Μια συζήτηση για το ιδεολογικό υπόβαθρο της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και τη σύνδεσή του με την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα[1]
«Αυτή η στιγμή δεν είναι αποχαιρετισμός, δεν είναι η λήξη… Είναι μια φρέσκια αρχή… Είναι μια Fatiha, είναι ένα νέο ξεκίνημα»[2]. Με αυτά τα λόγια ο Recep Tayyip Erdoğan, τέλειωσε την ομιλία του κατά την εκδήλωση ανακήρυξης της προεδρικής του υποψηφιότητάς την 1η Ιουλίου 2014. Στο σημείο αυτό η χρήση του όρου Fatiha πλαισιώνεται από μια βαθύτερη ιστορική σημασία. Το Al-Fatiha είναι το πρώτο κεφάλαιο του Κορανίου, όμως την ίδια στιγμή θεωρείται το «ανοιχτήρι» του ιερού βιβλίου των Μουσουλμάνων που συμπεριλαμβάνει το γενικό μήνυμα της ισλαμικής θρησκείας. Συνεπώς η πολιτική σημασία της χρήσης αυτού του όρου, ξεφεύγει από το απλό θρησκευτικό μήνυμα. Παραπέμπει σε μια «νέα» σελίδα της ιστορίας της χώρας, σε ένα ξεκίνημα για την οικοδόμηση αυτού που ονομάστηκε η «νέα Τουρκία». Μια φράση που σήμερα αποτελεί δομικό κομμάτι του κυρίαρχου ηγεμονικού λόγου και που ως τέτοια επηρεάζει το γενικότερο ιδεολογικό πλαίσιο στη χώρα.
Η «νέα Τουρκία» ως ένα νέο καθεστώς
Ποια είναι λοιπόν η σημασία της «νέας Τουρκίας»; Η «νέα Τουρκία» του ΑΚΡ υπαινίσσεται ξεκάθαρα την προσπάθεια δημιουργίας ενός νέου καθεστώτος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το νέο καθεστώς δεν παραπέμπει μονοδιάστατα στην επιδιωκόμενη αλλαγή του πολιτειακού συστήματος, στη μετάβαση της Τουρκίας σε προεδρικό σύστημα και επομένως στην αλλαγή του Συντάγματος. Ταυτόχρονα με το στόχο της πολιτειακής αλλαγής, η ανάλυση της «νέας Τουρκίας» υποχρεώνεται να συμπεριλάβει όλες εκείνες τις αλλαγές που αγγίζουν κάθε σφαίρα της έννοιας ενός καθεστώτος. Ένα καθεστώς, μια πολιτική τάξη πραγμάτων, είναι μια ολοκληρωμένη δομή. Καθορίζει τις πηγές νομιμοποίησης της κυριαρχίας, καθορίζει το διαμοιρασμό της εξουσίας ανάμεσα στους κρατικούς θεσμούς, επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσης κράτους-πολίτη και κράτους-κοινωνίας.
Παράλληλα, το κάθε πολιτικό καθεστώς φέρει μαζί του μια συγκεκριμένη ιδεολογική φαντασίωση σε σχέση με το κράτος, την κοινωνία, την κυριαρχία και τους πολίτες. Αυτή η ιδεολογία λειτουργεί εν πολλής ως το ιδρυτικό παράδειγμα, ως η ιδρυτική φιλοσοφία της πολιτικής και οικονομικής τάξης πραγμάτων. Σήμερα, η «νέα Τουρκία» του ΑΚΡ ως ένα νέο καθεστώς, προσπαθεί να αμφισβητήσει τα κεντρικά σημεία της ρεπουμπλικανικής Τουρκίας του 1923, δηλαδή της «παλιάς Τουρκίας» όπως μεταφράζεται στο λόγο του ισλαμικού κινήματος της χώρας.
Εάν η Τουρκία του 1923 διακρινόταν από την ιδεολογική φαντασίωση της ταύτισης της κυριαρχίας με μια κοσμική, τουρκική συλλογικότητα όπως ήταν η έννοια του – κεμαλικά και αυταρχικά προσδιορισμένου – έθνους, εάν ο ρεπουμπλικανισμός του 1923 συνδυαζόταν με την αποθέωση ενός κεμαλικού κρατικού καπιταλισμού μέσα σε πολύ συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια, τότε η «νέα Τουρκία» το 2015 μεταβαίνει σε μια ιδιότυπη αναθεώρηση που δε περιορίζεται σε θεσμικές αλλαγές, αλλά επεκτείνεται στην κατασκευή μιας νέας ιδεολογικής φαντασίωσης στα πλαίσια της οποίας η κοινωνία, το κράτος, η μεταξύ τους σχέσεις και η κυρίαρχη ιδεολογία μετασχηματίζονται.
Το κράτος και το έθνος της «νέας Τουρκίας»
Στο σημείο αυτό, δύο στοιχεία αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στην προσπάθεια αποκωδικοποίησης τόσο της «νέας Τουρκίας», όσο και της μεταβαλλόμενης σχέσης της με τους Τουρκοκύπριους: Η έννοια του κράτους και η έννοια του έθνους. Στις 28 Αυγούστου 2014, ο νεοεκλεγμένος Πρόεδρος της Τουρκίας έγραφε τα εξής στο ειδικό βιβλίο μηνυμάτων στο Μαυσωλείο του Mustafa Kemal: «Μετά από την αποβίωση σας στις 10 Νοεμβρίου 1938, η απόσταση μεταξύ της προεδρίας και του έθνους μεγάλωσε. Σήμερα είναι η μέρα που η Τουρκία αναγεννάτε μέσα από τις στάχτες της. Σήμερα η Τουρκία συναντήθηκε με το πνεύμα και την ουσία της»[3].
Από τα γραφόμενα του νικητή των εκλογών φαίνεται ξεκάθαρα ότι το «νέο» για την Τουρκία, έγκειται περισσότερο στο εκσυγχρονισμό του παρελθόντος. Πιο συγκεκριμένα, έγκειται σε μια προσπάθεια αποκατάστασης/παλινόρθωσης της αυτοκρατορικής εμπειρίας και του ισλαμικού παρελθόντος της Ανατολίας στο σημερινό νεοφιλελεύθερο πλαίσιο. Η διαπίστωση αυτή προκαλεί ίσως κάποια ερωτηματικά. Όμως μια πιο προσεκτική ματιά μπορεί να είναι διαφωτιστική.
Το ισλαμικό κίνημα στην Τουρκία και ιδιαίτερα το Milli Görüş του Necmettin Erbakan, υιοθέτησαν από την αρχή την αντίληψη ότι το κράτος ήταν μια απαραίτητη οντότητα για τη διατήρηση της πολιτικής και οικονομικής τάξης[4]. Αυτές οι «φιλο-κρατικές» αντιλήψεις ίσως να είναι τελικά και μια διαφοροποίηση της περίπτωσης του τουρκικού Ισλάμ από την περιοχή. Το ζήτημα αντιπαράθεσης ιστορικά δεν ήταν η παρουσία του κράτους, αλλά η ιδιοκτησία της εξουσίας του. Όπως υποδεικνύει ο Ahmet Davutoğlu, το κράτος έχει κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη της αυτοσυνείδησης του ατόμου στα πλαίσια του ισλαμικού πολιτισμού. Μάλιστα διαθέτει κεντρικότερο ρόλο από ότι στη δυτική πολιτική σκέψη. Συνεπώς το ουσιαστικό πρόβλημα είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του δυτικού τύπου εθνικού κράτους, το οποίο σύμφωνα με τη Μουσουλμανική διανόηση της Τουρκίας, δεν ταιριάζει στις μουσουλμανικές κοινωνίες. Αντίθετα, συμπληρώνει ο Davutoğlu, απαραίτητη είναι η δημιουργία μιας νέας «ισλαμικής πολιτότητας» (Islamic polity), η οποία θα είναι ικανή να προβάλλει ένα εναλλακτικό διεθνές σύστημα[5].
Σε αυτό το πλαίσιο προκύπτει το «ιδεατό κράτος», το οποίο δεν περιέχει εντάσεις σε σχέση με τα ατομικά δικαιώματα. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Davutoğlu: «Ο στόχος του κράτους είναι η απονομή της δικαιοσύνης εξ ονόματος του Θεού στη γη… Η τελειότητα του ατόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υλοποίηση αυτής της αποστολής από ένα ιδεατό κράτος»[6]. Εδώ ο υπαινιγμός είναι ξεκάθαρος: Η Τουρκία, μπορεί να είναι το ιδεατό κράτος της περιοχής αφού διαθέτει ένα συγκεκριμένο «ιστορικό βάθος», το οποίο – κατά τον Davutoğlu – εντοπίζεται τόσο στην ισλαμική κληρονομιά, όσο και στο αυτοκρατορικό πλαίσιο κρατική υπόστασης και εμπειρίας.
Πέραν της ανανεωμένης σημασίας του κράτους, μια βασική πτυχή των αλλαγών του ιδρυτικού παραδείγματος και της ιδεολογικής φαντασίωσης στη «νέα Τουρκία» είναι το σουνιτικό Ισλάμ. Αυτό το νέο καθεστώς επιδιώκει να μετασχηματίσει την ισλαμική θρησκεία όχι ως ένα από τα στοιχεία της εθνικής ταυτότητας, αλλά το καθοριστικότερο δομικό της κομμάτι. Δηλαδή το Ισλάμ να πάρει τη θέση του ως βασική πηγή αναφοράς των σχέσεων κράτους-ατόμου και κράτους-κοινωνίας. Σήμερα η τουρκικότητα δεν αναλύεται με τους παλαιότερους κεμαλικούς όρους. Περιγράφεται και αναλύεται κυρίως – αν όχι αποκλειστικά – στη βάση της ισλαμικής θρησκείας.
Το ίδιο συμβαίνει φυσιολογικά και με την έννοια του έθνους. Η νομιμοποίηση του ηγέτη που ασκεί την κυριαρχία στο όνομα του millet, έχει πρωτίστως θρησκευτικές αναφορές. Όμως η χρήση του όρου «έθνος» στη «νέα Τουρκία» απαιτεί αποκωδικοποίηση. Η μετάφραση του όρου «έθνος» (nation) στην τουρκική γλώσσα γίνεται με δύο λέξεις: millet και ulus. Ιδιαίτερα μετά το 1940 το millet είναι αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτικού λόγου ολόκληρης της συντηρητικής δεξιάς. Η λέξη millet έχει τις ρίζες της στην αραβική λέξη milla. Η έννοια αυτή καταγράφεται στο Κοράνι και κυριολεκτικά σημαίνει «κόσμος», αλλά παραπέμπει σαφέστατα σε μια κοινότητα ανθρώπων που πιστεύουν σε ένα ιερό βιβλίο. Η έννοια του millet λοιπόν περιγράφει την θρησκευτικά-ισλαμικά προσδιορισμένη κοινότητα που υιοθετεί τους ίδιους στόχους, χαρακτηρίζεται από τις ίδιες παραδόσεις και διαφοροποιείται έντονα από το περιεχόμενο της δυτικής έννοια του «έθνους» (nation).
Σήμερα επί της διακυβέρνησης του ΑΚΡ, το millet έχει πλέον καθιερωθεί στο κέντρο της πολιτικής ζωής και αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της νομιμοποίησης των πεπραγμένων της εξουσίας. Αποτελεί μια ξεκάθαρη κριτική ενάντια στον κεμαλικό εθνικισμό. Την ίδια στιγμή αποτελεί μια εξίσου ξεκάθαρη πολιτική-ηθική φόρμα ομογενοποίησης της κοινωνίας σε σουνιτικούς ισλαμικούς άξονες. Το έθνος-millet έχει συγκεκριμένα ηθικά, πολιτιστικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Πέραν από την ισλαμική θρησκεία που είναι το βασικό, το έθνος-millet του ΑΚΡ είναι αφοσιωμένο στην υπόθεση μετασχηματισμού της Τουρκίας, εκφράζει τη βούληση του μέσα από την εκλογική κάλπη, η οποία αποθεώνεται ως η μοναδική έκφραση δημοκρατίας. Η εκλογική πλειοψηφία του έθνους-millet φέρει το «οντολογικό δίκαιο», είναι νομιμοποιημένη ακριβώς επειδή εκφράστηκε στην κάλπη. Συνεπώς οποιαδήποτε άλλη μορφή πολιτικής διεκδίκησης καταγράφεται στο δημόσιο χώρο ως περίπου «πραξικόπημα».
Ποια όμως η σχέση όλων των πιο πάνω με την Κύπρο και συγκεκριμένα με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα;
Η επιλεκτική αντίληψη του ΑΚΡ για τη δημοκρατία, σταδιακά έφερε στο προσκήνιο την πεποίθησή του ότι αποτελεί φορέα και καθοδηγητή μιας «ιστορικής αποστολής» ανάδειξης της Τουρκίας σε δύναμη παγκόσμιας εμβέλειας. Μεταξύ πολλών άλλων στοιχείων που έχει, η αναγέννηση της μεγαλοσύνης της Τουρκίας – σύμφωνα με το ΑΚΡ – πρέπει να εκφράζεται σε επίπεδο οικονομίας και πολιτισμού και της λεγόμενης καλής διακυβέρνησης. Η συγκεκριμένη μορφή εκσυγχρονισμού μετασχηματίζεται στην ηγεμονία ενός εναλλακτικού πολιτισμικού πλαισίου. Μετατρέπεται σε ένα «ισλαμικό εκμοντερνισμό» που εκφράζει πτυχές του γεωπολιτικού οράματος της Τουρκίας. Δηλαδή η «εκπολιτιστική δύναμη» της χώρας, βρίσκει εφαρμογή και στην εξωτερική πολιτική. Μετατρέπεται σε ένα είδος «εξαγωγής εκσυγχρονισμού» που κάποιοι ονόμασαν «τουρκικό μοντέλο».
Ο πρώην πρέσβης της Τουρκίας στα κατεχόμενα το 2010 δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η ΤΔΒΚ έχει την όψη της Τουρκίας της δεκαετίας του 1970. Όπως η Τουρκία κατάφερε να ξεπεράσει τα εμπόδια και να εκσυγχρονιστεί, έτσι θα πρέπει να πράξει και η ΤΔΒΚ»[7]. Το εργαλείο αυτού του ιδιότυπου «εκπολιτισμού» είναι τα τρίχρονα μνημόνια που επιβάλλει η Άγκυρα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα ως μια νέα μορφή διακυβέρνησης. Τα μνημόνια καταγράφουν με χαρακτηριστικό τρόπο την κυπριακή μετάφραση του γάμου μεταξύ ενός νεοφιλελεύθερου μετασχηματισμού και του σουνιτικού Ισλάμ. Καταρχήν επιδιώκουν τη συρρίκνωση του δημοσίου, την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και το άνοιγμα της αγοράς. Όμως σε συνθήκες κατοχής, εκείνο που επιτυγχάνεται ουσιαστικά είναι η βαθμιαία ενσωμάτωση των βόρειων περιοχών της Κύπρου στην Τουρκία με τη διαμεσολάβηση του τουρκικού στοιχείου και την ολοκληρωτική περιθωριοποίηση του τουρκοκυπριακού.
Η Τουρκία σε συνθήκες μη επίλυσης του Κυπριακού και διαμέσου της εφαρμογής του μνημονίου, μπαίνει πλέον και επίσημα σε μια πορεία αυτονόμησης της παρουσίας της στην Κύπρο. Εξάγει το δικό της εκσυγχρονισμό χωρίς να χρειάζεται τη νομιμοποιητική παρουσία της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Η Άγκυρα αναλαμβάνει να «εκπολιτίσει» το χώρο, να διευρύνει την ηγεμονία της, χωρίς τη διαμεσολάβηση της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Αναλαμβάνει να δημιουργήσει μια «νέα ΤΔΒΚ» αγγίζοντας σχεδόν σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής στα κατεχόμενα. Παραπέμπει στην προσπάθεια οικοδόμησης μιας παράλληλης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.
Το στοιχείο που φαίνεται περισσότερο στο δημόσιο χώρο να αποξενώνει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα και να αποτελεί ουσιαστικό κομμάτι της κοινωνικής μηχανικής του ΑΚΡ στην Κύπρο, είναι το σουνιτικό Ισλάμ. «Όπως όλοι γνωρίζουμε», είπε χαρακτηριστικά ο τότε Αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης Beşir Atalay κατά την υπογραφή πρωτοκόλλου για ανέγερση της πρώτης θεολογικής σχολής στα κατεχόμενα το 2012, «η βόρεια Κύπρος είναι ένας χώρος που χρειάζεται θρησκευτική εκπαίδευση»[8]. Η τοποθέτηση αυτή δεν αφήνει ερωτηματικά. Εάν οι διαδηλωτές στο Γκεζί είναι «πλιατσικολόγοι» και «τραμπούκοι» που αρνούνται να ενταχθούν στο νέο millet, εάν οι Κούρδοι της Rojava οικοδομούν ένα εναλλακτικό κοσμικό όραμα στα σύνορα με την Τουρκία και συνεπώς αποτελούν ένα είδος απειλής, κατά τον ίδιο τρόπο η κοσμική και κυπριακή διάσταση της ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων αποτελεί ζήτημα μετασχηματισμού, ζήτημα μιας ιδιότυπης διαπαιδαγώγησης.
Η νέα Τουρκία του ΑΚΡ, δεν μπορεί να συμβιώσει – σε ιδεολογικό επίπεδο – με μια κοινότητα ομολογουμένως κοσμική, με μια κοινότητα που διακρίνεται για την φιλελεύθερη ερμηνεία των θρησκευτικών της παραδόσεων. Επομένως η εξαγωγή του σημερινού τουρκικού μοντέλου στα κατεχόμενα που στο οικονομικό πεδίο εκφράζεται με τα τρίχρονα μνημόνια, θα πρέπει να επεκταθεί με τρόπο που να νομιμοποιείται πολιτικά και ιδεολογικά. Στο σημείο αυτό, υπογραμμίζεται η ανάγκη για την εμφάνιση αυτής της «νέας γενιάς» που σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, θα δίνει σημασία στις σχέσεις με την Τουρκία και θα ικανοποιεί την «γνωστή σε όλους» ανάγκη κάλυψης του «θρησκευτικού κενού» των ιθαγενών.
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Επιμελητηρίων Τουρκίας, Ριφάτ Χισαρτζικλίογλου, στη συγκεκριμένη εκδήλωση αφού υπενθύμισε ότι η Κύπρος ήταν ένας από τους πρώτους χώρους εξισλαμισμού και η κατάκτησή της αναγγέλθηκε από τον Προφήτη Μωάμεθ, δήλωσε ότι: «Η Χαλά Σουλτάν πήρε μέρος σε αυτή την κατάκτηση. Εάν η Χαλά Σουλτάν στα 86 της χρόνια θυσιάστηκε σε αυτά τα εδάφη για τη διάδοση της ισλαμικής θρησκείας, τότε το δικό μας καθήκον είναι να αναθρέψουμε γενιές που να ταιριάζουν με αυτά»[9]. Από το συγκεκριμένο απόσπασμα εξάγεται ακόμα ένα στοιχείο πολιτικών μηνυμάτων. Η Κύπρος ως γεωγραφικός χώρος διατηρεί τη γεωστρατηγική της σημασία, αλλά αυτή η σημασία θα πρέπει να ανανεώσει το ιδεολογικό πλαίσιο αναφοράς. Η Κύπρος παραμένει σημαντική γιατί τελικά είναι καθοριστική στον ίδιο τον ισλαμικό χώρο. Επομένως οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα, θα πρέπει να υπηρετούν την προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας τάξης πραγμάτων που να ταιριάζει με τη συγκεκριμένη θέση της Κύπρου.
Συμπέρασμα
Σήμερα έχουμε ενώπιον μας μια νέα πραγματικότητα στα βόρεια εδάφη της Κύπρου. Μια πραγματικότητα που περιθωριοποιεί και αποξενώνει τους Τουρκοκύπριους, τόσο πολιτικά, όσο και πολιτιστικά. Ο εκσυγχρονισμός αυτής της ιδιότυπης αποικιοκρατικής σχέσης, έχει μια πολύ σημαντική παράπλευρη απώλεια για την ίδια την Τουρκία γιατί ταυτόχρονα εκσυγχρονίζει και αναπαράγει την τουρκοκυπριακή αντιπολίτευση. Η ένταση με την οποία οι Τουρκοκύπριοι αντιδρούν στο νέο πλαίσιο της σχέσης τους με την Τουρκία, πολιτικοποιείται. Αποκτά σαφέστατους προσδιορισμούς με επίκεντρο τον κυπριακό-τουρκοκυπριακό χώρο.
Ο λόγος της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης ξεκάθαρα διεκδικεί την επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης με την Τουρκία και απονομιμοποιεί ταυτόχρονα τις πολιτικές της Άγκυρας στο Κυπριακό. Σε αυτό το σημείο, η καταγραφή των τουρκοκυπριακών διεκδικήσεων έναντι της Τουρκίας το 2011 στις μεγάλες κινητοποιήσεις, αποτέλεσε ένα ακόμα σημείο καμπής. Η αλλαγή παραδείγματος της παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο χωρίς την επίλυση του Κυπριακού, η έναρξη της οικοδόμησης μιας «ΤΔΒΚ» χωρίς Τουρκοκύπριους, φέρνει ακόμα πιο κοντά την προοπτική πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών «συνόρων» με την Τουρκία.
Υπό αυτή την έννοια οι τουρκοκυπριακές αντιδράσεις υπογραμμίζουν ρήγματα και ερωτηματικά στην τουρκική ηγεμονία. Αλλά ταυτόχρονα δείχνουν ότι η «γραμμή άμυνας» των Ελληνοκυπρίων συμπεριλαμβάνει ή πρέπει να συμπεριλαμβάνει τους την Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Γιατί η προσπάθεια των Τουρκοκυπρίων να προστατεύσουν την κοινοτική τους ύπαρξη, είναι την ίδια στιγμή προσπάθεια να αποκρούσουν την αυτονόμηση της παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο.
Νίκος Μούδουρος
20 Φεβρουαρίου 2015
[1] Το κείμενο αποτελεί μέρος των σημειώσεων που χρησιμοποιήθηκαν για την παρουσίαση στην ημερίδα με θέμα «Οι Γεωπολιτικές Εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο», 19 Φεβρουαρίου 2015, Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Διοργάνωση: Σύλλογος Ελλαδιτών Φοιτητών.
[2] “İşte Erdoğan’ın Köşk adaylığı konuşması”, Aktif Haber, 1 Ιουλίου 2014, http://www.aktifhaber.com/iste-erdoganin-kosk-adayligi-konusmasi-1009564h.htm
[3] “Veda gününün ayrıntıları”, Time Türk, 28 Αυγούστου 2014, http://www.timeturk.com/tr/2014/08/28/veda-gununun-ayrintilari.html#.VN2uaGxO6M8
[4] Feriha Perekli, “The Ideological Framing of the National Outlook Parties in Turkey”, New Middle Eastern Studies, Vol. 2, 2012, σ. 3.
[5] Ahmet Davutoğlu, Alternative Paradigms: The Impact of Islamic and Western Weltanschauungs on Political Theory, Lanham-New York-London: University Press of America, 1994, σσ. 165, 202.
[6] Στο ίδιο, σ. 107.
[7] “Hantal bir bürokrasi”, εφημ. Kıbrıs, 24 Μαΐου 2010.
[8] Νίκος Μούδουρος, «Ισλάμ, Κεφάλαιο και Τουρκοκύπριοι», Cyprus News, 30 Ιανουαρίου 2013, http://cyprusnews.eu/nikos-moudouros/904790-2013-01-29-21-43-25.html
[9] Νίκος Μούδουρος, «Ισλάμ, Κεφάλαιο και Τουρκοκύπριοι», Cyprus News, 30 Ιανουαρίου 2013, http://cyprusnews.eu/nikos-moudouros/904790-2013-01-29-21-43-25.html