«Κατά την άποψή μου, πρέπει να ξαναγράψουμε την κοινωνιολογία της Τουρκίας» είπε αμέσως μετά τις εκλογές ο Φαρούκ Ατζάρ, ιδιοκτήτης της εταιρείας δημοσκοπήσεων Andy-Ar. Είναι και αυτή μια από τις όντως καλύτερες εταιρείες του τομέα της που όμως δεν κατάφερε να πλησιάσει καν στην εκτίμηση του αποτελέσματος των πρόωρων εκλογών της 1ης Νοεμβρίου. Δεν ήταν φυσικά το μοναδικό παράδειγμα. Από τις περίπου σαράντα έρευνες γνώμης που δημοσιεύθηκαν την περίοδο μετά τις εκλογές της 7ης Ιουνίου μέχρι και τα τέλη Οκτωβρίου, μόνο μια δημοσκόπηση έδωσε στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) ποσοστό 47% και αυτοδυναμία στην Εθνοσυνέλευση. Ο ίδιος ο Νταβούτογλου ήταν ακόμα πιο χαρακτηριστικός. «Και εγώ εκπλάγηκα από το 49%» ομολόγησε τη Δευτέρα μετά την εκλογική αναμέτρηση, μιλώντας σε δημοσιογράφους της Μιλλιέτ. Συνεπώς προκύπτει το ερώτημα ποια ήταν η αλλαγή στην Τουρκία που οδήγησε σε ανατροπή των πολιτικών ισορροπιών και μάλιστα σε διάστημα μόνο πέντε μηνών; Τι ήταν εκείνο το ουσιαστικό που επηρέασε το εκλογικό σώμα και συνέβαλε στην πανηγυρική επιστροφή της αυτοδυναμίας στο ΑΚΡ; Στο σημείο αυτό, η μονοδιάστατη ερμηνεία περί της καλλιέργειας του φόβου δε φαίνεται από μόνη της να εξηγεί ικανοποιητικά το μέγεθος των μετακινήσεων.
Πως άλλαξε η εκλογική γεωγραφία μέσα σε πέντε μήνες
Μια ολοκληρωμένη απόπειρα απάντησης στα πιο πάνω ερωτήματα, απαιτεί προηγουμένως την όσο το δυνατό περιεκτικότερη «φωτογράφιση» της αλλαγής στην εκλογική και πολιτική γεωγραφία της Τουρκίας το τελευταίο πεντάμηνο. Το ΑΚΡ με ποσοστό 40.8% και 258 έδρες στις εκλογές της 7ης Ιουνίου, βρέθηκε στο 49.5% και 317 έδρες την 1η Νοεμβρίου. Το κυβερνών κόμμα κατάφερε να αυξήσει τα ποσοστά του σε όλες ανεξαιρέτως τις πόλεις της χώρας, ενώ εξέλεξε βουλευτές σε 78 περιοχές. Μόνο σε τρεις πόλεις δεν έχει έδρα. Στην Κωνσταντινούπολη των δέκα εκατομμυρίων ψηφοφόρων το κόμμα του Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει 46 έδρες από τις 39 που είχε την 7η Ιουνίου. Στην πρωτεύουσα αύξησε τα ποσοστά του από 41% σε 49% και ανέβασε τις έδρες του από 14 σε 15. Σε προπύργια του πολιτικού Ισλάμ όπως το Ικόνιο, το ΑΚΡ αύξησε την εκλογική του δύναμη κατά 8% και κέρδισε 12 από τις 14 έδρες. Στη Σίβας η εκλογική του δύναμη αυξήθηκε κατά 10% κερδίζοντας τις 4 από τις 5 έδρες. Μέσα σε πέντε μήνες το ΑΚΡ κατάφερε να μετακινήσει υπέρ του συνολικά 59 έδρες, αφαιρώντας 37 από το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ), 18 από το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) και 4 από το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP). Στις νοτιοανατολικές-κουρδικές περιοχές της χώρας, παρόλο που παραμένει δεύτερο και πολύ πίσω από το HDP, εντούτοις το κυβερνών κόμμα κατάφερε να κερδίσει επιπλέον 14 έδρες. Οι πρόωρες εκλογές ήταν για το ΑΚΡ και μια αναμέτρηση στην οποία σημείωσε ρεκόρ ψήφων. Κέρδισε συνολικά 23.6 εκατομμύρια (από 18.8 που πήρε στις 7 Ιουνίου), ένας αριθμός που ξεπερνά τα 22.8 εκατομμύρια ψήφους που κέρδισαν μαζί τα υπόλοιπα τρία κοινοβουλευτικά κόμματα. Όντως η προαναφερθείσα εικόνα παραπέμπει στις ισορροπίες των γενικών εκλογών του 2011. Όμως το πιο σημαντικό είναι ότι μέσα σε πολύ «ιδιαίτερες» συνθήκες το κόμμα του Ερντογάν κατάφερε να διατηρηθεί ως η μοναδική διεύθυνση της κοινωνικής πλειοψηφίας, δηλαδή της παραδοσιακής τουρκικής δεξιάς.
Η πετυχημένη ταύτιση της σταθερότητας με την αυτοδυναμία του ΑΚΡ
Ποια ήταν λοιπόν η βάση της κοινωνικής μετακίνησης των τελευταίων μηνών που θεμελίωσε, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο, την ηγεμονία του πολιτικού Ισλάμ; Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η Τουρκία αντιμετωπίζει μια σειρά από οικονομικά προβλήματα. Η στασιμότητα στην ανάπτυξη δεν προκάλεσε μόνο τη χειροτέρευση των οικονομικών δεικτών, αλλά πολύ περισσότερο έφερε στην επιφάνεια το βάθος των αντιθέσεων που ταλανίζουν την κοινωνία. Τη στιγμή που ο συνολικός πλούτος της χώρας για το 2015 έχει καταγραφεί στο ένα τρισεκατομμύριο δολάρια, τα 39 από τα 53 εκατομμύρια ενηλίκων έχει εισόδημα κάτω των 10 χιλιάδων δολαρίων. Ο καθαρός πλούτος άνω του ενός εκατομμυρίου δολαρίων καταγράφεται σε ένα «κλειστό κύκλο» 74 χιλιάδων ατόμων. Σε αυτά τα δεδομένα θα πρέπει να προστεθεί η γενικότερη αβεβαιότητα που προκαλείται από το ότι το 80% των νοικοκυριών στη χώρα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα στην αποπληρωμή των τραπεζικών τους χρεών, αλλά και στην καθημερινή τους διαβίωση. Παράλληλα η σταθερή υποτίμηση της τουρκικής λίρας τα τελευταία δύο χρόνια προκάλεσε αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις στην κατανάλωση από τα ήδη συρρικνωμένα μεσαία στρώματα. Καθόλου τυχαία, ο αντιπρόεδρος του ΑΚΡ Νουμάν Κουρτουλμούς, σε μια στιγμή πολιτικής ειλικρίνειας μετά την αποτυχία της 7ης Ιουνίου υπογράμμισε: «Μπορεί να είμαστε πετυχημένοι στην οικονομία, όμως στο ζήτημα της διάχυσης του πλούτου στην κοινωνία μείναμε ανεξεταστέοι. Κοιτάξαμε περισσότερο με τα μάτια του κράτους και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, παραβλέποντας τη ψυχολογική κατάσταση του φτωχού κόσμου».
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον γενικευμένης κρίσης, η πρώτη ανησυχία του εκλογικού σώματος ήταν η αστάθεια και η προοπτική μιας μακροπρόθεσμης ακυβερνησίας. Επομένως και η προοπτική εμβάθυνσης των καθημερινών προβλημάτων διαβίωσης. Από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού τον προηγούμενο Ιούλιο έγινε σχεδόν ξεκάθαρο ότι η μοναδική σίγουρη κυβερνητική παρουσία ήταν αυτή του ΑΚΡ. Επιπλέον η αποτυχία των κομμάτων της αντιπολίτευσης να συνεννοηθούν έστω και στην εκλογή Προέδρου της Εθνοσυνέλευσης, άρχισε σταδιακά να επιβεβαιώνει την ταύτιση της έννοιας της σταθερότητας με το ΑΚΡ. Η επανέναρξη των ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ αστυνομίας, στρατού και ΡΚΚ σε συνδυασμό με τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Ισλαμικού Κράτους, ήταν το επιστέγασμα της αντίληψης που στη συνέχεια επικράτησε: οι κυβερνήσεις συνασπισμού δεν είναι πηγή σταθερότητας.
Η αντίληψη αυτή ενδυναμώθηκε ιδιαίτερα σε συνθήκες όπου η πόλωση στην κοινωνία είχε αρχίσει να διακρίνεται από εθνοτικούς άξονες και από τη μεταφορά της βίας στις πόλεις όχι μόνο των κουρδικών αλλά και των δυτικών περιοχών της χώρας. Σύμφωνα με μια ποιοτική έρευνα λίγες μέρες πριν από το φονικό στην Άγκυρα στις 10 Οκτωβρίου, το 70% των ερωτηθέντων απαντούσε ότι ανέμενε πολύ σύντομα τη διεύρυνση της βίας και των τρομοκρατικών επιθέσεων σε ολόκληρη τη χώρα. Έτσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα το υπόβαθρο της προεκλογικής εκστρατείας του ΑΚΡ ήταν πλήρως ταυτισμένο με την ανάγκη της ευρύτερης συντηρητικής μάζας για επαναφορά της χώρας στη σταθερότητα.
Ένας Πρόεδρος που «κατέβηκε» στον πυρήνα της τοπικής κοινωνίας
Όμως πέραν τούτου, το κυβερνών κόμμα και ο Ερντογάν προχώρησαν στην ενεργοποίηση και άλλων πτυχών στην πολιτική ατζέντα. Στο επίπεδο κομματικού μηχανισμού, το ΑΚΡ προχώρησε στην πραγματοποίηση συνεδρίου και στην αλλαγή της ηγετικής του πυραμίδας. Άλλαξε πάνω από 280 υποψήφιους στο ψηφοδέλτιο, επανέφερε τον ισχυρό ιδρυτικό του πυρήνα στην εκλογική αντιπαράθεση και μετακίνησε τα μεγάλα ονόματα ως διεκδικητές έδρας στα προπύργια του ισλαμικού κινήματος. Δεν επιδίωξε να αντλήσει ψήφους από τους λεγόμενους αδιάφορους, αλλά αντίθετα προσπάθησε να μεγιστοποιήσει την επιρροή του σε χώρους που ήταν ήδη δυνατό. Με αυτό τον τρόπο τη νύχτα των εκλογών φάνηκε ότι το ΑΚΡ μπόρεσε πιο εύκολα να επαναφέρει χαμένες έδρες, αφού αυτές (και όχι τα ποσοστά) ήταν τελικά καθοριστικές για το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Η δραστηριότητα του ίδιου του Ερντογάν ήταν μια άλλη καθοριστική πτυχή της σταθεροποίησης της ηγεμονικής παρουσίας του πολιτικού Ισλάμ. Ο Πρόεδρος της χώρας ήταν άλλωστε ο βασικός αρχιτέκτονας του σχεδιασμού να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές με την προοπτική το εκλογικό σώμα να ταυτίσει την σταθερότητα με τη μονοκομματική κυβέρνηση του ΑΚΡ. Ο Ερντογάν κατάφερε να μεταφέρει την πολιτική κινητοποίηση στον πυρήνα της λεγόμενης τοπικής κοινωνίας στην περιφέρεια της Τουρκίας. Σχεδόν σε καθημερινό επίπεδο ήταν σε άμεση επαφή με τις χιλιάδες των κοινοταρχών, οι οποίοι εκπροσωπούν σε μεγάλο βαθμό τη βούληση της συντηρητικής μάζας της αχανούς επαρχίας. Μέχρι και την 1η Νοεμβρίου πραγματοποίησε πάνω από 12 συναντήσεις μαζί τους κατά ομάδες. Παράλληλα παρόμοιες συγκεντρώσεις πραγματοποίησε με αντιπρόσωπους διάφορων φυλών, θρησκευτικών ταγμάτων και αδελφοτήτων της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ανατολίας, εκσυγχρονίζοντας ουσιαστικά τις παραδοσιακές μορφές εξάρτησης της συγκεκριμένης κοινωνικής μερίδας.
Συνεπώς ο ίδιος ο Πρόεδρος και ο μηχανισμός του κράτους, δραστηριοποιήθηκαν ταυτόχρονα σε διαφορετικές κατευθύνσεις μακριά από τα κλασικά πρότυπα της προπαγάνδας. Έφτασαν στην πιο ισχυρή φλέβα εξουσίας σε τοπικό επίπεδο και κατάφεραν να κινητοποιήσουν τον πυρήνα του συντηρητισμού. Η καθημερινή επίκληση του «μπαμπούλα» της κοσμικότητας, της καταπίεσης της θρησκευτικής έκφρασης και της επιβολής δυτικότροπων και συνεπώς «ξένων» πολιτισμικών προτύπων σε περίπτωση απώλειας της εξουσίας του ΑΚΡ, ήταν απλά το ιδεολογικό επιστέγασμα της προαναφερθείσας προσπάθειας.
Η καταστολή του κουρδικού κινήματος
Βεβαίως μια ξεχωριστή διάσταση της προεκλογικής εκστρατείας του κυβερνώντος κόμματος ήταν και η δημιουργία συνθηκών αφόρητης πίεσης προς το οργανωμένο κουρδικό κίνημα. Η εργαλειοποίηση των νόμων απαγόρευσης κυκλοφορίας που εφαρμόστηκαν σε διάφορες πόλεις της νοτιοανατολικής Τουρκίας, ήταν ουσιαστική μια προσπάθεια οικοδόμησης καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Για πολλές βδομάδες κουρδικές πόλεις βρίσκονταν υπό την πολιορκία των δυνάμεων καταστολής, σημειώνονταν διακοπές στην παροχή ηλεκτρισμού και νερού, ενώ το «ξήλωμα» των εκλεγμένων δημοτικών αρχών των Κούρδων μέσα από συλλήψεις εκατοντάδων στελεχών ήταν στην ημερήσια διάταξη. Με την δικαιολογία της κήρυξης τοπικής αυτονομίας από το ΡΚΚ, οι εν λόγω πόλεις μετατράπηκαν σε πειράματα εφαρμογής πολιτικών που θύμιζαν τις πιο σκοτεινές σελίδες του παλιού βαθέως κράτους της δεκαετίας του 1990. Την ίδια στιγμή το HDP εξαναγκάστηκε από τις ίδιες τις εξελίξεις ουσιαστικά στην αναστολή της δικής του προεκλογικής εκστρατείας. Για παράδειγμα δεν πραγματοποίησε καμιά προεκλογική συγκέντρωση, ακύρωσε τη δημιουργία εκλογικών επιτελείων και προσανατολίστηκε περισσότερο στην ασφάλεια των στελεχών του από τους πυρήνες του Ισλαμικού Κράτους.
Προς τη συνέχιση μιας συντηρητικής παλινόρθωσης;
Τη Δευτέρα 2 Νοεμβρίου, σε μια κίνηση εξαιρετικής συμβολικής σημασίας, ο Ερντογάν προσευχήθηκε στο τζαμί του Εγιούπ Σουλτάν. Αυτό ήταν το τζαμί όπου οι Οθωμανοί Σουλτάνοι περιβάλλονταν το ξίφος κατά την ενθρόνισή τους. Η συγκεκριμένη κίνηση του Προέδρου της χώρας σε παλιότερες εποχές θα σήμαινε πιθανόν μια πραξικοπηματική επέμβαση του στρατού. Σήμερα όμως υποδεικνύει το βαθμό της αποδοχής του αντικεμαλικού υπόβαθρου πάνω στο οποίο ο Ερντογάν και το ΑΚΡ θέλουν να οικοδομήσουν αυτό που οι ίδιοι ονόμασαν ως «νέα Τουρκία». Η συνεχής καλλιέργεια παραδόσεων στο δημόσιο χώρο με τη χρήση οθωμανικών συμβόλων, εκδηλώσεων, τελετουργιών και εθίμων, παραπέμπει σαφώς σε μια μετακεμαλική τάξη πραγμάτων που όμως έχει ως βάση της το προκεμαλικό παρελθόν της ευρύτερης περιοχής. Με λίγα λόγια η «νέα Τουρκία» αποτελεί ένα πολιτικό και κοινωνικό συμβόλαιο στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται η επιδίωξη δημιουργίας μιας συντηρητικής κοινωνίας, νεοφιλελεύθερων οικονομικών προσανατολισμών και υπερσυγκέντρωσης των εκτελεστικών εξουσιών.
Επομένως η ιστορική φάση που ανοίγει με το εκλογικό αποτέλεσμα θα συμπεριλάβει την έναρξη πιο έντονων προσπαθειών μετασχηματισμού του ίδιου του τουρκικού κράτους. Ο μετασχηματισμός αυτός μοιραία θα πρέπει να περάσει μέσα από τη συζήτηση για υιοθέτηση νέου συντάγματος και προεδρικού συστήματος, μέσα από το κουρδικό πρόβλημα, αλλά και την οικονομία. Αυτά τελικά θα είναι και τα κυριότερα ζητήματα που φαίνεται να απασχολούν το εσωτερικό μέτωπο της χώρας. Όμως είναι γεγονός ότι η επαναφορά της ηγεμονικής θέσης του ΑΚΡ στο πολιτικό σύστημα, δε σημαίνει κατ’ ανάγκην και την άνευ όρων αποδοχή των στρατηγικών του επιλογών. Μάλλον το αντίθετο. Μέσα από την εμπειρία των τελευταίων τριών χρόνων τουλάχιστον, η κοινωνία στην Τουρκία παραμένει βαθιά πολωμένη και διχασμένη. Η κοινωνική μηχανική του ΑΚΡ αναπαράγει συνεχώς την περιθωριοποίηση όλων όσων έχουν αμφιβολίες ενάντια στη νέα «εθνική ταυτότητα» της χώρας. Ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας φαίνεται να καθορίζει τη θέση του πρώτα και κύρια εναντίον ενός συγκεκριμένου «άλλου». Αυτή η τάση δείχνει στοιχεία «μονιμοποίησης» εάν ληφθούν υπόψη και οι αρνητικές δυναμικές που εισάγονται στην Τουρκία λόγω των βαθύτερων ανακατατάξεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η προοπτική μιας ακόμα πιο μακράς ηγεμονικής παρουσίας του πολιτικού Ισλάμ θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τη δυνατότητα του να μειώσει της κοινωνικές εντάσεις, αλλά και από την ικανότητα της αντιπολίτευσης να παράξει μετά από 13 χρόνια τη δική της αντι-ηγεμονική πρόταση εξουσίας. Τουλάχιστον στο παρόν στάδιο το δεύτερο είναι αυτό που παρουσιάζεται ως πιο δύσκολο.
Νίκος Μούδουρος
Δρ. Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015