
Διαπιστώσεις για την προσέγγιση του τουρκικού κράτους στο Κουρδικό πρόβλημα
«Αυτοί που πυρπολούν το τζαμί του Φατίχ Πασιά και όλοι αυτοί που εκμεταλλεύονται τους αφοσιωμένους πιστούς και θρησκευόμενους Κούρδους αδελφούς μου, θα εξαφανιστούν στα οδοφράγματα και στα χαντάκια που οι ίδιοι σκάβουν». Αυτά έλεγε ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Έρντογαν στις 17 Δεκεμβρίου, κατηγορώντας το ΡΚΚ ότι κατέστρεψε σκόπιμα το ιστορικό τζαμί στην πόλη Ντιγιάρμπακιρ. Πέραν των θρησκευτικών «υπονοούμενων» του Έρντογαν, τα συγκεκριμένα λόγια αποκαλύπτουν μέρος της νέας αντιμετώπισης που αναπτύσσει το τουρκικό κράτος σε σχέση με το Κουρδικό πρόβλημα. Μετά την κατάρρευση των συνομιλιών και τα γνωστά εκλογικά αποτελέσματα στην Τουρκία, η κυβέρνηση και ο Πρόεδρος της χώρας ανέπτυξαν μια διαφορετική προσέγγιση για το μέλλον του προβλήματος, η οποία αναπτύσσεται σε δύο κύριους άξονες: Ο πρώτος είναι η σκληρή αντιμετώπιση του ΡΚΚ εντός των κουρδικών πόλεων και επαρχιών της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Ο δεύτερος είναι η ανάδειξη νέων κουρδικών παραγόντων που θα μπορούσαν να εμπλακούν στο διάλογο για διευθέτηση του προβλήματος.
Όπως δείχνουν οι εξελίξεις επί του εδάφους, ο πρώτος άξονας της κρατικής πολιτικής περιλαμβάνει την ενεργοποίηση της στρατιωτικής ισχύος για την «αποκατάσταση της τάξης» στις κουρδικές περιοχές. Επιδιώκεται η ολοκληρωτική άρση των μορφών τοπικής αυτοδιοίκησης που ανέπτυξε το τελευταίο χρονικό διάστημα το ΡΚΚ. Ο δεύτερος άξονας της νέας προσέγγισης του τουρκικού κράτους επικεντρώνεται στο να αμφισβητήσει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία του ΡΚΚ ανάμεσα στην κουρδική κοινωνία. Θέλει να σπάσει το «μονοπώλιο» εκπροσώπησης των Κούρδων από την ευρύτερη ιδεολογική οικογένεια που χτίστηκε με βασικό πυρήνα το ΡΚΚ και να φέρει στο προσκήνιο άλλες κουρδικές δυνάμεις. Καθόλου τυχαία, το βασικό γνώρισμα των δυνάμεων εκείνων που το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) θεωρεί ως δυνητικούς του συμμάχους είναι οι ισλαμικές οργανώσεις και κόμματα των Κούρδων.
Ανεξαρτήτως του βαθμού ρεαλισμού που έχει η επιδίωξη συνομιλιών στο Κουρδικό πρόβλημα με την περιθωριοποίηση του ΡΚΚ, αξίζει να μελετηθεί πιο σοβαρά η συγκεκριμένη κίνηση του ΑΚΡ και του Προέδρου της Τουρκίας. Μέσα από αυτή την κίνηση φαίνεται να προκύπτουν βαθύτερες αναζητήσεις του πολιτικού Ισλάμ που σχετίζονται με τον ιδεολογικό μετασχηματισμό ολόκληρης της Τουρκίας. Η εμβάθυνση στην ανάλυση των νέων αξόνων πολιτικής του τουρκικού κράτους στο Κουρδικό, συμβάλλει επίσης και στην περαιτέρω κατανόηση των μετατοπίσεων που καταγράφει η ίδια η τουρκική κυβέρνηση στην πορεία του χρόνου.
Από το «κουρδικό πρόβλημα» στα «προβλήματα των Κούρδων»
Είναι γεγονός ότι στα αρχικά στάδια της διακυβέρνησης του, το ΑΚΡ προσπάθησε και σε πολλές περιπτώσεις πέτυχε να καθορίσει μια νέα προσέγγιση του Κουρδικού προβλήματος, καθώς και της ίδιας της κουρδικής ύπαρξης στην Τουρκία. Με λίγα λόγια κατάφερε μέχρι ενός σημείου να ανατρέψει με τη βοήθεια και άλλων παραγόντων τις προηγούμενες κεμαλικές προσλαμβάνουσες για το θέμα. Στα χρόνια της ολοκληρωτικής κυριαρχίας της κεμαλικού αυταρχισμού, το κράτος δεν αναγνώριζε καν την ύπαρξη Κούρδων στα γεωγραφικά όρια της Τουρκίας. Από την αρχή της ίδρυσής του, το ΑΚΡ φάνηκε να διαφοροποιείται, όχι μόνο σε σύγκριση με το κεμαλικό κατεστημένο, αλλά και με τα προηγούμενα ισλαμικά κόμματα της Τουρκίας. Στο πολιτικό του μανιφέστο αναγνώρισε ξεκάθαρα την ύπαρξη του «κουρδικού προβλήματος» και έθεσε το πλαίσιο λύσης του μέσα από τη βελτίωση των δικαιωμάτων του πολίτη και της ενίσχυσης του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού στις νοτιοανατολικές περιοχές. Στο ίδιο πρόγραμμα αναγνώριζε ότι οι πολιτισμικές διαφοροποιήσεις στην Τουρκία ήταν ένας «πλούτος» και όχι «απειλή» ενάντια στην εθνική ενότητα. Από το 2002 μέχρι και το 2006, το ΑΚΡ έδωσε βάρος στην ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, κάτι που επίσης βοήθησε στην κατοχύρωση κάποιων πολιτικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων των Κούρδων. Για παράδειγμα στα πλαίσια της «αποκεμαλοποίησης» της πολιτικής ζωής, το ΑΚΡ κατάργησε το «έκτακτο καθεστώς ασφάλειας» με το οποίο μέχρι και το 2002 διοικούνταν ορισμένες κουρδικές πόλεις. Προχώρησε ακόμα στη θεσμοθέτηση τηλεοπτικών προγραμμάτων στην κουρδική γλώσσα και επέτρεψε τη διδασκαλία της κουρδικής σε ιδιωτικά σχολεία. Αυτή η πορεία κορυφώθηκε την περίοδο 2008-2009, όταν η κυβέρνηση δημοσιοποίησε ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων υπό τον τίτλο «Κουρδικό Άνοιγμα», δίνοντας παράλληλα άδεια σε μια ομάδα μελών του ΡΚΚ να επιστρέψουν στην Τουρκία.
Όμως η θέα των ανταρτών με τις χαρακτηριστικές στολές να εισέρχονται «θριαμβευτικά» στην Τουρκία στους ώμους δεκάδων χιλιάδων Κούρδων που τους υποδέχτηκαν, αποδείχτηκε τελικά σημείο καμπής. Οι αντιδράσεις ήταν τόσο σφοδρές που εξανάγκασαν το ΑΚΡ να μετατοπίσει την προσέγγιση του. Σε επίπεδο δημόσιας ρητορικής, ο Έρντογαν έθεσε ένα άλλο πλαίσιο που άρχισε να θυμίζει περισσότερο την κληρονομιά του πολιτικού Ισλάμ. Για παράδειγμα άρχισε να υποστηρίζει ότι «στην Τουρκία δεν υπάρχει κουρδικό πρόβλημα, αλλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Κούρδοι συμπολίτες μου». Από το σημείο αυτό και μετά, η κάθε αναφορά σε «Κουρδικό Άνοιγμα» έληξε και τη θέση της πήρε ένα νέο πακέτο μέτρων με τίτλο «Σχέδιο Εθνικής Ενότητας και Αδελφοσύνης». Η μετάβαση από την έννοια του «κουρδικού ανοίγματος» στην έννοια της «εθνικής ενότητας και αδελφοσύνης», δεν ήταν απλά μια αλλαγή πολιτικού λόγου. Ήταν αλλαγή στην ουσία της ιδεολογικής προσέγγισης. Αυτή η μετάβαση δεν ήταν προϊόν μόνο εσωτερικών δυναμικών, αλλά και των περιφερειακών εξελίξεων. Σταδιακά η αναγνώριση της ύπαρξης «κουρδικού προβλήματος» ως ζητήματος αναγνώρισης των πολιτικών δικαιωμάτων μιας εθνικής συλλογικότητας, αντικαταστάθηκε από την αντίληψη ότι η ενότητα της κοινωνίας μπορεί να διασφαλιστεί από τις «ιδιαίτερες κοινές πολιτιστικές αξίες του χώρου». Δηλαδή το Ισλάμ.
Η επιστροφή στην «ισλαμική αδελφοσύνη»
Ήδη από τα τέλη του 2012, καταγράφηκε ο προσανατολισμός του κράτους προς την ενίσχυση της δημόσιας παρουσίας της θρησκείας στις κουρδικές περιοχές. Το κράτος, οι ισλαμικές αδελφότητες και τάγματα της νοτιοανατολικής Τουρκίας ενέτειναν τη δραστηριότητα τους, επιδιώκοντας όχι μόνο να μετατρέψουν τη θρησκεία σε δομικό κομμάτι της τοπικής συλλογικής ταυτότητας, αλλά και για να μεταφέρουν περισσότερες πιέσεις στο ΡΚΚ. Για παράδειγμα, το 2012 ο Έρντογαν ανακοίνωσε την έναρξη των έργων για οικοδόμηση τζαμιού χωρητικότητας 10 χιλιάδων ατόμων και λίγο αργότερα αποφάσισε την αποστολή 1000 δασκάλων Κορανίου στην περιοχή. Το 2013 ακολούθησε η ίδρυση του κουρδικού ισλαμικού κόμματος Hüda Par, που είναι «ο κληρονόμος» της ένοπλης κουρδικής Χιζμπουλλάχ, δηλαδή του βασικού ιδεολογικού αντίπαλου του ΡΚΚ από τη δεκαετία του 1990. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι η κουρδική Χιζμπουλλάχ ανέλαβε τότε εκ μέρους του κράτους την εξολόθρευση πολλών στελεχών του ΡΚΚ, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αποκαλύφθηκε ότι η ηγεσία της διατηρούσε σχέσεις με την Αλ Κάϊντα.
Στο προαναφερθέν πρόγραμμα του ΑΚΡ, ο όρος «εθνική» που αναφέρεται στην «ενότητα και την αδελφοσύνη», καταγράφεται με τον όρο «μιλλί» (milli). Ο όρος αυτός παραπέμπει σαφέστατα στην θρησκευτική-ισλαμική πτυχή της ενότητας και όχι στο νόημα του «έθνους» έτσι όπως επικράτησε στο δυτικό κόσμο τους προηγούμενους αιώνες. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται και η γραμμή συνέχειας των παραδόσεων των ισλαμικών κομμάτων της Τουρκίας σε σχέση με το Κουρδικό πρόβλημα. Ιστορικά, το πολιτικό Ισλάμ αντιλαμβανόταν ότι η ύπαρξη του προβλήματος δημιουργούσε τις προοπτικές μιας «σιωπηλής συμμαχίας» μεταξύ ισλαμιστών και Κούρδων. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, τα δύο μέρη της κοινωνίας βρίσκονταν στην ίδια αντιπολιτευτική θέση ενάντια στην ιδρυτική ιδεολογία του τουρκικού εθνικού κράτους. Στο φαντασιακό του πολιτικού Ισλάμ, Τούρκοι και Κούρδοι ζούσαν αρμονικά υπό την κυριαρχία της οθωμανικής εξουσίας, «αμόλυντοι» από το καρκίνωμα του σύγχρονου εθνικισμού. Η κοσμικότητα και ο κεμαλικός εθνικισμός – προϊόντα της δυτικής επιβολής – ήταν για τους ισλαμιστές η βασική αιτία δημιουργίας του κουρδικού προβλήματος και συνεπώς του κινδύνου διαμελισμού της μουσουλμανικής κοινότητας. Το φάρμακο για την ασθένεια του εθνικισμού, ήταν η ανάδειξη των κοινών ισλαμικών παραδόσεων του πληθυσμού της Ανατολίας.
Τα τελευταία χρόνια, το ΑΚΡ στηρίζεται ακριβώς στην ενεργοποίηση της έννοιας της «ισλαμικής αδελφοσύνης» ως της βάσης επίλυσης του Κουρδικού προβλήματος. Με αυτό τον τρόπο οδηγεί το κράτος στην απογύμνωση της ιδιότητας του πολίτη από τις όποιες εθνικές αναφορές και την αντικατάσταση τους από θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Κατά τον ίδιο τρόπο, η ιδιότητα του πολίτη δεν αφορά πλέον πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά εγγράφεται σχεδόν αποκλειστικά στα πλαίσια της θρησκευτικής αλληλεγγύης. Συνεπώς προετοιμάζεται ένα περιβάλλον επικράτησης μιας «ανώτερης ταυτότητας», αυτής του Μουσουλμάνου, η οποία εκ των πραγμάτων ξεπερνά τους εθνικούς διαχωρισμούς. Είναι γεγονός ότι το ΑΚΡ πολιτεύεται στις γραμμές επινόησης και αναπαραγωγής μιας συγκεκριμένης παράδοσης. Συνθέτει μια «δική» του αφήγηση για τους Κούρδους στη βάση επιλεκτικής ανάγνωσης του παρελθόντος. Αναδεικνύει τη «μουσουλμανική ενότητα» ως δομικό στοιχείο των σχέσεων του πληθυσμού της χώρας και προσπαθεί να «φτιάξει» Κούρδους-συμμάχους.
Η νέα κατηγοριοποίηση των Κούρδων: Οι «πιστοί» και οι «απροσάρμοστοι»
Στο σημείο αυτό όμως αναδεικνύεται και η πόλωση που προκαλεί η πολιτική του ΑΚΡ. Η «μουσουλμανική ενότητα και αδελφοσύνη» δεν είναι στατικός όρος, ούτε και περιγράφει μόνο μια προϋπάρχουσα δεδομένη κατάσταση. Αντίθετα είναι όρος δυναμικός που προσπαθεί να «εκπολιτίσει», επιδιώκει να κατασκευάσει ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο θα νομιμοποιηθεί η πολιτική του ΑΚΡ. Άρα η ιδιότητα αυτής της «ανώτερης ταυτότητας» να ξεπερνά τις εθνικές διαφορές έχει όρια, η υπέρβαση των οποίων δημιουργεί κρίσεις. Στην ιδεολογική χαρτογράφηση που κάνει το ΑΚΡ για τον κουρδικό πληθυσμό, δημιουργούνται οι «καλοί» και οι «κακοί» Κούρδοι. Αυτοί που εντάσσονται στη νέα εθνική ταυτότητα και αυτοί που δεν προσαρμόζονται. Σε αυτό το δίλημμα, το ΑΚΡ τοποθετεί το ΡΚΚ στην κατηγορία των «απροσάρμοστων». Δηλαδή εκείνων των στοιχείων που αποτελούν «ξένο σώμα» ανάμεσα στην αυθεντική μουσουλμανική κοινότητα Τούρκων και Κούρδων.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα Στάρ στις 15 Οκτωβρίου, ο ισλαμιστής διανοούμενος Αχμέτ Τάσγκετιρεν, περιέγραψε με χαρακτηριστικό τρόπο την ύπαρξη των «κακών» Κούρδων στο ιδεολογικό όραμα του ΑΚΡ: «Θα πρέπει πλέον να το πούμε ξεκάθαρα. Όπως ακριβώς κάποιες γυναίκες φέρουν στη μήτρα τους το σπέρμα κάποιου ξένου για να γεννήσουν το παιδί κάποιου άλλου, με τον ίδιο τρόπο κάποιοι θέλουν να μετατρέψουν τους Κούρδους σε υπάρξεις που θα κουβαλούν το μαρξιστικό σπέρμα του ΡΚΚ. Θέλουν να τους μετατρέψουν σε στρατιώτες πρώτης γραμμής για τη δημιουργία μιας ‘κοσμικής κλώσας’ των ξένων κύκλων που βλέπουν την ισλαμική αφύπνιση ως απειλή…». Αυτός ακριβώς ο «κίνδυνος» εμβολιασμού των Κούρδων από «ξένες-δυτικότροπες» ιδεολογίες, δημιουργεί την ανάγκη εξεύρεσης νέων συνομιλητών στο Κουρδικό πρόβλημα. Νέων παραγόντων που από τη μια θα εντάσσονται στο πλέγμα της «μουσουλμανικής ενότητας», ενώ από την άλλη θα αμφισβητούν την πολιτική ηγεμονία του ΡΚΚ στη νοτιοανατολική Τουρκία. Σε άρθρο του στην εφημερίδα Γενί Σιαφάκ στις 2 Ιανουαρίου, ο Γιουσούφ Καπλάν, είχε περιγράψει ακριβώς τους «καλούς» Κούρδους που αναζητεί το ΑΚΡ: «Το στοιχείο που θα σώσει αυτή τη χώρα από το διαμελισμό δεν είναι η εθνική συνείδηση, αλλά η συνείδηση της μουσουλμανικής κοινότητας. Ιδιαίτερα τα στελέχη του Hüda Par και γενικά οι ισλαμικές αδελφότητες της περιοχής διαθέτουν μια τέτοια ισχυρή συνείδηση της μουσουλμανικής κοινότητας». Κατά τον αρθρογράφο το κόμμα της κουρδικής Χιζμπουλλάχ θα μπορούσε να αναλάβει το ρόλο της «βαλβίδας ασφάλειας» των Κούρδων ενάντια στην επιρροή του ΡΚΚ.
Τα κενά της θρησκευτικής προσέγγισης ενός πολιτικού προβλήματος
Στη σημερινή συγκυρία λοιπόν το κράτος έχει εισέλθει στην προσπάθεια διεύρυνσης των συνομιλητών του για τη διευθέτηση του Κουρδικού. Πέραν του Hüda Par, η κυβέρνηση προχώρησε σε επαφές με διάφορες ισλαμικές φιλανθρωπικές οργανώσεις, αδελφότητες και φύλαρχους της κουρδικής επαρχίας. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να ενισχύσει κανάλια επικοινωνίας με ένα μέρος της κουρδικής κοινωνίας που τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε ιδιαίτερο ρόλο στις πολιτικές διεκδικήσεις. Αν και σαφέστατα πιο αδύνατα από το ΡΚΚ, αυτά τα σύνολα πάντως διακρίνονται από παρόμοιες «θρησκευτικές ανησυχίες» με το ΑΚΡ.
Όπως δείχνουν τα τελευταία γεγονότα στην Τουρκία, η ενεργοποίηση της έννοιας της «μουσουλμανικής ενότητας» ως βάσης επίλυσης του Κουρδικού, στο παρόν στάδιο παράγει κρίσεις. Αυτή η έννοια δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να ξεπεράσει τα προβλήματα του κεμαλικού εθνικισμού και της μη αναγνώρισης της κουρδικής ύπαρξης. Όμως στο βάθος αναπαράγει νέες κατηγοριοποιήσεις, στον ίδιο βαθμό πολωτικές, αφού υποτιμά την πραγματική ύπαρξη των πολιτικών διεκδικήσεων των Κούρδων. Η μετατροπή του Ισλάμ ως στοιχείου οικοδόμησης μιας νέας συλλογικής ταυτότητας στην Τουρκία, αποδείχθηκε μια δυναμική διαδικασία που δημιουργεί τους «διαφορετικούς άλλους». Επομένως σε περιόδους κρίσης όπως η σημερινή, ο εξισλαμισμός της εθνικής ταυτότητας της Τουρκίας σε σχέση με το Κουρδικό πρόβλημα αναδεικνύει τρία βασικά προβλήματα: Το πρώτο σχετίζεται με την συνειδητή κατάργηση των ευθυνών του κράτους στη διασφάλιση της ταυτότητας του πολίτη και των δικαιωμάτων που απορρέουν. Η δεύτερη είναι η παραγωγή νέων διαχωριστικών γραμμών σε αυτούς που αποδέχονται και σε αυτούς που απορρίπτουν το περιεχόμενο της νέας ταυτότητας του κράτους. Το τρίτο και πιο κρίσιμο είναι το σοβαρό κενό που δημιουργείται στην υπόθεση επανέναρξης του διαλόγου στο Κουρδικό. Τουλάχιστον στις σημερινές συνθήκες, είναι πραγματικά μετέωρη η όποια προσπάθεια περιθωριοποίησης του ΡΚΚ και του Οτζαλάν από την υπόθεση εκπροσώπησης των Κούρδων.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, 27 Δεκεμβρίου 2015