-Πώς αναλύετε τον σχηματισμό στα κατεχόμενα λεγόμενης Κυβέρνησης συνασπισμού των κομμάτων Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού και Εθνικής Ενότητας, σε σχέση με διαδικασίες επίλυσης του κυπριακού προβλήματος;
Ο σχηματισμός της συγκεκριμένης συνεργασίας θα πρέπει να αντιμετωπιστεί τόσο εντός της ιστορικότητάς της, όσο και εντός του σημερινού κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού πλαισίου των κατεχομένων. Επομένως θα ήταν ωφέλιμο να διαβαστεί όχι μόνο σε σχέση με τις επιπτώσεις που θα έχει στη διαδικασία των συνομιλιών, αλλά περισσότερο σε σχέση με τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν αναφορικά με την εξέλιξη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και των ιδεολογικών της ρευμάτων από το 1974 μέχρι και σήμερα. Τα κατεχόμενα ως έδαφος αποτελούν ένα ιδιότυπο πεδίο «έκτακτης ανάγκης», ένα χώρο «εξαίρεσης», το οποίο δεν έχει στιγματιστεί μόνο από τη βία της εισβολής και την ολική καταστροφή. Την ίδια στιγμή ο χώρος αυτός χαρακτηρίστηκε και από μια παράλληλη διαδικασία ανοικοδόμησης, μια πορεία πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης που οδήγησε με τη σειρά της σε μια προσπάθεια χωριστής κρατικής οικοδόμησης.
Αυτή η νέα – παράνομη – δομή εξουσίας σταδιακά συμπεριέλαβε στο επίκεντρό της μια διαδικασία «εξορθολογισμού» της διχοτομικής κατάστασης πραγμάτων. Στην πορεία του χρόνου, οι ηγεμονικές ιδεολογικές δυνάμεις ανέλαβαν την υλοποίηση μιας πολιτικής «εξημέρωσης» του τοπίου, με στόχο την φυσιολογικοποίηση των ισορροπιών που γέννησε ο πόλεμος. Στο σημείο αυτό, η κυπριακή περίπτωση φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι η οικοδόμηση τέτοιων χώρων «εξαίρεσης», δε δημιουργεί μόνο τις προϋποθέσεις επικράτησης της αυταρχικότητας και των πολιτικών «ομαλοποίησης» της διχοτόμησης. Αντίθετα, η κοινωνία σε τέτοιους χώρους χαρακτηρίζεται και από τη δημιουργία ρηγμάτων, από τις κρίσεις ηγεμονίας, από την ενδυνάμωση των δυνάμεων εκείνων που συγκροτούν ένα διαφορετικό όραμα από το ηγεμονικό.
Ακριβώς, ο σχηματισμός αυτής της συνεργασίας από τα δύο ιστορικά «αντίθετα» κόμματα των Τουρκοκυπρίων, έρχεται σε μια στιγμή βαθιάς και ολοκληρωτικής κρίσης του κομματικού και πολιτικού συστήματος των κατεχομένων. Πραγματοποιείται σε μια στιγμή κορύφωσης της απαξίωσης της κοινότητας από την πολιτική διαδικασία, η οποία όμως φέρει μαζί της φυγόκεντρες δυναμικές που επικεντρώνονται κυρίως στην αγωνία ενός μεγάλου μέρους της Τουρκοκυπριακής κοινότητας για το πώς θα προστατεύσει την κυπριακή διάσταση της ταυτότητάς της. Υπενθυμίζεται ότι στις «δημοτικές» εκλογές και το δημοψήφισμα που έγιναν το καλοκαίρι του 2014, αλλά και στις εκλογές για την ανάδειξη του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη τον Απρίλιο του 2015, επικράτησαν σχεδόν ολοκληρωτικά οι δυνάμεις εκείνες που επικέντρωσαν το λόγο τους σε μια αντιπολιτευτική τάση ενάντια στο παλιό καθεστώς πραγμάτων του 1974. Συνεπώς τόσο στα αριστερά, όσο και στα δεξιά του τουρκοκυπριακού πολιτικού χάρτη σημειώθηκαν σοβαρές ανακατατάξεις με την εμφάνιση νέων πολιτικών πρωταγωνιστών και προγραμμάτων. Οι μεγαλύτερες ζημιές από αυτές τις εξελίξεις καταγράφηκαν στα δύο μεγαλύτερα κόμματα του συστήματος, έτσι όπως αυτά γίνονται αντιληπτά από την Τουρκοκυπριακή κοινότητα: στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας και στο Ρεπουμπλικανικό. Αν μελετήσει κάποιος προσεκτικά το κοινό πρόγραμμα των δύο κομμάτων μπορεί να καταλήξει εύκολα στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη συνεργασία είναι προϊόν της ανάγκης για ξεπέρασμα της κρίσης ηγεμονίας έτσι όπως έχει περιγραφεί πιο πάνω, αλλά και της ανάγκης για μια στροφή σε πολιτικές μεταρρύθμισης, εκσυγχρονισμού και όχι κατάργησης της «ΤΔΒΚ». Τουλάχιστον σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, οι θέσεις του «κυβερνητικού» προγράμματος συμβολίζουν το τέλος μιας εποχής και την έναρξη μιας νέας για την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Βεβαίως, αυτό το δεδομένο ισχύει περισσότερο σε συνθήκες μη επίλυσης του πολιτικού μας προβλήματος. Στην πιθανότητα μη σύντομης επίλυσης του Κυπριακού, δε θα ήταν απίθανο το ενδεχόμενο νέων πρόωρων εκλογών, λόγω της αστάθειας που πιθανόν να προκληθεί στην κοινότητα. Ωστόσο θα πρέπει να καταγραφεί ότι οι θέσεις του συγκεκριμένου προγράμματος για το Κυπριακό πρόβλημα επικεντρώνονται στη φιλοσοφία του κοινού ανακοινωθέντος των δύο ηγετών της 11ης Φεβρουαρίου και υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα για μια ομοσπονδιακή λύση. Αυτό ίσως να είναι και το σημείο που αναλόγως των εξελίξεων να οδηγήσει και σε διαφωνίες εντός του «κυβερνητικού» σχήματος.
-Η παρουσία του Μουσταφά Ακιντζί στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων πως διαφοροποιεί τα δεδομένα στα κατεχόμενα, σε σχέση και με την προοπτική επίλυσης του κυπριακού προβλήματος;
Η παρουσία του Μουσταφά Ακιντζί στην ηγεσία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας έχει ήδη διαφοροποιήσει τα δεδομένα σε σχέση με την προοπτική της λύσης, ιδιαίτερα εάν συγκρίνει κάποιος την κατάσταση έτσι όπως επικρατούσε όταν στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων ήταν ο Ντερβίς Έρογλου. Άλλωστε η ίδια η επικράτηση του Ακιντζί μπορεί να ερμηνευθεί ως καταγραφή διαφοροποιήσεων στα κατεχόμενα κυρίως σε σχέση με δύο βασικούς ιστορικούς άξονες. Ο πρώτος σχετίζεται με τη διεκδίκηση ενός μεγάλου μέρους της κοινότητας για εκδημοκρατισμό των σχέσεων της με την Τουρκία και ανατροπή του μοντέλου που επέβαλε η εισβολή του 1974. Ο δεύτερος είναι η διασφάλιση της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων σε ένα νέο ομοσπονδιακό πλαίσιο, το οποίο με τη σειρά του θα επιτρέπει την ενσωμάτωση της κοινότητας στη διεθνή πραγματικότητα. Υπό αυτή την έννοια η συντριπτική επικράτηση Ακιντζί είναι την ίδια στιγμή και μια ξεκάθαρη εντολή προς τον Τουρκοκύπριο ηγέτη να διαπραγματευτεί και να πετύχει την οικοδόμηση του νέου «τουρκοκυπριακού χώρου» πέραν και έξω από τα πλαίσια «έκτακτης ανάγκης», μακριά από την αυταρχικότητα που επικρατεί στις σχέσεις με την Άγκυρα. Ταυτόχρονα ο υπό διεκδίκηση νέος «τουρκοκυπριακός χώρος» αυτή τη φορά ορίζεται σε ένα ομοσπονδιακό πλαίσιο πολιτικής ισότητας με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα.
-Η δυστοκία που παρουσιάζεται στην Τουρκία για σχηματισμό κυβέρνησης, τι σημαίνει για την ίδια την χώρα και κατ’ επέκταση την Κύπρο;
Στο παρόν στάδιο το σχετικό κενό εξουσίας στην Τουρκία δε φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά τις διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό. Αντίθετα φαίνεται ότι η εσωτερική αστάθεια στην Τουρκία επηρεάζει (και επηρεάζεται) σε πρώτο πλάνο τόσο την πολιτική της Τουρκίας στη Συρία, όσο και το Κουρδικό πρόβλημα σε όλες του τις πτυχές. Όμως είναι γεγονός ότι οι τελευταίες εξελίξεις στη χώρα κορυφώνουν το κλίμα πόλωσης και επαναφέρουν στη δημόσια σφαίρα το προηγούμενο εθνικιστικό πλαίσιο. Επίσης η ριζική αναδιαμόρφωση της πολιτικής συνόρων της Άγκυρας με την εργαλειοποίηση της σκληρής ισχύος τόσο ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, όσο και ενάντια στο οργανωμένο κουρδικό κίνημα, μπορεί να οδηγήσει και στην ισχυροποίηση μιας στρατιωτικού τύπου έννοιας της ασφάλειας, η οποία κατά την προηγούμενη δεκαετία είχε αμφισβητηθεί. Επομένως η σημερινή κατάσταση στην Τουρκία σε σχέση με το Κυπριακό, θα πρέπει να αναλύεται σε σχέση με τα πραγματικά δεδομένα του σταδίου των διαπραγματεύσεων. Φαίνεται ότι σε αυτό το στάδιο η Τουρκοκυπριακή ηγεσία έχει ένα πεδίο κινήσεων και χειρισμών σε ζητήματα που συνδέονται με τις εσωτερικές πτυχές του προβλήματος. Μάλιστα η πιθανότητα επίλυσης του Κυπριακού, μπορεί να είναι και μια οδός εξόδου της Τουρκίας από τα πολλά και σοβαρά αδιέξοδα στα οποία έχει οδηγηθεί με τη περιφερειακή της πολιτική ιδιαίτερα μετά τη λεγόμενη αραβική άνοιξη. Ερωτηματικά ωστόσο παραμένουν σε σχέση με τις επιρροές που θα ασκήσει η τουρκική κυβέρνηση αναφορικά με ζητήματα όπως η ασφάλεια. Τα ερωτηματικά αυτά φυσιολογικά εξαρτώνται από την ίδια τη σύνθεση της κυβέρνησης συνασπισμού που θα προκύψει ή ακόμα και από την προοπτική πρόωρων εκλογών, η οποία ακόμα υπάρχει.
– Οι προοπτικές για την επίλυση του κυπριακού φαίνεται να είναι αναβαθμισμένες. Πώς βλέπετε τις εξελίξεις;
Το σύνολο των εξελίξεων σε αυτό το στάδιο κρίνεται θετικό. Βεβαίως ο καλύτερος κριτής των εξελίξεων θα είναι τελικά το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και η αξιοποίηση των κεκτημένων των προηγούμενων διαδικασιών συνομιλιών. Δηλαδή το αποτέλεσμα που θα παραχθεί από μια δυναμική και όχι στατική διαδικασία. Η συνέχιση των θετικών εξελίξεων και ο πολλαπλασιασμός των συγκλίσεων των δύο πλευρών, είναι ζήτημα που συνδέεται, μεταξύ πολλών άλλων παραγόντων και από την ικανότητα των ηγετών να εκμεταλλευτούν τη σημερινή συγκυρία. Επομένως η πορεία προς την τελική λύση θα πρέπει να στερεωθεί σε ένα πλαίσιο όπου η πρόοδος των συνομιλιών να γίνεται κατανοητή όχι ως μια διαδικασία παραχωρήσεων της μιας κοινότητας προς την άλλη, αλλά ως μια διαδικασία αποκατάστασης των δικαιωμάτων των δύο κοινοτήτων που στερήθηκαν για τόσα χρόνια.
– Το κεφάλαιο Τούρκοι έποικοι πως το αναλύετε σε σχέση και με την επίλυση του κυπριακού προβλήματος;
Λόγω της παρέλευσης του χρόνου, το κεφάλαιο του εποικισμού απέκτησε σταδιακά πολύπλοκες πτυχές και πολυσύνθετες δυναμικές. Ένα συγκεκριμένο κομμάτι του πληθυσμού αυτού συνεχίζει να δραστηριοποιείται σε ένα παράλληλο και εντελώς διαφορετικό κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο από τους Τουρκοκύπριους. Αυτοί οι άνθρωποι φέρουν μαζί τους πολιτισμικές και εθνικές διαφορές, οι οποίες πολλές φορές μετατρέπονται σε σημεία αντιπαράθεσης με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Ένα άλλο επίσης μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού αυτού χαρακτηρίζεται κυρίως από τις τάσεις ενσωμάτωσης στο τουρκοκυπριακό πλαίσιο και της παράλληλης απομάκρυνσης από το τουρκικό. Αυτοί οι άνθρωποι, διαφορετικών ηλικιών, διαφορετικής κοινωνικής και εθνοτικής προέλευσης, αλλά και διαφορετικών εμπειριών στα κατεχόμενα, φυσιολογικά διακρίνονται από πολύ διαφορετικές προσλήψεις για το Κυπριακό πρόβλημα. Παρουσιάζουν μεγαλύτερη σύνδεση με τον κυπριακό χώρο, αφού σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν γνωρίσει καν την οικογένεια τους στην Τουρκία. Επομένως το ίδιο το Κυπριακό πρόβλημα και η γενικότερη κρίση που βιώνει το σύστημα των κατεχομένων, είναι στοιχεία που βιώνονται από αυτούς τους ανθρώπους σε πλήρη ή σχεδόν πλήρη ταύτιση με τους Τουρκοκύπριους. Επομένως η επίλυση του προβλήματος αυτού τελικά αναγκάζεται να συμπεριλάβει τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου σε σχέση με το ζήτημα του εποικισμού ως κρατικής πολιτικής, αλλά και των ανθρωπιστικών ζητημάτων που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της παρέλευσης του χρόνου και της συνέχειας των κοινωνικών διεργασιών.
– Τι στοιχεία υπάρχουν για τους έποικους και τους απογόνους τους; (Αριθμός, προέλευση, κουλτούρα, προσαρμογή κλπ.)
Τα πιο ολοκληρωμένα στοιχεία σε σχέση με την αριθμητική διάσταση του προβλήματος προκύπτουν από τις απογραφές πληθυσμού που διεξήχθηκαν κατά καιρούς στα κατεχόμενα. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του 2011, ο πληθυσμός των κατεχομένων είναι 286,257. Από τον αριθμό αυτό, 104,641 άτομα καταγράφονται με τόπο γέννησης την Τουρκία. Όμως ο αριθμός αυτών που πήραν τη λεγόμενη υπηκοότητα και επομένως αυτών που έχουν τα συγκεκριμένα πολιτικά δικαιώματα, παραμένει άγνωστος. Βεβαίως όπως έχει προαναφερθεί, η αριθμητική πτυχή του εποικισμού είναι μόνο μία, ανάμεσα στις πολλές πτυχές που συμπεριλαμβάνει το πρόβλημα λόγω της παρέλευσης του χρόνου χωρίς την οριστική επίλυση. Υπάρχουν όντως συγκεκριμένες μελέτες στην τουρκική γλώσσα που επικεντρώνονται ιδιαίτερα στις κοινωνικο-οικονομικές πτυχές του ζητήματος, καθώς και εθνογραφικές έρευνες που καταγράφουν το βαθμό ενσωμάτωσης αυτού του πληθυσμού στο τουρκοκυπριακό πλαίσιο. Όμως είναι επίσης γεγονός ότι η επιστημονική έρευνα και βιβλιογραφία γύρω από τις περίπλοκες κοινωνικές πτυχές του θέματος, θα μπορούσε να εμπλουτιστεί περεταίρω προσανατολιζόμενη κυρίως στην αναζήτηση απαντήσεων στις εύλογες ανησυχίες που υπάρχουν.
Συνέντευξη Νίκου Μούδουρου στην εφημερίδα Αλήθεια
Κυριακή, 2 Αυγούστου 2015, σσ. 12-13