Η δημοσιογράφος Αϊσού Ακτέρ σε ένα παλαιότερο της άρθρο στην εφημερίδα Γενί Ντουζέν έγραφε: «Ο πατέρας μου γεννήθηκε επί αγγλικής διοίκησης. Είδε την Κυπριακή Δημοκρατία. Τα πρώτα νεανικά του χρόνια πέρασαν στην Προσωρινή Τουρκική Διοίκηση. Έζησε στην Αυτόνομη Τουρκοκυπριακή Διοίκηση, καθώς και στο Τουρκοκυπριακό Ομόσπονδο Κράτος. Στα χρόνια της ωριμότητας του κατάφερε να μεγαλώσει τα παιδιά του στην Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου. Κουβαλούσε στην τσέπη του τουλάχιστον τρία διαβατήρια. Στην πραγματικότητα όμως κανένα δεν ολοκλήρωσε την ταυτότητά του. Εγώ γεννήθηκα σε ένα κράτος που δεν θυμούμαι. Μεγάλωσα σε μια Δημοκρατία που μου την δίδαξαν. Έζησα με μια ελπίδα που σχεδόν την αποστήθισα. Στην τσέπη μου έχω τρία διαβατήρια. Υπήρξαν περιπτώσεις που χρησιμοποίησα και τα τρία ταυτόχρονα, αλλά δεν κατάφερα να εξηγήσω τον πόνο μου… τόσες διοικήσεις, τόσα διαβατήρια και τόσες ταυτότητες, δεν μπόρεσαν να κάνουν ευτυχισμένη αυτή την κοινότητα». Τα λόγια αυτά παρουσιάζουν με ολοκληρωμένο τρόπο το βασικό δίλημμα επιβίωσης που αναπαράγεται διαρκώς και αγγίζει πλέον το σύνολο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η επικαιροποίηση αυτού του διλήμματος σήμερα εκφράζει με ουσιαστικό τρόπο τα πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα των Τουρκοκυπρίων, τα οποία με τη σειρά τους καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις και τις επιδιώξεις της κοινότητας.
Τα δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πολιτικού περιβάλλοντος
Η εκλογή του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη λοιπόν, στιγματίζεται κυρίως από το συγκεκριμένο διλημματικό περιβάλλον. Η ρευστότητα του πλαισίου των κατεχομένων, η γενικευμένη κρίση, αλλά και οι ανολοκλήρωτες αναζητήσεις για έξοδο από τα αδιέξοδα, είναι μερικές από τις πτυχές εκείνες που φέρνουν στην επιφάνεια νέα στοιχεία υπό το βάρος των οποίων οι Τουρκοκύπριοι θα κάνουν τις πολιτικές τους επιλογές. Το πρώτο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εκλογικής αναμέτρησης είναι η απαξίωση του πολιτικού συστήματος, των κομμάτων και των πεπραγμένων τους. Αυτό το στοιχείο έρχεται ως συνέχεια στην κορύφωση της διαμαρτυρίας των Τουρκοκυπρίων εναντίον του πολιτικού συστήματος έτσι όπως καταγράφηκε το καλοκαίρι του 2014 με την απόρριψη των «συνταγματικών» αλλαγών που πρότειναν από κοινού τα τέσσερα μεγάλα κόμματα.
Το δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η ένταση με την οποία μεταφέρεται η εξουσία από τους τουρκοκυπριακούς φορείς στην Άγκυρα. Το νέο περιεχόμενο που επιβάλλει η Τουρκία του ΑΚΡ στη σχέση της με τους Τουρκοκύπριους δεν παραπέμπει σε μια προσπάθεια αναβάθμισης δομών χωριστού κράτους στην Κύπρο. Επικεντρώνεται περισσότερο στη μετατροπή του «τουρκοκυπριακού χώρου» σε ένα ακόμα νομό της Τουρκίας. Συνεπώς σε μια τέτοια σχέση, η πολιτική και πολιτιστική διάσταση της τουρκοκυπριακής ταυτότητας αμφισβητείται συνολικά. Οι μαζικές κινητοποιήσεις του 2011 και η ένταση με την οποία οι Τουρκοκύπριοι υπογραμμίζουν την κυπριακή τους διαφορετικότητα στη δημόσια σφαίρα, αποτελούν ακριβώς τις ενδείξεις μιας κοινωνικής αντιπολίτευσης που διαπερνά σχεδόν όλους τους πολιτικούς χώρους. Η τουρκοκυπριακή αριστερά ήταν πάντα «ύποπτη» σε σχέση με τα «εθνικά διαπιστευτήρια». Όμως σήμερα ενώπιον της «νέας Τουρκίας» του Έρντογαν, ένα μεγάλο μέρος της τουρκοκυπριακής δεξιάς επίσης αναθεωρεί το περιεχόμενο της «μητέρας πατρίδας».
Το υπόβαθρο των βασικών υποψηφίων
Με αυτά τα δεδομένα το ιδεολογικό-πολιτικό υπόβαθρο των βασικών υποψηφίων αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Διότι είναι ακριβώς η αποδοχή ή η απόρριψη αυτού του στοιχείου που θα αποκαλύψει τελικά όχι μόνο την επιλογή της νέας ηγεσίας, αλλά πολύ περισσότερο τις νέες τάσεις που θα υπάρξουν μελλοντικά στη σχέση Τουρκοκυπρίων-Τουρκίας.
Ντερβίς Έρογλου: Ο «γερόλυκος» της ίντριγκας, του παρασκηνίου και «μάστορας» των κομματικών ισορροπιών. Αρχικά αποτέλεσε την επιλογή Ραούφ Ντενκτάς ενάντια στους αντιπάλους του στο Κόμμα Εθνικής Ενότητας. Αργότερα ο ίδιος ο Έρογλου ήταν αυτός που «εξανάγκασε» τον Ντενκτάς σε αποχώρηση και στη δημιουργία του Δημοκρατικού Κόμματος. Πολιτικός που έχτισε την πορεία του σε πλήρη ταύτιση με την ιδιότυπη κρατική οικοδόμηση μετά το 1974. O Έρογλου δημιούργησε ένα τεράστιο δίκτυο πελατειακών σχέσεων και προσωπικής εξουσίας, πολλές φορές παρά τους σχεδιασμούς της Άγκυρας. Η αντιπαράθεση του με τον Έρντογαν σε σχέση με τη δημιουργία της επιτροπής αποζημιώσεων πριν λίγα χρόνια, καταγράφηκε στη δημόσια σφαίρα ως μια από τις σοβαρότερες. Ο διαμοιρασμός των ε/κ περιουσιών ήταν μια βασική συνιστώσα της πολιτικής οικονομίας των χωριστών δομών από το 1974 και μετά. Σήμερα η κατάσταση αυτή εξακολουθεί σε κάποιο βαθμό να αναπαράγει την εξουσία των κύκλων του Έρογλου.
Ο νυν Τουρκοκύπριος ηγέτης κατέρχεται στις εκλογές ως «υπέρμαχος» των διαπραγματεύσεων. Το βασικό του μήνυμα επικεντρώνεται ουσιαστικά στην πλήρη ομαλοποίηση και νομιμοποίηση της σημερινής κατάστασης, η οποία θα διασφαλίζει την ενσωμάτωση των Τουρκοκυπρίων στη διεθνή πραγματικότητα χωρίς τον αναγκαίο διαμοιρασμό εξουσίας σε μια ομοσπονδία και με ελάχιστες ανακατατάξεις σε ζητήματα εδαφικού-πληθυσμού. Ξεκίνησε την προεκλογική του εκστρατεία ως το φαβορί. Όμως η μεταβατική περίοδος που βιώνει η κοινότητα, τον αναγκάζει σε δεύτερες σκέψεις. Το σύνθημα για εκλογές ενός γύρου δε συγκεντρώνει τον ενθουσιασμό της κατακερματισμένης κεντροδεξιάς, ενώ η δυναμική της «κρυφής ψήφου» που καταγράφει ο δρόμος και όχι οι δημοσκοπήσεις, φαίνεται να λειτουργούν τις τελευταίες εβδομάδες ως κινητήριος μοχλός αύξησης των πιθανοτήτων ήττας του σε ένα δεύτερο γύρο. Συνεχίζει να αντιμετωπίζει – έστω και σε μειωμένο βαθμό – τα προβλήματα που δημιουργεί η κακή κατάσταση των δύο μεγάλων κομμάτων που τον υποστηρίζουν (Κόμμα Εθνικής Ενότητας και Δημοκρατικό). Ωστόσο ακριβώς λόγω των δυνατοτήτων των συμφερόντων του κύκλου του, κανένας δεν τον θεωρεί «εύκολο αντίπαλο».
Σιμπέλ Σιμπέρ: Η υποψήφια του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος αποτελεί από πολλές απόψεις το νέο στάδιο των αλλαγών, αλλά και των αντιπαραθέσεων μεταξύ των διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων εντός του κόμματος. Είναι η πρώτη φορά ιστορικά που το Ρεπουμπλικανικό αποφάσισε να θέσει ως επιλογή μια προσωπικότητα που δε φέρει μαζί της τις παραδόσεις του «ιδρυτικού πνεύματος» του κόμματος σε ότι αφορά στο Κυπριακό: τη λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η Σιμπέρ προέρχεται από το Δημοκρατικό Κόμμα και εντάχθηκε στις «Ενωμένες Δυνάμεις» του Ρεπουμπλικανικού τα τελευταία χρόνια ως έκφραση του ανοίγματος προς την κεντροδεξιά. Η εσωκομματική αντιπαράθεση – ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών – θα δείξει τελικά εάν το άνοιγμα προς την κεντροδεξιά μετατρέπεται στη νέα φυσιογνωμία του Ρεπουμπλικανικού. Πάντως στα τελευταία στάδια της προεκλογικής η Σιμπέρ έδειξε να υιοθετεί τις παραδοσιακές προγραμματικές θέσεις του κόμματος. Έδωσε βάρος στην ανάγκη υπεράσπισης των συγκλίσεων μεταξύ Χριστόφια-Ταλάτ, εξέλιξη που ίσως να δείχνει τις επιρροές που ακόμα ασκούνται από μια μεγάλη μερίδα της βάσης του κόμματος. Στα πλεονεκτήματα της καταγράφεται η σχετική απόσταση που τη χωρίζει με το παραδοσιακό κατεστημένο, το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο της σημερινής απαξίωσης. Στα μειονεκτήματα της καταγράφεται η κακή οργανωτική και πολιτική κατάσταση του Ρεπουμπλικανικού. Ωστόσο εάν καρποφορήσει η έντονη προσπάθεια συσπείρωσης των τελευταίων εβδομάδων, μπορεί να περάσει στο δεύτερο γύρο.
Μουσταφά Ακιντζί: Ο υποψήφιος που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες συσπείρωσης των δυναμικών των υπόγειων ρευμάτων της κοινότητας. Η προεκλογική του εκστρατεία αλλά και η ευρύτερη του παρέμβαση τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε ταύτιση με τον εκσυγχρονισμό της κοινοτικής διεκδίκησης για αξιοπρέπεια και πολιτική ισότητα έναντι της Άγκυρας. Ο λόγος που ανέπτυξε ο Ακιντζί συνδέει το κίνημα της περιόδου 2002-2003 με αυτό του 2011, στο επίκεντρο των οποίων βρέθηκε η αγωνία για προστασία της κυπριακής διάστασης της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Ακιντζί προέρχεται από κύκλους συνομοσπονδιακών θέσεων στο Κυπριακό, οι οποίοι εμφανίστηκαν στο χώρο του Κόμματος Κοινοτικής Σωτηρίας τη δεκαετία του 1980. Όμως θα πρέπει επίσης να καταγραφεί ότι από ένα σημείο και μετά, τόσο το βασικό κόμμα που τον υποστηρίζει (Κόμμα Κοινοτικής Δημοκρατίας), όσο και ο ίδιος, ταυτίζονται πλήρως με τις πιο φιλοπρόοδες ομοσπονδιακές θέσεις της κοινότητας. Το ποσοστό που θα συγκεντρώσει – είτε στον πρώτο γύρο, είτε σε ενδεχόμενη παρουσία του στο δεύτερο γύρο – αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη έκφραση της αντιπαράθεσης και του νέου πλαισίου σχέσεων μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Άγκυρας, ιδιαίτερα έτσι όπως εξελίσσονται μετά τα δημοψηφίσματα του 2004. Οι δυναμικές της συγκεκριμένης υποψηφιότητας ως συνέχεια των ανατροπών του προηγούμενου καλοκαιριού, μάλλον μετατρέπονται σε ποιοτικές ενδείξεις του νέου τύπου εθνο-κοινοτικής έκφρασης των Τουρκοκυπρίων.
Κουντρέτ Όζερσαϊ: Εκπροσωπεί τουλάχιστον ένα μέρος της νέας δεξιάς ελίτ έτσι όπως εμφανίζεται κυρίως στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Επιδίωξε να συσπειρώσει τη γενικότερη απογοήτευση της κοινότητας από τη γενικευμένη κρίση του πολιτικού συστήματος. Εμφανίζεται με θέσεις προσανατολισμένες στην ενίσχυση των εξουσιών των κρατιδίων και όχι της κεντρικής κυβέρνησης σε μια πιθανή λύση του Κυπριακού. Προσπαθεί να αναδείξει περισσότερο τη χειραφέτηση ενός «τουρκοκυπριακού λαού» τόσο απέναντι από την Άγκυρα, αλλά ιδιαίτερα απέναντι από την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η πρόταση του για άνοιγμα των Βαρωσίων υπό Τουρκοκυπριακή διοίκηση είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το ποσοστό που θα κερδίσει μπορεί υπό προϋποθέσεις να επηρεάσει τον τελικό νικητή των εκλογών. Σίγουρα όμως θα επηρεάσει το άμεσο μέλλον της δεξιάς και τις ισορροπίες μεταξύ του παλιού «πνεύματος της ΤΜΤ» και των πιο πρόσφατων νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων.
Μια δύσκολη πρόβλεψη
Όπως όλοι ομολογούν, η συγκεκριμένη εκλογική μάχη κρύβει εκπλήξεις. Οι εκπλήξεις αυτές δεν αφορούν μόνο στο τελικό αποτέλεσμα της κάλπης, αλλά μάλλον συγκεντρώνονται γύρω από το περιεχόμενο του μετασχηματισμού των δομών στα κατεχόμενα και την αντιπαράθεση που αυτός παράγει. Συνεπώς τα ποσοστά που θα συγκεντρώσουν οι υποψήφιοι, θα πρέπει τελικά να ερμηνεύσουν και την πορεία των σχέσεων που επιθυμεί ένα μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας με τους Ελληνοκύπριους, αλλά πολύ περισσότερο με την Τουρκία. Λαμβανομένου υπόψη ότι οι Τουρκοκύπριοι καλούνται στις κάλπες για τέταρτη φορά μέσα σε δύο χρόνια, τότε μια συνολική εκτίμηση από την ανάδειξη του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη θα αναδείξει ταυτόχρονα δύο σημαντικούς παράγοντες για το περιεχόμενο της λύσης του Κυπριακού: Ο πρώτος είναι ο βαθμός συμβιβασμού της κοινότητας με την παρούσα διχοτομική κατάσταση πραγμάτων, ως αποτέλεσμα των μειωμένων προσδοκιών για μια συνολική λύση. Ο δεύτερος είναι το βάθος της απόστασης μεταξύ Τουρκίας και Τουρκοκυπρίων, η οποία αναπαράγεται σήμερα ως προϊόν της αποτυχίας του προγράμματος χωριστών κρατικών δομών στην Κύπρο
Νίκος Μούδουρος
Δημοσίευση: Χαραυγή και Φιλελεύθερος, 19 Απριλίου 2015