ΣΥΝΕΔΡΙΟ «Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΜΙΣΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ»
ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2015 – ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Ομιλία με θέμα «Σχέσεις Τουρκοκυπρίων – Τούρκων: Ανταγωνισμός και Ενσωμάτωση»
Του Νίκου Μούδουρου
Το πρόβλημα της μελέτης
Η σχέση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας με το θέμα του εποικισμού και της μετανάστευσης, δε μπορεί να αναλυθεί αποκλειστικά και μόνο στα ευρέως γνωστά πλαίσια των θεωριών για τη μετανάστευση σε παγκόσμιο επίπεδο. Δεν μπορεί επίσης να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά και μόνο μέσα από την εξέταση της κοινωνικής-ταξικής διάθρωσης. Αυτή η προβληματική πτυχή προκύπτει από το γεγονός ότι η επαφή της Τουρκοκυπριακής κοινότητας με το θέμα της αλλαγής της δημογραφικής της σύνθεσης έχει ένα ξεκάθαρο χρονικό προσδιορισμό: Την περίοδο που ακολουθεί την εισβολή της Τουρκίας το 1974. Η μελέτη λοιπόν του θέματος των κηρυγμάτων μίσους και των διακρίσεων κατά των μεταναστών, στην τουρκοκυπριακή περίπτωση, αποκτά κάποιες σύνθετες και ιδιαίτερες διαστάσεις. Η κοινωνική και πολιτική σχέση των Τουρκοκυπρίων με το «ξένο πληθυσμό» όπως είναι οι έποικοι και οι μετανάστες, δε μπορεί να εκτιμηθεί σε πλαίσια παρόμοια με τα φαινόμενα στις σχέσεις μεταξύ Γερμανών και Τούρκων μεταναστών στη Γερμανία ή μεταξύ των τουρκικών μικροαστικών και μεγαλοαστικών στρωμάτων των μεγαλουπόλεων με τον πληθυσμό που μετακινήθηκε από την ύπαιθρο και εγκαταστάθηκε στα περίχωρα αυτών των μεγαλουπόλεων. Αντίθετα, η σχέση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας με τον πληθυσμό, συνεπώς και τα παράγωγα αυτής της σχέσης, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το πλαίσιο εξουσίας και τις χωριστές πολιτικές και κοινωνικές δομές που επικράτησαν μετά το 1974. Δηλαδή το σύνολο της επιρροής που ασκούν οι πολιτικές της Τουρκίας στα βόρεια εδάφη της Κύπρου.
Οι αντιδράσεις Τουρκοκυπρίων, εποίκων και μεταναστών
Η κατάσταση πραγμάτων που δημιουργήθηκε μετά τον πόλεμο του 1974 είχε ως χαρακτηριστικό την επιδίωξη χωριστής θεσμικής οικοδόμησης στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Κορυφαίο της σημείο αποτελεί η δημιουργία της «Τουρκικής Δημοκρατίας Βόρειας Κύπρου» το 1983, ένα καθεστώς που είναι μέχρι σήμερα παράνομο. Αυτό το γεγονός εμβάθυνε τον αποκλεισμό των Τουρκοκυπρίων από ένα νόμιμο περιβάλλον στις διεθνείς σχέσεις, αλλά την ίδια στιγμή επηρέασε την κοινωνικο-οικονομική και πολιτική τους ανάπτυξη. Με το πέρασμα των χρόνων έγινε κατανοητό ότι η αυτοδιοίκηση της κοινότητας δεν μπορούσε να υλοποιηθεί μέσα από δομές που παρέμειναν παράνομες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αγωνία των Τουρκοκυπρίων για προστασία της κοινοτικής τους ύπαρξης στην Κύπρο, δε διέθετε πλέον ως μοναδικό άξονα την Ελληνοκυπριακή κοινότητα, αλλά επεκτάθηκε και έναντι της Τουρκίας. Η οικονομική και πολιτική εξάρτηση από την Τουρκία, η παρανομία του καθεστώτος σε συνδυασμό με την αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης, ήταν δεδομένα που συνιστούσαν «νέες απειλές» κατά της τουρκοκυπριακής κοινοτικής ύπαρξης.
Στο σημείο αυτό, η σχέση των Τουρκοκυπρίων με το ζήτημα του πληθυσμού αποκτά καθοριστική σημασία. Η μαζική έλευση εποίκων και στη συνέχεια μεταναστών από την Τουρκία σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, οδήγησε τους Τουρκοκύπριους στην ανάγκη «υπογράμμισης» της δικής τους αυτόνομης και ξεχωριστής ταυτότητας. Ο εποικισμός και η μετανάστευση από την Τουρκία συχνά δε διαχωρίζονται. Γίνονται αντιληπτά ως απειλές ενάντια στην ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων αλλά και ενάντια στην προοπτική να γίνουν «αφέντες» στο σπίτι τους, επομένως να ασκούν ουσιαστικά την εξουσία. Ένας χαρακτηριστικός αντικατοπτρισμός του πιο πάνω είναι τα λόγια του γνωστού Τουρκοκύπριου συνδικαλιστή Arif Hasan Tahsin, ο οποίος λίγο πριν από το θάνατο του, μιλώντας σε ραδιοφωνική εκπομπή είπε: «Μην τους αφήσετε να νομίσουν ότι εμείς οι Κύπριοι χάσαμε το στόχο μας. Ας μη νομίσουν ότι εμείς οι Κύπριοι χάσαμε την υπόθεσή μας. Οι Κύπριοι θα διώξουν αυτούς που μπήκαν ανάμεσά τους και θα διεκδικήσουν την πατρίδα τους». Η «είσοδος των ξένων» είναι ανεπιθύμητη, αλλά την ίδια στιγμή είναι πλήρως ταυτισμένη με την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας των Τουρκοκυπρίων. Είναι συνεπώς πλήρως συνδεδεμένη με την αμφισβήτηση της διεκδίκησης για αυτοδιοίκηση. Οι αντιδράσεις αφορούν όχι μόνο στην πολιτιστική διάσταση της ταυτότητας, αλλά στο σύνολο της πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας και ανάπτυξης της Τουρκοκυπριακής κοινότητας στην Κύπρο.
Όμως είναι γεγονός ότι ένα από τα πιο διακριτά προβλήματα που εκφράστηκαν αμέσως στο δημόσιο χώρο, ήταν οι πολιτισμικές διαφορές Τουρκοκυπρίων-Τούρκων. Ζητήματα γλωσσικής διαλέκτου, θρησκευτικών αντιλήψεων, παραδόσεων, ηθών και εθίμων, ήταν τα πιο άμεσα στοιχεία διαφοροποίησης ανάμεσα στη νέα σύνθεση του πληθυσμού στις βόρειες περιοχές της Κύπρου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι καταφεύγουν στο τοπικό πολιτιστικό τους κεφάλαιο όταν αναφέρονται στους Τούρκους. Για παράδειγμα, για να τους κατονομάσουν χρησιμοποιούν τον όρο «οι εκ Τουρκίας» (Türkiyeliler/people from Turkey) και με αυτό τον τρόπο τους διαχωρίζουν από την Τουρκοκυπριακή κοινότητα (Kıbrıslı Türk/Turkish Cypriot, Kıbrıslı/Cypriot, Kıbrıs Türkü/Turk of Cyprus).
Η καταφυγή στο πολιτιστικό κεφάλαιο, είναι μια μορφή έκφρασης δυσαρέσκειας για τις πολιτικές που ακολουθεί η Άγκυρα στην Κύπρο και για την κυριαρχία της Τουρκίας. Είναι μια μορφή της φυσιολογικής αδυναμίας ανατροπής της κατάστασης που νιώθει μια μικρή αριθμητικά κοινότητα απέναντι στο πολιτικό και οικονομικό μέγεθος της Τουρκίας. Ο πληθυσμός εποίκων και μεταναστών μετατρέπεται σε αυτή την περίπτωση σε μια πιο «φανερή» και εύκολα κατανοητή «εικόνα» της τουρκικής ηγεμονίας. Αυτή η ιδιότυπη μορφή «αντίστασης» ενάντια στην αποικιοποίηση του τουρκοκυπριακού χώρου, η επίκριση και η καταγγελία της απειλής ενάντια στην τουρκοκυπριακή κοινοτική ύπαρξη, περνά μέσα από τις αποστάσεις που δημιουργούν οι Τουρκοκύπριοι από τον τουρκικό πληθυσμό. Αυτές οι αποστάσεις με τη σειρά τους, σε ορισμένες περιπτώσεις καλλιεργούν τη ξενοφοβία, τις διακρίσεις, ενώ σε άλλες περιπτώσεις την έκφραση μίσους.
«Πρώτα εμφανίστηκαν σκιές στο πρόσωπό της, αργότερα μαύρα στίγματα. Με τον καιρό αυτά τα μαύρα στίγματα πολλαπλασιάστηκαν. Σύμφωνα με κάποιους ήταν μόνο ασήμαντα σπυράκια, αλλά σύμφωνα με κάποιους άλλους ήταν μια ασθένεια χωρίς θεραπεία. Αυτοί που έλεγαν ότι ήταν μια ασήμαντη ασθένεια κατάλαβαν νωρίς ότι έκαναν λάθος. Τα μαύρα στίγματα πολλαπλασιάστηκαν. Το αγνό πρόσωπο έχασε τη μαγεία του. Σταδιακά σκιάστηκε τόσο το πρόσωπο, όσο και η γλώσσα». Η πιο πάνω περιγραφή ενός Τουρκοκύπριου συγγραφέα αφορά στην «ανατολικοποίηση» της Λευκωσίας από τον πληθυσμό εποίκων και μεταναστών. Τα μαύρα στίγματα συνιστούν μια εισβολή στο «μαγικό» και «καθαρό» δέρμα του τουρκοκυπριακού χώρου, από «τους ξένους» που μεταφέρουν «ασθένειες».
Η αντιμετώπιση του τουρκικού πληθυσμού ως ενός συνόλου «ανατολίτικου» και συνεπώς διαφορετικού από τη «μοντέρνα κοινότητα» των Τουρκοκυπρίων, αποτελεί μια πολύ διαδεδομένη μορφή έκφρασης της διαφορετικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίστηκε επίσης η χρήση λέξεων όπως karasakal («μαυρογένης»), fellah (έννοια του υπανάπτυχτου αγρότη), fica (φύκια). Πολλές είναι και οι περιπτώσεις που μέρος του τουρκικού πληθυσμού, ιδιαίτερα οι μετανάστες και οι παράνομοι εργάτες, ταυτίζεται με την άνοδο της εγκληματικότητας. Χαρακτηρισμοί όπως «βιαστές» (tecavüzcü) και «απατεώνες» (dolandırıcı) χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα σε μια αρκετά ευρεία κλίμακα.
Βεβαίως η διάκριση και η διαφοροποίηση ανάμεσα στον πληθυσμό, δεν είναι μονοδρομική. Δεν καλλιεργείται μόνο από ένα μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Τόσο ένα μέρος των εποίκων αλλά και ευρύτερα ένα μέρος του πληθυσμού που έφτασε στην Κύπρο ως μετανάστες, σε συγκεκριμένες συγκυρίες επιδιώκουν τη διαφοροποίηση τους από τους Τουρκοκύπριους, ως αποτέλεσμα ακριβώς της μη ομαλοποίησης της πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης. Στις αρχές Μαΐου 2014, σε τηλεοπτικό πρόγραμμα με θέμα την εκπαίδευση το οποίο έγινε στη Κερύνεια, ένας φοιτητής από την Τραπεζούντα διαμαρτυρήθηκε γιατί τα ενοίκια εστιών και διαμερισμάτων στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα πληρώνονται σε αγγλικές στερλίνες, κάτι που πιέζει οικονομικά τις οικογένειες των φοιτητών. Όμως η διαμαρτυρία του χαρακτηρίστηκε από φράσεις μίσους ενάντια στους Τουρκοκύπριους και οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν τελικά ανάγκασαν τον φοιτητή να απολογηθεί. Κατά τη διάρκεια της εκπομπής ο φοιτητής είπε: «Οι πατεράδες όλων εδώ πληρώνονται σε τουρκικές λίρες και εμείς πληρώνουμε ενοίκιο σε στερλίνες. Εάν ένας πατέρας δουλεύει με τον κατώτατο μισθό δε μπορεί να στέλνει ολόκληρο το ενοίκιο για να σπουδάσει το παιδί του. Το λέω καθαρά, οι ιδιοκτήτες που ενοικιάζουν ζουν εις βάρος μας. Εάν οι 40 χιλιάδες Τούρκοι φοιτητές δε φαρμακώσουν τη ζωή των Κυπρίων είναι άνανδροι!». Με αυτό τον τρόπο, η βάση ενός πραγματικού οικονομικού προβλήματος, έγινε η αφορμή για να δημοσιοποιηθούν οι γενικότερες αντιλήψεις του τουρκικού πληθυσμού έναντι της «διαφορετικής» κοινότητας στην Κύπρο.
Ακριβώς αυτή η διαφορετική κουλτούρα των Τουρκοκυπρίων, η διαφορετική αντιμετώπιση που έχουν για τη θρησκεία, οι διαφορετικές νοοτροπίες και παραδόσεις, είναι στοιχεία που συχνά επικρίνονται από τον τουρκικό πληθυσμό. Σε αυτό το πλαίσιο ενεργοποιείται η κυρίαρχη θέση της Τουρκίας στην Κύπρο και αναπαράγεται ο ρόλος του «σωτήρα» των Τουρκοκυπρίων. Μαρτυρία από την εθνογραφική έρευνα μεταφέρει τα όσα τους είπε ένας Τούρκος σχετικά με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα: «Παρόλο που τους σώσαμε από τα χέρια των Ελληνοκυπρίων και παρόλο που συνεχίζουμε να τους ‘κρατούμε’ οικονομικά, αυτοί συνεχίζουν να μας κοιτούν αφ’ υψηλού». Στο σημείο αυτό η ρητορική επικεντρώνεται στο ότι ο «σωτήρας» αξίζει ειδικής μεταχείρισης και σεβασμού από αυτούς που έχει «σώσει». Ο πληθυσμός-«αντιπρόσωπος του σωτήρα» λοιπόν, δε μπορεί να ανέχεται την «αφ’ υψηλού αντιμετώπιση», η οποία βεβαίως δεν αναγνωρίζει το «χρέος» που αφήνει στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα η «σωτηρία» της.
Η προέκταση της πιο πάνω αντιμετώπισης φτάνει μέχρι και το σημείο πολιτικής ταύτισης μέρους των εποίκων με την Τουρκία και όχι με το χώρο που ζουν. Η εθνογραφική έρευνα για το θέμα, περιλαμβάνει την εξής μαρτυρία: Τουρκοκύπριος ζητά από έποικο να μετακινήσει το αυτοκίνητό του γιατί εμπόδιζε την είσοδο του καταστήματος. Ο έποικος εκνευρισμένος από το «ενοχλητικό» τουρκοκυπριακό αίτημα απάντησε: «ξέρεις ποιος κυβερνά αυτό το χώρο;». Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο έποικος ταυτίζει τον εαυτό του με το καθεστώς πραγμάτων που έχει στο επίκεντρο την επικυριαρχία της Τουρκίας. Διεκδικεί περισσότερη εξουσία από τον Τουρκοκύπριο ακριβώς λόγω Τουρκίας. Τη ίδια στιγμή διεκδικεί αυτή η «περισσότερη εξουσία» να διαχέεται και στις καθημερινές του σχέσεις με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Είναι γεγονός ότι ακόμα και μέχρι σήμερα, ένα μέρος αυτής της ταύτισης Τούρκων εποίκων και μεταναστών με την Τουρκία διατηρείται. Για παράδειγμα πολλές οργανώσεις εποίκων αλλά και μεταναστών αποτείνονται ευκολότερα στην τουρκική πρεσβεία για επίλυση των προβλημάτων τους και όχι στις τουρκοκυπριακές αρχές.
Συμπεράσματα
Η μελέτη του θέματος των σχέσεων Τουρκοκυπρίων και Τούρκων στην Κύπρο, δεν μπορεί να περιορίζεται σε ευρέως αποδεκτά και επιστημονικά ερευνητικά πεδία όπως η μετανάστευση και η εξέλιξη των ταξικών-κοινωνικών σχέσεων. Το ζήτημα της πολιτικής του εποικισμού και η διαδικασία κρατικής οικοδόμησης μετά το 1974, σπρώχνει τη μελέτη των σχέσεων Τουρκοκυπρίων και Τούρκων στο πεδίο του ανταγωνισμού εξουσίας.
Από τη μια πλευρά, μέρος των Τουρκοκυπρίων ενεργοποιεί το πολιτιστικό κεφάλαιο και τα δίκτυα γνωριμιών και τοπικής εξουσίας, με στόχο να μειώσει την απειλή της αφομείωσης που νιώθει. Χρησιμοποιεί ορολογίες που προαναφέρθηκαν ακριβώς για να επικρίνει τον πολιτικό έλεγχο της Άγκυρας και την αμφισβήτησης της κοινοτικής ταυτότητας. Τα στοιχεία αυτά τα καθρεφτίζει στην παρουσία του τουρκικού πληθυσμού. Από την άλλη πλευρά, μέρος του τουρκικού πληθυσμού ταυτίζεται με την Τουρκία ως μια ισχυρότερη πολιτική εξουσία, ενεργοποιεί την αντίληψη του «σωτήρα» και διεκδικεί περισσότερη εξουσία στις καθημερινές του κοινωνικές σχέσεις.