
Οι κοινωνικές διαστάσεις του περιουσιακού στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα
Ο Φαζίλ Κιουτσιούκ σε άρθρο του στην εφημερίδα Χαλκίν Σεσί στις 2 Αυγούστου 1980, αναφερόμενος στην κατάσταση πραγμάτων που δημιούργησε η εισβολή του 1974 για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα, σημείωνε το εξής: «Οι Τουρκοκύπριοι βρέθηκαν χωσμένοι στον πλούτο μέχρι τα πηγούνια τους. Ένα τόσο μεγάλο πλούτο που δεν παραχωρήθηκε σε καμιά άλλη κοινότητα ποτέ στην ιστορία». Με αυτά τα λόγια ήθελε να υπογραμμίσει τη διάψευση προσδοκιών που καλλιεργήθηκαν σε ένα μεγάλο μέρος της κοινότητας για την ζωή στην μετά του 1974 περίοδο. Όντως, για πολλούς πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα και στην Άγκυρα, η προσπάθεια χωριστής κρατικής οικοδόμησης αμέσως μετά την εισβολή φαινόταν να συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας και βιωσιμότητας. Μάλιστα η αισιοδοξία για την οικονομική ανάπτυξη των κατεχομένων ήταν τέτοια που ο Ζιγιά Μουεζίνογλου, τότε επικεφαλής της «Επιτροπής Συντονισμού Κύπρου» της τουρκικής κυβέρνησης, εκτιμούσε τον Οκτώβριο του 1974 ότι: «Οι φυσικές πηγές και οι εγκαταστάσεις αυτής της περιοχής δείχνουν ότι σε πάρα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θα είναι αυτοσυντήρητη». Όπως γίνεται κατανοητό, ο κυριότερος λόγος της αρχικής αισιοδοξίας για το οικονομικό μέλλον των Τουρκοκυπρίων ήταν οι περιουσίες των Ελληνοκυπρίων. Οι περιουσίες τις οποίες οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, αποτέλεσαν ένα από τα βασικά θεμέλια μιας εντελώς νέας κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης των Τουρκοκυπρίων.
Το περιουσιακό αποτελεί κατά γενική ομολογία μια πολύπλοκη πτυχή του Κυπριακού. Οι δυσκολίες όμως που εμφανίζονται δεν μπορούν να εξηγηθούν με «τεχνοκρατικές λεπτομέρειες». Έχουν τις ρίζες τους ακριβώς στο ότι μια ολόκληρη κοινωνική οργάνωση βασίστηκε σε μια «εκκρεμότητα». Όπως σε άλλα παραδείγματα στρατιωτικής κατάκτησης έτσι και στην Κύπρο, τα «λάφυρα του πολέμου» και ο διαμοιρασμός τους μετατράπηκαν σχεδόν αμέσως στον κεντρικό πυρήνα μιας «νέας ζωής» που θα έπρεπε να οικοδομηθεί. Οι ελληνοκυπριακές περιουσίες πήραν καθοριστική θέση (αν όχι την καθοριστικότερη) στην ίδια την καθημερινότητα των ανθρώπων. Επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον χιλιάδων οικογενειών και σε πολλές περιπτώσεις μετατράπηκαν σε «φαντάσματα» αποξένωσης των Τουρκοκυπρίων από το καθεστώς πραγμάτων που δημιουργήθηκε. Σε ένα από τα πολλά λογοτεχνικά του κείμενα, ο Οζγκιέρ Γιασίν ομολογεί πως «οι ζωές μας περνούσαν μέσα από τα εγκαταλειμμένα έπιπλα, αλλά και τις αναμνήσεις που άφησαν πίσω τους οι Ελληνοκύπριοι». Ακόμη και σήμερα κάτω από τον κυρίαρχο λόγο που παράγουν οι εθνικιστικές βεβαιότητες, κρύβεται ένα ισχυρό κομμάτι της τουρκοκυπριακής συλλογικής συνείδησης που περιγράφει αυτοκριτικά το περιουσιακό καθεστώς της κοινότητας με τον όρο «πλιάτσικο».
Το περιουσιακό ως κεντρική φλέβα της κρατικής οικοδόμησης
Τόσο κατά τη διάρκεια των ένοπλων συγκρούσεων του 1974, όσο και με τη λήξη της εισβολής, η μετεγκατάσταση Τουρκοκύπριων προσφύγων που εγκατέλειπαν τις νότιες περιοχές του νησιού, ήταν ένα κυρίαρχο ζήτημα πολιτικής. Αρχικά η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε χωρίς κανένα ολοκληρωμένο σχεδιασμό. Σύμφωνα με τουρκοκυπριακά στοιχεία, ήδη μέχρι το Νοέμβριο του 1974 περίπου 20 χιλιάδες Τουρκοκύπριοι είχαν εγκατασταθεί στα κατεχόμενα υπό την επίβλεψη του στρατού και τη συνεργασία διάφορων οργανωμένων συνόλων και τοπικών αρχών. Η πρώτη προσπάθεια ξεπεράσματος της χαοτικής κατάστασης, έγινε τέσσερις μήνες μετά την εισβολή. Το Νοέμβριο του 1974, η τότε «Τουρκοκυπριακή Διοίκηση» επιδίωξε με σχετική οδηγία να οργανώσει το διαμοιρασμό των ελληνοκυπριακών περιουσιών, αλλά και να παρεμποδίσει την αύξηση των φαινομένων λεηλασιών που έκαναν την εμφάνιση τους. Το Σεπτέμβριο του 1975 έγινε μια ακόμα προσπάθεια «ομαλοποίησης» της κατάστασης, με την έγκριση του νόμου περί «Κατανομής περιουσίας και επενδύσεων σε περιουσίες ξένων». Με το συγκεκριμένο κείμενο, όλες οι περιουσίες των Ελληνοκύπριων προσφύγων περνούσαν υπό τον έλεγχο και τη διαχείριση του λεγόμενου υπουργικού συμβουλίου. Παράλληλα δημιουργήθηκε το «Υπουργείο Εγκατάστασης» με αρμοδιότητα να ολοκληρώσει τη μετεγκατάσταση Τουρκοκύπριων προσφύγων, αλλά και να οργανώσει την παραχώρηση ελληνοκυπριακών περιουσιών στους πρώτους έποικους που άρχισαν να φτάνουν.
Η πρώτη πολύ πιο συγκεκριμένη νομοθεσία που προσπάθησε να διευθετήσει ολοκληρωμένα το διαμοιρασμό των περιουσιών, εγκρίθηκε το 1977. Ο νόμος περί «εγκατάστασης, διαμοιρασμού γης και περιουσίας ίσης αξίας», δημιουργούσε δύο βασικούς άξονες πολιτικής της τότε Τουρκοκυπριακής ηγεσίας για το περιουσιακό. Ο πρώτος άξονας ήταν ότι οι Τουρκοκύπριοι πρόσφυγες υποχρεώνονταν να αποποιηθούν κάθε δικαιώματος που είχαν σε σχέση με την περιουσία που εγκατέλειψαν στις ελεύθερες περιοχές. Ο δεύτερος άξονας ήταν η «κρατικοποίηση» όλων των ελληνοκυπριακών περιουσιών και η προσπάθεια εξασφάλισης σε κάθε Τουρκοκύπριο περιουσίας ίσης αξίας με αυτή που εγκατέλειψε. Βεβαίως αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη το δίκτυο των πελατειακών σχέσεων που επικράτησε και την ενεργοποίηση αυτού του δικτύου για την αναπαραγωγή της εξουσίας του Ντενκτάς και του Κόμματος Εθνικής Ενότητας. Καθόλου τυχαία, το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας των Ελληνοκυπρίων δεν είχε διαμοιραστεί πριν από τις «βουλευτικές» εκλογές του 1976. Όμως η γενικότερη φιλοσοφία της εν λόγω νομοθεσίας αντικατόπτριζε σε μεγάλο βαθμό την θέση του τότε Τουρκοκύπριου ηγέτη για μια «συνολική ανταλλαγή» περιουσιών μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

Η αμφισβήτηση της «περιουσιακής» βάσης της ιδεολογίας της διχοτόμησης
Η θέση για «συνολική ανταλλαγή» περιουσιών που εκφράστηκε στον προαναφερθέντα νόμο του «Τουρκοκυπριακού Ομόσπονδου Κράτους» το 1977, ήταν μέρος μιας γενικότερης ιδεολογικής προσέγγισης για την κατάσταση πραγμάτων που δημιούργησε η εισβολή. Η ιδρυτική ιδεολογία του 1974 περιστρεφόταν γύρω από την ανάδειξη του «σημείου μηδέν». Η εισβολή σήμαινε μια εντελώς νέα αρχή που επιδίωκε να υποχρεώσει τους Τουρκοκύπριους να ξεχάσουν οτιδήποτε άφησαν πίσω τους. Από τις περιουσίες, μέχρι και τις σχέσεις κοινωνικοποίησης με Ελληνοκύπριους, όλα θα έπρεπε να «κλειδωθούν» σε μια ιστορική παρένθεση. Η νέα κατάσταση, τόσο επί του εδάφους, όσο και στη συλλογική συνείδηση της κοινότητας, θα έπρεπε να πιστοποιεί αυτή τη νέα αρχή. Συνεπώς η έννοια της «επιστροφής» ήταν ολοκληρωτικά απονομιμοποιημένη στο δημόσιο χώρο που έφτιαχνε η ντενκτασική προσέγγιση. Η επιστροφή στην περιουσία, η επιστροφή στον κοινό χώρο με τους Ελληνοκύπριους, η επιστροφή στις δικοινοτικές σχέσεις, αποτέλεσαν περίπου «εθνική προδοσία».
Όμως τελικά ήταν ακριβώς ο συνδυασμός αυτού του ιδεολογικού πλέγματος με την πραγματικότητα επί του εδάφους που άρχισε από την πρώτη στιγμή να λειτουργεί αντίστροφα και να δημιουργεί τις πρώτες φυγόκεντρες αντιπολιτευτικές δυναμικές. Το μέγεθος της μετεγκατάστασης των Τουρκοκυπρίων και το χρονικό περιθώριο που χρειάστηκε για να ολοκληρωθεί, προκάλεσε βαθιά ρήγματα στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της κοινότητας. Από τη μια η εμφάνιση βασικών αναγκών όπως η στέγαση και η προσπάθεια ικανοποίησης της μέσα από τις ξένες περιουσίες και από την άλλη το δίκτυο πελατειακών σχέσεων, άρχισαν να αποξενώνουν ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινότητας από τη νέα της πραγματικότητα. Ο Μεχμέτ Γιασίν, ένας από τους ποιητές της «γενιάς του 74΄», θα γράψει λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο τα εξής: «Με τις σορούς του μαζί, μας δόθηκε το νέο μας σπίτι. Ήμασταν σαν αρκούδες που βρήκαν σπηλιά για τη χειμερία νάρκη…». Η «σορός», δηλαδή οι θαμμένες αναμνήσεις του Ελληνοκύπριου ιδιοκτήτη, η επιβεβαίωση του πλιάτσικου του πολέμου, αναπαράγει την αποξένωση των Τουρκοκυπρίων. Την ίδια στιγμή όμως αναγκάζει, όπως φαίνεται και από τη λογοτεχνία της εποχής, σε μια ισχυρή κριτική γενικά για το νέο περιβάλλον στο οποίο βρέθηκαν και όπου τίποτα δεν ήταν ουσιαστικά «δικό τους».
Η οικονομία των «λαφύρων πολέμου» και οι νέες πολιτικές
Μια άλλη σημαντική πτυχή που αμφισβητούσε τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος του «συνολικού ξεκαθαρίσματος» και που δημιουργούσε επιπλέον προοπτικές ενίσχυσης της αντιπολίτευσης, ήταν η ίδια η αγορά ακινήτων. Η παρατεταμένη εκκρεμότητα στο Κυπριακό αποσταθεροποίησε γενικά την οικονομία των κατεχομένων και διαφοροποίησε τις τιμές της γης, κάτω από τη βαριά σκιά των δικαστηρίων και των νομικών προβλημάτων. Τα επόμενα χρόνια, η εμφάνιση και η κατάληξη της υπόθεσης Λοϊζίδου ήρθε σαν επιβεβαίωση του Τουρκοκύπριου ποιητή που αναφερόταν στις «σορούς» που συνόδευαν τα «νέα σπίτια». Η Άγκυρα φαινόταν μεν έτοιμη να αναλάβει το μεγάλο μέρος των αποζημιώσεων, αλλά οι ανησυχίες τόσο των επενδυτών, όσο και των επιχειρηματιών του κατασκευαστικού τομέα βρίσκονταν πλέον στην κορύφωσή τους. Η αρχική συνέπεια της υπόθεσης Λοϊζίδου στο τουρκοκυπριακό πλαίσιο, ήταν η εμφάνιση μιας νέας συλλογικής συνείδησης: Το διχοτομικό καθεστώς πραγμάτων, δεν ήταν ούτε τουρκοκυπριακής προέλευσης, αλλά ούτε και βιώσιμο. Με αυτό τον τρόπο το περιουσιακό καθεστώς μετατράπηκε σε ένα από τα καθοριστικότερα κομμάτια που συμπλήρωσαν την βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η μαζικότερη αντίδραση των Τουρκοκυπρίων με την πλατφόρμα «Αυτή η χώρα είναι δική μας».
Όμως η αποτυχία των δημοψηφισμάτων του 2004, ήταν τελικά καταλυτική για την ανάπτυξη νέων δυναμικών στο ίδιο το περιουσιακό. Από το 2004 και μετά καταγράφεται μια σημαντική αλλαγή στις σχέσεις ιδιοκτησίας ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, με τρόπο που να δημιουργούνται νέα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος Χασάν Καχφετζίογλου μετά τα δημοψηφίσματα ξεκίνησε η «δεύτερη εποχή του πλιάτσικου». Η άνοδος της αξίας της γης, η κατακόρυφη ανάπτυξη του κατασκευαστικού τομέα, η εμφάνιση πολλών νέων επιχειρηματιών γης και ακινήτων, ήταν μερικά από τα δεδομένα που δημιούργησαν μια νέα ελίτ, η οποία διέθετε αρκετή ισχύ για να επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία της περιόδου, ο κατασκευαστικός τομέας το 2004 αποτελούσε το 4.3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) με συνολική αξία 107 εκ. Τ.Λ, ενώ μετά από μόλις τέσσερα χρόνια το 2008 αποτελούσε το 7.1% του ΑΕΠ με αξία 362 εκ. Τ.Λ. Το 2008 ήταν και η χρονιά που το ψευδοκράτος κατέγραψε νέο ρεκόρ στις εισαγωγές σιδήρου και τσιμέντου με την αξία τους να φτάνει στα 100 εκατομμύρια δολάρια. Παράλληλα μέσα από τη διεύρυνση της τραπεζικής δανειοδότησης ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινότητας εμπλάκηκε άμεσα ή έμμεσα σε ένα νέο κύκλο διαμοιρασμού και κερδοφορίας επί των περιουσιών.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η Άγκυρα αποφάσισε να δημιουργήσει την επιτροπή αποζημιώσεων το 2005. Η εν λόγω επιτροπή ξεκίνησε τη λειτουργία της το 2006 ως ένα είδος δικαστηρίου, του οποίου οι αποφάσεις έδωσαν περισσότερο βάρος στην παραχώρηση αποζημιώσεων στους Ελληνοκύπριους ιδιοκτήτες. Η λογική που επικράτησε τότε ήταν ο εκσυγχρονισμός της θέσης περί «συνολικής ανταλλαγής» στο νέο πλαίσιο που δημιούργησε το κλίμα της αποτυχίας των δημοψηφισμάτων. Με βάση αυτό το σκεπτικό, θα έπρεπε να αναπτυχθούν μηχανισμοί περαιτέρω αποξένωσης των δύο κοινοτήτων από τις περιουσίες τους μέσα σε ένα περιβάλλον «ομαλοποίησης του οριστικού αδιεξόδου» την αμέσως επόμενη περίοδο των δημοψηφισμάτων. Η επιδιωκόμενη ομαλοποίηση αυτού του είδους άρχισε να φέρνει κάποια αποτελέσματα, ίσως όχι στο βαθμό που θα περίμενε η τουρκική κυβέρνηση. Όπως είναι γνωστό, μετά από 10 χρόνια λειτουργίας της επιτροπής έγιναν 6.250 αιτήσεις, 730 υποθέσεις διευθετήθηκαν και το ποσό των αποζημιώσεων που παραχωρήθηκαν έφτασε περίπου στα 220 εκατομμύρια στερλίνες.
Τα προβλήματα που εμφανίστηκαν στην πορεία, καθώς και το οικονομικό σκέλος των αποζημιώσεων, οδήγησαν την Άγκυρα σε κάποιους νέους σχεδιασμούς στρατηγικής σημασίας. Από το 2009 η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να επεξεργάζεται συγκεκριμένα σχέδια με την προοπτική εμπλοκής των ίδιων των Τουρκοκυπρίων στην αποπληρωμή των αποζημιώσεων. Σύμφωνα με αυτούς τους σχεδιασμούς, ο τουρκικός τραπεζικός τομέας θα δανειοδοτούσε Τουρκοκύπριους χρήστες για την πληρωμή της αποζημίωσης και στη συνέχεια ο σημερινός χρήστης θα μετατρεπόταν σε ένα είδος ενοικιαστή μέχρι και την εξόφληση του δανείου. Συμπληρωματική πτυχή στο πιο πάνω σκεπτικό θα ήταν και η προοπτική εξαγοράς των «καθαρών περιουσιών». Σύμφωνα με αυτό, λόγω αποζημίωσης ο Ελληνοκύπριος ιδιοκτήτης αποξενωνόταν οριστικά από την περιουσία του, η οποία πλέον ως «καθαρή» από νομικά προβλήματα θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή νέων επενδύσεων του τουρκικού ιδιωτικού τομέα στα κατεχόμενα. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί, ότι παρόλο που η Άγκυρα δεν ξέχασε ποτέ το συγκεκριμένο προσανατολισμό, οι τουρκοκυπριακές αντιδράσεις προκάλεσαν προς το παρόν το πάγωμα του εν λόγω νομοσχεδίου.
Ο σκεπτικισμός για τη λύση του περιουσιακού
Είναι γεγονός ότι η αλλαγή της πολιτικής οικονομίας του περιουσιακού μετά το 2004, επέδρασε καταλυτικά στις προσεγγίσεις ενός μέρους της κοινότητας για τη διευθέτηση του θέματος. Ο μετασχηματισμός της υλικής πραγματικότητας και η μετατόπιση των σχέσεων ιδιοκτησίας, αντικατοπτρίζεται σε ένα είδος σκεπτικισμού, εξέλιξη που πιέζει ακόμα περισσότερο τον Τουρκοκύπριο ηγέτη. Στη σημερινή συγκυρία, ένα σημαντικό σημείο που εξάγεται από τις αντιδράσεις σε σχέση με το περιουσιακό, είναι η καταγραφή νέων προτεραιοτήτων ενός μέρους των Τουρκοκυπρίων σε σχέση με τη συνολική λύση. Εάν για παράδειγμα μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990 η πολιτική ισότητα και ο ισότιμος διαμοιρασμός της κυριαρχίας ήταν βασικές ανησυχίες της κοινότητας, σήμερα φαίνεται ότι αυτά τα στοιχεία συνοδεύονται από την αγωνία ενός νέου κύκλου μετακινήσεων πληθυσμού. Βεβαίως παραμένει ακόμα αναπάντητο το ερώτημα αν αυτή η αλλαγή στην ιεραρχία των ανησυχιών της κοινότητας είναι συγκυριακή ή μόνιμη. Λόγω της δομής των συνομιλιών και της συζήτησης χωριστών κεφαλαίων, φαίνεται ότι οι προσανατολισμοί των κοινωνικών διαστάσεων του περιουσιακού ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους θα εκφραστούν πληρέστερα μόνο εάν και εφόσον εμφανιστεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο λύσης.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 14 Φεβρουαρίου 2016