Ο Κουντρέτ Όζερσαϊ, το Κόμμα του Λαού και οι κοινωνικές αλλαγές
Ακόμα και πριν από την ίδρυσή του πολλοί ήταν αυτοί που εξέφρασαν τη σιγουριά τους ότι στις επόμενες εκλογές θα είναι στη «Βουλή». Δεν είναι λίγες οι φορές άλλωστε που η πρόθεση και μόνο για τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού κόμματος δημιουργεί από μόνη της ανακατατάξεις και δυναμικές, προτού η ίδια η κομματική δομή να εμφανιστεί. Κάτι τέτοιο συνέβηκε και στην περίπτωση του «Κόμματος του Λαού» του Κουντρέτ Όζερσαϊ, το οποίο ιδρύθηκε επίσημα στις 6 Ιανουαρίου 2016. Μετά το ομολογουμένως υψηλό ποσοστό του 21,25% που κέρδισε ως ανεξάρτητος στις εκλογές για ανάδειξη του Τουρκοκύπριου ηγέτη τον Απρίλιο 2015, ο Όζερσαϊ έστρεψε την προσοχή όλων στο πρόσωπο του. Αν και ο ίδιος αρχικά απέρριπτε την ιδέα δημιουργίας κόμματος σε ένα πλαίσιο αυξανόμενης απαξίωσης του πολιτικού συστήματος των κατεχομένων, εντούτοις οι κοινωνικές δυναμικές των τελευταίων χρόνων στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα οδηγούσαν προς αυτή ακριβώς την κατεύθυνση. Το ποσοστό που κατάφερε να συγκεντρώσει τον Απρίλιο χωρίς την στήριξη υφιστάμενων κομματικών συνόλων, ήταν ούτως ή άλλως μια ένδειξη όχι μόνο των ικανοτήτων του Όζερσαϊ, αλλά και μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πραγματικότητας των κενών εξουσίας.
Η «αναπόφευκτη» άνοδος μιας προσωπικότητας
Ο Κουντρέτ Όζερσαϊ γεννήθηκε στο χωριό Αλαμινός της Λάρνακας το 1973. Ένα χρόνο αργότερα ο πατέρας του δολοφονήθηκε από Ελληνοκύπριους και η οικογένεια αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στην περιοχή της Νεάπολης στη Λευκωσία. Το 1995 αποφοίτησε από το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Άγκυρας. Το 1997 εργάστηκε στον ΟΑΣΕ με ειδικά καθήκοντα στα ζητήματα εκδημοκρατισμού της Βοσνίας Ερζεγοβίνης. Αφού ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, προχώρησε το 2002 στο ίδιο Πανεπιστήμιο και στην εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής με θέμα τις Συνθήκες Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας 1959-1960. Η ακαδημαϊκή καριέρα του Όζερσαϊ συνεχίστηκε με την ένταξη του στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του «Πανεπιστημίου» της Ανατολικής Μεσογείου. Όμως ήδη από το 2002 ήταν ένα από τα ανερχόμενα αστέρια της διαπραγματευτικής ομάδας για το Κυπριακό υπό τον τότε Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς. Η πετυχημένη παρουσία του στο συγκεκριμένο Τμήμα του Πανεπιστημίου της Άγκυρας, αλλά και οι εμπειρίες του από την τουρκοκυπριακή διαπραγματευτική ομάδα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο του Κυπριακού προβλήματος, φαίνεται να ήταν καταλυτικά στοιχεία για την ανάπτυξη ιδιαίτερων σχέσεων του Όζερσαϊ με το διπλωματικό κατεστημένο της Άγκυρας. Θεωρείται ένας από τους πολύ λίγους Τουρκοκύπριους της γενιάς του που διατηρούν μέχρι σήμερα ισχυρούς δεσμούς και γνωριμίες στο Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας. Η θέση του στην τουρκοκυπριακή διαπραγματευτική ομάδα συνεχίστηκε και κατά την περίοδο του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ενώ αργότερα ο Ντερβίς Έρογλου του εμπιστεύθηκε τη θέση του επικεφαλής διαπραγματευτή των Τουρκοκυπρίων.
Από το 2012, ο Όζερσαϊ αποφάσισε να μπει στην πολιτική αρένα με ένα διαφορετικό τρόπο. Δημιούργησε το «Σύνδεσμο Καθαρής Κοινωνίας» που έμεινε γνωστός κυρίως ως το κίνημα «Συμμαζευόμαστε». Ήταν μια νέα ισχυρή έκφραση στο χώρο των λεγόμενων μη κυβερνητικών οργανώσεων, ένας χώρος που στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα αναπτύχθηκε με ασύλληπτους ρυθμούς ιδιαίτερα μετά τα δημοψηφίσματα του 2004. Το συγκεκριμένο κίνημα δεν είχε βεβαίως κανένα στόχο ανατροπής των κατοχικών δεδομένων στα πρότυπα της πλατφόρμας «Αυτή η χώρα είναι δική μας» στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Αντίθετα, επικεντρώθηκε στα καθημερινά ζητήματα της διαφάνειας, της ανάγκης για δικαιοσύνη και για τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος. Ουσιαστικά το κίνημα επιδίωξε και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε να εντάξει στα αιτήματα του σε ένα ευρύτερο περιβάλλον αποκοπής των προβλημάτων της Τουρκοκυπριακής κοινότητας από το τουρκικό καθεστώς κηδεμονίας. Το συγκεκριμένο σκεπτικό, το οποίο εκφραζόταν και από άλλους παράγοντες, κατακερμάτιζε τα προβλήματα και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν οι Τουρκοκύπριοι, μελετώντας τα πέραν του Κυπριακού προβλήματος και των σχέσεων εξάρτησης από την Τουρκία που δημιουργεί ο διχοτομημένος κυπριακός χώρος.
Η «αποπολιτικοποίηση» των προβλημάτων της διχοτόμησης
Οι κεντρικοί ιδεολογικοί άξονες του «Συνδέσμου Καθαρής Κοινωνίας» φαίνεται ότι χαρακτηρίζουν και την προγραμματική πλατφόρμα του «Κόμματος του Λαού». Το κεντρικό σύνθημα του κόμματος είναι «με τη βούληση του λαού, μια νέα πολιτική». Η συγκεκριμένη υπογράμμιση δεν είναι τυχαία. Στο θεωρητικό πλαίσιο του νέου κόμματος η έννοια της «νέας πολιτικής» αποτελεί την απάντηση στα πολλαπλά προβλήματα που προκάλεσε η επικράτηση των πελατειακών σχέσεων, της οικογενειοκρατίας και κομματοκρατίας της «παλιάς πολιτικής τάξης» των Τουρκοκυπρίων. Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, το τουρκοκυπριακό πολιτικό και οικονομικό σύστημα χρειάζεται άμεσα μια νέα αντίληψη στη διαχείριση, η οποία θα αναδεικνύει τη «βούληση του λαού». Αυτή είναι η πτυχή της κοινωνικής δραστηριοποίησης των Τουρκοκυπρίων που τα τελευταία χρόνια αμφισβητείται έντονα. Το «Κόμμα του Λαού» θεωρεί ότι η παλιά πολιτική τάξη και τα κατεστημένα έχουν περιθωριοποιήσει τη βούληση της κοινότητας και η διεκδικούμενη αποκατάστασή της θα επιλύσει το μεγάλο πρόβλημα της παντελούς έλλειψης εμπιστοσύνης των Τουρκοκυπρίων προς τους δικούς τους θεσμούς εξουσίας. Έστω και αν αποφεύγεται η εμβάθυνση στους λόγους της γενικευμένης κρίσης που αντιμετωπίζει σήμερα το πολιτικό σύστημα των κατεχομένων, είναι γεγονός ότι η ιδιαίτερη υπογράμμιση του νέου κόμματος στα προαναφερθέντα στοιχεία, επιτυγχάνει να απευθυνθεί σε ευρύτερα στρώματα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας που όντως αντιλαμβάνονται την περιθωριοποίηση της πολιτικής τους υπόστασης ως ένα κορυφαίο δίλημμα της ζωής τους.
Ο φαινομενικά «μοντέρνος» πολιτικός λόγος του κόμματος επικεντρώνεται στην εξύψωση της ατομικότητας έναντι της συλλογικότητας. Υπογραμμίζει ότι είναι προτιμότερη η απομάκρυνση από όλες τις οργανωμένες μορφές δραστηριότητας, ακόμα και από την καλύτερη οργάνωση. Για παράδειγμα το «Κόμμα του λαού» αποφάσισε ότι δε θα δημιουργήσει οργανώσεις γυναικών και νεολαίας. Η φιλοσοφία του κομματικού προγράμματος εδράζεται στο διαχωρισμό των κοινωνικών ζητημάτων με τρόπο αυστηρό και ξεκάθαρο. Έτσι επιτυγχάνεται η απόκρυψη των ευρύτερων και σημαντικότερων πτυχών της σύνδεσή τους σε μια συνολική κοινωνική πραγματικότητα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη επιμονή του Όζερσαϊ ότι το «Κόμμα του Λαού» δεν εντάσσεται ούτε στην Αριστερά, ούτε στη Δεξιά, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το νέο κόμμα εκφράζει ίσως για πρώτη φορά με τον πληρέστερο τρόπο στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, την πολιτική και την ιδεολογία που εκφράζεται με όρους «αποπολιτικοποίησης» και «αποϊδεολογικοποίησης».
Στους στόχους του κόμματος, η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος δεν είναι η πρώτη, αλλά βρίσκεται ανάμεσα στις πολλές προτεραιότητες. Συγκεκριμένα στο πρόγραμμα αναφέρεται: «Η λύση θα πρέπει να συμβάλει στο να ξεπεραστεί όσο το δυνατό περισσότερο η θυματοποίηση και των δύο πλευρών που προκλήθηκε και συνεχίζεται από το Κυπριακό πρόβλημα. Θα υποστηρίξουμε λύση που θα μπορεί να γίνει αποδεχτή και από τις δύο πλευρές. Πιστεύουμε ότι είναι εφικτή μια δίκαιη λύση στην οποία θα προστατεύονται τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του λαού μας και θα είναι ισορροπημένη με τρόπο που καμιά από τις δύο κοινότητες δε θα νιώθει ‘χαμένη’. Θα στηρίξουμε τη διαδικασία των συνομιλιών που συνεχίζεται βασισμένη στις παραμέτρους των Ηνωμένων Εθνών και στα σχετικά κοινά ανακοινωθέντα των δύο πλευρών». Η επίλυση του Κυπριακού εντάσσεται μέσα σε άλλα θέματα όπως η ανάγκη για διαφάνεια, για «καλή διακυβέρνηση», για επικράτηση των αρχών της ικανότητας και της επάρκειας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Στο σημείο αυτό εκφράζεται μια διαφοροποιημένη κοινωνική και ιδεολογική πραγματικότητα των Τουρκοκυπρίων, σε σχέση με τη θέση του Κυπριακού προβλήματος και της επιρροής που έχει η μη επίλυσή του στο πολιτικό σύστημα των κατεχομένων. Η μακρόχρονη διχοτομική κατάσταση και η αποτυχία επίλυσης του προβλήματος, οδήγησαν ένα μεγάλο μέρος της κοινότητας να θεωρήσει ότι μπορεί να επιλύσει με οριστικό τρόπο τα καθημερινά του προβλήματα, έστω σε συνθήκες διχοτόμησης. Η παλιά ηγεμονική παρουσία του αριστερού λόγου ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους που επικεντρωνόταν στο ότι η μη λύση είναι «η μήτρα της κακοδαιμονίας», σταδιακά υποβαθμίζεται. Αντικαθίσταται από τη διαδικασία κατακερματισμού των αδιεξόδων της κοινότητας και της αποσύνδεσής τους από το τουρκικό καθεστώς κηδεμονίας. Η λογική που επικρατεί τονίζει ότι «εφόσον το Κυπριακό δεν λύνεται», τότε η κοινότητα θα πρέπει να στραφεί προς άλλες κατευθύνσεις για την κοινωνική και οικονομική της ανάπτυξη.
Η κρίση ηγεμονίας ενός καθεστώτος που καταρρέει
Η πληρέστερη κατανόηση του ιδεολογικού υπόβαθρου του νέου κόμματος, μπορεί να επιτευχθεί αφού επιχειρηθεί προηγουμένως μια σύντομη έστω ανάλυση της γενικευμένης κρίσης του πολιτικού συστήματος των κατεχομένων και των κοινωνικών αλλαγών στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η εμφάνιση του «Κόμματος του Λαού» στηρίζεται τόσο στα κενά που δημιουργεί η κρίση ηγεμονίας, όσο και στις ανάγκες που δημιουργούν οι κοινωνικές αλλαγές. Η κρίση νομιμοποίησης του καθεστώτος χαρακτηρίζεται από τα βαθιά δομικά προβλήματα της εξουσίας, από τις αδυναμίες των μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων, καθώς και από την κρίση της ίδιας της ιδρυτικής ιδεολογίας της «ΤΔΒΚ». Αυτά τα φαινόμενα, στο ιδιαίτερο πλαίσιο που ζει η Τουρκοκυπριακή κοινότητα, είναι πολύπλοκα. Δεν μπορούν να αποκωδικοποιηθούν μόνο με όρους που εμφανίζονται σε «κανονικές περιπτώσεις», ακριβώς λόγω της εδραίωσης ενός ιδιότυπου «καθεστώτος εξαίρεσης». Η γενικευμένη κρίση των κατεχομένων δεν εξαρτάται μόνο από τις ποικίλες αντιδράσεις της βάσης της κοινωνίας, αλλά και από τους κυρίαρχους κύκλους που βλέπουν τις αδυναμίες της παραδοσιακής δεξιάς και της κεντροαριστεράς να διαχειριστούν την «ΤΔΒΚ» σε ένα νέο πλαίσιο.
Από τη μια ο ακραίος εθνικιστικός λόγος της παραδοσιακής τουρκοκυπριακής Δεξιάς δε φαίνεται να συγκινεί τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα των Τουρκοκυπρίων, τουλάχιστον όπως στο παρελθόν. Από την άλλη, η αποτυχία του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος (ΡΤΚ) για μια συνολική εναλλακτική πρακτική εξουσίας, προκάλεσε μια αξιοσημείωτη κρίση ταυτότητας στην κεντροαριστερά. Έτσι το «Κόμμα του Λαού» φαίνεται προς το παρόν να αναλαμβάνει το ρόλο ισχυροποίησης της «νέας Δεξιάς» των Τουρκοκυπρίων. Υιοθετεί έναν ευρύτερα αντιπολιτευτικό λόγο καταγγελίας του πολιτικού και κομματικού συστήματος και προτείνει ένα είδος παλινόρθωσης της χωριστής τουρκοκυπριακής εξουσίας σε ένα νέο πλαίσιο. Ανεξάρτητα εάν τελικά θα τα καταφέρει, το κόμμα του Όζερσαϊ διεκδικεί νε εκσυγχρονίσει με νέους όρους ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα που βρίσκεται σε πορεία κατάρρευσης. Διεκδικεί να ξεπεράσει την κρίση ηγεμονίας με την οικοδόμηση μιας νέας, η οποία όμως δεν ταυτίζεται ούτε και εξαρτάται από την επανένωση του κυπριακού χώρου. Όπως φαίνεται από την θέση του κόμματος για το Κυπριακό, η παλινόρθωση χωριστής τουρκοκυπριακής εξουσίας αφήνεται σε μια νεφελώδη αναφορά, από την οποία απουσιάζει επίμονα τόσο η χρήση του όρου «ΤΔΒΚ», όσο και η χρήση του όρου της «Ομοσπονδίας».
Η «νέα» μεσαία τάξη και η προοπτική πολιτικής επιτυχίας
Μεταξύ των 51 ιδρυτικών στελεχών του «Κόμματος του Λαού», υπάρχουν οκτώ επιχειρηματίες, έξι δικηγόροι, έντεκα ακαδημαϊκοί. Εκτός από τις προαναφερθείσες ομάδες, τα υπόλοιπα ιδρυτικά στελέχη ανήκουν στα λεγόμενα ελεύθερα επαγγέλματα όπως μηχανικοί, γιατροί του ιδιωτικού τομέα, δημοσιογράφοι, διαφημιστές, πρώην τραπεζίτες και πολλοί εργαζόμενοι στον τομέα των υπηρεσιών. Η λίστα της ηγεσίας του κόμματος, φωτογραφίζει με χαρακτηριστικό τρόπο την ισχυροποίηση του τουρκοκυπριακού μικροαστικού χώρου των δεκαετιών που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή. Αυτά τα στρώματα εμφανίζονται κυρίως τη δεκαετία του 1990 και χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα από το κοινωνικό στάτους που τους διασφαλίζει η καλή μόρφωση σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Εκφράζουν μια διαφορετική κουλτούρα, η οποία συνδυάζει σαφώς την κυπριακή ταυτότητα με την ανολοκλήρωτη τουρκοκυπριακή εξουσία. Αυτή η μορφωμένη μερίδα των Τουρκοκυπρίων, είναι ταυτόχρονα φορέας μιας άλλης κοινοτικής ή και κρατικής ιδεολογίας και συνείδησης.
Παρά το γεγονός ότι το ψευδοκράτος στερείται διεθνούς αναγνώρισης, εντούτοις η λειτουργίας δομών εξουσίας για τέσσερις δεκαετίες έχει δημιουργήσει μια συγκεκριμένη συνείδηση τουρκοκυπριακής εξουσίας. Η αντίφαση στην πορεία ολοκλήρωσης αυτής της συνείδησης βρίσκεται ακριβώς στο ότι αναπτύσσεται σταθερά αλλά μέσα σε ένα περιβάλλον πλήρους οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης από την Άγκυρα. Αυτά τα νέα στρώματα της τουρκοκυπριακής μεσαίας τάξης διεκδικούν επίμονα μια νέα πολιτική εξουσία. Διαμέσου της ωρίμανσης και της εμπειρίας τους, επιδιώκουν την αλλαγή των δομών με τρόπο που να περιθωριοποιούν τα «παλιά» στοιχεία που χαρακτηρίζουν το καθεστώς κηδεμονίας της Άγκυρας. Στο σημείο αυτό εισέρχεται με δυναμικό τρόπο και η απαίτηση αυτών των στρωμάτων για αλλαγή της σχέσης τους με την Τουρκία. Όμως στο παρόν στάδιο, τουλάχιστον σε ότι αφορά στο συγκεκριμένο νέο κόμμα, η αλλαγή που διεκδικείται στη σχέση των Τουρκοκυπρίων με την Άγκυρα, είναι η κατοχύρωση μιας «κανονικής» ισότιμης σχέσης μεταξύ δύο κρατικών οντοτήτων. Για παράδειγμα στο πρόγραμμα του κόμματος αναφέρεται η αναγκαιότητα δημιουργίας Υπουργείου που θα συντονίζει τις σχέσεις Τουρκοκυπρίων-Τουρκίας στα πρότυπα του αντίστοιχου υφυπουργείου για κυπριακές υποθέσεις που έχει το τουρκικό κράτος. Επιπλέον θεωρεί ότι οι διαπραγματεύσεις για τη διαχείριση του νερού θα πρέπει να γίνονται μεταξύ αντίστοιχων αξιωμάτων: Εφόσον από τουρκικής πλευράς οι συνομιλητές είναι τεχνοκράτες, από τουρκοκυπριακής πλευράς δεν μπορεί να είναι πολιτικοί αξιωματούχοι.
Υπάρχουν δεκάδες τέτοια παραδείγματα, αποκαλυπτικά της ιδεολογικής συσσώρευσης μιας νέας τουρκοκυπριακής πρόσληψης για χωριστή εξουσία μακριά από την κηδεμονία της Άγκυρας, αλλά και εξίσου μακριά από μια πιθανή ελληνοκυπριακή κηδεμονία. Η εμπέδωση συνείδησης εξουσίας, έστω και μέσα από τους μηχανισμούς του ψευδοκράτους, οδηγεί αυτά τα κοινωνικά στρώματα στη διεκδίκηση της εξουσίας ως αποκλειστικά και μόνο τουρκοκυπριακής υπόθεσης. Πρόκειται λοιπόν για μια δυναμική κοινωνική εξέλιξη με ιστορικό παρελθόν.
Υπό μία έννοα, το «Κόμμα του Λαού» εμφανίστηκε για να χαλάσει τις ισορροπίες της τουρκοκυπριακής Δεξιάς, αλλά ταυτόχρονα και για να οικοδομήσει νέες ισορροπίες γενικά στο πολιτικό σύστημα. Η επιτυχία του δεν είναι δεδομένη. Εξαρτάται ακόμα από την απάντηση πληθώρας ερωτημάτων. Όμως εάν ο Όζερσαϊ καταφέρει να μετατρέψει ολόκληρο το 21,25% που κέρδισε στις «προεδρικές» ως εκλογική βάση του κόμματός του, τότε η τουρκοκυπριακή κοινωνία θα βιώσει την έναρξη νέων ανατροπών. Εάν όχι, τότε οι εξελίξεις θα συνεχίσουν να χαρακτηρίζονται από την αναζήτηση μιας νέας ηγεμονίας.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών