Πτυχές μιας συζήτησης που πρέπει να αρχίσει
Μια από τις κυρίαρχες αναγνώσεις της τρομοκρατικής επίθεσης στο Παρίσι στις 7 Ιανουαρίου 2015, παραπέμπει σαφώς στην «ασυμβατότητα» του Ισλάμ με ζητήματα όπως η δημοκρατία, οι βασικές ελευθερίες και η πρόοδος. Η συγκεκριμένη αντίληψη του τύπου «η Δύση θα νικήσει» (μια πολύ παλιά συζήτηση) είναι προβληματική γιατί με συγκεκριμένο τρόπο αφήνει εκτός της ανάλυσης μερικά βασικά ζητήματα, μεταξύ των οποίων είναι: 1) την άκριτη αποδοχή της θέσης ότι όσα βιώνουμε σήμερα και είναι γνωστά ως πολιτισμός αποτελούν αποκλειστικά και μόνο προϊόν της Δύσης. 2) την αποδοχή της θέσης ότι οι θρησκείες γενικά και η ισλαμική θρησκεία συγκεκριμένα, δεν έχουν σχέση με την κοινωνική, οικονομική και πολιτική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Κάτι που αφαιρεί την ιστορικότητα του φαινομένου της θρησκείας, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί και στη μελέτη των θρησκειών (βλέπετε Ισλάμ) ως των «αποκλειστικών παράγωγων» της βίας. 3) στην κυπριακή περίπτωση, τα πιο πάνω συνδέονται σε πολλές περιπτώσεις με μια απευθείας ταύτιση των όσων διαδραματίζονται σε σχέση με την ακραία έκφραση του Ισλάμ με το τουρκικό κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ). Αυτό με τη σειρά του θολώνει περισσότερο την κατάσταση στην Τουρκία και εμποδίζει την ανάπτυξη μιας περιεκτικής συζήτησης για τις ιδεολογικές μεταβολές της χώρας. Στόχος αυτού του κειμένου δεν είναι οι απαντήσεις στα πιο πάνω θέματα, αλλά η υπογράμμιση κάποιων ευρύτερων ζητημάτων, τα οποία μπορούν να συμβάλουν σε μια ουσιαστικότερη συζήτηση για τις επιπτώσεις που έχουν τα πρόσφατα γεγονότα του Παρισιού.
Σύγκρουση Ισλάμ-Δύσης; Η παρασιώπηση της «ισλαμικής αυτοκριτικής»
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το Δεκέμβριο του 2014 στο Ιράκ έχασαν τη ζωή τους 1100 άτομα εξαιτίας επιθέσεων ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένου του «Ισλαμικού Κράτους». Τον ίδιο μήνα 141 άνθρωποι από τους οποίους 132 παιδιά, έχασαν τη ζωή τους από την επίθεση των Ταλιμπάν σε σχολείο του Πακιστάν. Στην Υεμένη, την ίδια ακριβώς περίοδο, περίπου 30 άνθρωποι σκοτώθηκαν εξαιτίας της δράσης παρόμοιων οργανώσεων. Σε όλα τα πιο πάνω, θα πρέπει να προστεθούν οι δολοφονικές επιθέσεις της Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία. Συνεπώς μια ματιά έξω από τα δυτικά γεωγραφικά όρια, μαρτυρεί ότι η βασική σύγκρουση δε διεξάγεται μεταξύ Ισλάμ και Δύσης, αλλά εντός του ισλαμικού κόσμου. Η συγκεκριμένη σύγκρουση φέρει φυσικά εξωτερικούς παράγοντες που την ανατροφοδοτούν, όμως την ίδια στιγμή χαρακτηρίζεται και από τις τοπικές ιδιαιτερότητες.
Αυτή η «εσωτερική διάσταση» των συγκρούσεων στον ισλαμικό κόσμο, συνοδεύεται τα τελευταία είκοσι χρόνια τουλάχιστον από την επαναφορά των συζητήσεων Μουσουλμανικών παραγόντων (διανόηση, πολιτικοί κ.α) για την αναγκαιότητα της «εσωτερικής μεταρρύθμισης» της ίδιας της ισλαμικής θρησκείας. Στοιχείο που σπάνια αναπαράγεται από δυτικά ΜΜΕ. Μέρος της αυτοκριτικής που αναπτύσσεται στον ισλαμικό κόσμο επικεντρώνεται εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες στην ανάγκη μιας νέας «αυτοσυνείδησης» των πιστών, οικοδομημένης στην ουσιαστική γνώση όχι μόνο των κλασσικών πηγών του Ισλάμ, αλλά και στη γνώση που αποκτήθηκε μέσα από τους αιώνες. Οι όροι Teblig και Da’wa, οι οποίοι κυριολεκτικά μεταφράζονται ως «διαπαιδαγώγηση» και «προπαγάνδα-διαφώτιση» (χριστιανικά αντίστοιχα μπορούν να εντοπιστούν στη δράση των ιεραπόστολων), αποτελούν εκ νέου μια νέα πηγή έντονων αναζητήσεων για «προσαρμογή» του Ισλάμ στις σύγχρονες πραγματικότητες.
Η επιστροφή των «δυτικών στερεότυπων»
Το Σεπτέμβριο του 1990, ο Bernard Lewis δημοσίευσε το άρθρο του με τίτλο “The Roots of Muslim Rage”, το οποίο θεωρείται από πολλούς ως η βασική πηγή της «Σύγκρουσης των Πολιτισμών» του Samuel Huntington. Ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο άρθρο υποστηρίζει ότι η εντεινόμενη «μουσουλμανική οργή» προέρχεται από μια προαιώνια σύγκρουση αξιών και πολιτισμών και όχι από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αυτή η «οργή» – όπως ισχυρίζεται ο συγγραφέας – βρίσκει τις ρίζες της στις θρησκευτικές αναφορές των παραδοσιακών μουσουλμανικών κοινωνιών. Γράφει χαρακτηριστικά: «Θα έπρεπε να είχε γίνει σαφές μέχρι τώρα ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια εχθρική διάθεση και ένα κίνημα που ξεπερνά κατά πολύ τις όποιες πολιτικές και τις κυβερνήσεις που τις εφαρμόζουν. Αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια σύγκρουση πολιτισμών, η παράλογη – ίσως – αλλά σίγουρα ιστορική αντίδραση ενός προαιώνιου αντιπάλου προς της ιουδαιοχριστιανική κληρονομιά μας, το σημερινό κοσμικό μας σύστημα και την παγκόσμια εξάπλωση και των δύο»[1]. Σύμφωνα με τα πιο πάνω, οι ρίζες του προβλήματος του ισλαμικού κόσμου ανάγονται στις κλασσικές θρησκευτικές και νομικές διδασκαλίες του Ισλάμ, γιατί αυτές προβλέπουν μια παγκόσμια τάξη εγγενώς συγκρουσιακή και δεσποτική. Σύμφωνα και πάλι με τον Lewis, η κλασσική ισλαμική σκέψη χωρίζει τον κόσμο στον «Οίκο του Ισλάμ» (Dar al-Islam) και στον «Οίκο του Πολέμου» (Dar al-Harb) και συνεπώς η κατάκτηση του οίκου των «απίστων», διαμέσου ενός συνεχόμενου «ιερού πολέμου» (Jihad), βρίσκεται στα κύτταρα της ισλαμικής θρησκείας.
Όμως ο συγγραφέας δεν αναφέρεται καθόλου στην ιστορική προέλευση των όρων αυτών, ούτε και στην «μετάλλαξη» που δέχτηκαν στην πορεία των αιώνων κοινωνικής εξέλιξης. Ούτε και αναφέρεται σε άλλες έννοιες που συνοδεύουν τους πιο πάνω όρους στην ισλαμική σκέψη. Για παράδειγμα δεν αναφέρει ότι ο όρος Jihad προέρχεται από την αραβική λέξη Cahd που κυριολεκτικά σημαίνει «προσπάθεια». Παραβλέπει εντελώς το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας μουσουλμανικής ελίτ επικεντρώνεται στον όρο Jihad για να υποδείξει τη συσσώρευση κεφαλαίου στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση (η πράξη της δημιουργίας ειδικών ταμείων με εισφορές εκατομμυρίων δολαρίων για συγκεκριμένες επενδυτικές δραστηριότητες σε τεράστια έργα υποδομής σήμερα περιγράφεται ως Jihad!). Επίσης αποκρύβει εντελώς τις έννοιες του «Οίκου της Ειρήνης» (Dar al-Sulh) και του «Οίκου της Συμφωνίας» (Dar al-Aht) που αφορούν στις συμφωνίες ειρήνης μεταξύ μουσουλμανικών κρατών, αλλά και μεταξύ μουσουλμανικού και μη μουσουλμανικού κόσμου.
Σε αντίθεση με τις αντιλήψεις τύπου Lewis, οι οποίες επικαιροποιούνται με αφορμή τα γεγονότα στο Παρίσι, η ιστορική εξέλιξη στην πράξη δείχνει ότι δεν υπάρχει μια και μοναδική ομογενοποιημένη θρησκευτική-πολιτιστική οντότητα στο Ισλάμ. Όπως και σε κάθε άλλη θρησκεία, έτσι και στο Ισλάμ υπάρχουν οι γενικές, κοινές αρχές μεταφυσικής κατανόησης του κόσμου. Αλλά την ίδια στιγμή υπάρχουν και τα χαρακτηριστικά που προκύπτουν και επηρεάζονται υπό το βάρος των αλλαγών της υλικής πραγματικότητας, της εξέλιξης των κοινωνικών σχέσεων, της οικονομίας, των σχέσεων κράτους-θρησκείας-κοινωνίας, στην κληρονομιά της αποικιοκρατίας, ακόμα και στην παρουσία των εθνικιστικών, κοσμικών ρευμάτων. Υπό αυτή την έννοια, η πολυπλοκότητα που παρουσιάζει σήμερα η ισλαμική θρησκεία και η εκμετάλλευση της για πολιτικούς σκοπούς δεν είναι μια «ισλαμική ιδιαιτερότητα». Αντίθετα είναι μια συγκυρία που οδηγεί σε προσπάθειες επανακατασκευής μιας ταυτότητας (ισλαμικής) στο ευρύτερο πλαίσιο της ανάγκης για ξεπέρασμα των κρίσεων ηγεμονίας και αποκατάστασης της εξουσίας.
Η προσπάθεια για επαναφορά του «τουρκικού μοντέλου»
Η ύπαρξη διαφορετικών χαρακτηριστικών στην ισλαμική θρησκεία ως αποτέλεσμα της ίδιας της ιστορικής εξέλιξης, μας ενδιαφέρει άμεσα. Θέτει εκ νέου στην επικαιρότητα την ύπαρξη ή/και την επιδίωξη «κατασκευής» ενός «τουρκικού» Ισλάμ, πάνω στο οποίο βασίζεται η γενικότερη ανάπτυξη αυτού που καθιερώθηκε με συγκεκριμένο περιεχόμενο ως «τουρκικό μοντέλο» επί της διακυβέρνησης του ΑΚΡ.
Σύμφωνα με τη βασικότερη ερευνητική προσπάθεια στο θέμα του «τουρκικού» Ισλάμ, οι ιστορικές διαφοροποιήσεις από τις σαουδαραβικές αντιλήψεις των Wahabbi και ιδιαίτερα των Salafi, οι οποίες επικράτησαν σε διάφορες περιοχές του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου, οφείλονται κυρίως στη δομή και το χαρακτήρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην ενίσχυση του σουφισμού και των ισλαμικών ταγμάτων που τον υιοθέτησαν, στην ενσωμάτωση του ισλαμικό κινήματος στους νεωτερικούς θεσμούς εξουσίας, αλλά και στις προϊσλαμικές παραδόσεις της Ανατολίας που διατηρούνται μέχρι και σήμερα ως ένα κομμάτι της «εθνικής κουλτούρας».
Άλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίος ο έντονος ιδεολογικός ανταγωνισμός μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Τουρκίας, ο οποίος αν και υπόγειος, εντούτοις επηρεάζει καθοριστικά την υπόθεση ηγεμονίας στον ισλαμικό κόσμο. Για παράδειγμα η απόφαση της Τουρκίας να δημιουργήσει Διεθνές Ισλαμικό Πανεπιστήμιο με έδρα την Κωνσταντινούπολη, έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Το βήμα αυτό θεωρείται ως το πιο σημαντικό στην υπόθεση επαναφοράς του «τουρκικού μοντέλου», αφού η Τουρκία δείχνει να θέλει να μπει αποφασιστικά στο παγκόσμιο ανταγωνισμό της παραγωγής ισλαμικής έρευνας. Στο εν λόγω Πανεπιστήμιο προγραμματίζεται όπως ενοποιηθούν όλα τα ισλαμικά ερευνητικά κέντρα που δημιουργήθηκαν με τη συμβολή της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Κιργιστάν, Καζακστάν, Αζερμπαϊτζάν, Σόφια, Στρασβούργο, Φρανκφούρτη. Στόχος είναι το Διεθνές Ισλαμικό Πανεπιστήμιο της Τουρκίας να καταστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα ισάξιο των γνωστότερων Πανεπιστημίων του είδους που λειτουργούν στην Αίγυπτο, στο Πακιστάν, στη Σαουδική Αραβία, στη Μαλαισία και στο Ιράν.
Πέραν των πιο πάνω, η προσπάθεια μιας ξεκάθαρης ιδεολογικής διαφοροποίησης του ΑΚΡ από το «Ισλαμικό Κράτος», επεκτείνεται τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και σε ένα ευρύτερο ακροατήριο του Μουσουλμανικού κόσμου. Πρόσφατα ο Νταβούτογλου είχε τονίσει πως «ένας από τους σημαντικότερους λόγους που δεν έχουν αναπτυχθεί στην Τουρκία οργανώσεις τύπου Ισλαμικού Κράτους είναι τα ιεροδιδασκαλεία. Θα είχαμε προβλήματα εάν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη συνταγή ανατροφής θρησκευτικών αξιωματούχων… Το φάρμακο ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος είναι η θρησκευτική εκπαίδευση»[2]. Σε αυτά τα πλαίσιο, η κυβέρνηση ΑΚΡ έχει αρχίσει ήδη την ενίσχυση των ιεροδιδασκαλείων (Imam-Hatip) ως βασικών κοινωνικών πυρήνων «ορθής διδασκαλίας» του σουνιτικού Ισλάμ, την ενίσχυση των θρησκευτικών μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, αλλά και την ενδυνάμωση της παρουσίας της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων στην εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής.
Επομένως είναι ξεκάθαρο ότι τα τραγικά γεγονότα στο Παρίσι, ως συνέχεια της ευρύτερης κατάστασης που δημιουργεί η δράση του ακραίου Ισλάμ στην περιοχή, μετατρέπονται σταδιακά σε βάση γενικότερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Η «απομόνωση» της Τουρκίας, δεν πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένη.
[1] Bernard Lewis, “The Roots of Muslim Rage”, The Atlantic Monthly, September 1990, σσ. 47-60.
[2] Melih Altınok, “Terörü din eğitimi önler”, Türkiye, 30.9.2014.