των τοπικών περιβαλλοντικών οργανώσεων το 2008, το αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο της Τουρκίας αποφάσισε την ακύρωση των αδειών εξορύξεων στη βάση των κινδύνων μόλυνσης των νερών και δημιουργίας κατολισθήσεων. Η δικαστική απόφαση άφησε μια πικρή γεύση στους κύκλους του ΑΚΡ. Η κυβέρνηση δε δίστασε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να ανοίξει ξανά προσφορές για εξορύξεις στο Τζεράτεπε. Άλλωστε το ΑΚΡ έχει μια ολοκληρωμένη αντίληψη για την ανάπτυξη της οικονομίας. Η ενόχληση του κυβερνώντος κόμματος από τις χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες που εμποδίζουν την εκμετάλλευση δασικών περιοχών και χώρων προστασίας εκφράστηκε με πολλούς τρόπους κατά την τελευταία δεκαετία.
Μια από τις πρώτες πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης το 2003 ήταν η ενοποίηση του Υπουργείου Δασών και του Υπουργείου Περιβάλλοντος σε ένα, με την παράλληλη παραχώρηση της διαχείρισης τεράστιων δασικών εκτάσεων στον ιδιωτικό τομέα. Ουσιαστικά με την ενοποίηση των δύο Υπουργείων, εκείνο που ήθελε να πετύχει η κυβέρνηση ΑΚΡ – και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε – ήταν η συρρίκνωση και η αποδυνάμωση των δημόσιων ελέγχων στο περιβάλλον. Άλλωστε ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στην εμπορευματοποίηση των δασών και άλλων εστιών φυσικού πλούτου της χώρας, ήταν στον ένα ή στον άλλο βαθμό η λειτουργία ενός αυτόνομου πολιτικού φορέα για το περιβάλλον. Επιπλέον η κυβέρνηση προχώρησε στη δραστική μείωση του χρονικού περιθωρίου για την κατάθεση μελετών «αξιολόγησης περιβαλλοντικών επιπτώσεων» από 170 μέρες σε 35 και κατάργησε την υποχρέωση των αρμόδιων κρατικών τμημάτων να πραγματοποιούν οργανωμένες ενημερώσεις των κατοίκων περιοχών που επηρεάζονται από έργα μεγάλης εμβέλειας. Μέχρι και το 2006, το ΑΚΡ μέσα από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διέθετε προχώρησε στην άρση των κανονισμών προστασίας μεγάλων δασικών εκτάσεων, τις οποίες στη συνέχεια παραχώρησε στον κατασκευαστικό τομέα. Το ίδιο περίπου μέτρο εφάρμοσε και για μεγάλες εκτάσεις βοσκοτοπιών. Στόχος τότε, σύμφωνα με τις δηλώσεις αξιωματούχων της τουρκικής κυβέρνησης, ήταν η εξασφάλιση ενός εισοδήματος για το κράτος που θα έφτανε τα 25 δισεκατομμύρια δολάρια.
Οι φίλοι του Έρντογαν στην οικονομική ανάπτυξη
Στα πλαίσια που δημιούργησε αυτό το νέο θεσμικό περιβάλλον της Τουρκίας, καταγράφηκε σχεδόν άμεσα η κατακόρυφη ανάπτυξη του τομέα των εξορύξεων μεταλλευμάτων. Από το 2003 μέχρι και το 2014 στον εν λόγω τομέα, εμφανίστηκαν συνολικά 52 νέες μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις. Μάλιστα σύμφωνα με στοιχεία που κατέθεσε στην Εθνοσυνέλευση το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό, το πλειοψηφικό μετοχικό πακέτο των 36 μεγαλύτερων νέων εταιρειών του τομέα, συμπεριλαμβάνει στελέχη της ηγεσίας του ΑΚΡ. Δεν αποτελεί έκπληξη λοιπόν το δεδομένο ότι την τελευταία δεκαετία, η κυβέρνηση της Τουρκίας παραχώρησε συνολικά 16,218 νέες άδειες για εξορύξεις διαφόρων μεταλλευμάτων. Παρόλο που ο τομέας των εξορύξεων είναι σχετικά μικρός σε σύγκριση με άλλους τομείς της βιομηχανικής παραγωγής, εντούτοις αποτελεί τον τομέα που καταγράφει τα τελευταία χρόνια τα μεγαλύτερα ποσοστά μεγέθυνσης. Συγκεκριμένα από το 2010 και μετά, οι εξορύξεις αποτελούν το 7,4% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής της Τουρκίας και το 1,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος με ρυθμούς μεγέθυνσης άνω του 50%. Οι πιο πάνω αριθμοί φυσικά διαθέτουν και την τραγική πτυχή της απώλειας ανθρώπινων ζωών. Μόνο το 2013 καταγράφηκαν 5 χιλιάδες εργατικά ατυχήματα, στα οποία 1235 εργάτες έχασαν τη ζωή τους. Στα εργοτάξια των εξορύξεων καταγράφονται οι περισσότεροι θάνατοι εργατών από ατυχήματα με ποσοστά που ξεπερνούν το 10%.
Μετά την επανάληψη των δημόσιων διαγωνισμών για εξορύξεις στο λόφο Τζεράτεπε, οι κάτοικοι της Άρτβιν βρέθηκαν ξανά στους δρόμους. Το 2014 κατάφεραν μια δεύτερη δικαστική νίκη, η οποία ακύρωνε το έργο λόγω των αρνητικών επιπτώσεων που θα είχε στην ενδημική ζωή της περιοχής. Όμως ούτε η δεύτερη δικαστική απόφαση αποθάρρυνε το ΑΚΡ. Το κυβερνών κόμμα πίεσε για την δημοσίευση μιας νέας θετικής περιβαλλοντικής μελέτης, την οποία τα αρμόδια Υπουργεία ενέκριναν μέσα σε μερικά εικοσιτετράωρα. Μέχρι και τον Ιούλιο του 2015 ο νικητής του διαγωνισμού, ο όμιλος επιχειρήσεων Τζενγκίζ, ξεκίνησε τη μεταφορά οχημάτων και μηχανημάτων που θα αναλάμβαναν το έργο στην Άρτβιν. Η δια της επιβολής έναρξη των εργασιών διευκολύνθηκε και από το γεγονός ότι ακόμα εκκρεμεί η προσφυγή των περιβαλλοντικών οργανώσεων ενάντια στη δεύτερη περιβαλλοντική μελέτη. Όμως είναι γεγονός ότι οι οργανωμένες αντιδράσεις των κατοίκων σταδιακά εντείνονταν. Η εταιρεία Τζενγκίζ προσπάθησε όλο αυτό το διάστημα να πείσει για «τις καλές της προθέσεις». Οι αρμόδιοι της εταιρείας διαβεβαίωναν ότι δε θα δημιουργούσαν νέους δρόμους μεταφοράς του χαλκού μέσα από τα δάση του Τζεράτεπε, αλλά και ότι δε θα χρησιμοποιούσαν κυανιούχες ουσίες για την εξόρυξη ως ένδειξη της προσπάθειας τους για προστασία των υδάτινων πόρων της περιοχής.
Όσο περισσότερες δηλώσεις έκανε ο όμιλος Τζενγκίζ, τόσο περισσότερες οργανώσεις συγκεντρώνονταν στο κέντρο της πόλης και προετοίμαζαν τις δικές τους «θέσεις μάχης». Ο λόγος ήταν ακριβώς ο ίδιος ο όμιλος Τζενγκίζ και το παρελθόν του. Ο όμιλος, ένας από τους ισχυρότερους του κατασκευαστικού τομέα της Τουρκίας, είναι ιδιοκτησίας του Μεχμέτ Τζενγκίζ, προσωπικού φίλου του Προέδρου Έρντογαν. Ο εν λόγω όμιλος έγινε ιδιαίτερα κερδοφόρος εξαιτίας του ότι αποδεδειγμένα κέρδισε τα περισσότερα έργα δημοσίου επί της διακυβέρνησης ΑΚΡ. Όμως έγινε και ιδιαίτερα γνωστός μετά την αποκάλυψη της εμπλοκής του στα σκάνδαλα διαφθοράς που είδαν το φως της δημοσιότητας το Δεκέμβριο του 2013.
Η κορύφωση της λαϊκής αντίδρασης και η πόλωση
Με αυτά τα δεδομένα από τα μέσα Φεβρουαρίου μέχρι και την πρώτη εβδομάδα Μαρτίου 2016, δεκάδες χιλιάδες κάτοικοι της Άρτβιν βρίσκονταν στους δρόμους και προσπαθούσαν να εμποδίσουν την έναρξη των έργων για τη δημιουργία του εργοταξίου εξορύξεων στο λόφο του Τζεράτεπε. Ήδη όμως τις προηγούμενες 242 μέρες συνολικά, πολλές περιβαλλοντικές και άλλες οργανώσεις είχαν κατασκηνώσει στο λόφο και απέτρεπαν την είσοδο των μηχανημάτων. Η περιοχή για μια ακόμη φορά μύριζε «μπαρούτι». Στις 16 Φεβρουαρίου, το κράτος κινητοποίησε τις δυνάμεις ασφαλείας που ήταν σταθμευμένες στις γύρω περιοχές. Τμήματα του στρατού μπήκαν στο κέντρο της πόλης και επιδίωξαν να διαλύσουν τις κινητοποιήσεις. Στο μεταξύ όμως είχαν δημιουργήσει διάφορα μπλόκα και οδοφράγματα με δύο κεντρικούς στόχους: Ο πρώτος ήταν για να εμποδίσουν την είσοδο στην πόλη νέων διαδηλωτών από τις γύρω περιοχές που έφταναν για να βοηθήσουν την τοπική κοινότητα. Ο δεύτερος ήταν για να δημιουργήσουν τεχνητά περάσματα διά της βίας, ούτως ώστε να μπορέσουν τα μηχανήματα της εταιρείας να φτάσουν μέχρι και το βουνό. Με λίγα λόγια η κατάσταση έμοιαζε να φεύγει εκτός ελέγχου. Η Νεσέ Καραμάν, πρόεδρος του Συνδέσμου Πράσινης Άρτβιν, περιέγραψε τις σκηνές βίας που κορυφώθηκαν, λέγοντας πως «Η περιοχή ουσιαστικά τελεί υπό κατοχή».
Η σκλήρυνση της στάσης του κράτους δημιούργησε σχεδόν αμέσως ένα «φαύλο κύκλο» συνέχισης και έντασης των διαμαρτυριών. Κάτοικοι άλλων πόλεων με καταγωγή την Άρτβιν ξεκίνησαν να επιστρέφουν για να συμπαρασταθούν στην «πατρίδα» όπως ονομάζουν τον τόπο γέννησης τους. Η κινητικότητα αυτή προκάλεσε τη διεύρυνση των διαμαρτυριών σε πολλές κεντρικές πόλεις της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας, ενώ τα νέα επηρέασαν και τις μεγαλουπόλεις των δυτικών περιοχών της Τουρκίας. Μέχρι και τα τέλη Φεβρουαρίου 2016, μεγάλοι αριθμοί ακτιβιστών από την Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα άρχισαν να καταφθάνουν στην περιοχή και να ενισχύουν την προσπάθεια «κατάληψης» του λόφου Τζεράτεπε, εμποδίζοντας το έργο της εταιρείας.
Παρά την κλιμάκωση της βίας από το κράτος ενάντια στους διαδηλωτές, η συνεχής μαζικοποίηση της συμμετοχής και η μεταφορά των βασικών μηνυμάτων των κατοίκων της Άρτβιν σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας κυρίως διαμέσου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, προκάλεσαν αναταράξεις στο επιτελείο της κυβέρνησης Νταβούτογλου. Στις 24 Φεβρουαρίου ο ίδιος ο Πρωθυπουργός αναγκάστηκε να αποδεχτεί το αίτημα των περιβαλλοντικών οργανώσεων της περιοχής για συνάντηση. Το αποτέλεσμα δε συνιστούσε ένα μικρό έστω «βήμα πίσω» για το κυβερνών κόμμα. Αποφασίστηκε η εκ νέου αναστολή της δημιουργίας εργοταξίου εξορύξεων στο Τζεράτεπε, τουλάχιστον μέχρι και την οριστική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου επί της προσφυγής των κατοίκων ενάντια στη δεύτερη περιβαλλοντική έκθεση.
Από το πάρκο Γκεζί στην πόλη Άρτβιν
Η εξέλιξη αυτή, δεδομένων των ίδιων των συγκυριών στη χώρα, συνιστούσε επιτυχία. Παρόλο που καταγράφεται μια σαφής έλλειψη εμπιστοσύνης των κατοίκων της Άρτβιν περί των αληθινών προθέσεων της εταιρείας Τζενγκίζ και της κυβέρνησης Νταβούτογλου, εντούτοις μετά τη συνάντηση όντως υπήρξε μια συνειδητή αποκλιμάκωση εκ μέρους των οργανωμένων συνόλων των ακτιβιστών. Στο σημείο εκείνο όμως ήταν που επενέβηκε δημόσια ο Πρόεδρος Έρντογαν σπάζοντας τη σιωπή που διατηρούσε για το θέμα όλο το προηγούμενο διάστημα. Σε μια νέα προσπάθεια δημιουργίας πόλωσης τόνισε ότι οι διαδηλωτές στην Άρτβιν «είναι μικροί Γκεζιτζίδες» που είχαν στόχο τους περίπου την ανατροπή της κυβέρνησης. Η ταύτιση των διαδηλωτών στην Άρτβιν το 2016 με αυτούς στο πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης το καλοκαίρι του 2013, δεν ήταν καθόλου τυχαία. Εκφράζει την προσπάθεια του Έρντογαν να αλλάξει ακόμα και τις μεθόδους έκφρασης της πολιτικοποίησης της κοινωνίας. Αντικατοπτρίζει την επιδίωξη του Προέδρου της Τουρκίας να απονομιμοποιήσει ως περίπου «πραξικοπηματικό» όχι μόνο ότι βρίσκεται στην αντιπολίτευση ενάντια σε αποφάσεις της κυβέρνησης και του ΑΚΡ, αλλά και ότι εκφράζεται δημόσια έξω από τα ηθικά όρια που ο ίδιος καθορίζει για την κοινωνία. Οι ευφάνταστες και καυστικές εκφράσεις των δεκάδων χιλιάδων νέων στο Γκεζί, όπως ακριβώς και αυτές των ακτιβιστών στην Άρτβιν, θεωρούνται από τον Έρντογαν ως πολιτισμικά «ξένες» και συνεπώς επικίνδυνες για το συντηρητικό χαρακτήρα που θέλει να εμπεδώσει στην κοινωνία. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον πόλωσης και παρά τη συσκότιση που θα επιβληθεί από μια μεγάλη μερίδα των ΜΜΕ, το επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι κρίσιμο και για το μέλλον της κοινωνικής αντιπολίτευσης που αναπτύσσεται στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών