Διδάγματα από την πρόσφατη αντιπαράθεση Άγκυρας-Τουρκοκυπρίων
Με τις τελικές υπογραφές στη δεύτερη «διακυβερνητική» συμφωνία για τη λειτουργία του υποθαλάσσιου αγωγού και για τη διαχείριση του νερού στις 2 Μαρτίου 2016, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην υπόθεση μετασχηματισμού των κατεχομένων. Μπορεί η υπογραφή της συμφωνίας να θεωρείται ως η κατάληξη του πρόσφατου κύκλου αντιπαράθεσης μεταξύ Άγκυρας και Τουρκοκυπρίων, όμως την ίδια στιγμή θα πρέπει να θεωρηθεί και ως η έναρξη νέων δυναμικών διαδικασιών που θα χαρακτηρίζουν την εξέλιξη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ιδιαίτερα σε περίπτωση αποτυχίας επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος. Η ουσία του τελικού κειμένου της συμφωνίας για το νερό αντικατοπτρίζει τις ισορροπίες ισχύος μεταξύ Τουρκίας και Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ο ισχυρός επέβαλε τους βασικούς όρους της φιλοσοφίας με την οποία σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε ο υποθαλάσσιος αγωγός μεταφοράς νερού. Όμως η στατική αντιμετώπιση της κατάληξης που είχε το θέμα, δημιουργεί εμπόδια σε μια ευρύτερη κατανόηση των μετατοπίσεων που εκφράζονται σε κοινωνικό επίπεδο ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους. Οι μετατοπίσεις αυτές είναι σημαντικές, αφού σχετίζονται άμεσα με την εξέλιξη των σχέσεων Τουρκίας-Τουρκοκυπριακής κοινότητας, με την εξέλιξη γενικότερα των σχέσεων Τουρκίας-Κύπρου, καθώς και με την αλλαγή του ιδεολογικού περιβάλλοντος στα κατεχόμενα.
Το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης: Κέρδη και ζημιές
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε η διαπραγμάτευση μεταξύ Τουρκίας-Τουρκοκυπρίων για τη δεύτερη τελική συμφωνία περί της διαχείρισης του νερού, επιβλήθηκε από την Άγκυρα και μάλιστα με τους χειρότερους όρους έναντι της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η κορύφωση της σκλήρυνσης της στάσης της κυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) φάνηκε ιδιαίτερα στο τελεσίγραφο του Φεβρουαρίου. Μέσα από αυτό το κείμενο το ΑΚΡ απαιτούσε μεταξύ άλλων: 1. Τη διασφάλιση ότι η ιδιωτική εταιρεία που θα κέρδιζε το διαγωνισμό για τη διαχείριση και διαμοιρασμό του νερού από τον αγωγό, να είχε και τον πλήρη έλεγχο των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων των κατεχομένων, 2. Τη διασφάλιση ότι οι «Δήμοι» που θα επέλεγαν να μείνουν εκτός του συστήματος ιδιωτικοποίησης του διαμοιρασμού του νερού, να πωλούν το μη πόσιμο νερό που έχουν στη διάθεση τους στην ίδια τιμή με εκείνο που θα πωλεί η ιδιωτική εταιρεία, 3. Τη διασφάλιση ότι η αγορά των ποσοτήτων νερού θα ήταν «εγγυημένη». Δηλαδή η Τουρκοκυπριακή κοινότητα θα αγόραζε συγκεκριμένες ποσότητες νερού σε καθορισμένη τιμή, ανεξαρτήτως εάν χρησιμοποιούνταν στο σύνολό τους ή όχι.
Η ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος (ΡΤΚ) λοιπόν, μετά την απόρριψη των συγκεκριμένων όρων της κυβέρνησης του ΑΚΡ, εξαναγκάστηκε σε μια διαπραγμάτευση αντιμετωπίζοντας τρία ανοιχτά μέτωπα. Το πρώτο ήταν φυσικά η σκλήρυνση της στάσης της ίδιας της Άγκυρας. Το δεύτερο ήταν η συμφωνία του Κόμματος Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ) ως εταίρου στην «κυβέρνηση» συνεργασίας, με τις προτάσεις της Άγκυρας. Ενώ το τρίτο ήταν οι έντονες εσωκομματικές αντιπαραθέσεις μεταξύ φιλελεύθερων και αριστερών σε σχέση με το περιεχόμενο της εν λόγω συμφωνίας, αλλά και γενικότερα για το μοντέλο σχέσεων που θα πρέπει να αναζητηθεί μεταξύ της κοινότητας και της Τουρκίας. Στη βάση των προαναφερθέντων, το τελικό κείμενο καταρχήν διασφαλίζει την πλήρη ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης και του διαμοιρασμού του νερού από τον αγωγό αφήνοντας εκτός τις υπόγειες και επιφανειακές πηγές των κατεχομένων. Χαλαρώνει τους όρους συλλογικής τιμωρίας των «Δήμων» που θα επιλέξουν να μείνουν εκτός του συστήματος ιδιωτικοποίησης, αφήνοντας όμως ελάχιστα περιθώρια επιβίωσης τους μελλοντικά. Επίσης με τη μεταφορά του διαγωνισμού της ιδιωτικοποίησης στην Κύπρο, θεωρητικά αφήνει κάποια περιθώρια διεκδίκησης της διαχείρισης και διαμοιρασμού από τη συνεταιρική εταιρεία που δημιούργησαν οι «Δήμοι» πρόσφατα. Όμως είναι γεγονός ότι υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες σε σχέση με την ικανότητα ανταγωνισμού αυτού του συνεταιρισμού με το πανίσχυρο τουρκικό κεφάλαιο που θα ενδιαφερθεί για το μονοπώλιο στον τομέα.
Η αμφισβήτηση της τουρκοκυπριακής κοινοτικής υπόστασης
Είναι αλήθεια ότι η δημόσια αντιπαράθεση του τελευταίου χρονικού διαστήματος στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα κινήθηκε γύρω από τον άξονα της συνειδητής άρνησης ενός μέρους της, να αποδεχτεί την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του νερού. Από μόνο του αυτό το γεγονός είναι σημαντικό, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι η ιδιωτικοποίηση είναι ένα από τα κυρίαρχα μοντέλα αλλαγής της οικονομίας των κατεχομένων που επιδίωξαν να επιβάλουν διάφορες κυβερνήσεις της Τουρκίας. Όμως το κεντρικό ζήτημα που τίθεται από μια σειρά συνδικαλιστικών οργανώσεων και κομμάτων των Τουρκοκυπρίων είναι η καταγγελία της επίθεσης που δέχονται οι τουρκοκυπριακοί θεσμοί εξουσίας σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του νερού αποτελεί ένα από τα πολλά παραδείγματα αφαίρεσης εξουσίας από το τουρκοκυπριακό πλαίσιο και μεταφοράς της σε ένα αυτόνομο τουρκικό. Η άμεση συνέπεια της πιο πάνω διαδικασίας είναι η σταδιακή απογύμνωση των Τουρκοκυπρίων από τα στοιχεία που τους καθιστούν ως μια πολιτική κυπριακή κοινότητα και της μετατροπής τους σε ένα «ανοργάνωτο μπουλούκι».
Η ιστορία της εξάρτησης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας από την Τουρκία είναι βεβαίως παλιά. Όμως ακόμα και στις δύσκολες στιγμές της δεκαετίας του 1950 για παράδειγμα, υπήρχε στον κυπριακό δημόσιο χώρο μια εθνοτικά συνειδητοποιημένη και κοινοτικά οργανωμένη τουρκοκυπριακή έκφραση. Μέσα από διαφορετικούς σχηματισμούς και θεσμούς εξουσίας, μέρη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας μπορούσαν να αρθρώσουν πολιτικό λόγο και διεκδικήσεις, να αντιπαρατεθούν σε σχέση με διαφορετικά πολιτικά προγράμματα για το μέλλον της Κύπρου. Ακόμα και κατά την περίοδο της κυριαρχίας του εθνικισμού, η κοινοτική οργάνωση των Τουρκοκυπρίων μπορούσε να συμβάλει στην ανάπτυξη διαφορετικών, εναλλακτικών οραμάτων. Η εισβολή του 1974 δημιούργησε πολλά νέα δεδομένα σε σχέση με την έννοια της κοινοτικής ύπαρξης των Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο. Στην πορεία του χρόνου έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι η παρουσία της Άγκυρας και η αποικιοποίηση του χώρου, μετασχημάτιζε τόσο το ίδιο το Κυπριακό πρόβλημα, όσο και τις απειλές ενάντια στην αυτονόμηση της κοινότητας. Σήμερα όμως, το παράδειγμα της συμφωνίας για το νερό και η γενικότερη τακτική που ακολουθεί το ΑΚΡ, έχουν εκσυγχρονίσει σε σημαντικό βαθμό την προσπάθεια αποδυνάμωσης των αυτόνομων θεσμών των Τουρκοκυπρίων. Συνεπώς την ίδια στιγμή, η ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης του νερού έχει επικαιροποιήσει γενικότερα την αμφισβήτηση των διόδων μέσα από τις οποίες μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας μπορούσε να οργανώσει την αντιπολίτευση απέναντι στην Τουρκία.
Η αυτονόμηση της τουρκικής παρουσίας
Οι αντιπαραθέσεις για το νερό και οι όροι που επιδίωξε να επιβάλει η κυβέρνηση ΑΚΡ, σχετίζονται άμεσα με την προσπάθεια παράκαμψης και αποδυνάμωσης τουρκοκυπριακών φορέων εξουσίας και της αντικατάστασης τους με τουρκικούς φορείς εξουσίας. Για παράδειγμα η έντονη προσπάθεια περιθωριοποίησης των τουρκοκυπριακών «Δήμων» και η πλήρωση του κενού από το ιδιωτικό τουρκικό κεφάλαιο, δίνει το μήνυμα ότι το ΑΚΡ δεν ενδιαφέρεται για τη νομιμοποίηση της τουρκικής παρουσίας μέσα από τουρκοκυπριακά κανάλια. Αντίθετα επισημοποιεί την έλλειψη εμπιστοσύνης προς μια σειρά τουρκοκυπριακών συνδικαλιστικών και πολιτικών συνόλων γιατί αντιλαμβάνεται το πολιτισμικό χάσμα που υπάρχει μεταξύ του δικού του ιδεολογικού οράματος και του ενισχυμένου εθνο-κοινοτισμού των Τουρκοκυπρίων. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η συνεχής «υπόμνηση» ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να διαχειριστούν ένα έργο τέτοιας εμβέλειας όπως ο υποθαλάσσιος αγωγός μεταφοράς νερού. Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο εντάσσονται επίσης και οι εντεινόμενες πιέσεις για παραχώρηση υπηκοοτήτων σε έποικους και μετανάστες από την Τουρκία. Όλα τα προαναφερθέντα σε συνδυασμό με τη γενικότερη φιλοσοφία του τρίχρονου οικονομικού πρωτοκόλλου ως η νέα μορφή διακυβέρνησης των κατεχομένων, παραπέμπουν στην επιδίωξη οικονομικής, θεσμικής και πολιτιστικής ενδυνάμωσης της ίδιας της τουρκικής παρουσίας με μια παράλληλη περιθωριοποίηση της κοινοτικής οργάνωσης των Τουρκοκυπρίων.
Καθόλου τυχαία και ως απόρροια του πιο πάνω, στο μεγαλύτερο μέρος της διαπραγμάτευσης για τη συμφωνία διαχείρισης του νερού η τουρκική κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε από γραφειοκράτες και όχι από πολιτικούς αξιωματούχους. Η «τεχνοκρατική» αντιμετώπιση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας υιοθετείται έντονα ιδιαίτερα από την κυβέρνηση του ΑΚΡ, η οποία παράλληλα θέλει να στείλει μηνύματα προς τη διακηρυγμένη διεκδίκηση της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης για μια νέα σχέση πολιτικής ισότητας με την Άγκυρα. Έτσι πέραν από τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά που θέλει να προσθέσει το ΑΚΡ στην οικονομία των κατεχομένων, η υποβάθμιση του διαλόγου με τους Τουρκοκύπριους αποτελεί και μια άμεση αναδιαμόρφωση του κυπριακού χώρου σε πεδίο ενσωμάτωσης σε μια μεγαλύτερη αγορά.
Μέσα από την εξέλιξη του θέματος για το νερό και την ανάλυση των διαφορετικών προσχεδίων της συμφωνίας, προκύπτει επιπλέον η προσπάθεια του ΑΚΡ να αλλάξει συνολικά τη δομή της «ΤΔΒΚ», αλλά και τον τρόπο λειτουργίας της. Η τουρκική κυβέρνηση συνειδητοποιεί πλήρως ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί όροι μέσα στους οποίους άρχισε να οικοδομείται η χωριστή δομή μετά το 1974, σήμερα δεν ισχύουν. Ο τρόπος λειτουργίας αυτών των δομών δεν συμβαδίζει με την οικονομική στρατηγική του ΑΚΡ. Για παράδειγμα οι πιέσεις που μεταφέρει για μείωση των αρμοδιοτήτων των «Δήμων» δεν είναι άσχετη με τη συνολική αναδιάρθρωση της κατανομής των αρμοδιοτήτων και την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας που προωθεί μέσα από τα τρίχρονα οικονομικά πρωτόκολλα. Επομένως μέσα από τέτοιες συμφωνίες όπως η πρόσφατη, η κυβέρνηση της Τουρκίας δημιουργεί ένα συγκεκριμένο υπόβαθρο το οποίο σε συνθήκες διατήρησης της διχοτόμησης του κυπριακού χώρου, οδηγεί σε μια ντε φάκτο συστημική αλλαγή.
Ο χώρος της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης και η φθορά του πολιτικού συστήματος
Απέναντι στην επιθετική προσπάθεια μείωσης της τουρκοκυπριακής εξουσίας από την Άγκυρα, η αντίδραση των οργανωμένων συνόλων της κοινότητας διοχετεύθηκε στην αναζήτηση χώρων άμυνας και προστασίας. Η μεγαλύτερη ιδεολογική επίπτωση της συγκεκριμένης αναζήτησης ήταν ο εξαναγκασμός της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της κοινότητας μέσα από τις υφιστάμενες δομές της «ΤΔΒΚ». Για παράδειγμα ο πρόεδρος της συντεχνίας TÜRK-SEN, Αρσλάν Μπιτσιακλί, δήλωσε τα εξής: «Θα πρέπει άμεσα να προσφύγουμε στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Εάν δεν σταματήσουμε αυτό το νερό, θα μας παρασύρει μαζί του». Τέτοιες αναφορές, το τελευταίο χρονικό διάστημα πυκνώνουν στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι για ένα πολύ μεγάλο μέρος των Τουρκοκυπρίων η πολιτική της κυβέρνησης ΑΚΡ όπως εκφράστηκε μέσα από την τελευταία συμφωνία, συνιστά προσπάθεια προσάρτησης και συνεπώς πλήρους άρσης της τουρκοκυπριακής αυτονομίας. Όμως η αφαίρεση της εξουσίας από τουρκοκυπριακούς φορείς και η μεταφορά της σε τουρκικούς, πραγματοποιείται σε ένα περιβάλλον μη επίλυσης του Κυπριακού, κάτι που μειώνει δραστικά τους χώρους και εργαλεία άμυνας όλων εκείνων των Τουρκοκυπρίων που αντιδρούν στον πολλαπλασιασμό της τουρκικής επιρροής. Με αυτό τον τρόπο οι υφιστάμενες δομές εξουσίας, αυτές δηλαδή που το ΑΚΡ προσπαθεί να καταργήσει και να αντικαταστήσει με νέες, συγκυριακά αποτέλεσαν το τελευταίο αμυντικό ανάχωμα. Παρόλο που η κατάρρευση της νομιμοποίησης της ιδέας της «ΤΔΒΚ» ανάμεσα στην κοινότητα κορυφώνεται τις τελευταίες δεκαετίες, εντούτοις η στάση της σημερινής τουρκικής κυβέρνησης ανανεώνει σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη εμπέδωσης αυτόνομων τοπικών θεσμών εξουσίας ως μορφών προστασίας των κοινοτικών χαρακτηριστικών των Τουρκοκυπρίων.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο της μετάβασης σε σχέση με το θεσμικό μέλλον της κοινότητας στην Κύπρο, οι εξελίξεις γύρω από τη συμφωνία για το νερό επεκτάθηκαν στην περαιτέρω φθορά του πολιτικού συστήματος των κατεχομένων. Προς το παρόν η «κυβέρνηση» συνεργασίας ΡΤΚ-ΚΕΕ έχει επιβιώσει τουλάχιστον μέχρι και την επόμενη κρίση. Όμως σε πολιτικό επίπεδο η συνεργασία των δύο κομμάτων πρέπει να θεωρείται «τελειωμένη». Η σύμπραξη των ιστορικά αντίπαλων κομμάτων ήταν μια προσπάθεια ξεπεράσματος της γενικευμένης κρίσης που βιώνει η Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Οι έντονες διαφωνίες που επανεμφανίστηκαν με αφορμή τον υποθαλάσσιο αγωγό, οι ευρύτερες αντιδράσεις της κοινότητας, αλλά και η τελική συμφωνία, δείχνουν ότι τα δύο μεγάλα κόμματα θα αντιμετωπίσουν μια μεγάλη περίοδο εσωστρέφειας με απρόβλεπτη την κατάληξη στην αλλαγή του ιδεολογικού τους υπόβαθρου. Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι λόγω της αποδυνάμωσης που αντιμετωπίζουν και τα δύο αυτά κόμματα, στο παρόν στάδιο δεν επιθυμούν την πραγματοποίηση πρόωρων εκλογών.
Η «πρεμιέρα» των μεσοπρόθεσμων συνεπειών
Η υπογραφή της συμφωνίας ιδιωτικοποίησης της διαχείρισης του νερού έχει ανοίξει ένα νέο κύκλο μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συνεπειών στην εξέλιξη των σχέσεων Τουρκοκυπρίων-Τουρκίας. Έχει απελευθερώσει ξανά μια σειρά από δομικά προβλήματα που υπάρχουν τόσο στο οικονομικό, όσο και στο ιδεολογικό επίπεδο αυτών των σχέσεων και τα οποία είναι αδύνατο να ξεπεραστούν εκτός των πλαισίων επίλυσης του ίδιου του Κυπριακού. Οι αντιδράσεις ενός μεγάλου μέρους της Τουρκοκυπριακής κοινότητας επανέφεραν στην επιφάνεια το βάθος της οικονομικής εξάρτησης από την Τουρκία και τη δυσλειτουργία των δομών εξουσίας. Την ίδια στιγμή επικαιροποίησαν την κοινωνική πόλωση και την απαξίωση του πολιτικού συστήματος με τρόπο που να μεγαλώνει η ένταση της αναζήτησης για νέους πρωταγωνιστές. Η πρόσφατη αντιπαράθεση αναπαράγει την κρίση ταυτότητας της κοινότητας, η οποία εδράζεται κυρίως στην αναδιαμόρφωση των σχέσεων της με την Τουρκία σε συνθήκες μη επίλυσης. Όμως το καθοριστικότερο στοιχείο για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα είναι η ίδια η τακτική που ακολούθησε η κυβέρνηση ΑΚΡ. Η ενεργοποίηση σκληρής ισχύος από πλευράς Άγκυρας, η οποία εκφράστηκε με τις απειλές για οικονομική παράλυση των κατεχομένων εάν δε διασφαλιζόταν η ιδιωτικοποίηση, αφήνει μια «πικρή γεύση» για την επόμενη συζήτηση σε σχέση με το οικονομικό πρωτόκολλο. Από τις εξελίξεις διαφαίνεται ότι το ΑΚΡ θα δώσει ιδιαίτερο βάρος στη διασφάλιση ότι η πορεία των ιδιωτικοποιήσεων το επόμενο χρονικό διάστημα θα συμπεριλάβει τομείς όπως τα λιμάνια, ο ηλεκτρισμός και οι τηλεπικοινωνίες. Συνεπώς με αυτά τα δεδομένα, το ενδιαφέρον θα επικεντρωθεί βασικά στις ενέργειες του συνδικαλιστικού κινήματος αλλά και στις συμμαχίες που θα προσπαθήσει να οικοδομήσει στο επόμενο επεισόδιο των αντιπαραθέσεων.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών