Η επανέναρξη των συνομιλιών στο Κυπριακό, βρίσκει την Τουρκοκυπριακή κοινότητα σε μια δύσκολη κατάσταση που χαρακτηρίζεται από πολύπλοκες διαφοροποιήσεις στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η «νέου τύπου» διαχείριση των κατεχομένων από πλευράς Άγκυρας τα τελευταία χρόνια επηρέασε σε καθοριστικό βαθμό την κοινωνική διάρθρωση της κοινότητας, τις πολιτικές ισορροπίες, τη λειτουργία των δομών εξουσίας, ακόμα και το αστικό τοπίο. Από τη μία, παρατηρείται μια συνολική αλλαγή στις υποδομές ενώ από την άλλη σημειώνονται χαρακτηριστικές μεταβολές στο πεδίο της οικονομίας, γεγονός που μειώνει περαιτέρω τα πεδία άσκησης εξουσίας από πλευράς των Τουρκοκυπρίων. Όλα αυτά οδηγούν στην εμφάνιση νέων δυναμικών, οι οποίες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επηρεάσουν την πορεία των συνομιλιών και το τελικό τους αποτέλεσμα.
Ιδιαίτερα στον κοινωνικο-οικονομικό τομέα καταγράφονται δυσάρεστες εξελίξεις που επικεντρώνονται κυρίως στην πίεση ενάντια στο βιοτικό επίπεδο των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού. Η πραγματικότητα αυτή εντείνεται τα τελευταία 5 χρόνια με πολύ συγκεκριμένο τρόπο λόγω της εφαρμογής των τρίχρονων οικονομικών πρωτοκόλλων, τα οποία θέτουν στο επίκεντρο τους μια συνολική «επίθεση» ενάντια στον κατεξοχήν τουρκοκυπριακό χώρο κοινωνικής και οικονομικής δραστηριοποίησης: τη δημόσια υπηρεσία. Η πρώτη χαρακτηριστική ανατροπή εμφανίζεται στον καθορισμό του κατώτατου μισθού το Δεκέμβριο του 2013 που συμφωνήθηκε στις 1560 τουρκικές λίρες (ΤΛ). Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες γνώμης, το τελευταίο εξάμηνο το 93% δηλώνει ότι επηρεάζεται αρνητικά από την άνοδο των τιμών και το 78% δηλώνει ότι δυσκολεύεται να αποπληρώσει τις δόσεις του. Χαρακτηριστικά, ο μέσος όρος της μηνιαίας δόσης των νοικοκυριών ανήλθε στις 1287 ΤΛ.
Βεβαίως τα αριθμητικά στοιχεία δεν είναι από μόνα τους ικανά να περιγράψουν τις ανακατατάξεις στο κοινωνικό επίπεδο, καθώς η μεγαλύτερη επίπτωση που βιώνουν οι Τουρκοκύπριοι σήμερα είναι η «ριζοσπαστικοποίηση» της δραστηριότητας του τουρκικού κεφαλαίου σχεδόν σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Αυτή η εξέλιξη που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια, φέρνει μαζί της ευρύτερες αλλαγές. Η δομή εξουσίας αναπροσαρμόζεται με τρόπο που να υπηρετεί κυρίως τις νομοθετικές διεκδικήσεις των τουρκικών επιχειρηματικών κύκλων για περαιτέρω άνοιγμα της οικονομίας, ένα άνοιγμα το οποίο λόγω συνθηκών μη επίλυσης του Κυπριακού αφορά αποκλειστικά και μόνο την ενσωμάτωση στην Τουρκία. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα του πρόσφατου παρελθόντος είναι οι εργασίες ολοκλήρωσης του έργου υποθαλάσσιας μεταφοράς νερού από την Τουρκία.
Η προαναφερθείσα κατάσταση συνέβαλε σε διάφορες ανακατατάξεις στον κομματικό χάρτη. Ο πιο πρόσφατος αντικατοπτρισμός των ανακατατάξεων είναι η αστάθεια του «κυβερνητικού» συνασπισμού μεταξύ Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος και Δημοκρατικού Κόμματος. Και τα δύο κόμματα παρουσιάζουν μείωση στα ποσοστά αποδοχής των πολιτικών τους ανάμεσα στην κοινότητα. Όμως το σημαντικότερο νέο δεδομένο είναι οι παρασκηνιακές προσπάθειες του Δημοκρατικού Κόμματος για συνεργασία με το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, μια προοπτική που εάν υλοποιηθεί θα θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία της «μεγάλης Δεξιάς». Ο μεγαλύτερος στόχος αυτής της συνεργασίας θα είναι η επικράτηση ενός κοινού υποψηφίου (πιθανότατα του Ντερβίς Έρογλου) στις εκλογές για την ανάδειξη του Τουρκοκύπριου ηγέτη το 2015.
Η πιο σοβαρή δυναμική ανατροπής του πιο πάνω σεναρίου, φαίνεται για μια ακόμη φορά να είναι οι εξελίξεις στο Κυπριακό. Η πορεία των συνομιλιών και η πιθανότητα κατάληξης σε λύση, είναι στοιχεία που προοπτικά θα βοηθήσουν στον επανακαθορισμό του κομματικού χάρτη. Ένα πιθανό θετικό πλαίσιο στις συνομιλίες παρουσιάζεται ως το μόνο που μπορεί να συσπειρώσει την ευρύτερη Αριστερά και να «επιλύσει» τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι την ίδια στιγμή η μοναδική προοπτική για το Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα να επαναπροσδιορίσει μέρος της ιδεολογικής του ταυτότητας, η οποία στο πέρασμα των χρόνων «περιορίστηκε» στην επιδίωξη ομοσπονδιακής επίλυσης του Κυπριακού.
Παρά το ότι σχηματίζεται μια ευρύτερη συναίνεση αναφορικά με την ανάγκη επανέναρξης των συνομιλιών, εντούτοις η πορεία τους και το περιεχόμενο των προτάσεων που θα κατατεθούν, αναμένεται να επηρεάσει και την πολιτική αντιπαράθεση. Σήμερα όλα τα πολιτικά κόμματα στηρίζουν την επανέναρξη των συνομιλών, όμως το πιο πιθανό είναι ότι το περιεχόμενο της επιδιωκόμενης λύσης θα γίνει αντικείμενο διαφοροποιήσεων. Ήδη αναπτύσσεται ένας έντονος διάλογος για το κοινό ανακοινωθέν και στο κατα πόσο αυτό αφήνει ανοιχτή την προοπτική για συνομοσπονδιακή διευθέτηση ή όχι. Τόσο το Δημοκρατικό Κόμμα, όσο και το Κόμμα Εθνικής Ενότητας, ξεκαθαρίζουν ότι το κοινό ανακοινωθέν μειώνει τις πιθανότητες χωριστής κυριαρχίας των Τουρκοκυπρίων, έτσι όπως αυτές οι δυνάμεις την αντιλαμβάνονται.
Στο φόντο των πιο πάνω, βρίσκονται και οι πρώτες διεργασίες για υποψηφιότητες στις εκλογές για τον Τουρκοκύπριο ηγέτη. Ο Μεχμέτ Αλί Ταλάτ ξεκίνησε ανεπίσημα την προεκλογική του εκστρατεία επιδιώκοντας να οικοδομήσει μια συγκεκριμένη δυναμική που θα τον επιβάλλει σε κύκλους του Ρεπουμπλικανικού, οι οποίοι έχουν ισχυρές ενστάσεις εναντίον του. Ο Ντερβίς Έρογλου από την άλλη, επικεντρώνεται στην «εσωτερική διευθέτηση» της συμμαχίας της Δεξιάς που φαίνεται να επηρεάζει τις τελικές του αποφάσεις. Πάντως είναι γεγονός ότι η κατάληξη των δύο ηγετών σε κοινό ανακοινωθέν και η επανέναρξη των συνομιλιών, αποτέλεσαν αφορμή για να εμφανιστούν ξανά στο δημόσιο χώρο της Τουρκοκυπριακής κοινότητας δυναμικές υπέρ της λύσης. Έστω και αν οι μειωμένες προσδοκίες για θετική κατάληξη συνεχίζουν να επικρατούν, η κινητικότητα στο τραπέζι των συνομιλιών είναι κάτι που μπορεί υπό προϋποθέσεις να καθορίσει νέες αλλαγές στην πολιτική ζωή. Σε αυτό το σημείο καθοριστικός θα είναι και ο ρόλος που θα επωμιστεί το τουρκοκυπριακό συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο σήμερα διαθέτει τις ίσως τις πιο «δομημένες» ικανότητες λαϊκής κινητοποίησης.
Νίκος Μούδουρος
14 Φεβρουαρίου 2014