Το σκάνδαλο των υποθέσεων διαφθοράς στελεχών και ατόμων γύρω από την κυβέρνηση Ερντογάν ήρθε λίγους μήνες μετά τη ξαφνική αμφισβήτηση του Ερντογάν από τις κινητοποιήσεις για την πλατεία Γκεζί και λίγους μήνες πριν τις τοπικές εκλογές – δίνοντας έτσι την εικόνα μια κρίσης για την νομιμότητα του Ερντογάν, αλλά και μια ενδεχόμενη κρίση στην Τουρκία. Όμως, μπορεί τελικά η κρίση να είναι και σύμπτωμα μια ωριμότητας του τουρκικού πολιτικού συστήματος, έστω και αν αυτό σημαίνει περιορισμό των φαντασιώσεων του Ερντογάν…
Το σκάνδαλο διαφθοράς και το περίπλοκο πλαίσιο των εξωτερικών σχέσεων της Τουρκίας: μια περιφερειακή δύναμη που φτιάχνει τις σχέσεις της με το Ιράν και βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία
Το σκάνδαλο στην πολιτική του διάσταση αποκάλυψε μια ρήξη στο εσωτερικό του ισλαμικού κινήματος ανάμεσα στον Ερντογάν και το δίκτυο Γκιουλέν, το οποίο τον στήριξε στην άνοδο και την εμπέδωσή του στην εξουσία. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν δυο ενδιαφέρουσες πτυχές, οι οποίες παραπέμπουν και στην εσωτερική και την εξωτερική διάσταση της τουρκικής πολιτικής. Το σκάνδαλο που αφορά στη μεταφορά κεφαλαίων μέσω τουρκικής τράπεζας και άρα το σπάσιμο του εμπάργκο στο Ιράν εκφράζει την εξωτερική διάσταση και το θέμα της διαφθοράς στον τομέα των κατασκευών, την εσωτερική. Το παράδοξο με την τράπεζα και το Ιράν είναι γιατί τίθεται τώρα αυτό το θέμα, αφού οι κυρώσεις θα αφαιρεθούν. Υπάρχει, βέβαια, ένα παίκτης που δεν είναι καθόλου ικανοποιημένος από την προσέγγιση Ιράν-ΗΠΑ και Τουρκίας. Το Ισραήλ. Είναι για αυτό που το γεωπολιτικό υπονοούμενο που άφησε να διαφανεί το στρατόπεδο του Ερντογάν ήταν ότι το θέμα είχε να κάνει με εξωτερικό δάκτυλο. Είναι ενδεχόμενο ότι υπάρχουν συμφέροντα, είτε σε σχέση με το δίκτυο Γκιουλέν, είτε με άλλες δυνάμεις που να θέλουν να υπονομεύσουν την αυξανόμενη αυτονομία του Ερντογάν, αλλά και της τουρκικής πολιτικής ως αναδυόμενης περιφερειακής δύναμης. Ένα από τα σημεία στα οποία περιστράφηκαν διάφορες υπόνοιες δείχνει και το περίπλοκο του θέματος. Γράφτηκε λ.χ. ότι το δίκτυο Γκιουλέν βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τον Ερντογάν για το κουρδικό. Στην ουσία, όμως, το κουρδικό είναι πια ένα ευρύτερο ζήτημα. Όσον αφορά στους κούρδους της Τουρκίας και του Ιράκ ο Ερντογάν, αλλά και η πολιτική Νταβούτογλου έχει σαφώς ως στόχο να τους προσεγγίσει για δυο λόγους – για να δημιουργήσει μια πρόσβαση σε μια σημαντική κοινότητα μέσα στην Τουρκία, αλλά και για να διασφαλίσει ενεργειακές ροές από την περιοχή των κούρδων του Ιράκ. Αυτό αναπόφευκτα σημαίνει ότι πρέπει η Τουρκία να βρει τρόπους συνύπαρξης και συνεννόησης με την Τεχεράνη, η οποία ασκεί επιρροή στη Βαγδάτη, αλλά και η οποία, σε περίπτωση κακών σχέσεων, μπορεί να παρέμβει προβληματικά για τα τουρκικά συμφέροντα στην περιοχή. Ήδη αναπτύσσεται ένα ισλαμικό κίνημα ανάμεσα στους κούρδους της Τουρκίας – το κίνημα Χιζμπολάχ – χωρίς σχέση με το λιβανέζικο κίνημα – ως αντίπαλο δέος στο αριστερό-κοσμικό Κουρδικό Εργατικό κόμμα, και τόσο το κόμμα του Ερντογάν, όσο και οι Γκουλενιστές ανησυχούν για αυτές τις τάσεις που διεκδικούν το δικό τους χώρο. Ήδη, όμως, ο Ερντογάν έκανε μια σημαντική γκάφα στη Συρία – με την ταύτισή του με τους ένοπλους ισλαμιστές – δίνοντας την ευκαιρία από την μια στους κούρδους της περιοχής να οργανωθούν αυτόνομα και ταυτόχρονα στους αντίπαλούς του να τον κατηγορήσουν για μια λανθασμένη κίνηση στην εξωτερική πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερντογάν έχει αντίπαλους, αλλά δεν είναι σταθεροί. Έχει αντιπαράθεση λ.χ. με την κυβέρνηση της Συρίας αλλά όχι με το βασικό της σύμμαχο, το Ιράν. Αντίθετα έχει έντονη αντιπαράθεση με την Σαουδική Αραβία λόγω της στήριξης στη Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο. Σε αυτό το πλέγμα σχέσεων, η ερμηνεία των κινήσεων των αντιπάλων του Ερντογάν ως μονοσήμαντες, ίσως να είναι παραπλανητική.
Η πορεία της Τουρκίας προς ένα καθεστώς πιο δημοκρατικής πολυαρχίας;
Αυτό που φαίνεται να αναδύεται σταθερά είναι ένα είδος εσωτερικής διαφοροποίησης, η οποία φαίνει να οδηγεί ενδεχομένως σε ένα είδος πολυαρχίας – και ίσως σε αυτό το σημείο ο Γκιουλέν και το δίκτυο του να παίζουν, συνειδητά ή όχι, το ρόλο του πολλαπλασιαστή των κέντρων εξουσίας. Διότι σαφώς ο Ερντογάν έχει γύρω του ένα κόμμα που μετά από 10 χρόνια εξουσίας έχει αρκετή διαφθορά στα ντουλάπια. Ο Ερντογάν κατάφερε να συσπειρώσει κάτι ανάμεσα στο 40-50% των ψηφοφόρων μέχρι τώρα, δηλαδή ένα ισχυρό ηγεμονικό μπλοκ της δεξιάς με την ανοχή μερίδας των φιλελευθέρων και των αριστερών. Όμως, αυτή η ηγεμονική κίνηση, μαζί με την οικονομική δύναμη του ισλαμικού κεφαλαίου, συνοδευόταν από το αφήγημα της απελευθέρωσης της κοινωνίας από το βαθύ κράτος του κεμαλισμου. Το πόσο βαθύ είναι ή ήταν αυτό το κράτος είναι ένα θέμα. Το ζήτημα είναι ότι έχασε και αποσύρθηκε σχεδόν αναίμακτα μετά από μια σειρά εκλογικών διαδικασιών.
Το ότι σήμερα ο Ερντογάν κατηγορεί του τέως συμμάχους του, οι οποίοι τον βοήθησαν να βάλει μέχρι και τον ηγέτη του Στρατού φυλακή, είναι μάλλον ενδεικτικό ότι θέλει να δημιουργήσει ένα δικό του βαθύ κράτος. Η αυταρχική του αντίδραση το καλοκαίρι έδειχνε ένα ηγέτη που δεν ανεχόταν – δεν αμφισβητούσε πια μια εξουσία, ήταν ο ίδιος η εξουσία, που δεν ανεχόταν αμφισβήτηση. Σε αυτό το πλαίσιο η αμφισβήτησή του από τα μέσα – από τον Γκιουλέν ή άλλους – είναι ένα δείγμα ότι στην Τουρκία αρχίζουν να διαμορφώνονται διαφορετικά μπλοκ εξουσία. Σαφώς, απέναντι στον Ερντογάν αντιπαραβάλλεται πια μια ενδεχόμενη συμμαχία γύρω από κεμαλικό λαϊκό ρεπουμπλικανικό κόμμα. Και ο ίδιος ο Ερτογάν φάνηκε να αναζητεί σύμμαχους στο κεμαλικό μπλοκ, όταν οι προσκείμενοι σε εκείνον άρχισαν να αφήνουν να διαφανεί ότι υποστηρίζει την επανεξέταση των δικών των κεμαλικών στρατιωτικών και άλλων για «συνομωσία».
Μπορεί η κρίση να είναι σημάδι ορίων για τον Ερντογάν και ωρίμανσης της κοινωνίας;
Σε αυτό το πλαίσιο, η ερμηνεία της κρίσης σαν ένα είδος τούρκικης φούσκας που σκάζει, μάλλον, παραβλέπει μερικά σημαντικά δεδομένα. Οι εκλογικές διαδικασίες φαίνονται εμπεδωμένες – και αυτό που διακυβεύεται πια είναι ο διαχωρισμός των εξουσιών. Είναι σε αυτό το σημείο που Ερντογάν φαίνεται να φτάνει στα δημοκρατικά του όρια. Ταυτόχρονα, εξωτερικά η αμφισβήτηση του Ερντογάν είναι όντως και μια προσπάθεια να αμφισβητηθεί η ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Αλλά αυτή η αυτονομία θα είναι πια μέρος οποιουδήποτε μπλοκ ανέβει στην εξουσία. Αν οι εκλογικές διαδικασίες δείχνουν την εμπέδωση των δημοκρατικών διαδικασιών, η διεκδίκηση της εύνοιας της τούρκικης ηγεσίας ή μιας τουρκικής ηγεσίας που να είναι φιλική προς τα άλφα ή βήτα συμφέροντα είναι εκφραστικό του νέου στάτους της Τουρκίας. Και σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερντογάν διαπιστώνει και το όρια της εσωτερικής εξουσίας. Μπορεί να αλλάξει του δικαστές, αλλά ο αυταρχισμός του έχει όρια. Και εσωτερικό, στον ίδιο τον ισλαμικό χώρο όπως φαίνεται από το δίκτυο Γκιουλέν. Και αν διορίζει όποιους θέλει σήμερα, αύριο θα διορίζουν ενδεχομένως οι αντίπαλοί του. Σε αυτό το σημείο, θέτει πια τις κινήσεις στη σφαίρα της αναίρεσης με την ίδια δικαιολογία που το προβάλει σήμερα – οι αντίπαλοί του θα πολεμούν το βαθύ κράτος του Ερντογάν. Αλλά υπάρχουν και εξωτερικές προειδοποιήσεις – η πτώση της τούρκικης λίρας ήταν απλώς ένα δείγμα.